ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.:  6696/2021

10 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος

Μεταξύ:

F.E.A.,

Από Καμερούν

                               Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Α. Πλιάκα (κα) για Χ. Ματθαίου (κα) 

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Α. Αριστείδου (κα) για Κ. Χριστοφή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15.09.2021 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξετασθούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 25.02.2020, και αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 06.05.2020, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας στις 03.07.2020. Στις 10.03.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO -νυν ΕUAA- στο εξής αναφερόμενη ως «EASO»), ο οποίος υπέβαλε στις 03.09.2021 Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 15.09.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 29.09.2021 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 28.09.2021. Με την υπό εξέταση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στη προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4].  Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[5] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[6]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[7] .

 

Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, ενώ δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Ενόψει τούτου, ο αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας το κατά πόσον η Διοίκηση διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Η συνήγορος της Αιτήτριας, ισχυρίστηκε στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, εξέτασαν πλημμελώς τους ισχυρισμούς της περί φόβου δίωξης της ή σοβαρής βλάβης τους οποίους η ίδια επικαλέστηκε. Προσθέτει ότι οι Καθ΄ων η αίτηση δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας την βασιμότητα των οποίων δεν αξιολόγησαν ενώ  απουσιάζει περαιτέρω η οποιαδήποτε αξιολόγηση σε εξατομικευμένη βάση στη βάση του άρθρου 18 (3) του Περί Προσφύγων Νόμου. Κατά το στάδιο του επανανοίγματος της υπόθεσης, στο οποίο προχώρησε το παρόν Δικαστήριο ως επεξηγείται η συνέχεια, η συνήγορος της Αιτήτριας, προσέθεσε περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που παρείχαν ενδείξεις ότι η ίδια υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων, ουδέποτε διερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν.

 

Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[8].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία προκύπτει ότι η Αιτήτρια, κατέγραψε στα πλαίσια της αίτησής της, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, το Καμερούν, για πολιτικούς λόγους καθώς στοχοποιήθηκε από μέλη των αποσχιστικών ομάδων. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αναφέρει ότι κατάγεται από τη νοτιο-δυτική επαρχία του Καμερούν, όπου λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις μεταξύ αποσχιστικών ομάδων και κυβερνητικών δυνάμεων. Μέλη των αποσχιστικών ομάδων παρενοχλούσαν την οικογένειά της προκειμένου να αποσπάσουν χρήματα ενώ προέβησαν μάλιστα και σε απαγωγές μελών της οικογένειάς της όταν οι τελευταίοι αρνήθηκαν να τους δώσουν χρήματα. Κάποιοι συγγενείς της κατάφεραν και διέφυγαν. Ως περιστατικό το οποίο την ώθησε λόγω ανασφάλειας για την ζωή της να εγκαταλείψει τη χώρα της, η Αιτήτρια αναφέρει ότι αποσχιστές εισέβαλαν στο σπίτι τους, πυροβόλησαν και σκότωσαν τον θείο της ενώ η ίδια ήταν αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια αναφέρει ότι τον Νοέμβριο του 2019 κατά την επίσκεψη της στη γιαγιά και τον θείο της στην περιοχή Fontem και ενόσω αυτή ήταν στο σπίτι του θείου της, μέλη αποσχιστικών ομάδων εισέβαλαν εκεί ζητώντας χρήματα και όπλα, ισχυριζόμενοι ότι ο αδερφός του θείου της ήταν πρώην μέλος του στρατού, κάτι το οποίο ο θείος της Αιτήτριας αρνήθηκε. Η Αιτήτρια αναγνώρισε μεταξύ των αποσχιστών έναν ξάδερφό της και όταν του απευθύνθηκε με το όνομά του, οι αποσχιστές τους επιτέθηκαν και χτύπησαν την Αιτήτρια, τον θείο της και τη σύζυγο αυτού, οι οποίοι έχασαν τις αισθήσεις τους και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο, όπου τελικώς ο θείος της απεβίωσε. Μετά την κηδεία του θείου της, η Αιτήτρια επέστρεψε στην περιοχή Tiko, όπου διέμενε εκείνο το διάστημα, και μετά από λίγες μέρες ξέσπασε φωτιά και κάηκε το σπίτι όπου διέμενε, περιστατικό το οποίο η Αιτήτρια συνέδεσε με την προηγούμενη επίθεση των αποσχιστών. Για το λόγο αυτό, τον Δεκέμβριο του 2019 η Αιτήτρια αποφάσισε να πάει σε μία φίλη της στην περιοχή Bonaberi στην Ντουάλα. Όντας σε φορτισμένη ψυχική κατάσταση λόγω των περιστατικών και αφού το συζήτησε με την θεία της η οποία διευθέτησε το ταξίδι της, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα τον Φεβρουάριο του 2020. Ως η αφήγησή της Αιτήτριας, φθάνοντας στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, την παρέλαβε από το αεροδρόμιο ένας άνδρας -ο πράκτορας/διακινητής- και την πήγε στην οικία του. Εκεί, την ενημέρωσε ότι η θεία της είχε πληρώσει μόνο το μισό του συνολικού ποσού του ταξιδιού της και πως το υπόλοιπο ποσό θα έπρεπε να το αποπληρώσει η ίδια. Καθώς η Αιτήτρια δε γνώριζε τίποτα για την συμφωνία αυτή, o διακινητής επικοινώνησε με την θεία της, η οποία αρνήθηκε να πληρώσει τα χρήματα. Τότε, ως η Αιτήτρια ανέφερε, συζητώντας με τον διακινητή ότι «He proposed that I sleep with men in order to repay him». Η Αιτήτρια αρνήθηκε αλλά μετά από 1,5 μήνα που διέμενε στην οικία του, εξαναγκάστηκε να έλθει σε σεξουαλική επαφή με άγνωστο άντρα. Περί τον 1,5 μήνα μετά το περιστατικό αυτό, η Αιτήτρια διέφυγε από την οικία και στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές.

 

Ερωτηθείσα τί φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν η Αιτήτρια απάντησε ότι φοβάται για την ζωή της που απειλείται από τους αποσχιστές. Ερωτηθείσα αν της συνέβη κάτι όσο ζούσε στην περιοχή Bonaberi στην Ντουάλα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά ενώ ως προς την απόφασή της να φύγει από τη χώρα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν είχε χρήματα για να νοικιάσει το δικό της σπίτι, έτσι η θεία της αποφάσισε να την βοηθήσει και βρήκε ένα πράκτορα ώστε να φύγει από τη χώρα, καθώς πίστευε ότι κινδύνευε σε περίπτωση που την εντόπιζε ο ξάδερφός της. Ερωτηθείσα γιατί δεν πήγε στην περιοχή Dschang, όπου διαμένει η αδερφή της και ο γιος της, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι φοβόταν πως ο ξάδερφός της θα την εντόπιζε, ενώ απάντησε αρνητικά σε ερώτηση του λειτουργού αν έχει πληροφορίες από την οικογένειά της ότι ο ξάδερφός της την αναζητά.

 

Ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Kumba, σε ηλικία 6 ετών μετακόμισε με την μητέρα της και τον πατριό της στην Singue, όπου ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της στην Kali ενώ την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της την ολοκλήρωσε στην Buea. Πρόσθεσε ότι για επαγγελματικούς λόγους έζησε στην Tiko, ενώ τόπος τελευταίας διαμονής της πριν εγκαταλείψει τη χώρα ήταν η Douala. Η μητέρα της, η μία αδερφή της και οι δύο αδερφοί της ζουν στην Singue στην Dschang ενώ έχει και μία αδερφή που διαμένει στην Yaounde, μαζί με την οποία ζει και ο ανήλικος γιος της Αιτήτριας. Η Αιτήτρια είναι Χριστιανή Πεντηκοστιανή, αναφέρει ως μητρικές της γλώσσες τόσο την αγγλική όσο και την γαλλική, είναι μόνη μητέρα ενός ανήλικου αγοριού και έχει εργαστεί στην Tiko ως κομμώτρια και γραμματέας.

 

 

 

Η αξιολόγησή της αίτησής της Αιτήτριας από τους Καθ’ ων η Αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της, ο οποίος έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος αφορούσε την επίθεση που δέχτηκε η Αιτήτρια και άλλα μέλη της οικογένειάς της από ένοπλους αποσχιστές Ambazonians τον Νοέμβριο του 2019, ο οποίος κρίθηκε και πάλι ως αποδεκτός. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο για την ζωή της που απειλείται από τον αποσχιστή ξάδερφό της και μέλος των Ambazonians, επειδή η ίδια ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο ως άνω περιστατικό επίθεσης, ο οποίος και απορρίφθηκε καθότι, ως κρίθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική του αξιοπιστία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον λειτουργό ΕASO, η Αιτήτρια δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση όταν ερωτήθηκε αν έχει πληροφορίες από τους συγγενείς της ότι ο αποσχιστής ξάδερφός της την αναζητά ενώ, όταν ερωτήθηκε αν συνέβη κάτι κατά το διάστημα των τριών μηνών που μεσολάβησε από το περιστατικό της επίθεσης μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε αρνητικά. Σημειώνει μάλιστα ο λειτουργός ότι λόγω της ιδιωτικής φύσεως του εν λόγω ισχυρισμού, δεν δύναται να αξιολογηθεί η εξωτερική του αξιοπιστία.    

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο λειτουργός αναφέρει ότι ο ισχυρισμός περί επίθεσης από αποσχιστές αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό που δεν δείχνει στοχοποίηση της Αιτήτριας ενώ έλαβε χώρα στην Fontem κατά τη διάρκεια επίσκεψης της Αιτήτριας, περιοχή η οποία απέχει 253 χιλιόμετρα από την πόλη όπου διέμενε η ίδια. Για τους λόγους αυτούς δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Βάσει τούτων, καταλήγει ο λειτουργός ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης του προσφυγικού καθεστώτος αλλά ούτε και τους καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, αφού παρέθεσε πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές σε σχέση με τα επίπεδα βίας στην περιοχή Dschang.

 

 

 

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω καταγραφεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EASO όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Καταρχάς θα συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν επαρκώς τα όσα η ίδια προέβαλε στο πλαίσιο της συνέντευξής της. Ειδικότερα, διαπιστώνω σοβαρές πλημμέλειες κατά την διερευνητική διαδικασία στο βαθμό που ο λειτουργός της EASO δεν διερεύνησε επαρκώς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι είναι εν δυνάμει θύμα εμπορίας προσώπων, ούτε και προηγήθηκε η προσήκουσα διερεύνηση του ισχυρισμού αυτού κατά την σύνταξη της εισηγητικής έκθεσης αλλά ούτε και, μετέπειτα, κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Μελετώντας την εισηγητική έκθεση, είναι εμφανές ότι αυτή συντάχθηκε, αφενός χωρίς να έχει προηγηθεί η προσήκουσα αξιολόγηση ευαλωτότητας της Αιτήτριας και, αφετέρου, χωρίς να προβεί και ο ίδιος ο λειτουργός EASO στις απαραίτητες ενέργειες προς διασφάλιση της αξιολόγησης αυτής ενόψει τωv όσων θα έπρεπε να προκύψουν ως ευρημάτα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ότι η Αιτήτρια ήταν εν δυνάμει θύμα εμπορίας προσώπων.

 

Πρόκειται για παράλειψη μείζονος σημασίας, πρωτίστως γιατί τυχόν κρίση περί εύλογων υποψιών ότι η Αιτήτρια είναι εν δυνάμει θύμα εμπορίας προσώπων, καθιστά την ίδια ευάλωτο πρόσωπο κατά την έννοια της νομοθεσίας καθιστώντας κατά τούτο επιβεβλημένη την παραχώρηση διαδικαστικών εγγυήσεων. Πρόσθετα, ο ισχυρισμός αυτός είναι ιδιαιτέρως σημαντικός στο βαθμό που μπορεί να αποτελέσει ξεχωριστό ουσιώδη ισχυρισμό ο οποίος θα πρέπει να απομονωθεί και να αξιολογηθεί και, ταυτόχρονα, μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως στοιχείο του προφίλ της Αιτήτριας και ιδιαίτερη περίσταση/ευαλωτότητα που συναρτάται τόσο με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της εν γένει, όσο και με την αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Εξετάζοντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι μετά την υποβολή του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία και την εισδοχή της στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής «Πουρνάρα», αρμόδια λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση ευαλωτότητας της Αιτήτριας καταλήγοντας σε παραπομπή της σε ψυχίατρο καθότι διαπίστωσε εμφανή θλίψη στην Αιτήτρια, κυρίως αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα της (σχετικό έντυπο αξιολόγησης ευαλωτότητας, ερ. 9 του διοικητικού φακέλου, στο εξής αναφερόμενος ως «δ.φ.»). Εντοπίζω ωστόσο ότι δεν τέθηκε στην Αιτήτρια οποιαδήποτε ερώτηση σε σχέση με τις συνθήκες του ταξιδιού της στην Κύπρο και την παραμονή της στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ενόψει του ότι παρέμεινε εκεί περί τους τρεις μήνες και λαμβάνοντας υπόψη ότι στο έντυπο αξιολόγησης περιλαμβάνεται ειδικό πεδίο για πιθανά θύματα εμπορίας προσώπων. Το προφίλ της Αιτήτριας ως γυναίκα που ταξίδεψε μόνη, με καταγωγή από το Καμερούν, χώρα η οποία είναι γνωστό ότι αποτελεί χώρα προέλευσης με υψηλά ποσοστά εμπορίας προσώπων (trafficking) [9], καθώς και η παρατεταμένη παραμονή της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, είναι στοιχεία που αποτελούν ικανούς δείκτες πιθανής εμπορίας προσώπων που θα έπρεπε να διερευνηθούν, ιδίως από κατάλληλα εκπαιδευμένο προς τούτο λειτουργό, ήτοι τη λειτουργό ευαλωτότητας.

 

Παρά την ως άνω σημαντική παράλειψη, η αρμόδια λειτουργός παρέπεμψε την Αιτήτρια σε ψυχίατρο όπως αναφέρθηκε ήδη, αναγνωρίζοντας συνεπώς σε αυτήν στοιχεία ευαλωτότητας που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης. Εντούτοις, δεν εντοπίζεται σχετική ενημέρωση ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο εντός του διοικητικού φακέλου από το οποίο να προκύπτει ότι η Αιτήτρια παρακολουθήθηκε πράγματι από ψυχίατρο η κατά πόσο η  ψυχολογική της κατάστασης αξιολογήθηκε από εμπειρογνώμονα, ούτως ώστε, αναλόγως αυτής, να ληφθούν ενδεχομένως και οι απαραίτητες διαδικαστικές εγγυήσεις στο πλαίσιο της συνέντευξης ασύλου. Φρονώ συνεπώς πως εσφαλμένα οι Καθ΄ ων η Αίτηση προχώρησαν σε εξέταση του αιτήματός της για διεθνή προστασία χωρίς τα αποτελέσματα της εκτίμησης αυτής.

 

Σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, η ευαλωτότητα αιτητών διεθνούς προστασίας συνδέεται τόσο με ανάγκες ειδικών συνθηκών υποδοχής[10] όσο και με ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις[11] που θα πρέπει να διασφαλισθούν ώστε αφενός τα κράτη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους και, αφετέρου, «να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας»[12].

 

Η υποχρέωση για εξέταση του κατά πόσο ένας αιτητής χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων παρίσταται επιτακτική, αφού σύμφωνα με το άρθρο 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ τα κράτη-μέλη έχουν την υποχρέωση να «εκτιμούν, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, εάν ο αιτών χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)[13]. Η αξιολόγηση δε των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, δύναται να λαμβάνει χώρα από κοινού με την αξιολόγηση της ευαλωτότητας για σκοπούς διερεύνησης ειδικών συνθηκών υποδοχής[14], εξ’ ού και συχνά οι δύο αυτοί όροι και διαδικασίες ταυτίζονται.

 

Επισημαίνω ότι η ως άνω πρόνοια της Οδηγίας έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο με το άρθρο 10Α του περί Προσφύγων Νόμου όπου προβλέπεται το νομικό πλαίσιο για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των αιτητών που χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό έχει το εξής περιεχόμενο (-έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«10Α.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης, διαπιστώνει αν ο αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΔ.

 

(2) Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου διαπιστώσει ότι αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, του παρέχεται επαρκής υποστήριξη σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9ΚΔπεριλαμβανομένου επαρκούς χρόνου, ώστε ο αιτητής να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του παρόντος Νόμου καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας και για να καταστεί δυνατό να προβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης.

 

(3) [.]

 

(4) […] Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.» 

 

Κατά το γράμμα λοιπόν της άνωθεν διάταξης, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να αξιολογούν τους αιτούντες διεθνούς προστασίας, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης και εν πάση περιπτώσει πριν τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης τους για διεθνή προστασία, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων. Η εν λόγω υποχρέωση απορρέει και από την ανάγκη να προσδιοριστούν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που δύναται να απολαύει ένας αιτητής και κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, στη βάση εκθέσεων εμπειρογνωμόνων. Όταν πράγματι διαπιστωθούν ανάγκες παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, πρέπει περαιτέρω να αξιολογείται η φύση αυτών των αναγκών, προκειμένου να παρέχεται «επαρκής υποστήριξη». Παρότι η τελευταία αυτή έννοια της «επαρκούς υποστήριξης» δεν εξειδικεύεται στην ενωσιακή νομοθεσία[15], το άρθρο 9ΚΔ(6) του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τουλάχιστον την κατάλληλη υποστήριξη των αιτητών καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας καθώς και την περαιτέρω κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής τους.

Το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των διαδικασιών και των προϋποθέσεων για την παροχή ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών σε αιτούντες διεθνούς προστασίας, το οποίο εν τάχει, προβλέπει τα ακόλουθα:

 

Καθορίζει καταρχάς την ανάγκη για ατομική εκτίμηση των αναγκών του κάθε αιτούντος, προκειμένου να διαπιστωθεί αν εμφανίζει ειδικές ανάγκες υποδοχής επιβάλλοντας την αναγκαιότητα προσδιορισμού των αναγκών αυτών σε περίπτωση μίας τέτοιας διαπίστωσης. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να περιλαμβάνει ιατρικές εξετάσεις και συνεντεύξεις με ειδικούς [βλ. 9ΚΔ(1)] .

 

Στη συνέχεια, προσδιορίζει τους φορείς και τις αρμοδιότητες αυτών που εμπλέονται στη διαδικασία αυτή, όπως οι υπεύθυνοι στους χώρους υποβολής αιτήσεων, οι ιατροί και οι ψυχολόγοι που πραγματοποιούν ιατρικές εξετάσεις και οι κοινωνικοί λειτουργοί που εργάζονται σε κέντρα φιλοξενίας [βλ. 9ΚΔ(3)(α), (β), (γ)].

 

Επιπλέον, περιγράφεται η διαδικασία παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με την παροχή των κατάλληλων διαδικαστικών εγγυήσεων με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τους προαναφερθέντες φορείς [βλ.9ΚΔ(4)(β)(i)]

 

Τέλος, καθορίζει ότι μόνο τα ευάλωτα άτομα μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επομένως επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου [ βλ. 9ΚΔ(7)].

 

Από τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου και εντοπίζονται στον διοικητικό φάκελο, προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενδείξεις περί της ψυχολογικής και/ή ψυχιατρικής κατάστασης της Αιτήτριας, στη βάση της Έκθεσης της αρμόδιας λειτουργού ευαλωτότητας, η οποία προσηκόντως παρέπεμψε την Αιτήτρια σε ιατρική εκτίμηση της ψυχολογικής της κατάστασης, «I had informed the doctor to arrange an appointment for the phychiatrist».  Εντούτοις, ουδέν άλλο έλαβε χώρα. Ειδικότερα, πάρα το γεγονός ότι η ιατρική εξέταση της Αιτήτριας κρίθηκε σκόπιμη, ωστόσο δεν εντοπίζω τίποτα στον διοικητικό φάκελο, το οποίο να καταδεικνύει ότι η Αιτήτρια εξετάστηκε τελικώς και ποιο ήταν το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής. Περαιτέρω, δεν προκύπτει να  ενημερώθηκε σχετικά η Υπηρεσία Ασύλου κατά τη διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 9ΚΔ(3) και (4) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο διέπει τις ενέργειες στις οποίες οφείλουν να προβούν οι αρχές για σκοπούς σωστής και έγκυρης αξιολόγησης των ειδικών αναγκών υποδοχής ή τις ανάγκες για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις της Αιτήτριας.

 

Πέραν των ως άνω πλημμελειών κατά τη διοικητική διαδικασία που ακολούθησε της υποβολής του αιτήματος της Αιτήτριας, εντοπίζω ανάλογες πλημμέλειες και κατά το στάδιο της συνέντευξής της ενώπιόν των Καθ’ ων η Αίτηση. Συγκεκριμένα, κατά τη συνέντευξη τέθηκαν στην Αιτήτρια ερωτήσεις σχετικά με την παραμονή της στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, όπου η ίδια δήλωσε ότι το πρόσωπο που την παρέλαβε από το αεροδρόμιο κατόπιν της διευθέτησης που είχε κάνει μαζί του η θεία της Αιτήτριας, την μετέφερε στην οικία του και της ζήτησε άμεσα την αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού με το να συνευρίσκεται σεξουαλικά με άνδρες, ενώ η ίδια αρνήθηκε (ερυθρό 44 δ.φ.). Διέμενε σε δωμάτιο του σπιτιού και είχε πρόσβαση σε φαγητό, ωστόσο παρά το ότι δε γνώριζε κατά πόσο η οικία παρέμενε κλειδωμένη, δεν της επιτρεπόταν να βγει έξω (ερυθρό 43 δ.φ.). Περί τον 1,5 μήνα μετά την άφιξη και παραμονή της στην εν λόγω οικία, εξαναγκάστηκε να συνευρεθεί ερωτικά με άγνωστο άνδρα, ενώ δήλωσε πως αυτή ήταν η μοναδική φορά που συνέβη αυτό και 1,5 μήνα αργότερα, δραπέτευσε από την εν λόγω οικία (ερυθρό 43 δ.φ.).

 

Φρονώ πως από τα όσα αφηγήθηκε η Αιτήτρια ενώπιόν του αρμόδιο λειτουργού, υπήρξαν, το ελάχιστον, σαφείς ενδείξεις εμπορίας προσώπων.  

 

Προς ευχερέστερη κατανόηση τούτου, παραπέμπω στον ορισμό του όρου «εμπορία προσώπων» ως αυτός περιλαμβάνεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014 (Ν. 60(I)/2014), ο οποίος μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

 

Σύμφωνα λοιπόν με το εν λόγω άρθρο, «εμπορία προσώπων» σημαίνει τη στρατολόγηση, πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, υπόθαλψη ή παραλαβή ή στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών, μέσω απειλών ή χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, απαγωγής, δόλου, εξαπάτησης, παραπλάνησης, κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού∙ ο όρος «εμπορεύομαι πρόσωπο» τυγχάνει αντίστοιχης ερμηνείας·».

 

Έχοντας εκθέσει τούτο, παρατηρώ ότι το αφήγημά της Αιτήτριας περιλαμβάνει αρκετές από τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την εμπορία ανθρώπων, σύμφωνα με τον ως άνω ορισμό, συγκεκριμένα:

 

(α) Διακίνηση και Καταναγκασμός:

·           Η Αιτήτρια φτάνει στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και την παραλαμβάνει ένας άνδρας, ο οποίος φαίνεται να έχει ενεργήσει ως διακινητής.

·           Ο διακινητής την παίρνει στην οικία του, κάτι που συχνά γίνεται για να ασκηθεί έλεγχος επί του θύματος.

 

(β) Χρέος και Εξαναγκασμός:

·           Η ενημέρωση της Αιτήτριας ότι πρέπει να αποπληρώσει το υπόλοιπο ποσό του ταξιδιού της, παρότι δεν γνώριζε κάτι τέτοιο, είναι κλασικό δείγμα της τακτικής που χρησιμοποιούν οι διακινητές για να παγιδέψουν τα θύματα σε καταστάσεις χρέους.

·           Η άρνηση της θείας της να πληρώσει το υπόλοιπο ποσό την αφήνει εκτεθειμένη στον έλεγχο του διακινητή.

 

(γ)  Σεξουαλική Εκμετάλλευση:

·           Η πρόταση του διακινητή να έλθει σε σεξουαλική επαφή με άνδρες για να αποπληρώσει το χρέος της αποτελεί απευθείας προσπάθεια σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

·           Το γεγονός ότι η Αιτήτρια αναγκάστηκε να έρθει σε σεξουαλική επαφή με άγνωστο άντρα μετά από 1,5 μήνα υποδηλώνει εξαναγκασμό και εκμετάλλευση, τα οποία είναι βασικά στοιχεία της εμπορίας προσώπων.

 

(δ) Διαφυγή και Ανάρμοστη Διαβίωση: Η διαφυγή της Αιτήτριας από την οικία του διακινητή μετά από 1,5 μήνα δείχνει την προσπάθειά της να ξεφύγει από την κατάσταση εκμετάλλευσης και καταναγκασμού.

 

Από όλα τα παραπάνω, είναι ξεκάθαρο ότι η υπόθεση της Αιτήτριας παρουσιάζει ενδείξεις εμπορίας προσώπων. Η Αιτήτρια βρέθηκε σε κατάσταση εξαναγκασμού, εκμετάλλευσης και σωματικής κακοποίησης ή προσπάθεια σωματικής κακοποίησης από τον διακινητή της. Επομένως, η υπηρεσία ασύλου είχε καθήκον να εξετάσει τις ενδείξεις αυτές σοβαρά και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της Αιτήτριας και την περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος από τις αρμόδιες αρχές.

 

Παρεμβάλλω στο παρόν στάδιο ότι έχοντας διαπιστώσει την παράλειψη ορθής διερεύνησης των ανωτέρω ισχυρισμών της Αιτήτριας, ενόψει των διευρυμένων εξουσιών του Δικαστηρίου, ως αυτές απορρέουν από το άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), προχώρησα σε επανάνοιγμα της υπόθεσης, κατά το οποίο διερεύνησα περαιτέρω τους ισχυρισμούς αυτούς της Αιτήτριας. Στο πλαίσιο αυτό, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η θεία της, αδελφή της μητέρας της, διευθέτησε το ταξίδι της εκτός του Καμερούν μετά το δεύτερο περιστατικό που περιέγραψε η Αιτήτρια, με τον εμπρησμό της οικίας όπου διέμενε αφότου είχε μετακομίσει σε άλλη πόλη φοβούμενη τους Ambazonians. Ερωτηθείσα αν γνώριζε ποια η σχέση της θείας της με τον διακινητή που την παρέλαβε με την άφιξή της στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά, ενώ δε γνώριζε ούτε τη συμφωνία που αυτός είχε με την θεία της. Εκείνος την πληροφόρησε ότι υπολείπεται ένα ποσό που αναμένει να λάβει και την πήγε στην οικία του, όπου υπήρχαν και άλλοι άνδρες, ωστόσο η ίδια παρέμεινε σε ένα δωμάτιο. Της πρότεινε να τον αποπληρώσει με το να συνευρίσκεται με άνδρες και η Αιτήτρια αρνήθηκε. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν έφυγε από την οικία, αποκρίθηκε ότι «έπρεπε να μείνω για να βρω την ευκαιρία και να διαβάσω τις κινήσεις του και να μπορέσω να διαφύγω». Κάποια μέρα, ένας άνδρας την εξανάγκασε να συνευρεθεί μαζί του, ωστόσο η Αιτήτρια τον απομάκρυνε λέγοντας του πως είχε εμμηνόρροια (περίοδο) με τον ίδιο να σταματά όταν του έδειξε ότι αιμορραγούσε. Ερωτηθείσα αν οφείλει ακόμη χρήματα στον διακινητή η ίδια αποκρίθηκε θετικά, δηλώνοντας πως δε γνωρίζει ακριβώς πόσα γιατί ο διακινητής της έλεγε πως πρέπει να κοιμηθεί με άντρες προκειμένου να τον αποπληρώσει, χωρίς να της πει ποτέ πόσα οφείλει.  Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν ενημέρωσε τη θεία της για τα ανωτέρω, απάντησε «της τηλεφώνησα και της είπα πώς μπορεί να μου έχει κάνει κάτι τέτοιο», ενώ όταν της ανέφερε ότι ο διακινητής την εξανάγκαζε να συνουσιαστεί με άντρες για να αποπληρώσει την οφειλή της, η θεία της, της είπε να κάνει κάτι για να εξισορροπήσει την απειλή.

 

Ενόψει των ανωτέρω, προκύπτει ότι υπήρξαν αρκετές ενδείξεις ικανές να καταστήσουν την Αιτήτρια εν δυνάμει θύμα εμπορίας προσώπων, στοιχείο που ενδέχεται να σχετίζεται και με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρισκόταν και την οποία διαπίστωσε η λειτουργός ευαλωτότητας και λόγω ακριβώς της διαπίστωσης αυτής, προέβη στην προαναφερθείσα παραπομπή της σε ψυχολογική εκτίμηση. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν αξιολογήθηκε, κατά παράβαση και πάλι της σχετικής νομοθεσίας και δεν ακολουθήθηκε ούτε σε αυτή την περίπτωση η ορθή διαδικασία διερεύνησής του, εφόσον ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη στις απαραίτητες ενέργειες ως αυτές τίθενται εκ του νόμου για τον εντοπισμό και μεταχείριση ευάλωτων προσώπων αυτής της κατηγορίας.

 

Πέραν των όσων έχουν αναλυθεί νωρίτερα και εφαρμόζονται και εν προκειμένω, υφίσταται περαιτέρω ειδικό νομικό πλαίσιο για τα θύματα εμπορίας προσώπων. Πιο συγκεκριμένα, ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (60(I)/2014), προβλέπει ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«44. (1) Στην περίπτωση που εμπλεκόμενη υπηρεσία ή μη κυβερνητικός οργανισμός κρίνει ή έχει βάσιμες υποψίες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το παραπέμπει ή/και ενημερώνει σχετικά τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας οι οποίες το ενημερώνουν αρχικά για τα δικαιώματα και τις δυνατότητες που έχει δυνάμει του παρόντος Νόμου.».

 

Δυνάμει δε του ερμηνευτικού άρθρου 2 του ίδιου Νόμου, ως «εμπλεκόμενη υπηρεσία» ορίζεται και η Υπηρεσία Ασύλου.

 

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι κατά πόσον, η Υπηρεσία Ασύλου είχε δέσμια αρμοδιότητα ή διακριτική ευχέρεια να παραπέμψει και/ή να ενημερώσει σχετικά τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας για το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να είναι θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης, δυνάμει του σχετικού νόμου.

 

Για τον χαρακτηρισμό της αρμοδιότητας καθοριστική σημασία έχει το γράμμα της διάταξης που την παρέχει. Η χρήση όρων όπως η Διοίκηση «οφείλει» ή  ή «υποχρεούται» ή της οριστικής του ενεστώτα καθώς και η πρόβλεψη αυτοδίκαιης επέλευσης ορισμένης συνέπειας, εφόσον συντρέξουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, συνηγορεί υπέρ του χαρακτηρισμού της αρμοδιότητας ως δέσμιας. Διακριτική ευχέρεια ή εξουσία παραχωρείται από τον κανόνα δικαίου με εκφράσεις όπως η Διοίκηση «δύναται», «δικαιούται», «επιλέγει», «κρίνει», ενεργεί «κατά την κρίση της». Συχνά, τα δύο είδη αρμοδιότητας συμπλέκονται[16].

 

Διαπιστώνω ότι εφόσον η Υπηρεσία Ασύλου κρίνει ή έχει βάσιμες υποψίες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα, δυνάμει του προλεχθέντα άρθρου, τότε έχει δέσμια αρμοδιότητα, ως αυτό προκύπτει από την χρήση της οριστικής ενεστώτα (παραπέμπει ή/και ενημερώνει) να παραπέμψει και/ή να ενημερώσει σχετικά τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας.

 

Αφήνεται ωστόσο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στην Υπηρεσία Ασύλου, ως προς την αξιολόγηση και κρίση του κατά πόσο η Αιτήτρια ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας. Δεν υπάρχει δηλαδή εν προκειμένω διατυπωμένη αυτή η κρίση ή καταγεγραμμένη εύλογη υποψία ότι η Αιτήτρια ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας προσώπων, η οποία θα υποχρέωνε την Υπηρεσία Ασύλου να δράσει κατά τον ρητά καθορισμένο τρόπο. Ωστόσο, αυτό από μόνο του, δεν αρκεί για να κριθεί ότι δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση. Και τούτο διότι, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η διακριτική ευχέρεια δεν αποτελεί αυθαίρετη εξουσία και δεν συνεπάγεται νομική αποδέσμευση της Διοίκησης. Κατά την άσκησή της, η Διοίκηση ενεργεί εντός του πλέγματος της νομιμότητας, το οποίο της χορηγεί, κατά περίπτωση, λιγότερο ή περισσότερο ευρεία εξουσία εκτίμησης. Επομένως, η αρμόδια αρχή αποφαίνεται υπό το πρίσμα της σκοπιμότητας εκάστης των πιθανών λύσεων, δηλαδή της καλύτερης, κατά την κρίση της, εξυπηρέτησης των σκοπών που επιδιώκονται με τον κανόνα δικαίου που της παρέχει τη σχετική αρμοδιότητα. Κατά συνέπεια, η διακριτική ευχέρεια συνάδει προς τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, θεμέλιο της οποίας είναι η αρχή της νομιμότητας της Διοίκησης και ο δικαστικός έλεγχος των πράξεών της. H απονομή περιθωρίου εκτίμησης και ελιγμών στις διοικητικές αρχές είναι αναγκαία, αφενός, διότι η λειτουργία τους δεν έγκειται στη μηχανική εφαρμογή άκαμπτων κανόνων αλλά στην εκτίμηση, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών, της προσήκουσας λύσης τηρουμένων των επιταγών του δικαίου και, αφετέρου, διότι η ύπαρξη της διακριτικής ευχέρειας είναι αναπόδραστη συνέπεια της αδυναμίας μιας έννομης τάξης να προβλέψει, να προκαταλάβει και να προκαθορίσει με ακρίβεια κάθε εκδήλωση και εξέλιξη της ζώσας πραγματικότητας[17].

 

Φρονώ λοιπόν ότι εν προκειμένω, ο αρμόδιος λειτουργός δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, καθώς παρά το γεγονός ότι ήταν ενώπιόν του εκείνα τα δεδομένα δυνάμενα να δημιουργήσουν τουλάχιστον υποψίες ότι η Αιτήτρια ενδέχεται να συνιστά ένα τέτοιο θύμα, ωστόσο ούτε διερεύνησε επαρκώς αλλά ούτε και εν τέλει έπραξε αυτό που υποχρεούτο να πράξει. Η αναγκαιότητα αυτή κρίνεται ιδιαίτερα επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, τα θύματα εμπορίας προσώπων συνιστούν ευάλωτα πρόσωπα, άλλως πρόσωπα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης (άρθρο 9ΚΓ του Νόμου) και προβλέπονται για αυτά ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Η σχετική αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 9ΚΔ του Νόμου σε οποιοδήποτε μάλιστα στάδιο της διαδικασίας εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Σύμφωνα με τον οδηγό δικαστικής ανάλυσης του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ευαλωτότητα στο πλαίσιο των αιτημάτων διεθνούς προστασίας[18], η ευαλωτότητα πρέπει να αξιολογείται τόσο για τις ιδιαιτέρες ανάγκες που προκύπτουν στα πλαίσια των υλικών συνθηκών υποδοχής[19] και για την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου[20]  -όπως αναλύθηκε ήδη- όσο και για την αξιολόγησή της ως ιδιαίτερη περίσταση κατά την εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας[21].

 

Πέραν λοιπόν των διαδικαστικών ζητημάτων που εγείρει η ως άνω παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση, η αξιολόγηση ζητημάτων εμπορίας προσώπου, μπορεί από μόνη της να οδηγήσει σε λόγο δίωξης του εν λόγω προσώπου, υπό συγκεκριμένες βεβαίως προϋποθέσεις. Ειδικότερα ως προς το τελευταίο, σύμφωνα με τον Οδηγό της EUAA για την συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ως λόγο δίωξης[22], τα θύματα εμπορίας μπορούν να θεωρηθούν ως μια ομάδα ατόμων που μοιράζονται την κοινή εμπειρία τους ότι έχουν υποστεί σωματεμπορία στο παρελθόν, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως «κοινό υπόβαθρο που δεν μπορεί να αλλάξει». Το γεγονός ότι τα θύματα της εμπορίας προσώπων στιγματίζονται, αποξενώνονται ή υφίστανται διακρίσεις στη χώρα ή την περιοχή καταγωγής τους, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι θεωρούνται διαφορετικά από τον κοινωνικό περίγυρο, και ως εκ τούτου, ότι η ξεχωριστή ταυτότητά τους πληροί το κριτήριο του άρθρου του άρθρου 3Δ(1)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Η αντίληψη θα εξαρτηθεί συχνά από το είδος της εκμετάλλευσης που το θύμα έχει υποστεί. Τα θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης ή κλοπής οργάνων, για παράδειγμα, μπορεί να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα θύματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης.

Για τους λόγους λοιπόν που επεξηγήθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην έλλειψη δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας, ως ορθώς επισήμανε, έστω και στη γενικότητα του και η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας. Η έλλειψη αυτή δεν μπορεί παρά, εκ των δεδομένων που προαναφέθηκαν, να καταστήσει αναπόφευκτα και εύλογή την πιθανότητα πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα. Σημειώνεται ότι, αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν[23]. Ως εκ τούτου, πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ο σχετικός λόγος ακυρώσεως επιτυγχάνει. 

 

Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου

 

Ενόψει της ανωτέρω κατάληξής μου, με έχει προβληματίσει η έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένης της υποχρέωσης του να προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο της προσφυγής, εξετάζοντας την ανάγκη χορήγησης  καθεστώτος διεθνούς προστασίας και τροποποιώντας, εάν κριθεί εύλογο, την προσβαλλόμενη απόφαση.  

 

Έχω ήδη καταλήξει ότι κακώς και κατά εσφαλμένη διαδικασία οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ανέμεναν τα αποτελέσματα της ιατρικής/ψυχιατρικής εξέτασης της Αιτήτριας προτού προχωρήσουν στο στάδιο της συνέντευξης και προτού λάβουν την απόφασή τους αλλά ούτε και αντιστοίχως, παρέπεμψαν την Αιτήτρια σε εξέταση από τις αρμόδιες περί τούτου αρχές αναφορικά με την εύλογη υποψία, υπό το φως των όσων με συνοχή, φρονώ, προέβαλε η Αιτήτρια, αυτή να συνιστά θύμα εμπορίας προσώπων. Τούτο είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια, την παράλειψη ορθής, έγκυρης αλλά και έγκαιρης αξιολόγησης των ειδικών αναγκών υποδοχής ή τις ανάγκες για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις της Αιτήτριας, ενέργεια η οποία όφειλε να λάβει χώρα προτού η ίδια παραστεί στην συνέντευξη.

Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα ως προς το κατά πόσο η πλήρης και ex nunc δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, δύναται να έλθει, να «διορθώσει» τα διαδικαστικά αυτά σφάλματα προχωρώντας το ίδιο στην εξέταση, τόσο των ισχυρισμών της Αιτήτριας που αποκαλύπτουν ενδεχόμενο εμπορίας προσώπων, όσο και λαμβάνοντας ακολούθως υπόψη του, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ότι αυτή είναι ευάλωτο πρόσωπο.

 

Αδυνατώ να αντιληφθώ πως αυτό μπορεί να είναι εφικτό.

 

Υπενθυμίζω, ότι ακόμα και στα πλαίσια της πλήρους δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγούμαστε, σε μία, κατά τα άλλα απαράδεκτη μετατροπής του δικαστικού ελέγχου σε υποκατάσταση της διοικητικής εκτιμήσεως.

 

Ως πολύ ορθώς αναφέρθηκε και από την αδελφή μου Δικαστή Χ. Πλαστήρα, στην απόφαση της ημερομηνίας 07.11.2023, στην υπόθεση με αρ. 5999/2021, AD. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

  

«Το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν είχε ενώπιον του τα αποτελέσματα των ιατρικών υπηρεσιών, κατά παράβαση του άρθρου 18 εδάφιο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου, για να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης του αιτητή, αποτελεί σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο ήτοι να προβεί σε έλεγχο ουσίας, μιας και απουσιάζει ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο δεν βρίσκεται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο.

 

 Κρίνω επίσης σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε περίπτωση που υπήρχε το αποτέλεσμα των ιατρικών εξετάσεων ενώπιον του Προϊσταμένου, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση του όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ενδεχομένως κρινόταν ότι ο αιτητής υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτού να έχουν προκύψει άλλα θέματα υγείας του αιτητή, πιθανόν ο αιτητής να έχρηζε ειδικών διαδικαστικών αναγκών και εγγυήσεων ως ευάλωτο πρόσωπο, σύμφωνα με τα άρθρα  9ΚΓ και 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, η αρμόδια αρχή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ουσιώδη γεγονότα προ της έκδοσης της επίδικης πράξης όπως επίσης δεν ανάμενε την έκβαση των ιατρικών εξετάσεων ως είχε υποχρέωση στη βάση του νόμου προ της έκδοσης της επίδικης πράξης και επομένως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος." (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).».

 

Ομοίως, στην υπόθεση A.K.M. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. Αρ.: 1259/22, 09.02.2024. λέχθηκαν τα ακόλουθα από την Πρόεδρο του παρόντος Δικαστηρίου, κα Μ. Παπαντωνίου:

 

«Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, θέση μου είναι ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δύναμαι να προχωρήσω σε ουσιαστική εξέταση του αιτήματος του Αιτητή.  Βασικότερος λόγος είναι το γεγονός ότι δεν φαίνεται να ετοιμάστηκε ιατρική/ψυχολογική έκθεση για τον Αιτητή, παρά το ότι παρακολουθείται από τις ιατρικές υπηρεσίες του κράτους, με την οποία να δίδεται καθοδήγηση για τον ορθό τρόπο ακρόασης του Αιτητή δεδομένων των ψυχολογικών/ ψυχιατρικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.  Επίσης δεν υπάρχει πουθενά στο φάκελο έκθεση εμπειρογνώμονα, για τον τρόπο που τα ψυχολογικά/ψυχιατρικά προβλήματα και/ή θέματα ψυχικής υγείας του Αιτητή, ενδεχομένως επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης του και τις πληροφορίες που αυτός δίδει σε σχέση με τα περιστατικά που βίωσε στη χώρα του.  Τέλος, παρά το ότι υπάρχουν υποψίες ότι πρόκειται για άτομο - θύμα βασανιστηρίων, η πληροφορία αυτή ουδέποτε επιβεβαιώθηκε από τις αρμόδιες αρχές».

 

Συμφωνώ με την προσέγγιση του Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες αποφάσεις, τα εκεί λεχθέντα τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση. Επισημαίνω πρόσθετα ότι εν προκειμένω εντοπίζω παράλειψη διεξαγωγής διαδικασιών που προηγούνται ακόμη και του κρίσιμου σταδίου της συνέντευξης. Διαδικασιών που σκοπούν στην αξιολόγηση τυχόν αναγκών προς παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων, ενδεχομένως απαραίτητων προς την διεξαγωγή μίας δίκαιης και ορθής αξιολόγησης του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας.

 

Πέραν τούτου, επισημαίνω ότι σε διεθνές επίπεδο η εμπορία ανθρώπων είναι μια περίπλοκη διαδικασία που απαιτεί διεξοδική ανάλυση των διάφορων βλαβών που έχουν επισυμβεί στα διάφορα σημεία της διαδρομής και συνεπώς υψηλό επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης και εξειδίκευσης. Πρέπει να εξετάζεται προσηκόντως η συνεχής και αλληλεξαρτώμενη φύση ευρέως φάσματος διωκτικών πράξεων που εμπλέκονται στο πλαίσιο της διασυνοριακής εμπορίας ανθρώπων. Περαιτέρω, στην εμπορία ανθρώπων διαδραματίζουν διαφορετικούς ρόλους διάφοροι παράγοντες συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων των υπεύθυνων της στρατολόγησης στη χώρα καταγωγής, της οργάνωσης και της διευκόλυνσης της μεταφοράς, της μετακίνησης και/ή της πώλησης των θυμάτων καθώς και των τελικών αποδεκτών των υπηρεσιών που παρέχουν τα θύματα. […][24].

 

Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος, που έχουν οριστεί δυνάμει του Νόμου 60(Ι)/2014[25], αρμόδιες αρχές προς χειρισμό τέτοιων περιπτώσεων. Ειδικότερα, στο άρθρο 44 του Ν.60(Ι)/2014 οι ΥΚΕ ορίζονται ως η αρμόδια αρχή για άμεση και πρώτη ανταπόκριση στην περίπτωση που οποιαδήποτε εμπλεκόμενη Υπηρεσία ή ΜΚΟ κρίνει ή έχει βάσιμες πληροφορίες ότι οποιοδήποτε πρόσωπο ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας[26]. Οι ΥΚΕ, έχουν ακολούθως υποχρέωση να προβούν σε σχετικές ενέργειες ως αυτές καταγράφονται στο νόμο και ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός των ΥΚΕ συμπληρώνει το έντυπο αναφοράς με επιπρόσθετες πληροφορίες που έχει συλλέξει για το πιθανό θύμα εμπορίας και γίνεται αναφορά της υπόθεσης στο Γραφείο Καταπολέμησης Εμπορίας Προσώπων του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος – Αρχηγείου Αστυνομίας, ως η αρμόδια αρχή για την αναγνώριση θυμάτων.

 

Ας μην ξεχνάμε τέλος την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Rantsev v. Cyprus and Russia, στην υπόθεση 25965/04, 07.01.2010[27] η οποία αποτελεί  νομολογιακό ορόσημο, διότι αφενός υιοθετεί τη θυματοκεντρική προσέγγιση του φαινομένου και αφετέρου βασίζεται στο ύψιστο θεμέλιο του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ήτοι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια[28]. Στην εν λόγω απόφαση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η Κύπρος δεν θέσπισε αποτελεσματικό πλαίσιο για την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων και την προστασία των θυμάτων. Το κράτος δεν αναγνώρισε την κ. Rantseva ως πιθανό θύμα εμπορίας ανθρώπων και δεν την παρέπεμψε σε κατάλληλες υπηρεσίες για αξιολόγηση και υποστήριξη. Η εν λόγω απόφαση δεν επικεντρώνεται τόσο στην εκμετάλλευση που υφίστατο το θύμα όσο στην ανεπάρκεια των κρατικών αρχών να αναγνωρίσουν αυτό ως θύμα εμπορίας ανθρώπων και να προστατεύσουν τα θεμελιώδη δικαιώματά του, ήτοι τη ζωή, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία[29] .

 

Επανερχόμενοι στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, παρατηρώ πως παρά τις υποψίες που εύλογα ανακύπτουν από τα ενώπιόν μου δεδομένα, οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έδρασαν ως όφειλαν με αποτέλεσμα να μην μπορεί με ασφάλεια να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να έχει ψυχολογικά και/ή ψυχιατρικά προβλήματα και/ή να είναι τελικώς θύμα εμπορίας προσώπων. Η αξιολόγηση αυτή θα καθόριζε και την αναγκαιότητα ή όχι για παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων στην Αιτήτρια. Τυχόν κρίση ότι τελικώς απαιτείτο η παροχή τέτοιων εγγυήσεων, στην απουσία αυτών, απειλείται σημαντικά η δικαιοσύνη και την αξιοπιστία της διενεργηθείσας συνέντευξης ασύλου και δύναται να υπονομεύσει την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα της διαδικασίας, καθώς και τα δικαιώματα της Αιτήτριας.

 

Ακόμη και με την εξουσία που έχει το παρόν Δικαστήριο για ex nunc και πλήρη έλεγχο, εάν η αρχική συνέντευξη ήταν θεμελιωδώς ελαττωματική, λόγω απουσίας διαδικαστικών εγγυήσεων, ενδέχεται να απαιτείται νέα συνέντευξη για να διορθωθούν τα διαδικαστικά ελαττώματα.

 

Πρωταρχικό μέλημα είναι, άλλωστε, η προστασία των δικαιωμάτων του αιτούντος άσυλο, -ειδικά όταν πρόκειται για ευάλωτα άτομα όπως ενδεχομένως να είναι η εδώ Αιτήτρια- και η διασφάλιση μιας δίκαιης και ορθής διαδικασίας. Οι διαδικαστικές ελλείψεις μπορούν να οδηγήσουν σε μια ανεπαρκή και άδικη αξιολόγηση του αιτήματος άσυλο, επομένως η διασφάλιση των διαδικαστικών εγγυήσεων είναι αναγκαία για την προστασία των δικαιωμάτων και την εξασφάλιση μιας δίκαιης απόφασης.

 

Επισημαίνω ότι μπορεί μεν το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της ex nunc δικαιοδοσίας του να διαθέτει μεγάλο περιθώριο ευελιξίας, ωστόσο εξακολουθεί να δεσμεύεται από βασικά νομικά πρότυπα  που δίνουν προτεραιότητα σε δίκαιες διαδικασίες. Εάν καταδειχθεί μέσα από τις διαδικασίες που ως, προλέχθηκε, όφειλαν να διενεργηθούν, η αναγκαιότητα για παροχή διαδικαστικών εγγυήσεων, τότε είναι αναπόφευκτη η κρίση ότι η αρχική διαδικασία συνέντευξης δεν πληρούσε αυτά τα πρότυπα λόγω απουσίας διαδικαστικών εγγυήσεων και ο μόνος τρόπος για διασφαλιστεί μια δίκαιη απόφαση είναι η διενέργεια νέας συνέντευξης με τις κατάλληλες εγγυήσεις.

 

Εξισορροπώντας λοιπόν αφενός την ανάγκη για μια αποτελεσματική διαδικασία ασύλου και αφετέρου την επιτακτική ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, καταλήγω πως μοναδική επιλογή για να διασφαλιστεί μια δίκαιη απόφαση είναι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης  προκειμένου οι Καθ’ ων η αίτηση:

 

(α) να προχωρήσουν στις απαραίτητες ενέργειες για εξέταση, δια των αρμοδίων αρχών, της πιθανότητας η Αιτήτρια να υπήρξε θύμα εμπορίας προσώπων

 

(β) να αξιολογήσουν, δια της κατάλληλης οδού, την ψυχιατρική/ψυχολογική κατάσταση της Αιτήτριας

 

και ακολούθως, αφού ληφθούν τα συμπεράσματα των εμπειρογνωμόνων και τύχουν αξιολόγησης και εφόσον καθοριστούν οι κατάλληλες διαδικαστικές εγγυήσεις, αν αυτές τελικώς επιβάλλονται αναλόγως των συμπερασμάτων που θα ληφθούν, να εξετάσουν την αναγκαιότητα διεξαγωγής νέας συνέντευξής της Αιτήτριας.

 

Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/2018), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Επιδικάζονται περιορισμένα έξοδα €600 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Νοείται ότι κατά την επανεξέταση της επίδικης απόφασης οι Καθ' ων η αίτηση δεσμεύονται από τις ως άνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου και οφείλουν να προχωρήσουν τάχιστα στις επιβαλλόμενες ενέργειες ούτως ώστε να εξεταστεί άμεσα το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6]  Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[9] Freedom House, Freedom in the World 2024, Cameroon, available at: https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2024 (accessed on 22/02/2024)

[10] Αιτιολογική Σκέψη (ια) και άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση).

[11] Άρθρο 2(δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[12] Αιτιολογική Σκέψη 29 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ό.π.

[13] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[14] Άρθρο 24(2) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ό.π.

[15] Refugee Support Aegean, Legal Note- Ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις στη διαδικασία ασύλου Παρατηρήσεις επί της νομολογίας, Ιούνιος 2022, σελ. 8, διαθέσιμο σε: https://rsaegean.org/wp-content/uploads/2022/06/RSA_SpecialProceduralGuarantees.pdf

[16] https://www.prevedourou.gr/%CE%B4%CE%AD%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85/

[17] https://www.prevedourou.gr/%CE%B4%CE%AD%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%81%CE%BC%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85/

[18] EASO, Judicial Analysis – Vulnerability in the context of applications for International Protection, 2021, διαθέσιμο σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Vulnerability_CJ_EN.pdf  

[19] Αιτιολογική σκέψη 14 και άρ. 2(κ), 21 και 22 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση)

[20] Αιτιολογικές σκέψεις 27, 29 και 31 και άρ. 2(δ) και 24 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[21] Άρ. 20 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[22]EASO, Guidance on membership of a particular social group', 2020, σ.24,  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Guidance-on%20MPSG-EN.pdf 

[23] Κ. ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ιορδανού ν. Ε.Δ.Υ (1997) 3 Α.Α.Δ. 250

[24] UNHCR, Κατευθυντήριες Οδηγίες για Διεθνή Προστασία Νο. 7: Η εφαρμογή του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης του 1951 κα/ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το καθεστώς των προσφύγων στα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή στα πρόσωπα που κινδυνεύουν από την εμπορίας ανθρώπων, 7 April 2006, available at: https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4bb45a642

[25] O περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (60(I)/2014), άρ. 44 «Εθνικός Μηχανισμός Αναφοράς και Ενημέρωση Θυμάτων»

[26] Ενημέρωση από ΥΚΕ, διαθέσιμη σε: https://www.pio.gov.cy/assets/pdf/newsroom/2023/10/20231018_EmporiaProsopon.pdf

[27] https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22002-1142%22]}

[28] Βλ. Stephani Farrior, “Human Trafficking violates anti-slavery provision: Introductory note to Rantsev v. Cyprus and Russia European Court of Human Rights Judgment of 7 January 2010”, Vermont Law School Legal Studies Research Papers Series, Research Paper No. 10-36, 2010, http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=1598305, σελ. 5.

[29] Βλ. Farrior, ο. π. υπ. 151, σελ. 5


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο