ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 6736/22

 

28 Ιουνίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

P.N.M.

                                                     

Aιτητoύ,

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Μ. Χριστοφορίδου (κα), Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή

Α. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 8.9.2022 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2022 (στο εξής: ο περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής  κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό (στο εξής: ΛΔΚ).  Περί τις 26.4.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 17.5.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, EUAA). Στις 30.5.2022, ο λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 8.9.2022, η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 26.9.2023 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

 

2.             Ο Αιτητής δια της συνηγόρου του, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, αναφερόμενος στον πυρήνα του αιτήματός του, δήλωσε ότι λανθασμένα απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία. Ως προς τους επιμέρους λόγους προσφυγής, ο Αιτητής, προωθεί την έλλειψη δέουσας έρευνας, την πλάνη περί τα πράγματα και την μη επαρκή αιτιολογία. Επίσης διατείνεται, ότι κατά τη συνέντευξη του Αιτητή δεν εφαρμόστηκαν οι βασικές αρχές που διέπουν την εν λόγω διαδικασία όπως απορρέουν από το αντίστοιχο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών.  

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της ορθότητας της επίδικης πράξης και επισημαίνουν ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ήταν προϊόν δέουσας έρευνας. Εισηγούνται ότι οι λόγοι που προβάλλει ο Αιτητής δεν προβάλλονται κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, o οποίος επιβάλλει την εξειδίκευση των λόγων προσφυγής, καθώς αυτοί δεν συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία και δεν γίνεται σαφής παραπομπή στις περιστάσεις του Αιτητή. Εισηγούνται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί. Αναφέρονται εκτεταμένως στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή και στην αξιολόγησή τους από τους Καθ’ ων η αίτηση, και βάλλουν κατά της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, υποδεικνύοντας ότι  δεν κατάφερε να καταδείξει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων.  Επισημαίνουν δε, ότι η επίδικη απόφαση, έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ΄ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε λανθασμένη εκτίμηση ή παρερμηνεία των στοιχείων, που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον της διοίκησης.   

 

 To νομικό πλαίσιο

 

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«7. (α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

8.              Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Ως προς τους προωθούμενους λόγους προσφυγής είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η πιο πάνω ανάλυση λόγω της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. Ως αλυσιτελείς  χαρακτηρίζονται  οι λόγοι προσφυγής, οι οποίοι ακόμα και αν γίνουν δεκτοί δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας, Α. Αθ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

12.           Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

13.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C 277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

14.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα: Στην αίτησή του για διεθνή προστασία ως προς το λόγο για τον οποίο αιτήθηκε διεθνούς προστασίας και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του τον κακομεταχειριζόταν κάθε μέρα, ήθελε να τον σκοτώσει και τον απείλησε ότι αν επέστρεφε στην Κινσάσα θα τον σκότωνε.

 

15.          Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ως τόπο γέννησής του το 1992, συνήθους και τελευταίας διαμονής του, την πόλη Κινσάσα. Επίσης δήλωσε, ότι ανήκει στη φυλή Mupelende της οποίας την ομώνυμη γλώσσα ομιλεί και ότι δεν έχει την ιθαγένεια άλλης χώρας.  Δήλωσε ότι είναι χριστιανός καθολικός και ότι ως προς την οικογενειακή του κατάσταση είναι άγαμος και άτεκνος.

 

16.          Ο Αιτητής ανέφερε, ότι και οι δύο γονείς του βρίσκονται εν ζωή και ότι είχε μια αδερφή η οποία απεβίωσε το 2015. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ ως προς την εργασιακή του πείρα, δήλωσε ότι εργάστηκε ως πωλητής ρούχων

 

17.          Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ο πατέρας του τον απειλούσε και τον κακοποιούσε τόσο σωματικά όσο και λεκτικά, συμπεριφορά που ξεκίνησε από το θάνατο της αδερφής του και συνεχίστηκε έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα.  Αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι τους λόγω της συμπεριφοράς του πατέρα του, εκφράζοντας μάλιστα την πιθανότητα ο θάνατος της αδερφής του να οφείλεται στον πατέρα του. Εν συνεχεία, αναφέρθηκε στο γεγονός το οποίο  αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος ώστε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Περαιτέρω, αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στην πατρίδα του και στο ενδεχόμενο μετεγκατάστασης σε κάποια άλλη περιοχή της πατρίδας του.  

18.           Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ως προς την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και συνήθους διαμονής  του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός, ως προς τη κακομεταχείριση και τις απειλές που δεχόταν από τον πατέρα του.

19.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε πως ο Αιτητής  παρείχε κατά εξαντλητικό τρόπο πληροφορίες που επίσης βρίσκονταν σε συμφωνία με το προσκομιθέν διαβατήριο από τον ίδιο  και τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές σχετικά με τη χώρα καταγωγής του.

20.          Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός  απορρίφθηκε.  Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις και απαντήσεις που παρείχε ήταν γενικώς αόριστες, μη επαρκείς, μη λεπτομερείς και ότι διέπονταν από ανακολουθίες.

21.          Ειδικότερα, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, παρόλο που επεξηγήθηκε στον Αιτητή η ανάγκη να παράσχει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους αναχώρησης από την πατρίδα του, ο Αιτητής παρείχε μια σύντομη ελεύθερη αφήγηση, χωρίς κανενός είδους λεπτομέρειες παρά μόνο αναφέροντας γενικά τις απειλές από τον πατέρα του ( ερ. 67 εκ του διοικητικού φακέλου).

22.          Όταν του ζητήθηκε  να υποδείξει τους λόγους της συμπεριφοράς του πατέρα του απέναντι του, δήλωσε ότι δεν έχει κάποια απάντηση και στη συνέχεια όταν του ζητήθηκε να καταθέσει την  προσωπική του άποψη, δήλωσε ότι δεν έχει κάποια σκέψη επί τούτου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής υπέπεσε σε ανακολουθίες αναφορικά με το χρονικό διάστημα που υπέστη την κακομεταχείριση από τον πατέρα του. Πιο συγκεκριμένα:  Aρχικά,  κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης δήλωσε ότι ο πατέρας του  ήταν πάντα βάναυσος απέναντι του. Επίσης, όταν του ζητήθηκε να υποδείξει το ακριβές σημείο στο οποίο ο πατέρας του άρχισε να επιδεικνύει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, απάντησε « πριν από πολύ καιρό» και ότι ποτέ «δεν ήμουν σε ειρήνη μαζί του». Ωστόσο, στη συνέχεια δήλωσε πώς όλα ξεκίνησαν τη στιγμή που απεβίωσε η αδερφή τουτο 2015 και ότι κατά την παιδική του ηλικία τίποτα δεν συνέβη, ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε ότι η συμπεριφορά του πατέρα του ξεκίνησε το 2017 ( ερ. 67  του διοικητικού φακέλου).

23.          Περαιτέρω, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, παρείχε πολύ γενικές και χωρίς λεπτομέρειες πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της αδερφής του, λέγοντας ότι η αδερφή του μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο καθώς δεν αισθανόταν καλά, όπου και απεβίωσε. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι ο πατέρας του ίσως είναι υπεύθυνος για το θάνατο της, αρχικά δεν απάντησε, ενώ στη συνέχεια παρείχε μια μη σχετική απάντηση, δηλώνοντας γενικά, ότι πιστεύει ότι ο πατέρας του συμπεριφέρθηκε στην αδερφή του με παρόμοιο τρόπο. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση,  οι συγκεκριμένες απαντήσεις  είναι αντιφατικές, καθώς ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν  υπήρξε  ποτέ μάρτυρας κακοποίησης της αδερφής του και ότι η ίδια δεν απειλήθηκε ποτέ από τον πατέρα τους ( ερ. 67, 66 του διοικητικού φακέλου).

24.          Επίσης, σύμφωνα με τους Καθ’ ών η αίτηση, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει ισχυρά παραδείγματα σχετικά με τη συμπεριφορά του πατέρα του, δεν μπόρεσε να παράσχει επιπλέον πληροφορίες, επαναλαμβάνοντας ότι ήταν αποδέκτης απειλών και βάναυσης συμπεριφοράς του πατέρα του. Παράλληλα κατά τους Καθ΄ ων, ο Αιτητής δεν μπορούσε  να εξηγήσει το νόημα των δηλώσεων του, ότι ο πατέρας του ήταν βάναυσος απέναντι του. Επίσης,  σύμφωνα με τους Καθ’ ων η Αίτηση, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να ξεκαθαρίσει το νόημα των δηλώσεων του, ότι ο πατέρας του δεν του έδωσε την ευκαιρία να έχει τη δική του ζωή και σύζυγο, ενώ θα έπρεπε να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του ο ίδιος ήταν ενήλικος όταν ξεκίνησε η κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα του. Επιπροσθέτως, κρίθηκε ότι o Αιτητής δεν παρείχε μια εύλογη εξήγηση για το λόγο που δεν έλαβε την απόφαση να φύγει νωρίτερα από το σπίτι τη στιγμή που ήταν ήδη ενήλικος ( ερ. 66 του διοικητικού φακέλου).

25.          Επιπλέον, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής  υπέπεσε σε ανακολουθίες αναφορικά  με το περιστατικό που τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει το σπίτι του το 2022. Ενώ αρχικά δήλωσε ότι ο πατέρας του τον πυροβόλησε απευθείας,  στη συνέχεια δήλωσε «του είπα ότι ήταν καιρός να φύγω και ότι θα ταξίδευα»   ( ερ. 66 του διοικητικού φακέλου).

26.          Εν συνεχεία, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η Αίτηση, παρόλο που ζητήθηκε από τον Αιτητή να διευκρινίσει την δήλωση του κατά την οποία ο πατέρας του άφησε μήνυμα στους φίλους του να του προκαλέσουν κακό όποτε τον δουν, δεν παρείχε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πρόθεση του πατέρα του να τον βλάψει ( ερ. 66 του διοικητικού φακέλου).

27.          Επιπροσθέτως, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εκφράσει τις σκέψεις του σχετικά με τους πιθανούς λόγους για τη συμπεριφορά και τις προθέσεις του πατέρα του, δεν μπόρεσε να σχηματίσει κάποιες λογικές υποθέσεις, λέγοντας ότι ποτέ δεν έλαβε απαντήσεις. Κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, η έλλειψη επίγνωσης τέτοιου είδους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψιν 5 έτη κακομεταχείρισης, αξιολογείται ως  δείκτης έλλειψης αξιοπιστίας ( ερ. 66 του διοικητικού φακέλου).

28.          Σχετικά με τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα μετά την αναχώρηση από την πατρίδα του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι δεν ρωτάει ποτέ τον φίλο του με τον οποίο βρίσκεται σε επαφή και ότι δεν γνωρίζει αν ο πατέρας του επισκέφτηκε το σπίτι του φίλου του. Περαιτέρω, όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο πιστεύει ότι ο πατέρας του μπορεί ακόμη να έχει την πρόθεση να τον βλάψει, ο Αιτητής απάντησε με αόριστο και όχι σχετικό τρόπο χωρίς να εισφέρει νέα συγκεκριμένα στοιχεία να υποστηρίξει τους φόβους του (ερ. 66 του διοικητικού φακέλου).

29.          Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με το συγκεκριμένο ισχυρισμό, οι Καθ’ ων η αίτηση αιτιολόγησαν,  ότι λόγω της προσωπικής και υποκειμενικής του φύσεως, δεν εντοπίστηκαν εξωτερικές πηγές  αναφορικά με  τα περιστατικά κακοποίησης και απειλών του Αιτητή  από τον πατέρα του (ερ. 66,65 του διοικητικού φακέλου).

30.          Επίσης, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η Αίτηση, παρουσιάζονται ανακολουθίες ανάμεσα στο οπτικοακουστικό υλικό που υπέβαλε ο Αιτητής  και στις δηλώσεις του ιδίου αναφορικά με το συγκεκριμένο περιστατικό, που αφορά στις συνθήκες υπό τις οποίες έφυγε από το σπίτι του. Ενώ κατά την αφήγηση του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από το σπίτι κυνηγημένος από τον πατέρα του, ο οποίος του τον πυροβολούσε, στο υποβληθέν βίντεο οι περιστάσεις παρουσιάζονται διαφορετικές. Η βιντεοσκόπηση από πολύ κοντινή απόσταση παρουσιάζει σε μια αυλή έναν ένστολο, χωρίς όπλο να επιπλήττει τον Αιτητή.  Ερωτηθείς προκειμένου να εξηγήσει αυτήν την αντίφαση, ο Αιτητής, δήλωσε ότι ο φίλος του μπόρεσε να καταγράψει αυτό το βίντεο γιατί ήταν έξω από το σπίτι του στο δρόμο, δήλωση που κατά τους Καθ’ ων η αίτηση έρχεται σε περαιτέρω αντίφαση με τις προηγούμενες δηλώσεις του (ερ. 66,65 του διοικητικού φακέλου).

31.          Στη βάση του μόνου ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του Αιτητή, και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, και ειδικότερα πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή φόβου δίωξης ή βλάβης του Αιτητή. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού, δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξέτασης της υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη το ατομικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, κρίθηκε ότι δεν διατρέχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας καθώς στην Κινσάσα δεν λαμβάνει χώρα οποιαδήποτε διεθνή ή εσωτερική ένοπλη διαμάχη.

32.           Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής κατά τη γραπτή αγόρευση  δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων προέβαλε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του «δικαιολογημένο φόβο δίωξης από τον στρατό της χώρας του λόγω της ιδιότητας του πατέρα του ως πνευματικό  γιατρό και ή λόγω δικαιολογημένου φόβου στρατολόγησης του ιδίου του Αιτητή από το στρατό της Αμπαζωνίας. (σελ. 11 και 12 της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή). Είναι προφανές, ότι η εν λόγω αναφορά, ουδεμία σχέση έχει με τον Αιτητή στην παρούσα προσφυγή  και μάλλον εκ παραδρομής αναφέρεται στη γραπτή του αγόρευση, καθώς η περιοχή με την ονομασία Αμπαζωνία βρίσκεται στο Καμερούν, ενώ οι αναφορές περί δίωξης από το στρατό της χώρας αποτελούν καινοφανείς ισχυρισμούς, οι οποίοι επίσης φαίνονται να συνδέονται με τις προηγούμενες αναφορές που συνδέονται με άλλη χώρα.

33.          Επισημαίνεται ότι στο Καμερούν, στις περιοχές Northwest και Southwest, αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών[1]. Οι απαρχές της σύγκρουσης εντοπίζονται κατά το 2016 όταν αγγλόφωνοι δικηγόροι, μαθητές και δάσκαλοι ξεκίνησαν να διαδηλώνουν λόγω της υποεκπροσώπησής τους και της περιθωριοποίησής τους από την κυβέρνηση, ενώ η συμβολική μονομερής ανακήρυξη του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας την πρώτη Οκτωβρίου 2017 επέφερε την άμεση χρήση του στρατού στις αγγλόφωνες περιοχές[2]. Προέκυψαν από τις άνω εξελίξεις διάφορες αυτονομιστικές ομάδες οι οποίες υποστηρίζουν τη δημιουργία της «Δημοκρατίας της Αμπαζονίας» στη βορειοδυτική και τη νοτιοδυτική περιφέρεια[3].

34.            Τα ανωτέρω ουδεμία σχέση δύνανται να έχουν με τη ΛΔΚ, χώρα καταγωγής του Αιτητή.

35.          Κατά τα άλλα, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία, όπως αυτός παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης. Ούτε προσκομίζει οποιαδήποτε μαρτυρία προς απάντηση στα ευρήματα των Καθ΄ ων η αίτηση. Κατά τη συμπληρωματική αγόρευση ο Αιτητής, επανέλαβε τους ίδιους νομικούς ισχυρισμούς χωρίς να εισφέρει νέα στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

36.            Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του στηρίζει και σχολιάζει το αίτημά του λακωνικά σε συνάρτηση με τα όσα διαμείφθηκαν κατά τη συνέντευξή του. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η γενική αναφορά σε νομολογία και η επισήμανση των κατ' ισχυρισμό σφαλμάτων της διοίκησης δεν αποτελεί νομική τεκμηρίωση και ανάλυση του δικαιώματός του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

37.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιον μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα εξής:

38.          Ως προς τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών  συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση.  

39.          Περαιτέρω, συντάσσομαι με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί αξιοπιστίας του Αιτητή σχετικά με τον πρώτο ισχυρισμό του, για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης καθώς ο Αιτητής προσκόμισε αυθεντικό διαβατήριο της χώρας του και καθώς οι πληροφορίες που παρείχε επιβεβαιώνονται από αξιόπιστες πηγές.

40.          Ως προς το σχηματισθέντα από τους Καθ’ ων η αίτηση δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, συντάσσομαι  με την μη αποδοχή του και ως προς το μεγαλύτερο μέρος με την αξιολόγηση στην οποία προέβησαν.

41.          Όσον αφορά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας  του Αιτητή σχετικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι οι απαντήσεις του Αιτητή δεν ήταν επαρκείς.  Ο βαθμός των παρεχόμενων πληροφοριών, δεν αρκεί ώστε να σχηματιστεί  απαραίτητη εικόνα για την στοιχειοθέτηση  του ισχυρισμού ενώ απουσιάζει η πτυχή της βιωματικότητας  που αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις  ώστε να συναχθεί ότι πληροφορίες που παρέθεσε αφορούν σε βιωμένες από τον Αιτητή εμπειρίες.

42.          Κατά πρώτον, κρίνω σκόπιμο ο δεύτερος ισχυρισμός να χωριστεί σε επιμέρους ομάδες προκειμένου να αξιολογηθεί ευκρινέστερα . Η πρώτη σχετικά με τη  συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι του, η δεύτερη σχετικά με το περιστατικό το οποίο αποτέλεσε την αιτία να εγκαταλείψει την πατρίδα του και η τρίτη σχετικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής στην πατρίδα του.

43.          Όσον αφορά στη συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι του,  συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι οι πληροφορίες που ο Αιτητής παρείχε ήταν μη επαρκείς, γενικές και μη συγκεκριμένες, διεπόμενες από ανακολουθίες.

44.          Αρχικά, αν και δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να περιγράψει την κακοποιητική  συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι του, ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες ενώ υπέπεσε σε ανακολουθίες. Πιο συγκεκριμένα, όταν του ζητήθηκε να παράσχει λεπτομέρειες και  να εξηγήσει το νόημα των δηλώσεων του, ότι ο πατέρας του ήταν βάναυσος απέναντι του, ο Αιτητής αρκέστηκε να επαναλάβει τη συγκεκριμένη δήλωση του (ερ. 21 του διοικητικού  φακέλου). Εν συνεχεία, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι του, αρκέστηκε σε γενικές δηλώσεις χωρίς να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες  (ερ.22 του διοικητικού  φακέλου).

45.          Επίσης, συντάσσομαι με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση, ως προς την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή αναφορικά με το χρονικό σημείο εκκίνησης της κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα του απέναντι του, ως προς το οποίο ο Αιτητής προέβη σε ανακόλουθες δηλώσεις. Αρχικά, ο Αιτητής δήλωσε ότι η συμπεριφορά του πατέρα του απέναντι του άρχισε πριν από πολύ καιρό και ότι δεν είχε ποτέ καλές σχέσεις μαζί του. Ωστόσο στη συνέχεια δήλωσε ότι κατά την παιδική του ηλικία δεν συνέβη τίποτε και ότι η κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα του ξεκίνησε μετά το θάνατο της αδερφής του (ερ. 24, 1χ του διοικητικού φακέλου). Παράλληλα, ενώ δήλωσε ότι η αδερφή του απεβίωσε το 2015, στη συνέχεια δήλωσε ότι η κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα του ξεκίνησε το 2017 (ερ. 23, 4χ).

46.          Ομοίως, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η Αίτηση αναφορικά με την κρίση τους για την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον ισχυρισμό του, στο κατά πόσο ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος για το θάνατο της αδερφής του. Αρχικά, ερωτηθείς για τις συνθήκες θανάτου της αδερφής του, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει αν πέθανε από κάποια ασθένεια ή αν την σκότωσε ο πατέρας του ( ερ.28, 3χ του διοικητικού φακέλου). Ωστόσο, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, δήλωσε ότι δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας τέτοιας συμπεριφοράς του πατέρα του απέναντι στην αδερφή του, ούτε γνωρίζει αν η αδερφή του είχε δεχτεί απειλές από τον πατέρα του. ( ερ. 24, 3χ, 23, 3χ του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, οι πληροφορίες που παρείχε σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της αδερφής του δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού. Αφενός, έρχονται σε αντίθεση με την αρχική δήλωση του σχετικά με την ευθύνη του πατέρα του,  καθώς δήλωσε ότι η αδερφή του απεβίωσε στο νοσοκομείο λόγω ασθενείας, αφετέρου δεν προκύπτει από καμία πληροφορία σχετική ανάμειξη του πατέρα του. ( ερ 24 του διοικητικού φακέλου)

47.          Δεν συντάσσομαι με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή από τους των Καθ’ ων η αίτηση,  αναφορικά με τις απαντήσεις του σε ερωτήσεις  σχετικά με τους λόγους της συμπεριφοράς του πατέρα του απέναντι του. Σύμφωνα με τους Καθ’ ων, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να προβεί σε «λογικές υποθέσεις» αναφορικά με τα αίτια της  συμπεριφοράς του πατέρα του και τέτοιου είδους έλλειψη επίγνωσης αποτελεί δείκτη «αρνητικής αξιοπιστίας» ( ερ 66 του διοικητικού φακέλου).

48.          Σύμφωνα με βασικές αρχές αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων, όπως αναλύονται σε πρακτικούς οδηγούς της Ε.U.A.A, η αξιολόγηση πρέπει να παραμένει επικεντρωμένη στις προσωπικές εμπειρίες του Αιτητή και την εγγενή αξιοπιστία της αφήγησής του και όχι στην ικανότητά του να προβλέψει ή να υποθέσει τη συμπεριφορά άλλων. Ο Αιτητής, δεν αναμένεται να παρέχει γνώσεις ή υποθέσεις σχετικά με τις συμπεριφορές άλλων που ξεφεύγουν από τις άμεσες εμπειρίες ή γνώσεις του.  (Πρακτικός Οδηγός EASO: Αξιολόγηση Στοιχείων" (2018),  σελίδα 33).  Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι εξαιρετικά μεταβλητή και οι υποθέσεις για το πώς μπορεί να συμπεριφερθεί κάποιος άλλος σε μια δεδομένη κατάσταση μπορεί να είναι εικασίες. Οι αξιολογήσεις αξιοπιστίας αναγνωρίζουν ότι οι αιτούντες μπορεί να μην μπορούν πάντα να προβλέπουν ή να εξηγούν τις πράξεις άλλων με ακρίβεια. (Πρακτικός Οδηγός της EASO: Προσωπική Συνέντευξη" (2014),  σελίδα 45.) Τέτοια απαίτηση  θέτει ένα παράλογα υψηλό πρότυπο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και θα μπορούσε να οδηγήσει σε άδικες αρνητικές διαπιστώσεις αξιοπιστίας. (Πρακτικός Οδηγός EASO: Αξιολόγηση Στοιχείων" (2018),  σελίδα 18 και  29 ) .  

49.          Επιπροσθέτως, δεν συντάσσομαι με την αξιολόγηση των Καθ’ ων στα ακόλουθα σημεία: Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει το νόημα των δηλώσεων του ότι « Ο πατέρας μου δεν μου έδωσε την ευκαιρία  να έχω τη δική μου ζωή και σύζυγο» ενώ κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, έπρεπε να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι η συμπεριφορά του πατέρα του ξεκίνησε όταν ο ίδιος ήταν 25 ετών. Κατά την κρίση μου, ο Αιτητής εξήγησε ότι, παρόλο που ήταν ενήλικος, ο πατέρας του δεν τον άφηνε να έχει τη δική του ζωή. ( ερ. 22 3χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης δεν συντάσσομαι με την κρίση των  Καθ’ ων η αίτηση, κατά την οποία  ο Αιτητής δεν παρείχε εύλογη εξήγηση για το λόγο που δεν έφυγε νωρίτερα από το σπίτι ώστε να ξεκινήσει τη δική του ζωή, τη στιγμή που ήταν ενήλικος. Ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβόταν να αντιμετωπίσει τον πατέρα του γιατί ήταν στρατιωτικός, ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση απάντησε ότι έφυγε τη δεδομένη χρονική στιγμή, γιατί η κατάσταση είχε φτάσει στα όρια της ( ερ. 22 3χ του διοικητικού φακέλου). Tέλος, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, ο Αιτητής δεν μπορούσε να υποστηρίξει με ισχυρά στοιχεία τη δήλωση του, ότι ο πατέρας του έστειλε μήνυμα στους φίλους του να του προκαλέσουν κακό όποτε τον δουν. Ωστόσο, ο Αιτητής απάντησε ότι αυτό είναι κάτι που το άκουσε από τον ίδιο τον πατέρα του ( ερ 21, 3χ του διοικητικού φακέλου).

50.          Περαιτέρω, ως προς το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού του Αιτητή συντάσσομαι  με την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι οι πληροφορίες που παρείχε σχετικά με το συμβάν που αποτέλεσε την αιτία να φύγει από το σπίτι του, διέπονταν από ανακολουθίες.  Αρχικά, ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν ξεκίνησε η διένεξη, ο πατέρας του άρχισε να τον πυροβολεί και  προσπάθησε να τον κυνηγήσει αλλά ο ίδιος του ξέφυγε. Στο ίδιο σημείο της αφήγησης, ο Αιτητής δήλωσε ότι, είπε στον πατέρα του πως είχε έρθει ο καιρός να φύγει και να ταξιδέψει ( ερ. 22, 4χ του διοικητικού φακέλου).

51.          Τέλος, ως προς το τρίτο σκέλος του ισχυρισμού του Αιτητή σχετικά με εξελίξεις έπειτα από την αναχώρηση του από την πατρίδα του και τον ενδεχόμενο κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του, συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση, κατά τους οποίους ο Aιτητής δεν παρείχε πληροφορίες ώστε να στοιχειοθετείται σχετικός κίνδυνος. Σε διευκρινιστική ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε πώς δεν έχει καμία πληροφορία για τον πατέρα του και ότι ο ίδιος δεν ρωτάει επί τούτου. ( ερ. 20, 3χ του διοικητικού φακέλου)

52.          Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν είναι δυνατή η επιβεβαίωση των υποκειμενικών περιστάσεων του Αιτητή, λόγω της φύσης τους. Ωστόσο,  πληροφορίες προερχόμενες από αξιόπιστες πηγές, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας στη ΛΔΚ από γονείς εις βάρος ακόμη και  των ενηλίκων τέκνων τους. Στη ΛΔΚ, η ενδοοικογενειακή βία εκτείνεται πέρα από την κακοποίηση συζύγων για να συμπεριλάβει σημαντικές περιπτώσεις πατέρων που κακοποιούν τα ενήλικα παιδιά τους. Αυτή η κακοποίηση εκδηλώνεται ως σωματική, συναισθηματική ή ψυχολογική βία, δημιουργώντας μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στα θύματα. Το Παρατηρητήριο Ενδοοικογενειακής Βίας επισημαίνει ότι πολλά ενήλικα παιδιά στη ΛΔΚ υποφέρουν από τέτοια πατρική κακοποίηση, αντιμετωπίζοντας έλεγχο και εξαναγκασμό από τους πατέρες τους​ (Violences Domestiques RDC)​[4].

53.          Αξιολογώντας την εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά  με το συγκεκριμένο ισχυρισμό  (και πιο συγκεκριμένα το συμβάν που αποτέλεσε την αιτία να εγκαταλείψει το σπίτι του,)  σε σχέση με το οπτικοακουστικό υλικό το οποίο ο ίδιος προσκόμισε, συντάσσομαι με τα πορίσματα των Καθ’ ων, σύμφωνα με τους οποίους παρουσιάζονται ανακολουθίες μεταξύ δηλώσεων και υλικού.

54.          Κατ’ αρχάς, παρουσιάζονται σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ της αφήγησης του Αιτητή και των εισφερόμενων μέσω του  οπτικού υλικού δεδομένων . Ο Αιτητής κατά την αφήγηση του δήλωσε ότι ο πατέρας του τον πυροβόλησε και ο ίδιος έφυγε κυνηγημένος από το σπίτι. Ωστόσο, στις εικόνες, παρουσιάζεται ένας ένστολος, χωρίς όπλο σε συνθήκες που διαφέρουν από εκείνες της αφήγησης.  Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής δεν παρείχε απάντηση  που να διευκρινίζει αυτήν την ανακολουθία αλλά αντιθέτως δημιούργησε μια νέα : Η απάντηση του Αιτητή, ότι η σκηνή καταγράφηκε από τον φίλο του ο οποίος στεκόταν έξω από το σπίτι και κρυβόταν από τον πατέρα του, έρχεται σε αντίθεση με το προσφερόμενο υλικό. Οι συνθήκες μαγνητοσκόπησης διαφέρουν σημαντικά, καθώς η καταγραφή πραγματοποιήθηκε από πολύ κοντινή απόσταση, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο φίλος του δεν κρυβόταν. Όλα τα ανωτέρω δημιουργούν ευλόγως αμφιβολίες σχετικά με το αν το υλικό καταγράφει μια αυθόρμητη σκηνή. Επιπλέον με κανένα τρόπο δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίηση των προσώπων στο οπτικογραφημένο υλικό.

55.          Λαμβάνοντας υπόψιν τα πορίσματα σχετικά με την εσωτερική αξιοπιστία του αιτούντος, όπως και τα πορίσματα  που προέκυψαν από την αξιολόγηση  του οπτικού υλικού  σε σχέση και με το συγκεκριμένο ισχυρισμό, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός οφείλει να τύχει απόρριψης.

56.          Αξιολογώντας τον μελλοντικό κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής στην πατρίδα του, θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ο μόνος αποδεκτός ισχυρισμός του, ήτοι αυτός αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του. Λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του, κρίνω ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, o Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε σωρευτικά να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης και ως εκ τούτου  δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

57.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

58.          Όλως επικουρικώς, πέραν των ανωτέρω, σημειώνεται ότι, εν πάσει περιπτώσει, είναι δυνατή η επιστροφή του Αιτητή και σε κάποια άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ, όπου δεν θα ήταν δυνατός ο εντοπισμός του από τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξής του, και στην οποία ο Αιτητής θα μπορούσε, συνεπώς, να εγκατασταθεί με ασφάλεια.  Λαμβανομένων δε υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναφέρονται και ανωτέρω, ως παράδειγμα τέτοιας περιοχής αναφέρεται η πόλη Lumbubashi και δεδομένου ότι ο φορέας δίωξης είναι ιδιώτης, ήτοι ο πατέρας του, θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη πόλη ο Αιτητής μπορούσε να απολαύσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πράξη δίωξης  καθώς ο φορέας δίωξής του δεν θα είχε τη δυνατότητα να τον εντοπίσει και να τον στοχοποιήσει περαιτέρω. Ο Αιτητής δεν εξηγεί πώς ο πατέρας επειδή είναι στρατιωτικός θα μπορούσε να έχει διασύνδεση με τις αρμόδιες αρχές για τον εντοπισμό του. Ούτε ενδέχεται άλλωστε ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη στην εν λόγω περιοχή καθώς,  βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, οι ένοπλες συρράξεις στη χώρα καταγωγής εντοπίζονται στο δυτικό τμήμα της χώρας καταγωγής και όχι στην πόλη Lubumbashi, η οποία αποτελεί την πρωτεύουσα της περιφέρειας Haut – Katanga και εντοπίζεται στο Νότο. Προς εξακρίβωση της κατάστασης ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης  από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05.1.2023 και 05.1.2024 στην επαρχία Haut-Katanga της Λ.Δ.Κ, όπου βρίσκεται η πόλη Lubumbashi, καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 29 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 18 απώλειες ζωών.[5] Ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με το νούμερο του πληθυσμού στη εν λόγω επαρχία (5,718,800[6]) καταδεικνύει ότι στην εν λόγω επαρχία δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιάκριτης βίας υπό τη μορφή εσωτερικής ενόπλου συρράξεως που θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή του Αιτητή σε κίνδυνο από μόνη την παρουσία του στην επαρχία αυτή.

59.            Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

60.          Στο πλαίσιο εξέτασης των προϋποθέσεων υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο προέβη σε αυτοτελή έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο προηγούμενης διαμονής του Αιτητή και αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει πιθανότητα υπαγωγής του σε αυτό.

61.           Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC[7], μια πρωτοβουλία της Ακαδημίας Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενεύης, έως τον Ιούνιο του 2024, η κατάσταση στην Κινσάσα, την πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (ΛΔΚ),  δεν κατατάσσεται ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Το RULAC παρακολουθεί και κατατάσσει τις ένοπλες συγκρούσεις με βάση αυστηρά νομικά κριτήρια και δεν αναφέρει την Κινσάσα ως περιοχή που βιώνει τέτοια σύγκρουση.

62.          Οι κύριες ανησυχίες για την ασφάλεια στην Κινσάσα περιλαμβάνουν υψηλά επίπεδα βίαιου εγκλήματος, όπως ένοπλες ληστείες και απαγωγές, καθώς και συχνές κοινωνικές αναταραχές, όπως διαδηλώσεις που μερικές φορές καταλήγουν σε βία. Αυτά τα περιστατικά δημιουργούν μια ασταθή κατάσταση ασφαλείας, αλλά δεν πληρούν το όριο για να χαρακτηριστούν ως ένοπλη σύγκρουση σύμφωνα με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο.

63.          Οι συγκρούσεις που αναγνωρίζονται από το RULAC στη ΛΔΚ εντοπίζονται κυρίως στις ανατολικές επαρχίες, όπως το Βόρειο Κίβου, το Νότιο Κίβου και το Ιτούρι, όπου ένοπλες ομάδες βρίσκονται σε ενεργές εχθροπραξίες εναντίον κυβερνητικών δυνάμεων. Αυτές οι περιοχές βιώνουν σημαντική βία και στρατιωτικές επιχειρήσεις, σε αντίθεση με την Κινσάσα.

64.          Πιο συγκεκριμένα, ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στην Κινσάσα, ήτοι στην περιοχή τελευταίας  διαμονής του Αιτητή παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 και 21/06/2024 σημειώθηκαν 111 περιστατικά εκ των οποίων προέκυψαν 36   απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά,  εξ αυτών καταγράφηκαν 5   μάχες ( με 17 απώλειες ζωών ),  περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων 15  (με 18   απώλειες), απομακρυσμένης βίας, 24 ταραχές (με  1 απώλεια), 42  διαμαρτυρίες (καμία απώλεια),  και κανένα  περιστατικό  εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας. Τον τελευταίο μήνα παρατηρείται  σημαντική πτώση 100% των περιστατικών συγκριτικά  με τον  αντίστοιχο μήνα του περασμένου έτους καθώς και σε σχέση με το μέσο όρο της ίδιας περιόδου.[8] Σημειωτέον, ο πληθυσμός της πόλης  , σύμφωνα με  εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020, ανέρχεται  στους  14,565,700 κατοίκους .[9] Λαμβάνοντας τούτο υπόψιν, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από  τέτοιου είδους περιστατικά δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

65.           Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

66.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

67.           Όλα τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή είναι ασφαλής. Όπως επικουρικώς σημειώνεται ότι σε συνδυασμό με τις ιδιάζουσες ατομικές και προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, όπως ηλικία, υγεία, μορφωτικό επίπεδο και την προηγούμενη εμπειρία του στην χώρα καταγωγής του, δεν καθιστούν εύλογη την πιθανότητα επέλευσης κινδύνου στο πρόσωπο του άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

68.           Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή τoυ Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν καταδεικνύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

69.           Επισημαίνεται περαιτέρω ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ' αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

70.          Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

71.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε αξιόπιστους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται στην περίπτωσή του η χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

72.          Τέλος, υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης καθίσταται αλυσιτελής, η περαιτέρω εξέταση των λόγων προσφυγής που προέβαλε ο Αιτητής.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.    

 

          



[1]Rulac, 'Cameroon' (last updated 21/1/2021) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 5.2.2024). Σύμφωνα με το ως άνω portal η βία στις αγγλόφωνες περιοχές δεν εξικνείται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη, το RULAC ωστόσο χρησιμοποιεί κριτήρια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου https://www.rulac.org/about#collapse2accord, υπό What Methodology is Used. Για την αυτοτελή ωστόσο ερμηνεία της έννοιας της μη διεθνούς ένοπλης σύρραξης στο  πλαίσιο του άρθρου 15γ' της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ (και κατ' αντιστοιχία της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ) βλ. σχετικά ΔΕΕ, C‑285/12, ημερ. 30/01/2014, σκ. 21 επ.

[2] CGVS/CGRA (Belgium), 'COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE' (19.11.2021), 7-8 διαθέσιμοσε https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf 

[3] https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/country-level 

[4] Violences Domestiques RDC, Case Statistics (violences-domestiques-rdc.org), ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης : 26.06.2024

[5]  ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το διάστημα μεταξύ 5.1.2023 και 05.1.2024 στην επαρχία Haut-Katanga της Λ.Δ.Κ, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (τελευταία πρόσβαση 27.6.2024).

[6] City Population, DRC, Haut KatangaProvince, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (τελευταία πρόσβαση 27.6.2024).

[7] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/6/2024

[8] ACLED, https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/6/2024.

[9] City PopulationΚinshasa,https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/?admid=7296, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/6/2024.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο