ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7106/22

10 Ιουνίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 Τ. Ν. Ο.  

Αιτητή,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Δ. Παυλίδης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Στ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 1.8.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

 

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 3.12.2020 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 13.7.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Εν συνεχεία και συγκεκριμένα την 21.7.2022 ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 1.8.2022. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13.10.2022, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

 

2.             Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, μέσω της συνηγόρου του, ο Αιτητής ισχυρίζεται πως εσφαλμένα οι Καθ’ ων οι αίτηση δεν έκαναν αποδεκτό τον δεύτερο ισχυρισμό του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και πως η απόφαση δεν είναι ως εκ τούτου προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ότι εκδόθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι θέση του ότι δικαιούται προσφυγικό καθεστώς και πως σε κάθε περίπτωση εντάσσεται και στις προϋποθέσεις του νόμου για την χορήγηση επικουρικής προστασίας, λαμβάνοντας υπόψη της κατάσταση ασφαλείας στη χώρα του σε συνάρτηση με τις προσωπικές του περιστάσεις. Τέλος, ισχυρίζεται πως θα έπρεπε να του χορηγηθεί το «ευεργέτημα της αμφιβολίας».  

 

3.             Από πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης προβάλλοντας κατά τη γραπτή τους αγόρευση ότι ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης, καθότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει είναι γενικοί και αόριστοι. Υποδεικνύουν ότι η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αναφέρονται εκτεταμένως στους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή και στην αξιολόγησή τους από τους Καθ’ ων η αίτηση, και βάλλουν κατά της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, υποδεικνύοντας ότι δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει το αίτημά του προς υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καταλήγοντας ότι η επίδικη συνιστά προϊόν δέουσας έρευνας. Τέλος, επισημαίνουν ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας.

 

Νομικό Πλαίσιο

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«7. (α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

[.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

 

11.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της  (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς, η επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο αιτητής αναμένεται  να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε αιτητή. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. 

 

12.          Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

13.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

 

14.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή είναι ομοφυλόφιλος και στις 27.5.2020 έγινε αντιληπτός στην οικία του από αγνώστους τη στιγμή που βρισκόταν σε προσωπική στιγμή με τον σύντροφό του, όπου και οι δύο κακοποιήθηκαν και ο σύντροφός του σκοτώθηκε. Ο δε Αιτητής κατάφερε να διαφύγει και εγκατέλειψε την χώρα του για να παραμείνει ασφαλής, διότι ισχυρίζεται ότι στην χώρα του είναι ντροπιαστικό να είναι κανείς ομοφυλόφιλος.

 

15.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από την πόλη Owerri της πολιτείας Imo, η οποία αποτελεί τόπο γέννησης και τελευταίας συνήθους διαμονής του. Ο Αιτητής περαιτέρω δήλωσε πως είναι εθνοτικής καταγωγής Igbo και Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα. Έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και  ξεκίνησε σπουδές σε πολυτεχνική σχολή τις οποίες δεν ολοκλήρωσε λόγω οικονομικών προβλημάτων. Επίσης, ως προς το επάγγελμα του δήλωσε ότι είχε την δική του επιχείρηση εμπορίας υποδημάτων, την οποίου λειτουργούσε για τρία χρόνια. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Η οικογένειά του (γονείς και τέσσερα αδέρφια) διαμένουν μέχρι και σήμερα στην πόλη Owerri (ερ. 42-44 του διοικητικού φακέλου).

 

16.          Όσον αφορά στους κατ’ ιδίαν λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του επιβεβαίωσε τα όσα κατέθεσε στο στάδιο της καταγραφής, περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της επίθεσης που δέχτηκε στην οικία του αυτός και ο σύντροφός του. Πιο αναλυτικά, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 17.5.2020 όπου άγνωστοι εισέβαλαν στην οικία του όπου βρισκόταν σε προσωπική στιγμή με τον σύντροφό του και τους επιτέθηκαν σωματικά. Ο Αιτητής κατάφερε να διαφύγει ενώ ο σύντροφός του δολοφονήθηκε. Ο Αιτητής για δύο ημέρες βρήκε καταφύγιο στο δάσος ώσπου κάποιος τον εντόπισε, του προσέφερε ρούχα και τον βοήθησε. Κατόπιν μετέβη στην πατρική του οικία όπου οι γονείς του τον προέτρεψαν να εγκαταλείψει οριστικά την χώρα. Ισχυρίζεται ότι στην Νιγηρία το περιστατικό αυτό αποκαλύφθηκε και τα νέα μαθεύτηκαν διότι η ομοφυλοφιλία είναι μια ντροπιαστική και αποκρουστική συμπεριφορά. Αναφορικά με το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής εξήγησε ότι δεν γνωρίζει ποια ήταν αυτά τα άτομα αλλά εικάζει πως τον παρακολουθούσαν διότι συνήθιζε να καλεί στο σπίτι του τον σύντροφό του. Ο σύντροφός του πέθανε επί τόπου, ο Αιτητής δραπέτευσε και αργότερα ενημερώθηκε από τους γονείς του ότι ο σύντροφός του κάηκε δημόσια (ερ. 41 – 40 του διοικητικού φακέλου).

 

17.          Εν συνεχεία, υποβλήθηκαν διερευνητικής φύσεως ερωτήματα στον Αιτητή αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι συνειδητοποίησε πως είναι ομοφυλόφιλος σε ηλικία 12 ετών όταν άρχισε να έχει σχέση με έναν συμμαθητή του από μεγαλύτερη τάξη με τον οποίο είχε και την πρώτη του σεξουαλική επαφή. Όταν ο φίλος του αυτός αποφοίτησε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ένιωσε την ανάγκη να βρει άλλον σύντροφο από το σχολείο και έτσι ξεκίνησε να φέρνει σπίτι του αγόρια (ερ. 40 του διοικητικού φακέλου). Οι γονείς του αλλά και ο περίγυρός του δεν έμαθαν ποτέ για την σεξουαλική του ταυτότητα, διότι ουδέποτε τους το είπε καθώς δύσκολα εμπιστεύεται κανείς τέτοια ευαίσθητα ζητήματα στην Νιγηρία ακόμα και σε φίλους αφού εύκολα μπορούν να σε απορρίψουν και να σε προσδώσουν. Η στιγμή που οι γονείς του το ανακάλυψαν ήταν όταν έλαβε χώρα η επίμαχη επίθεση το 2020 που για να τον προστατεύσουν τον προέτρεψαν να φύγει από την χώρα. Ερωτηθείς σχετικά με το πως το πως αντιμετωπίζεται η ομοφυλοφιλία στην χώρα του, απάντησε πως είναι ντροπή και επιφέρει 14 χρόνια φυλάκιση, ενώ αν σε εντοπίσουν στον δρόμο οι άνθρωποι, το πιθανότερο είναι ότι θα σε σκοτώσουν. Επίσης, οι ομοφυλόφιλοι περιθωριοποιούνται, δεν τους μιλάει κανείς, τους ντροπιάζουν και τους άγουν στα δικαστήρια. Ερωτηθείς περαιτέρω για το πως αισθάνθηκε κατά την συνειδητοποίηση της (σεξουαλικής) ταυτότητάς του, απάντησε πως δεν ήταν καλή εμπειρία, αλλά επειδή υπήρχε μέσα του δεν μπορούσε να αντισταθεί και φρόντισε να το αποδεχτεί με την καρδιά του (ερ. 38- 39 του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά στις σχέσεις που είχε στο παρελθόν, ανέφερε πως η πρώτη ήταν με έναν συμμαθητή του, διήρκησε 3 χρόνια και συνήθιζαν να βλέπονται στα κρυφά εντός τους σχολείου. Η δεύτερη σχέση ήταν πάλι με συμμαθητή του από το ίδιο σχολείο, διήρκησε 2 χρόνια και έληξε επειδή οι υπόλοιποι συμμαθητές άρχισαν να τους υποψιάζονται. Όταν πλέον τελείωσε το σχολείο, ο Αιτητής ανέφερε πως συνήθιζε να πηγαίνει σε πάρτι όπου γνώριζε κόσμο και συνήθιζε να συναντιέται κρυφά σε ξενοδοχεία (ερ. 37 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την εκδήλωση της σεξουαλικότητάς του στην Δημοκρατία, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει εμπλακεί σε νέες σχέσεις διότι φοβάται, και για τον λόγο αυτόν δεν έχει εμπιστευτεί σε κανέναν την  σεξουαλική του ταυτότητα, παρά μόνο κάνει κάποιες συναντήσεις στα κρυφά για να «περνάει καλά» (ερ. 36 του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς, αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτείται προστασία, απάντησε αρνητικά. Τέλος, ισχυρίστηκε πως αν επιστρέψει, έχει πλέον στοχοποιηθεί και λόγω τού ότι δεν θα μπορεί να κρυφτεί, θα καταφέρουν να τον σκοτώσουν (ερ. 35 του διοικητικού φακέλου).             

 

18.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του, ο δε δεύτερος ως προς την κατ’ ισχυρισμό  δίωξή του λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος.

 

19.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως βρισκόταν σε συμφωνία με το προσκομισθέν από τον Αιτητή έγγραφο (έγγραφο διαβατηρίου) και τις εξωτερικές πηγές.

 

20.          Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, περί της δίωξής του λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, απορρίφθηκε. Ειδικότερα, εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH  (Difference, Shame, Stigma, Harm - Διαφορετικότητα, Ντροπή, Στίγμα, Βλάβη), οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ικανοποιητικά τη διαδικασία συνειδητοποίησης του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ούτε να επιδείξει το αίσθημα της διαφορετικότητας άμα τη συνειδητοποίηση του, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, αφού δεν στοιχειοθέτησε, κατά τρόπο βιωματικό τον συναισθηματικό του κόσμο και την έλξη του προς άτομα του ίδιου φύλου. Ομοίως, ανεπαρκείς και γενικόλογες κρίθηκαν και οι δηλώσεις του ως προς τις παρελθούσες σχέσεις που είχε με άτομα του ιδίου φύλου. Τέλος, οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με ευλογοφάνεια και επάρκεια τον ισχυρισμό του περί επίθεσης που δέχτηκε και της επακόλουθης απόδρασής του, ενώ σε διευκρινιστικές ερωτήσεις απάντησε χωρίς συνοχή και γενικόλογα.

 

21.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση κατόπιν ανεξάρτητης έρευνας του λειτουργού για την κατάσταση των ομοφυλοφίλων στη Νιγηρία, επιβεβαίωσαν πως ο ποινικός κώδικας της Νιγηρίας και ο Νόμος περί Γάμου του ιδίου φύλου (Απαγόρευση) του 2014, ποινικοποιούν τις ενώσεις και τις πράξεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και πως αυτές τιμωρούνται με μέγιστη ποινή φυλάκισης 14 ετών. Διαπιστώθηκε επίσης ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη Νιγηρία υφίστανται πλήθος διακρίσεων, παρενοχλήσεων και αποκλεισμών (ερυθρά 76-77 του διοικητικού φακέλου).

 

22.          Οι Καθ’ ων η αίτηση, με βάση τα ανωτέρω, έκριναν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν εν μέρει έρεισμα σε εξωτερικές πηγές, εντούτοις, λόγω της μη θεμελίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας, ο συναφής ισχυρισμός απορρίφθηκε στην ολότητά του.

 

23.          Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, δεν διαπιστώθηκε βάσιμος φόβος δίωξής ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή καταγωγής του, την πόλη Owerri της πολιτείας Imo, η οποία κρίθηκε ως τόπος προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

24.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητού δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

25.          Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο δυνάμει του οποίου το παρόν δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων ως προς την αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία.

 

26.          Υπό το φως των ενώπιον μου δεδομένων, καταρχάς, συντάσσομαι με την αποδοχή από τους Καθ’ ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

27.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί του ότι ο Αιτητής έφυγε από την Νιγηρία λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, θεωρώ ότι θα έπρεπε να σχηματιστούν συναφώς δύο επιμέρους ισχυρισμοί. Ο μεν δεύτερος αναφορικά με τον ισχυριζόμενο σεξουαλικό του προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλος, ο δε τρίτος αναφορικά με το περιστατικό της επίθεσης που δέχτηκαν αυτός και ο σύντροφός του από άγνωστους άντρες. 

 

28.          Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι είναι ομοφυλόφιλος και σχετικά με μοντέλο ανάλυσης που χρησιμοποιήσαν οι Καθ' ων η αίτηση (Difference, Stigma, Shame, Harm (DSSH) model), σημειώνεται ο σκεπτικισμός γύρω από τη χρήση του, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν στερεότυπα και να καταλήξει η αξιολόγηση αξιοπιστίας του Αιτητή σε ένα κατάλογο τυποποιημένων στοιχείων που ένας αιτών θα πρέπει ή όχι να πληροί, εις βάρος της εξατομικευμένης εξέτασης.[1] Χωρίς το εν λόγω μοντέλο να αποκλείεται ως καθοδηγητική μέθοδος για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή, εν προκειμένω, το παρόν Δικαστήριο αξιολογεί τον εν λόγω ισχυρισμό στη βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά στο εν λόγω μοντέλο για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Προς τούτο επισημαίνονται τα κάτωθι. Αρχικώς, παρατηρώ πως κατά την συνέντευξή του ο Αιτητής υπεβλήθη σε πλήθος ερωτήσεων ανοικτού τύπου, αλλά και σε μεγάλο αριθμό διευκρινιστικών και κλειστού τύπου ερωτήσεων, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να  αναπτύξει με επαρκή λεπτομέρεια, τόσο τις εμπειρίες και τα βιώματά του, όσο και τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και να αποσαφηνίσει τους ισχυρισμούς του περαιτέρω. Επίσης, ορθώς δεν τέθηκαν ερωτήσεις παρεμβατικές στην ιδιωτική ζωή του Αιτητή (βλ. σχετικά την απόφαση του ΔΕΕ της 2ας Δεκεμβρίου 2014, C-148/13 έως C-150/13, A, B, C, A B and C, ECLI:EU:C:2014:2406). Επιπλέον, από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή επισημαίνεται πως δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με συνεκτικότητα, σαφήνεια και λεπτομέρεια[2] τον ισχυρισμό του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ώστε να προκύπτει ο βιωματικός χαρακτήρας αυτού. Ειδικότερα,  ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η σεξουαλική του ταυτότητα και να περιγράψει την εσωτερική διεργασία που ακολουθήθηκε από τον ίδιο προκειμένου να οδηγηθεί σε αυτή την διαπίστωση για την σεξουαλική του ταυτότητα. Περαιτέρω, σημειώνεται και η αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει με βιωματικό τρόπο τις σχέσεις που είχε με άνδρες, πως αυτές εξελίσσονταν, τι δυσκολίες είχαν, πως διατηρούνταν στον χρόνο κ.ο.κ. αλλά και η αδυναμία του να προσδιορίσει τα συναισθήματα του. Οι δε δηλώσεις του περί του ότι μετά το σχολείο διατηρούσε επαφές με άλλους άντρες σε πάρτι, με τους οποίους κατέληγε σε ξενοδοχεία,  σε συνδυασμό με την αοριστία και την λακωνικότητα των απαντήσεών του, συνεκτιμάται ως έτερος δείκτης αναξιοπιστίας καθώς είναι εμφανής η αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει τις εμπειρίες του, όπως σε τι είδους μπαρ πήγαινε, πως ήταν ανεκτές τέτοιου είδους συναντήσεις, πόσο εκτεθειμένος ήταν απέναντι στους θαμώνες, πόσο συχνά βρισκόταν με άντρες, και πως εξασφάλιζε ότι δεν θα γίνονταν αντιληπτοί στα ξενοδοχεία όπου πήγαιναν. Αν η πολιτεία απαγόρευσε την ομοφυλοφιλία, πως διατηρούνταν αυτά τα μπαρ, πως ήταν σε θέση να πηγαίνει τακτικά, πως αναγνώριζε τους άλλους ομοφυλόφιλους άντρες κ.ο.κ.  Ο Αιτητής παρουσιάστηκε εξίσου γενικόλογος όταν ρωτήθηκε για την άποψη της κοινωνίας απέναντι στους ομοφυλόφιλους, αναφέροντας πως για την κοινωνία είναι ντροπή και λόγος να σε περιθωριοποιήσουν ή να σε σκοτώσουν δημόσια. Σχετικώς, δεν έκανε αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, δεν ανέφερε ενδεικτικές συμπεριφορές ή εκδηλώσεις μίσους που είτε βίωνε ο ίδιος είτε άλλοι από την κοινότητα. Ιδίως από τα σχολικά του βιώματα ελλείπουν οι περιγραφές εκείνες σε σχέση με το πως βίωνε την πίεση στο σχολικό περιβάλλον αυτός ή άλλα ομοφυλόφιλα άτομα και πως έφτασε ένα χωρίσει από τον τότε σύντροφό του λόγω του ότι, όπως ισχυρίστηκε, τους υποψιάζονταν.  Τέλος, ανεπαρκείς και γενικόλογες είναι και οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς την αντίδραση των γονιών του όταν έμαθαν ότι είναι ομοφυλόφιλος. 

 

29.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε ανωτέρω, σύμφωνα με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι σχέσεις του ιδίου φύλου ποινικοποιήθηκαν και οι ομάδες υπεράσπισης των ΛΟΑΤ+ απαγορεύτηκαν το 2014, όταν ο πρώην πρόεδρος Jonathan υπέγραψε το νόμο για την απαγόρευση των γάμων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Στη Νιγηρία τα άτομα της ΛΟΑΤ+ κοινότητας αντιμετωπίζουν εκτεταμένες κρατικές και κοινωνικές διακρίσεις. Νιγηριανοί που καταδικάζονται για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου μπορούν να φυλακιστούν έως και για 14 χρόνια, ενώ 12 βόρειες πολιτείες διατηρούν τη θανατική ποινή για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Τα ΛΟΑΤ+ άτομα υφίστανται επίσης επιθέσεις από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια συλλήψεων, απόπειρες εκβιασμού και διακρίσεις κατά την πρόσβαση σε δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες. Μια έρευνα του 2019 έδειξε ευρεία αντίθεση στα δικαιώματα της κοινότητας των ΛΟΑΤ+ με το 74% των ερωτηθέντων να υποστηρίζει τις ποινές φυλάκισης για όσους επιδίδονται σε δραστηριότητες μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου.[3] Τα ευρήματα της ανωτέρω έρευνας, επιβεβαιώνονται και από έκθεση του USDOS, σύμφωνα με την οποία άτομα των ΛΟΑΤ+ στη Νιγηρία αντιμετωπίζουν απειλές και βία εναντίον τους με βάση τον πραγματικό ή αποδιδόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, οι αυθαίρετες συλλήψεις και οι παράνομες κρατήσεις, αναφέρονται ως οι πιο συχνές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν από αστυνομικούς και άλλους κρατικούς φορείς.[4] Τα ανωτέρω ευρήματα από πηγές πληροφόρησης θα μπορούσαν να αποτελέσουν θετικό δείκτη της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του, ενόψει, όμως, ότι ο Αιτητής δεν θεμελίωσε επαρκώς την εσωτερική αξιοπιστία, ο ως άνω σχηματισθέντας δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή δεν γίνεται αποδεκτός.

 

30.          Σχετικά με τον τρίτο σχηματισθέντα ισχυρισμό του Αιτητή, παρόλο που με βάση τα ανωτέρω, η αξιοπιστία του κλονίζεται εκ προοιμίου λόγω του ότι ο ισχυρισμός του ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό έχει ήδη απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο, προχωρώ με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού. Διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με αξιοπιστία την κατ’ ισχυρισμό επίθεση που δέχτηκε. Από την αφήγησή του ελλείπουν βασικές πληροφορίες, όπως η ταυτότητα των δραστών και το πως κατάφερε να ξεφύγει. Ομοίως αναπάντητα είναι και περαιτέρω ερωτήματα όπως γιατί εισέβαλαν στο σπίτι του, πως εισέβαλαν, γιατί είχαν λόγο να τον παρακολουθούν, από ποιο περιβάλλον προέρχονταν οι δράστες, πόσοι ήταν, ποιο ήταν το λεκτικό της επικοινωνίας που είχε μαζί τους. Το αφήγημα του Αιτητή περιορίζεται σε γενικές και λακωνικές εξηγήσεις που δεν καθιστούν σαφές τοπ γιατί στοχοποιήθηκε προσωπικά. Από τα λεγόμενα του δεν φαίνεται να είχε στο παρελθόν άλλου είδους παρενόχληση, απειλή ή επίθεση, αφού όπως δήλωσε ουδείς γνώριζε γι’ αυτόν και διατηρούσε κρυφή την προσωπική του ζωή. Επίσης, δεν περιγράφεται με λεπτομέρεια πως ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει αλλά και πως αφότου διέφυγε αντιλήφθηκε τον θάνατο του συντρόφου του. Ο ισχυρισμός του ότι άκουσε έναν χαρακτηριστικό ήχο, δεν αρκεί για να αποδείξει το γεγονός, ούτε εξάλλου εν συνεχεία παραθέτει συγκεκριμένες και πειστικές πληροφορίες για να θεμελιώσει το γεγονός της καύσης του τελευταίου σε δημόσια θέα. Η είδηση ισχυρίζεται πως έφτασε σε αυτόν μέσω των γονιών του, ωστόσο καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το πως ήταν σε θέση οι γονείς του να γνωρίζουν τον σύντροφό του εφόσον δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ. Τέλος, οι περιστάσεις της καύσης δεν διευκρινίζονται (πότε, πως, που, από ποιους, με τι μέσα κλπ.), ωσάν αν εννοείται ότι είναι κάτι που συνηθίζεται στην Νιγηρία, δηλαδή να καίγονται άνθρωποι ζωντανοί.

 

31.          Προχωρώντας στην ανάλυση του κινδύνου που ο Αιτητής διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του σημειώνεται καταρχάς ότι δυνάμει της Κ.Δ.Π. 191/2024 (Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 31.5.2024) αυτός κατάγεται από χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας. Επιπλέον, από το προφίλ του δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος. Σημειώνεται κατά τα άλλο ότι πρόκειται για άτομο που δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία ευαλωτότητας, καθότι είναι ενήλικας, με επαρκή εκπαίδευση και εργαζόταν ως ελεύθερος επαγγελματίας στην πολιτεία Imo πριν εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

32.          Ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province).[5]

 

33.          Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED τη χρονική περίοδο 24.5.2023 – 24.5.2024 καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo 108 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 160 ανθρώπινες ζωές. Τα 108 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 38 μάχες (battles), 1 περιστατικό έκρηξης/ εξ’ αποστάσεως χρήση βίας, 5 ταραχές (riots), 18 διαμαρτυρίες (protests) και 49 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians).[6] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Imo εκτιμάται ότι το 2022 ανερχόταν στους 5,459,300 κατοίκους[7].

 

34.          Ως εκ των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων σε σχέση τόσο με την πολιτεία Delta, τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, όσο και με την πολιτεία Imo, τόπο καταγωγής του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.[8]

 

35.          Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

36.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

37.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

38.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

39.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

40.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

41.          Αλλά και όλως επικουρικώς, των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός, σε κάθε περίπτωση,  συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, μορφωμένο, χωρίς προβλήματα υγείας, πλήρως ικανό προς εργασία και διαθέτει και υποστηρικτικό δίκτυο.  

 

42.          Επισημαίνεται περαιτέρω ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

43.          Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

 

44.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε αξιόπιστους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται στην περίπτωσή του η χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

 

45.          Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης και της έκτασης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου η εξέταση των λοιπών λόγων προσφυγής καθίσταται αλυσιτελής.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis, Second edition, σ. 263-266

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf

 

[2] Ό.π., σ. 120-134

[3] Freedom House, Freedom in the World 2023 – Nigeria
https://www.ecoi.net/en/document/2090190.html 

 

[4] USDOS - US Department of State, 2022 Country Report on Human Rights Practices - Nigeria, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089140.html

 

 

 

[5] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord 

[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 24.5.2023 – 24.5.2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria – Ιmo)

[7] https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/

[8] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, 'Country Guidance: Nigeria' (2021), σ. 8, 122 και 124

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο