ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  7323/2022

14 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν.Τ. , 

από Νεπάλ

                                           Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                         Καθ' ων η Αίτηση

                                       

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

[Sandhya Gauchan- Διερμηνέας, για διερμηνεία από Nepali στην αγγλική και αντίστροφα,

Ρ. Ευαγγέλου (κος) - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα] 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16.10.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί , επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου υπ' αρ. F22-13145 που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως ο «δ.φ.»):

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 20.11.2020 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Λάρνακος στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, υποβάλλοντας στις 02.08.2022 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 26.09.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε στις 05.10.2022 Έκθεση-Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε στις 16.10.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 18.11.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04.11.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση αυτή.

 

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή της αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[1], την ένστασή της εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενη ότι δεν έχει κανέναν πίσω στη χώρα καταγωγής της και ότι έχει χωρίσει με τον σύζυγό της. Προσθέτει ότι έλαβε δάνειο από κάποιο άτομο στη χώρα καταγωγής της και σε περίπτωση που δεν το αποπληρώσει θα κινδυνεύσει η ζωή της. Τα ίδια εν πολλοίς καταγράφει και στο πλαίσιο της γραπτής της  αγόρευσης, αναφέροντας ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Δημοκρατία για πολύ καιρό καθώς δεν έχει κανέναν στη χώρα καταγωγής της που να μπορεί να την φροντίσει, αντιθέτως υπάρχουν πολλοί που θέλουν να την σκοτώσουν και δε θα είναι ασφαλής εκεί σε περίπτωση επιστροφής της. Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι ακόμα οφείλει χρήματα από το δάνειο που είχε λάβει και ότι οι δανειστές της, την έχουν απειλήσει να την σκοτώσουν αν επιστρέψει χωρίς να έχει αποπληρώσει.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

Αξιολόγηση ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από την Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι η Αιτήτρια που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής της όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντά της. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2].

 

Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου[3].

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Διαπιστώνεται ότι με την υποβληθείσα αίτησή της και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αφίχθηκε στην Δημοκρατία με άδεια εργασίας, ωστόσο αντιμετώπισε προβλήματα με τον εργοδότη της ο οποίος αρνείτο να την αποδεσμεύσει (ώστε να δύναται να εξεύρει άλλον εργοδότη). Δήλωσε ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθώς έχει λάβει δάνειο από άτομο το οποίο απείλησε να σκοτώσει την ίδια και την οικογένειά της σε περίπτωση που δεν το αποπληρώσει. Ζήτησε όπως της παραχωρηθεί άδεια να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία ώστε να εξασφαλίσει τα χρήματα να αποπληρώσει την οφειλή της (βλ. ερυθρό 1 και μετάφραση ερυθρό 12 του δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ήλθε στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου για σκοπούς εργασίας, με μοναδικό σκοπό να εργαστεί (ερυθρό 14 -2x του δ.φ.). Ερωτηθείσα για ποιο λόγο υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε πως έπραξε τούτο ώστε να νομιμοποιήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία και να είναι σε θέση να εργασθεί, καθώς φοβόταν ότι θα καταστεί παράνομη μετά την αποδέσμευσή της από τον εργοδότη της (ερυθρό 14 -5x του δ.φ.).

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της  οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση και τις δηλώσεις της Αιτήτριας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Κρίνω δε ότι ορθώς οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής τους κατέληξαν ότι πρόκειται περί οικονομικού μετανάστη.

 

Σε ό,τι αφορά την ύπαρξη δανείου, επισημαίνεται ότι στα πλαίσια του εναρκτήριου δικογράφου που η ίδια καταχώρισε στην υπό εξέταση προσφυγή αλλά και στη μετέπειτα καταχωρισθείσα αγόρευσή της, έκανε αναφορά στην αδυναμία αποπληρωμής του και στην ανάγκη παραμονής της στην Κύπρο για εργασία προς διευθέτηση αυτού, επικαλούμενη ότι η ζωή της κινδυνεύει αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της χωρίς να το έχει αποπληρώσει. Ωστόσο, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είχε ανακαλέσει τον ισχυρισμό αυτό κατά το στάδιο της συνέντευξής της. Συγκεκριμένα, ερωτηθείσα ως προς τις απειλές που, ως η ίδια κατέγραψε στην αίτηση ασύλου, δέχεται από το άτομο που έλαβε το δάνειο, η Αιτήτρια απάντησε πως:

 

«No, everything is ok. I don’t have any problem. I just want to stay here and work legally».

 

Το Δικαστήριο επισημαίνοντας στην Αιτήτρια την αντίφαση αυτή κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, δίδοντας της την ευκαιρία να αποσαφηνίσει, η ίδια ισχυρίστηκε γενικόλογα και αόριστα πως ακόμα χρωστά γι’ αυτό επαναφέρει το ζήτημα, χωρίς ωστόσο να δώσει οποιανδήποτε ευλογοφανή εξήγηση για την αντιφατικότητα των δηλώσεων της.

 

Πέραν τούτου, παρατηρώ ότι οι αναφορές της αυτές είναι εξαιρετικά αόριστες και υπολείπονται της απαραίτητης εξειδίκευσης ενώ, εντοπίζονται αντιφάσεις στις δηλώσεις της Αιτήτριας, τόσο ως προς τον αριθμό των ατόμων που της έχουν δώσει το δάνειο (αναφέρεται με εναλλαγές σε «άτομο» και «άτομα»), όσο και ως προς τον κίνδυνο της βλάβης που ενδέχεται να επέλθει στην ίδια. Εν πάση περιπτώσει ο φόβος αυτός, αντικειμενικώς ορώμενος, δεν εγείρει κίνδυνο η Αιτήτρια να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί απειλών από τους δανειστές της, , στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές που καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.  Σε κάθε περίπτωση, η παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας δε δύναται να υποκαταστήσει την κρατική προστασία και εν προκειμένω, η Αιτήτρια θα μπορούσε να αναζητήσει και να λάβει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της.

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής ο  οποίος  διεκδικεί την αναγνώρισή του με το ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του.  Βεβαίως ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του  τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του  να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να δικαιολογούν την υπαγωγή του στο προστατευτικό πλαίσιο της διεθνούς προστασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποίαν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, προκύπτει από τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου ότι η Αιτήτρια, η οποία ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62 διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στην συνέντευξή της, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[4].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 20.11.2020, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 02.08.2022, ήτοι δύο σχεδόν έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την ίδια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[5]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσια αιτήτρια ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[2]  Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530

[3] Απόφαση στην υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.20212.

 

[4] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερ. 16.07.2008Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερ. 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011.

[5] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο