ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  653/2023

27 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P.,

από Ινδία

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Μ. Μαυρομιχάλης, για Αλ ταχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Δικηγόροι για Καθ’ ων η α ίτηση: Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

Αιτήτρια παρούσα

Διερμηνείς: Ε. Ηρακλέους για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα

S. Dawoodi (κα) για διερμηνεία από Punjabi στην αγγλική και αντίστροφα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 26.08.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία την οποίαν εγκατέλειψε στις 25.06.2019 και αφίχθηκε στις 26.06.2019 στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με φοιτητική θεώρηση εισόδου (visa). Στις 06.03.2020 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και ακολούθως προγραμματίστηκε συνέντευξη στις 09.11.2020 στην οποίαν η Αιτήτρια κλήθηκε δεόντως χωρίς ωστόσο η ίδια να εμφανιστεί κατά την εν λόγω ημερομηνία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Ενόψει της παράλειψης της Αιτήτριας να εμφανιστεί κατά την προγραμματισμένη συνέντευξη κρίθηκε πως υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι η ίδια είχε αποσύρει σιωπηρά την αίτησή της ή υπαναχώρησε από αυτήν. Ως εκ τούτου στις 23.11.2020 αποφασίστηκε  το κλείσιμο του φακέλου και η διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της για διεθνή προστασία από την ασκούσα καθήκοντα προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν σχετικής εισήγησης που υποβλήθηκε από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Σχετική επιστολή ημερ. 21.01.2021 με την οποία παρέχετο ενημέρωση προς την Αιτήτρια για την προρρηθείσα απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στάλθηκε ταχυδρομικώς στις 10.02.2021 προς την τελευταία δηλωθείσα διεύθυνσή της Αιτήτριας.

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια υπέβαλε στις 09.02.2022 αίτηση επανανοίγματος του φακέλου της στο πλαίσιο της οποίας κλήθηκε και παρέστη σε συνέντευξη με λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA, πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA»), στις 30.06.2022, ο οποίος συνέταξε αυθημερόν  σχετική Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από την ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 26.08.2022, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής της. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω των συνηγόρων της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, στην γραπτή τους αγόρευση, απαντούν στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, εμμένοντας στην θέση τους ότι η Αιτήτρια επικαλείται αμιγώς οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στα Άρθρα 3 ή/και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.  Προσθέτουν δε, ότι η χώρα καταγωγής της θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής δυνάμει του διατάγματος ΚΔΠ 202/2022, χωρίς η Αιτήτρια να έχει τεκμηριώσει λόγους που θα επέτρεπαν την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Τούτων λεχθέντων, αυτό που σε κάθε περίπτωση παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια δεν προβάλλει στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η Αιτήτρια δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους.

 

Η Αιτήτρια στα πλαίσια της αρχικής αίτησής της κατέγραψε ότι είναι πολύ φτωχή, ότι δανείστηκε χρήματα για να έλθει εδώ τα οποία δεν μπορεί να αποπληρώσει, ενώ επιπλέον δεν μπορεί να πληρώσει ούτε τα έξοδα των σπουδών της και δεν κατάφερε να βρει εργασία, ωστόσο δεν μπορεί να επιστρέψει στην Ινδία.

 

Ακολούθως, στην αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι διατηρεί δεσμό με ένα αγόρι εδώ στην Κύπρο, το οποίο οι γονείς της δεν συμπαθούν και ότι για τον λόγο αυτό δεν θέλει να επιστρέψει πίσω στην Ινδία καθώς οι γονείς της θα την σκοτώσουν.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να σπουδάσει στη Δημοκρατία καθώς της αρέσει εδώ ενώ δεν ήθελε να σπουδάσει στην Ινδία. Ερωτηθείσα ως προς τις συνέπειες τις οποίες αναμένεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η οικογένειά της θα διευθετήσει τον γάμο της. Κληθείσα να εξηγήσει το τι θα σήμαινε αυτό για την ίδια, απάντησε αρχικά πως «It does not mean anything», ωστόσο στη συνέχεια δήλωσε πως δεν θέλει να παντρευτεί καθώς έχει αγόρι εδώ (στην Κυπριακή Δημοκρατία) για το οποίο τα μέλη της οικογένειάς της δε συμφωνούν και θέλουν  να διευθετήσουν ένα γάμο της επιλογής τους. Σε περαιτέρω ερωτήσεις του λειτουργού EUAA, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενημέρωσε την οικογένειά της για το γεγονός ότι θέλει να παντρευτεί τον φίλο της, ωστόσο αυτή (η οικογένειά της), είπε πως θα διευθετήσουν τον γάμο της με κάποιον της επιλογής τους. Ερωτηθείσα ως προς το πως πιστεύει πως θα είναι η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της στην Ινδία η Αιτήτρια δήλωσε «I dont know», ενώ απάντησε αρνητικά στην ερώτηση ως προς το κατά πόσο γνωρίζει αν η οικογένειά της έχει ήδη κάποιον συγκεκριμένο άντρα υπόψη της για να παντρέψουν την ίδια  μαζί του.

 

Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Το πρώτο αφορά στην ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία / προφίλ της Αιτήτριας και το δεύτερο στο ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει. Αμφότεροι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί. Στην βάση των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών, κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν υφίστανται βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στην Ινδία να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Κρίθηκε καταληκτικά ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής στο άρθρο 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου με αποτέλεσμα την απόρριψη εν τέλει της αίτησής της.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, επισημαίνω καταρχάς ότι συντάσσομαι με την κατάληξη του λειτουργού EUAA ως προς την αξιοπιστία των δύο ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί απομονώθηκαν από τον ίδιο, για τους οποίους δεν εντοπίζω οποιονδήποτε λόγο διαφοροποίησης.

 

Ωστόσο, διαπιστώνω πλημμέλειες στη διερευνητική διαδικασία, καθώς ο λειτουργός ασύλου παρέλειψε να καταγράψει, απομονώσει και εξετάσει ως ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό, τα όσα η Αιτήτρια επικαλέστηκε σε σχέση με την οικογένειά της η οποία δεν αποδέχεται κατ’ ισχυρισμόν την σχέση που έχει συνάψει στην Κυπριακή Δημοκρατία και ότι αν η ίδια επιστρέψει στην Ινδία, η οικογένειά της θα την παντρέψει με άντρα της επιλογής των μελών της οικογένειάς της. Η Αιτήτρια, τόσο στο πλαίσιο της αίτησής επανανοίγματος του φακέλου της όσο και κατά τη συνέντευξή της, αναφέρθηκε στην αντίθεση της οικογένειάς της ως προς την υπάρχουσα σχέση που η ίδια διατηρεί εδώ στην Κύπρο καθώς και στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα υποστεί εξαναγκαστικό γάμο από την οικογένειά της. Θα έπρεπε συνεπώς αυτός να απομονωθεί ως ξεχωριστός ουσιώδης ισχυρισμός και να τύχει αυτοτελούς αξιολόγησης καθώς αποτελεί στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να αποδειχθεί κρίσιμο για την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ισχυρισμός, αν αποδειχθεί αληθής, ενδεχομένως να εντάσσει την Αιτήτρια σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, δηλαδή των γυναικών που αναμένεται να υποστούν βία λόγω της απόρριψης οικογενειακών επιταγών και προγραμματισμένων γάμων. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι η Αιτήτρια αναχώρησε από την χώρα καταγωγής της για άλλους λόγους (για σπουδές), ωστόσο φοβάται πλέον να επιστρέψει εξαιτίας γεγονότων που συνέβησαν ή συνθηκών που προέκυψαν μετά την αναχώρησή της από τη χώρα αυτή, θα έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να κατέστη επί τόπου πρόσφυγας.

 

Για τους λόγους λοιπόν που έχω επεξηγήσει, είναι η κατάληξη μου στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην έλλειψη δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας με αποτέλεσμα ο σχετικός λόγος ακυρώσεως των συνηγόρων της Αιτήτριας, έστω και με την γενικότητα που αυτός προβλήθηκε, να επιτυγχάνει. Κατά τούτο πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ωστόσο, η κατάληξη μου αυτή, δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής λόγω της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. 

 

Επισημαίνω ότι στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έχει ένα φίλο εδώ στην Κύπρο με τον οποίο διαμένει, αλλά οι οικογένειες τους στην Ινδία δεν συμφωνούν να μένουν μαζί αλλά ούτε και να παντρευτούν. Ως δήλωσε, η ίδια δεν ενημέρωσε την οικογένειά της, ωστόσο κάποιος άλλος τους ενημέρωσε, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να υποδείξει ποιο ήταν αυτό το άλλο πρόσωπο. Σε ερώτηση ως προς το πως αντέδρασε η οικογένειά της, η Αιτήτρια απάντησε «θα σας σκοτώσουμε αν επιστρέψετε στην Ινδία» και πως πληροφορήθηκε την αντίδραση αυτή της οικογένειάς της από κάποιους συγγενείς οι οποίοι την πήραν τηλέφωνο και της το είπαν. Ως περαιτέρω δήλωσε, ο σύντροφός της κατάγεται και αυτός από την Ινδία αλλά έχει διαφορετική θρησκεία και είναι από άλλη πόλη, αναφέροντας στη συνέχεια κατόπιν σχετικής ερώτησης του Δικαστηρίου, ότι η οικογένειά του συμφωνεί με τη σχέση τους ωστόσο δεν μπορούν να πάνε να ζήσουν στην πόλη όπου κατάγεται ο σύντροφός της καθώς ο ίδιος σπουδάζει εδώ και δεν θέλει να φύγει από την Κύπρο.

 

Αξιολογώντας λοιπόν τον ισχυρισμό αυτό της Αιτήτριας κατόπιν μελέτης των όσων η ίδια αφηγήθηκε κατά την πρωτοβάθμια αλλά και τη δικαστική διαδικασία φρονώ πως εντοπίζονται σημαντικές αντιφάσεις και ασυνέπειες στις δηλώσεις της οι οποίες αναπόφευκτα δημιουργούν σοβαρές αμφιβολίες για την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της.

 

Και εξηγώ.

 

Οι λόγοι αναχώρησης της από την Ινδία, ήταν αρχικά ξεκάθαροι με την ίδια να δηλώνει ότι εγκατέλειψε την Ινδία για να σπουδάσει στην Κύπρο επειδή της αρέσει εδώ και δεν ήθελε να σπουδάσει στην Ινδία. Στην συνέχεια καταχωρώντας αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της δηλώνει ότι δεν θέλει να επιστρέψει στην Ινδία επειδή φοβάται ότι οι γονείς της θα την σκοτώσουν λόγω του δεσμού που διατηρεί με ένα αγόρι στην Κύπρο. Ωστόσο, παρά τις καταγραφές αυτές που εντοπίζονται στην αίτησή της, κατά τη συνέντευξή της δεν αναφέρθηκε σε κανένα σημείο σε κίνδυνο κατά της ζωής της, αλλά ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της δεν συμφωνεί με την σχέση που η ίδια διατηρεί στην Κύπρο και ότι αυτή (η οικογένειά της) θα διευθετήσει τον γάμο της με κάποιον άντρα της επιλογής τους. Αρχικά η Αιτήτρια δηλώνει ότι αυτό «δεν σημαίνει τίποτα» για την ίδια, ωστόσο στην συνέχεια εκφράζεται δηλώνοντας πως δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο καθώς θέλει να παντρευτεί το αγόρι με το οποίο διατηρεί δεσμό εδώ στην Κύπρο. Ακολούθως, κίνδυνο κατά της ζωής της επαναφέρει κατά την δικαστική διαδικασία, όπου στο πλαίσιο της προσφυγής της επικαλείται, μεταξύ άλλων, ότι δέχεται απειλές κατά της ζωής της από μέλη της οικογένειάς της λόγω του δεσμού που δημιούργησε στη Δημοκρατία. Παρά ταύτα, στην γραπτή της αγόρευση, πουθενά δεν εντοπίζεται ο σχετικός ισχυρισμός παρά μόνο, στο πλαίσιο αυτής, ισχυρίζεται ότι η ζωή της κινδυνεύει λόγω αντίθετου πολιτικού φρονήματος αλλά και διαμάχες που έχει με συγγενικά της πρόσωπα για φιλονικίες γης. Ακολούθως, επανέρχεται κατά την ακροαματική διαδικασία στον ισχυρισμό ότι η οικογένειά της απειλεί να την σκοτώσει λόγω του δεσμού που διατηρεί στην Κύπρο. Σε κανένα στάδιο της δικαστικής διαδικασίας ούτε δια του δικογράφου της προσφυγής της, ούτε και δια της αγόρευσής της αλλά ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία, επανέφερε τον ισχυρισμό ότι η οικογένειά της θέλει να την εξαναγκάσει σε γάμο με άτομο της επιλογής τους. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι κατά την συνέντευξή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ίδια ενημέρωσε την οικογένειά της για την πρόθεση της να παντρευτεί με το άτομο που διατηρεί δεσμό εδώ στην Κύπρο, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι δεν είναι η ίδια που ενημέρωσε την οικογένειά της για τη σχέση αυτή αλλά κάποιος άλλος τους ενημέρωσε χωρίς να υποδεικνύει ποιο είναι αυτό το πρόσωπο.  Περαιτέρω, κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου γιατί έχει δεσμό στην Κύπρο αλλά οι οικογένειές τους δεν συμφωνούν να μείνουν μαζί αλλά ούτε και να παντρευτούν. Ωστόσο, σε μετέπειτα στάδιο κατά την ίδια ακροαματική διαδικασία, ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια του συντρόφου της συμφωνεί με την σχέση αυτή. Σε σχέση με την πιθανότητα επιστροφής της και τις συνέπειες από αυτήν, κατά την συνέντευξή της στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε ότι δεν ξέρει τι θα συμβεί αν επιστρέψει στην Ινδία και ότι δεν γνωρίζει αν η οικογένειά της έχει κάποιον συγκεκριμένο άντρα υπόψη για να την παντρέψει. Ακολούθως κατά την ακροαματική διαδικασία ανέφερε ότι η οικογένειά της απειλεί να την σκοτώσει αν επιστρέψει στην Ινδία. Η ασάφεια αλλά και η ασυνέπεια που εντοπίζεται στο αφήγημά της Αιτήτριας ως προς τις συνέπειες της επιστροφής της καθώς και η έλλειψη συγκεκριμένων πληροφοριών ως προς αυτήν είναι προβληματική και επηρεάζει αναπόφευκτα την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της. Αντιφάσεις εντοπίζονται και στον τρόπο που η Αιτήτρια περιγράφει την αντίδραση της οικογένειάς της και την πηγή των απειλών, η οποία δημιουργεί αμφιβολίες. Ειδικότερα, κατά την αίτηση επανανοίγματος, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της δεν συμπαθούν τον φίλο της και ότι θα την σκοτώσουν αν επιστρέψει, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία, δήλωσε ότι την απειλή της οικογένειάς της ότι θα την σκοτώσουν, την έλαβε μέσω συγγενών οι οποίοι την ενημέρωσαν τηλεφωνικά, χωρίς ωστόσο να δίδει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τους συγγενείς αυτούς.

 

Διαφαίνονται λοιπόν σοβαρές ασυνέπειες και ασάφειες στις δηλώσεις της Αιτήτριας ενώ ιδιαίτερα προβληματική είναι και η εναλλαγή των θέσεων της και οι μεταβαλλόμενες δηλώσεις της κατά τα διάφορα στάδια που η ίδια κλήθηκε να εκφράσει τους λόγους που δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στην Ινδία. Πρόσθετα, η απουσία συγκεκριμένων πληροφοριών και λεπτομερειών ως προς τις απειλές και τα περιστατικά που η ίδια με γενικότητα και αοριστία περιγράφει, υπονομεύουν έτι περαιτέρω την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της.

 

Καταλήγω συνεπώς ότι ο ισχυρισμός αυτός της Αιτήτριας είναι εσωτερικά αναξιόπιστος σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που η όποια ενασχόληση με τυχόν εξωτερικές πηγές πληροφόρησης να καθίσταται αχρείαστη. Κρίνω δε τούτο, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική φύση του αφηγήματος της Αιτήτριας, το οποίο βασιζόταν εξ' ολοκλήρου στους ισχυρισμούς της και τις προσωπικές της διηγήσεις, αποτελώντας το μοναδικό στοιχείο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της και συνεπώς δεν δικαιολογείτο η οποιαδήποτε ανάλυση αυτού μέσω άλλων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια  δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, , θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίπτεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο