ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

  Υπόθεση αρ. 6967/2021

 

07 Ιουνίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε.Ν.Ν.

Αιτητής

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, και/ή μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Χριστοδουλίδη (κο), Δικηγόρο Αιτητή

 

Θ. Παπανικολάου (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 07/09/2021 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 04/10/2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, αντισυνταγματικής και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου (εφεξής «Δ.Φ.») που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος του Καμερούν, εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 18/10/2018 και στις 24/10/2018 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στις 08/06/2021 και στις 16/06/2021 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α.). Στις 23/08/2021, ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α. ετοίμασε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στις 07/09/2021, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την πιο πάνω εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας.

Στις 04/10/2021 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του. Η επιστολή και η αιτιολόγηση της απόφασης, παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου σε γλώσσα την οποία κατανοεί ο Αιτητής, με τη βοήθεια διερμηνέα.

Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή.

Η συνήγορος του Αιτητή στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και όπως και τον ισχυρισμό περί του ότι ο Αιτητής δεν έτυχε ιατρικής και ψυχολογικής εξέτασης ως απαιτεί το Άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ενόψει των δηλώσεων του ευπαίδευτου του Αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τους λόγους ακύρωσης που αφορούν τη μη δέουσα έρευνα των Καθ΄ων η αίτηση και την μη τήρηση των προνοιών του άρθρου 15 του Περί Προσφύγων Νόμου, αποσύρονται και απορρίπτονται.

 

Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η  προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Ο συνήγορος του Αιτητή ανέπτυξε τον ισχυρισμό κατά την ακροαματική διαδικασία, ισχυρισμό που έχει αναπτύξει και στην γραπτή αγόρευση, περί του ότι η αρμόδια λειτουργός όφειλε να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική και ψυχολογική εξέταση ως απαιτεί το άρθρο 15 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Κατ΄αρχάς κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί στους λόγους ακυρώσεως ως περιλαμβάνονται στα νομικά σημεία της προσφυγής. Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Είναι πρόδηλο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και ενόψει τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης.

Σε κάθε περίπτωση, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στο  Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου όπου υπό τον τίτλο «Ιατρική και ψυχολογική εξέταση αιτητή» αναφέρονται τα ακόλουθα( υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 «15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά-

(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και

(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.

…………...»

Διαφαίνεται από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται σωρευτικώς στα εδάφια α) και β) του άρθρου 15. Ενόψει των γεγονότων που προκύπτουν από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν προέβαλε ισχυρισμούς κατά τρόπο που να πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του Άρθρου 15(1), για να την παραπέμψει ο αρμόδιος λειτουργός σε ιατρό και/ή ψυχολόγο και ενόψει τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας της ένοπλης σύγκρουσης που λαμβάνει χώρα στη Νοτιοδυτική και Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (Αγγλόφωνη κρίση). Ειδικότερα ότι συνελήφθη από τις κυβερνητικές δυνάμεις διότι ευαισθητοποίησε την τοπική του κοινότητα στην περιοχή Kosala της πόλης Kumba όπου διέμενε για να υποστηρίξει ό,τι της ανήκει. Αφέθηκε ελεύθερος μετά την καταβολή 500.000 Φράγκων Κεντρικής Αφρικής από τον αδερφό του. Συνελήφθη εκ νέου μετά την πάροδο διμήνου αλλά κατάφερε να διαφύγει από το αστυνομικό τμήμα, διαφεύγοντας στη Νιγηρία με αυτοκίνητο κι από εκεί στην Αίγυπτο με φορτηγό πλοίο. Από την Αίγυπτο ταξίδεψε με βάρκα στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 5 του Δ.Φ.).

Στο πλαίσιο της πρώτης συνέντευξης του, ο αιτητής ανέφερε επίσης ότι διέμενε στην πόλη Kumba, συνοικία (περιοχή) Kosala 4, πόλη όπου γεννήθηκε κι όπου διαμένουν οι γονείς του, τα τέσσερα αδέρφια του και οι τέσσερεις αδερφές του. Στην Kumba εργαζόταν κατά τον ισχυρισμό του ως κοινοτικός νοσοκόμος από το 2014 έως το 2018. Επίσης εργάστηκε στην πόλη Mamfe της Νοτιοδυτικής Περιφέρειας από το 2002/2003 μέχρι το 2010 ως εποχικός εργάτης και συγκεκριμένα ως βοηθός σε φάρμα κακάο και μετά επέστρεφε στην Kumba. Εγκατέλειψε τη χώρα του νόμιμα, με το (έγκυρο) διαβατήριο του, από την πόλη Mamfe προς την Νιγηρία και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ζητήματα κατά την έξοδο του από την χώρα καταγωγής του.

Στα πλαίσια της ελεύθερης αφήγησής του, ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν επειδή η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας της εργασίας του που τον ανάγκαζε να προβαίνει σε εξωτερικό χώρο στην κοινότητα καθημερινώς. Πρόσθεσε ότι ο στρατός ήταν θυμωμένος μαζί του γιατί το νοσοκομείο φρόντιζε πολίτες, που ήταν τραυματίες. Ενόψει τούτου, συνελήφθη για πρώτη φορά στις 5 Απριλίου 2018 από τον στρατό επειδή φρόντιζε τραυματίες, κι αφέθηκε ελεύθερος μετά την καταβολή χρημάτων (500.000 Φράγκων Κεντρικής Αφρικής) από τον αδερφό του. Ακολούθως ως δήλωσε ο ίδιος συνελήφθη για δεύτερη φορά την 26η Απριλίου 2018 φυλακίστηκε και βασανίστηκε, διότι ένας από τους αδερφούς του μάχεται εναντίον του στρατού (μέλος Amba boys). Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε πως μεταφέρθηκε σε αστυνομικό τμήμα. Εκεί του ζητήθηκε από αστυνομικό να καθαρίσει και ακολούθως θα μεταφερόταν στη φυλακή στην Yaounde. Πρόσθεσε ότι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία, και δραπέτευσε, πηγαίνοντας στην πόλη Mamfe.

Στη συνέχεια ρωτήθηκε τί φοβάται ο ίδιος ότι θα αντιμετωπίσει αν επιστρέψει στο Καμερούν και απάντησε ότι ίσως θα φυλακιστεί ή θα δολοφονηθεί. Δήλωσε πως ο νεότερος αδερφός του δολοφονήθηκε από τον στρατό στις 25 Οκτωβρίου 2020. Ερωτώμενος πως γνωρίζει ότι με την επιστροφή του στο Καμερούν θα μπει στη φυλακή ή θα δολοφονηθεί, ο ίδιος δήλωσε ότι τέτοια πράγματα συμβαίνουν τώρα στο Καμερούν. Γνωρίζουν ότι ο ίδιος δεν βρίσκεται εκεί και έχουν και τον τηλεφωνικό του αριθμό, αθώοι άνθρωποι φυλακίζονται για 4-5 χρόνια, καταλήγοντας ότι αν δεν κατάφερνε να διαφύγει, τώρα θα ήταν στη φυλακή.

Σε μεταγενέστερη ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, εάν βίωσε ο ίδιος κάτι πιο συγκεκριμένο, απάντησε πως ο στρατός απέσπασε βιαίως τον αδερφό του στις 15 Φεβρουαρίου 2018 από την κοινή κατοικία τους πιθανώς για να τον ανακρίνει, και τον κράτησε για περίοδο τεσσάρων ημερών. Ανέφερε, δε, πως ο αδερφός του απεβίωσε στις 27 Οκτωβρίου 2020.

Στη συνέχεια, σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, τι βίωσε ο ίδιος όταν ο στρατός εισήλθε στην Kosala,  αναφέρθηκε σε περιστατικό που συνέβη τον Νοέμβριο του 2017 κατά το οποίο βασανίστηκε από μέλη της αντάρτικης ομάδας Ambazonians (Amba boys), καθότι καθώς πήγαινε στο νοσοκομείο, του δήλωσαν να τους ακολουθήσει για να πολεμήσει μαζί τους και επειδή ο ίδιος αρνήθηκε καθότι επιθυμούσε να πάει στον χώρο εργασίας του για να βοηθήσει άρρωστους πολίτες,  τον βασάνισαν επειδή δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στους κόλπους της.

Ο αιτητής ακολούθως ερωτήθηκε για τις 2 συλλήψεις του που μεσολάβησαν, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, με τον αιτητή να δηλώνει ότι κατά την πρώτη σύλληψη του, ο ίδιος πήγαινε στην εργασία του ως νοσοκόμος της κοινότητας (community nurse). Κατά την διαδρομή του, τον σταμάτησε ο στρατός, λέγοντας του ότι το νοσοκομείο στο οποίο εργάζεται είναι υπεύθυνο να περιθάλπτει τους Amba boys, επομένως, δουλεύει γι΄αυτούς και ότι εξαιτίας αυτού και ο ίδιος είναι ενάντια στην κυβέρνηση, όπου ακολούθως τον πήραν στον αστυνομικό σταθμό στην Kumba. Ακολούθως, ο αδελφός του, επειδή έδωσε στην αστυνομία 500.000 φράγκα, αφέθηκε ελεύθερος στις 09/04/2018. Όσον αφορά την δεύτερη σύλληψη του, ο αιτητής δήλωσε ότι μεσολάβησε στις 26/04/2018, τον συνέλαβαν, αναφέροντας του ότι ήταν και αυτός μέλος των Amba Boys και τον παρουσίασαν στον αστυνομικό σταθμό όπου κατάφερε να αποδράσει καθότι ένας από τους αστυνομικούς τους ζήτησε να μεταφέρει τα σκουπίδια στον εξωτερικό χώρο και έτσι σταμάτησε ένα ποδήλατο όπου τον μετάφερε ένας άλλος άνδρας, προσθέτοντας ότι δεν πήγε σπίτι του αλλά κρυβόταν.

Σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού κατά πόσο καταζητείτον στο Καμερούν επειδή απέδρασε από τον αστυνομικό σταθμό, ο αιτητής απάντησε θετικά.

Ερωτηθείς γιατί, αφού ήταν καταζητούμενος από τις αρχές του Καμερούν μετά την δραπέτευσή του, δεν τον σταμάτησαν στα πλαίσια του συνοριακού ελέγχου στην έξοδό του προς τη Νιγηρία, απάντησε πως ήταν τυχερός διότι ο αστυνομικός που διενεργούσε τον έλεγχο δεν έλεγξε με προσοχή την ταυτότητά του κι ότι έτσι γίνεται ο έλεγχος.

Στη συνέχεια ρωτήθηκε για την επαγγελματική του ιδιότητα και πώς έγινε κοινοτικός νοσοκόμος καθώς και τι προσόντα είχε για να πάρει την εν λόγω δουλεία, με τον ίδιο να δηλώνει ότι ένας φίλος του τον σύστησε στο νοσοκομείο και ότι δεν χρειάζονται ειδικές προϋποθέσεις για να εξασφαλίσεις την θέση, δηλώνοντας ότι πήγαινε σε σεμινάρια και έγινε πλήρης απασχόλησης κοινοτικός λειτουργός υγείας.

Σε σχετική ερώτηση πότε ο αδελφός του έγινε μέλος των Amba boys, ο αιτητής δήλωσε όταν ο ίδιος είχε ήδη φύγει, το 2019. Πρόσθεσε επίσης ότι εξαιτίας αυτού του γεγονότος, η οικογένεια του δεν αντιμετώπισε ουσιαστικά κάτι συγκεκριμένο, παρα εγκατέλειψαν το σπίτι στο οποίο ζούσαν και οι μόνοι που παρέμεινα στο σπίτι ήταν τα ανήλικα τέκνα 12 ετών και κάτω και ειδικά τα αγόρια καθότι αυτά είναι αναγκαία για να πολεμήσουν κατά του στρατού.

Τέλος, ερωτηθείς εάν η αστυνομία προσέγγισε την οικογένεια του επειδή ο ίδιος καταζητείτον γιατί απέδρασε από τον αστυνομικό σταθμό, απάντησε αρνητικά.

Κατά το στάδιο της δεύτερης συνέντευξης του, ο αιτητής παρουσίασε διάφορα έγγραφα. Ειδικότερα, προσκόμισε, μεταξύ αυτών ένα πιστοποιητικό εκτίμησης (στο όνομά του) για την προσφορά του ως κοινοτικού λειτουργού υγείας και φωτογραφίες. Ειδικότερα ρωτήθηκε για την ταυτότητα των προσώπων που απεικονίζονται στις φωτογραφίες, πώς βρέθηκαν στην κατοχή του, αν γνωρίζει τα εν λόγω πρόσωπα ( ερυθρά 78-85 του Διοικητικού Φακέλου).

Ερωτώμενος σχετικά με την 1η σύλληψη του, κατά πόσον συνέλαβαν οποιονδήποτε άλλο από το εν λόγω νοσοκομείο, απάντησε αρνητικά. Σε σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού ποιες ήταν οι ακριβείς κατηγορίες που του είχαν προσάψει, δήλωσε ότι επειδή είναι εναντίον της κυβέρνησης και δεν τους έδινε πληροφορίες ενώ ακολούθως όταν ρωτήθηκε αν του ζήτησαν να δώσει πληροφορίες, ο ίδιος απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείς πως γίνεται να θεωρήθηκε η υπόθεση του τόσο σοβαρή και μετά από 4 μέρες να αφέθηκε ελεύθερος επειδή κατέβαλε τα χρήματα ο αδελφός του, δήλωσε ουσιαστικά ότι στην αστυνομία υπάρχει διαφθορά. Τέλος, κατόπιν σχετικών διευκρινιστικών ερωτήσεων από τον αρμόδιο λειτουργό τι φοβάται ο ίδιος ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο ίδιος δήλωσε ότι η ζωή του θα βρίσκεται σε κίνδυνο, ότι φοβάται τόσο την κυβέρνηση όσο και τους Ambazonians και ότι είτε θα βρεθεί στη φυλακή ή θα τον σκοτώσουν, δηλώνοντας παράλληλα ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ποινική απόφαση εναντίον του.

Ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α., αξιολόγησε όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του και διέκρινε τους εξής ισχυρισμούς: Α) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή, Β) Ο Αιτητής εργαζόταν ως κοινοτικός νοσοκόμος και συνελήφθη δυο φορές από τον στρατό.

 

Αξιολογώντας τον πρώτο ισχυρισμό, ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδεικνύεται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, και συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονται από ασάφεια και ανεπάρκεια πληροφοριών.

 

Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνελήφθη στις 5 Απριλίου 2018 και στις 26 Απριλίου 2018 επειδή εργαζόταν ως κοινοτικός νοσοκόμος σε νοσοκομείο όπου νοσηλεύονταν αντάρτες Amba, δηλαδή της ένοπλης ομάδας πολιτών που μάχονται εναντίον των Αρχών του Καμερούν. Όταν του ζητήθηκε να παράσχει περισσότερες πληροφορίες για την εργασία του στο Καμερούν, έδωσε μια γενική και αόριστη απάντηση ότι κάποιος φίλος του τον συνέστησε στο νοσοκομείο που εργαζόταν. Σχετικώς με τις απαιτήσεις πρόσληψης στη συγκεκριμένη θέση εργασίας, ο Αιτητής έδωσε μια ασαφή απάντηση, δηλώνοντας  ότι είναι σημαντικές οι προσωπικές ικανότητες κι ότι δεν χρειάζεται προγενέστερη εμπειρία/ προϋπηρεσία. Επίσης δήλωσε ότι παρακολούθησε κάποια σεμινάρια για να αποκτήσει εμπειρία αλλά δήλωσε πως δεν διαθέτει κάποιο αποδεικτικό συμμετοχής, διότι όπως δήλωσε, τέτοιου είδους αποδεικτικά δεν εκδίδονται. Επίσης δεν ήταν σε θέση να  προσδιορίσει τον χρόνο παρακολούθησης των σεμιναρίων και προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις ισχυριζόμενος από τη μια ότι η εργασία ως κοινοτικού νοσοκόμου δεν έχει απαιτήσεις κατάρτισης κι από την άλλη ότι μπορούσε να συνταγογραφεί φάρμακα και να διαγιγνώσκει την ελονοσία.

 

Εξίσου ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός, στην ερώτηση για τον λόγο και τον τρόπο σύλληψής του στις 5 Απριλίου 2018 από τον στρατό, έδωσε μια αόριστη απάντηση ισχυριζόμενος ότι ήταν καθ’ οδόν προς την εργασία του στο νοσοκομείο, όταν στρατιώτες τον σταμάτησαν και ρώτησαν πού πήγαινε και, μόλις το πληροφορήθηκαν, του είπαν ότι το εν λόγω νοσοκομείο περιθάλπει αντάρτες Amba και τον συνέλαβαν, μεταφέροντάς για να ανακριθεί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α. διαπίστωσε πως ο Αιτητής δεν μπορούσε να αναφερθεί λεπτομερώς στο περιεχόμενο των ερωτήσεων. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τα πρόσωπα που τον συνέλαβαν, έδωσε εκ νέου γενική και αόριστη απάντηση αναφέροντας ότι ήταν ντυμένοι ως φαντάσματα και είχαν κρυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Επίσης δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Παρότι κρατήθηκε στον ίδιο χώρο 3-4 ημέρες, δεν ήταν σε θέση να τον περιγράψει λεπτομερώς όπως επίσης και τί του συνέβη τις ημέρες αυτές. Ακόμη, ενώ ανέφερε πως ο αδερφός του δωροδόκησε ανώτερο αστυνομικό κι απελευθερώθηκε, στην αρχή της συνέντευξής του δήλωσε πως όταν ο ανώτερος αστυνομικός τον αντίκρυσε για πρώτη φορά του είπε ότι η υπόθεσή του ήταν σοβαρή χωρίς να μπορεί να δώσει λεπτομέρειες παρά μια ασυνάρτητη και χωρίς συνοχή απάντηση, κατά την κρίση του λειτουργού.

 

Στην ερώτηση για τον τρόπο και τον λόγο σύλληψής του στις 26 Απριλίου 2018, δεν μπορούσε να εξειδικεύσει τη σχετική δήλωσή του, λέγοντας ότι τον σταμάτησαν στρατιώτες, κάποιος εξ αυτών που τον αναγνώρισε από την πρώτη του σύλληψη, ισχυρίστηκαν ότι είναι μέλος των ανταρτών Amba και τον μετάφεραν στο αστυνομικό τμήμα. Παρότι ζητήθηκε από τον λειτουργό να περιγράψει όσα βίωσε κατά τη δεύτερη σύλληψή του, δεν μπορούσε να το πράξει, περιοριζόμενος να αναφέρει ότι επρόκειτο για πανομοιότυπη εμπειρία με αυτή που έζησε κατά την πρώτη του σύλληψη, ότι δεν υπήρχε φως και φαγητό, μη δυνάμενος -κατά τον λειτουργό- να δώσει λεπτομέρειες για όσα είδε, ένιωσε, ποιες ήταν οι σκέψεις και πράξεις του και πώς ήταν ο χώρος κράτησής  στον οποίο διέμεινε για δυο ημέρες.

 

Ο Αιτητής, ανέφερε στον λειτουργό ότι κατάφερε να αποδράσει από τον χώρο κράτησης όταν ένας αστυνομικός του ζήτησε να πετάξει τα σκουπίδια. Οι σχετικές αναφορές του κρίθηκαν ότι πάσχουν ως προς την αξιοπιστία τους, γιατί ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να εξηγήσει πώς οι Αρχές εμπιστεύτηκαν τον ίδιο ως κρατούμενο δυο μόλις ημερών και κατηγορούμενο ως μέλος των ανταρτών Amba να προβεί στην ανωτέρω ενέργεια. Δήλωσε, δε, ότι σταμάτησε διερχόμενο μηχανάκι με το οποίο διέφυγε.

 

Κατά τον λειτουργό της Ε.Υ.Υ.Α., ο Αιτητής προέβη σε αντιφατικές δηλώσεις, ισχυριζόμενος αφενός ότι είναι καταζητούμενος λόγω της δραπέτευσής του από το χώρο κράτησης και για τον λόγο αυτό φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, αφετέρου ότι διέσχισε τα σύνορα της χώρας του προς τη Νιγηρία, επιδεικνύοντας την ταυτότητά του στις αστυνομικές αρχές, δίχως να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδο. Τέλος, δεν κατάφερε να δώσει πειστική εξήγηση γιατί ήταν ο μόνος συλληφθείς εργαζόμενος του νοσοκομείου.

 

Όσον αφορά στην εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι για να εξασκεί κάποιος το επάγγελμα του νοσοκόμου στο Καμερούν, απαιτείται να κατέχει σχετικό δίπλωμα νοσοκόμου ή άλλο παρεμφερές αναγνωρισμένο από το Κράτος. Επίσης ότι οι αντάρτες Amba φέρουν πιο προηγμένο οπλισμό ( κυνηγετικά τυφέκια, καλάσνικοφ σε αντίθεση με τη δήλωση του Αιτητή ότι του δόθηκε ένα ραβδί για να πολεμήσει. Ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α έκρινε πως η αναφορά των πηγών εν σχέσει με τις φωτογραφίες που προσκόμισε ο Αιτητής δεν είναι αξιόπιστες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν ευσταθούν απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Ενόψει των ανωτέρω ευρημάτων, λαμβανομένου υπόψη και του προφίλ του αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και δεν τεκμηριώθηκε φόβος δίωξης συνδεόμενος με την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα μέλους σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή την πολιτική γνώμη όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και στο άρθρο 3 και 3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο του Αιτητή, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δυνάμει του άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση που επικρατούσε στο Καμερούν, χώρα καταγωγής του Αιτητή, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου), καθότι δεν διαπιστώθηκε ότι υπάρχει λόγος να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή ως άμαχος πολίτης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, εφόσον στην στο Καμερούν επικρατούν μεν συνθήκες συγκρούσεων αλλά όχι στο βαθμό της αδιάκριτης βίας μόνο εκ του γεγονότος της φυσικής παρουσίας στην περιοχή της Αγγλόφωνης κρίσης, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές του περιστάσεις και το γεγονός ότι δεν επέδειξε, μέσω της συνέντευξης του, οποιοδήποτε υποκειμενικό στοιχείο σχετικά με το πως επηρεάζεται από τις εν λόγω συγκρούσεις.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης και ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018) και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του Αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε πολλές ασάφειες, αντιφάσεις και ανακρίβειες, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του.

Επί του κρίσιμου ρόλου της αξιοπιστίας των αιτητών ασύλου κατά την εξέταση του αιτήματός τους, παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) στην Υποθ. Αρ. 626/2010, JAFAR KALASH v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ημερ. 08/10/2013, το σκεπτικό της οποίας υιοθετώ και δια της παρούσης: « ΄Έχει νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).  Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις.  Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της. Συγκεκριμένα το άρθρο 196 του Εγχειριδίου προβλέπει:

«Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωση του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας».

Και στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 197 του Εγχειριδίου:

«Η προϋπόθεση έτσι της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να τηρείται με μεγάλη αυστηρότητα ενόψει της δυσχέρειας της απόδειξης που είναι εγγενής στην ειδική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αιτών το καθεστώς του πρόσφυγα.  Η ανοχή μιας τέτοιας πιθανής έλλειψης τεκμηρίωσης δεν σημαίνει πάντως ότι οι αθεμελίωτοι ισχυρισμοί πρέπει να εκλαμβάνονται κατ΄ ανάγκη ως αληθείς εάν είναι ανακόλουθοι προς τη συνολική αφήγηση του αιτούντος».

Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του κατά τη συνέντευξη:  δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του σε αναφορά με τη θέση του ότι θα συλληφθεί από τις Συριακές αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση στην πόλη Qamishli.  Τα σημεία αναξιοπιστίας του διαπιστώθηκαν τόσο κατά την εξέταση από το αρμόδιο Λειτουργό Ασύλου στη συνέντευξη ημερ. 3.3.2009, όσο και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος με αποτέλεσμα να πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του αιτητή στον πυρήνα του αιτήματός του  και δικαιολογημένα εγείρει κώλυμα έγκρισης της αίτησης (Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358)».

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τον απορριφθέντα ισχυρισμό του, ήτοι ότι εργαζόταν ως κοινοτικός νοσοκόμος κι ότι συνελήφθη δυο φορές από τον στρατό, ήταν γενικόλογες και παντελώς αόριστες καθότι δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα υπό κρίση περιστατικά, παρά τις ευκαιρίες που του είχαν δοθεί, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή η αξιοπιστία του Αιτητή και μάλιστα παρά το γεγονός ότι κλήθηκε σε δυο πολύωρες συνεντεύξεις στις οποίες είχε την ευκαιρία να παραθέσει λεπτομέρειες, καθότι ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α. επανήλθε πολλές φορές με ερωτήσεις του που αφορούσαν τόσο τα γεγονότα των συλλήψεών του όσο και την επαγγελματική του δραστηριότητα. Επιπροσθέτως υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, ενδεικτικώς, πέραν των όσων εντόπισαν οι καθ’ ων, το γεγονός ότι αναφέρει ότι διέφυγε με διερχόμενο μηχανάκι  και δεν πήγε στο σπίτι του υπό τον φόβο ότι θα τον αναζητήσουν, σε άλλο σημείο της συνέντευξής του αναφέρει ότι συνάντησε τον αδερφό του, πήραν ένα μηχανάκι και επέστρεψαν στο σπίτι τους (ερυθρό 91 του διοικητικού φακέλου). Επίσης αντίθετα με τον ισχυρισμό του ότι είναι κοινοτικός νοσοκόμος, προσκομίζει πιστοποιητικό εξαίρετης απόδοσης ως κοινοτικός λειτουργός υγείας. Άλλωστε ο ίδιος δήλωσε στα πλαίσια της πρώτης συνέντευξής του ότι δεν είχε συγκεκριμένα καθήκοντα (ερυθρό 65 διοικητικού φακέλου) ή συγκεκριμένη στολή (ερυθρό 64 του διοικητικού φακέλου). Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό σπουδών νοσοκόμου ή έστω παρεμφερούς ειδικότητας.

Επομένως, ορθώς θεωρώ κρίθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι τα όσα προβλήθηκαν στις συνεντεύξεις του Αιτητή, ως ανωτέρω καταγράφονται, έθεταν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των λεγόμενων του αναφορικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, λαμβάνοντας υπόψη και τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στις οποίες βασίστηκε ο αρμόδιος λειτουργός και περιλαμβάνονται στον Διοικητικό Φάκελο.

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, δεν επικαλέστηκε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας στην χώρα καταγωγής του, δυνάμει του άρθρου 19(2), εδάφια (α) και (β), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Πρόσθετα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν στην περιοχή καταγωγής και μόνιμης διαμονής του Αιτητή υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο Αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει ο Αιτητής από την ατομική του κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας (σε μικρότερο βαθμό), σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji [1]του ΔΕΕ. Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ – Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ’ εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59)…»[2]

Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω.

Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και  περιθωριοποιήσει.[3] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική Περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[4]

Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα – 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους, και περίπου 800000 παιδιά παρέμειναν εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζόνια».[5]

Σύμφωνα με το Human Rights Watch σε έκθεση για την χώρα η οποία καλύπτει το έτος 2022, αναφέρεται πως το 2023, ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τη διάπραξη παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Η βία στις δύο αγγλόφωνες βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές συνεχίστηκε για έκτη χρονιά, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Paul Biya  δήλωσε τον Ιανουάριο ότι πολλές ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες είχαν παραδοθεί και ότι η απειλή που αποτελούσαν είχε μειωθεί σημαντικά. Μέχρι τα μέσα του έτους, υπήρχαν πάνω από 638.000 εσωτερικά εκτοπισμένοι στις αγγλόφωνες περιοχές και τουλάχιστον 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν ανθρωπιστική βοήθεια. Άμαχοι αντιμετώπισαν δολοφονίες και απαγωγές από ένοπλες ισλαμιστικές ομάδες στην περιοχή του Άπω Βορρά, συμπεριλαμβανομένης της Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP). Οι αυτονομιστές μαχητές συνέχισαν να στοχεύουν αμάχους, αναγκάζοντας τους να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και εξαπολύοντας επιθέσεις γύρω από μεγάλα γεγονότα, όπως των εκλογών και καθώς του ανοίγματος των σχολείων την περίοδο του Σεπτεμβρίου. Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν στις αυτονομιστικές επιθέσεις, αποτυχαίνοντας συχνά να προστατεύσουν τους αμάχους σε όλες τις αγγλόφωνες περιοχές»[6].

Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση για την χώρα στην ιστοσελίδα του ACAPS αναφέρεται πως το Καμερούν βιώνει διάφορες κρίσεις εντός της χώρας. Οι μακροχρόνιες δυσαρέσκειες της αγγλόφωνης κοινότητας στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, μετά από δεκαετίες περιθωριοποίησης των μειονοτικών αγγλόφωνων περιοχών από τη γαλλόφωνη Κυβέρνηση, κλιμακώθηκαν σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες και απεργίες στα τέλη του 2016. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διαφορετικών αυτονομιστικών να φωνάζουν/διαδηλώνουν υπέρ της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας της Ambazonias στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά. Οι συγκρούσεις μεταξύ του στρατού και των αυτονομιστικών δυνάμεων έχουν εντείνει την ανασφάλεια στις ανωτέρω περιοχές, οδηγώντας 638.400 ανθρώπους σε εκτοπισμό  στο εσωτερικό της χώρας και 64.000 σε αναζήτηση καταφυγίου στη γειτονική Νιγηρία μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου 2024. Επίσης, η εξέγερση της Boko Haram  στα βορειοανατολικά της Νιγηρίας έχει επίσης εξαπλωθεί στην περιοχή του Άπω Βορρά (extreme Nord), όπου 120.869 Νιγηριανοί πρόσφυγες έχουν καταφύγει στον Άπω Βορρά του Καμερούν, ενώ η βία από την Μπόκο Χαράμ και το Ισλαμικό Κράτος έχει εκτοπίσει εσωτερικά περισσότερους από 453.600 ανθρώπους[7].

Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου – που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη. Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ’ εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[8].

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ’, της οδηγίας»[9].

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες (έγκυρες) πηγές πληροφόρησης για τη χώρα του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια (South-West Region) του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά και η πόλη Kumba όπου ζούσε o Aιτητής, το οποίο θεωρείται το μέρος τελευταίας διαμονής του, για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία. Από την εν λόγω έρευνα, καταγράφονται τα ακόλουθα:

Η έκθεση του OCHA τον Μάρτιο του 2023 αναφέρει ότι τον Ιανουάριο του 2023, η κατάσταση στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (NWSW) παρέμεινε τεταμένη, με συνεχιζόμενη βία και στοχευμένες επιθέσεις. Οι ένοπλες αντιπαραθέσεις και η αυξημένη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED) συνέχισαν να οδηγούν στον θάνατο, τον τραυματισμό και τον εκτοπισμό αμάχων. Περισσότεροι από 15.130 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τους τόπους καταγωγής τους λόγω βίας και στοχευμένων επιθέσεων. Οι περισσότερες από τις τρέχουσες μετατοπίσεις εντός του NW,SW είναι εκκρεμείς, με την πλειοψηφία των εκτοπισμένων να επιστρέφουν στον τόπο προέλευσης μόλις το επιτρέψει η κατάσταση ασφαλείας. Οι περιοχές που επηρεάζονται περισσότερο από αυτές τις μετατοπίσεις περιλαμβάνουν τα τμήματα Manyu και Meme στα ΝΔ, και τα τμήματα Menchum, Momo και Mezam στα ΒΔ[10].

Η δε έκθεση της Unicef το Φεβρουάριο του 2023 αναφέρει ότι εννέα στις δέκα περιοχές του Καμερούν πλήττονται από περιστατικά ασφαλείας που κυμαίνονται από επιθέσεις από ένοπλες ομάδες έως διακοινοτική βία που προκαλείται από την κλιματική αλλαγή και τις εισροές προσφύγων. Συνολικά, 3,9 εκατομμύρια χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένων 2,3 εκατομμυρίων παιδιών. Η κατάσταση ασφαλείας στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά (ΒΔ/ΝΔ) παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη το 2022. Από τις 14 Δεκεμβρίου 2022, συνέβησαν συνολικά 1765 περιστατικά ασφαλείας και κρατικές δυνάμεις ασφαλείας και μη κρατικές ένοπλες ομάδες (NSAGs) συνέχισαν να εμπλέκονται σε μάχες[11].

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που ανέκυψαν σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, εντοπίστηκε ότι σύμφωνα με την  επικαιροποιημένη αναφορά του ACLED για το διάστημα από 24/05/2023 μέχρι και 24/05/2024, στη συγκεκριμένη περιοχή σημειώθηκαν 745 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 675 ανθρώπων. Από αυτά 463 καταγράφηκαν ως περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά των αμάχων (304 θάνατοι), 248 καταγράφηκαν ως περιστατικά μαχών (357 θάνατοι), 9 καταγράφηκαν ως περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας (7 θάνατοι) και 25 καταγράφηκαν ως εξεγέρσεις (7  θάνατοι)[12]. Συγκεκριμένα δε στην πόλη Kumba, σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων, ενώ το τρίτο τρίμηνο του 2023 καταγράφηκαν περίπου 140 απώλειες αμάχων λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 ο αριθμός αυτός ανήλθε στους 110 αμάχους και το δεύτερο τρίμηνο του ιδίου έτους ο αριθμός αυτός περιορίστηκε στις 25 απώλειες, σημειώνοντας περαιτέρω πτωτική τάση[13].

Δεδομένου λοιπόν ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2015 [14], ενώ ο πληθυσμός της πόλης Kumba ανέρχεται σήμερα στους 400.000 κατοίκους[15], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων άμαχων πολιτών στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της ευρύτερης περιοχής και ειδικότερα της πόλης Kumba, έτσι ώστε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του εκεί, o Αιτητής θα κινδυνέψει ως άμαχος αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. 

Λαμβάνοντας άλλωστε υπόψη την απουσία προσωπικών επιβαρυντικών περιστάσεων στο προφίλ του Αιτητή εφαρμόζοντας την «αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα»[16], όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δ.Ε.Ε., το Δικαστήριο καταληκτικά κρίνει ότι δε συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Kumba της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης στα πλαίσια της υφιστάμενης εσωτερικής σύγκρουσης αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί, κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική Περιφέρεια της χώρας. Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή, η αξιολόγηση του κινδύνου επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του, γίνεται στη βάση της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, , συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ του Αιτητή δεν συνιστούν ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.

Κατ’ αρχήν, αξίζει να σημειωθεί ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (International Organization for Migration- IOM) έχουν θέσει σε εφαρμογή ένα κοινό πρόγραμμα το οποίο διευκολύνει την εθελούσια επιστροφή Καμερουνέζων πολιτών στη χώρα καταγωγής τους, καθώς επίσης παρέχει υποστήριξη στους επιστραφέντες με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη ζωή του Cameroon (επαγγελματικός προσανατολισμός, πρακτική εκπαίδευση, εκθέσεις ενημέρωσης για επαγγελματικά θέματα και θέσεις εργασίας, συνεδρίες συμβουλευτικής)[17]. Βασικοί μέτοχοι στο πρόγραμμα εντός του Cameroon είναι το Υπουργείο Εξωτερικών Σχέσεων (Ministry of External Relations), η Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας (General Direction for National Security), το Υπουργείο Δημόσιας Υγείας (Ministry of Public Health), το Υπουργείο Κοινωνικών Θεμάτων (Ministry of Social Affairs), το Υπουργείο Νεότητας και Πολιτικής Αγωγής (Ministry of Youth and Civic Education), καθώς και η Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας (Direction of Civil Protection) του Υπουργείου Εδαφικής Διοίκησης (Ministry of Territorial Administration)[18]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δημοσιεύσει ο IOM από τον Ιούνιο του 2017 έως το 2021 έλαβαν βοήθεια κατά την εθελούσια επιστροφή τους και τη διαδικασία επανένταξής τους 5.450 Καμερουνέζοι πολίτες[19].

Βάσει των ανωτέρω πληροφορίων περί εμπλοκής του ΙΟΜ στην διαδικασία εθελούσιας επιστροφής και του μεγάλου αριθμού των Καμερουνέζων που έχουν ωφεληθεί από το πρόγραμμα, προκύπτει ότι σε ένα γενικό πλαίσιο η επιστροφή στο Cameroon δεν είναι αδύνατη και αφ’ εαυτής επικίνδυνη για ένα άμαχο πολίτη να επιστρέψει στην χώρα.

Περαιτέρω, η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω. Λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες του περιστάσεις, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα Νοτιοδυτική Περιφέρεια.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα ως ορίζονται στα άρθρα 3-3Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου. Συνακόλουθα, ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται, και ούτε προκύπτει (ως αναλύθηκε ανωτέρω), ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ώστε να της δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν μπορούσε να της παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του.  Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

                                                                                       

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π                                     



[1] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009,

< https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:62007CJ0465&from=EN> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28 Φεβρουαρίου 2024)

[2] EASO, (EUAA, European Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), < https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf >, σελ. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28 Φεβρουαρίου 2024).

[3] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[4] AFP, ‘Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers’, 20/08/2019, in Al Jazeera, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2019/8/20/cameroon-anglophone-separatist-leader-gets-life-sentence-lawyers (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[5] R. Maxwell Bone, ‘Ahead of peace talks, a who’s who of Cameroon’s separatist movements’, in The New Humanitarian, 08/07/2020, διαθέσιμο σε https://www.thenewhumanitarian.org/analysis/2020/07/08/Cameroon-Ambazonia-conflict-peace-whos-who, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[6] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Cameroon, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103168.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[7]    ACAPS, Country analysis, CAMEROON, February 2024,  https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024). 

[8] ΔΕΕ, C-285/12, Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides ,ημερομηνίας 30/01/2014,  διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=EE88B568A1B6F9256073AA14860957BE?text=&docid=147061&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2520886 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/4/2024).

[9] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009

[10] Relief Web, Cameroon: Situation Report, 15 March 2023, διαθέσιμο σε https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-situation-report-15-march-2023,  [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024]

[11] Unicef, Humanitarian Situation Report No 4, Cameroon, διαθέσιμο σε https://reliefweb.int/report/cameroon/unicef-cameroon-humanitarian-situation-report-no-4-1-january-31-december-2022-2-february-2023, ,  [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024]

[12] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο www.acleddata.com/dashboard/#/dashboard,  (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 23/05/2023 – 23/05/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots, ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa - Cameroon - Sud-Ouest) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/6/2024).

[13] Όπ.π.

[14] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), < https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6823 > (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024).

[15] https://en.mapy.cz/zakladni?source=osm&id=1093167138&x=9.4409445&y=4.6398899&z=12, (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 05/06/2024).

[16] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 05/06/24)

[17] ΙΟΜ, Areas of Work, Reintegration, <https://www.migrationjointinitiative.org/reintegration> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 28/02/24)

[18] ΙΟΜ, Info sheet, Reintegration for Migrants Returning to Cameroon, <https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf>,( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/02/24) και ενδεικτικώς Migration: IOM Supports Government of Cameroon in Assisting the Return of 63 Cameroonian Migrants from TUNISIA | International Organization for Migration, https://www.iom.int/news/migration-iom-supports-government-cameroon-assisting-return-63-cameroonian-migrants-tunisia (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/02/2024)

[19] ΙΟΜ, Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial, 6 July 2021, < https://storyteller.iom.int/stories/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial> ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο