ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 814/23

 

05 Ιουνίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A. F. K., εκ Καμερούν

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Λ. Βελίκοβα (κα), για Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 13/03/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 26/03/21, στις 24/02/23 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του και στις 28/02/23 λειτουργός ετοίμασε έκθεση με εισήγηση την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 06/03/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής μέσω της δικηγόρου του επανέλαβε την ουσία του αιτήματος διεθνούς προστασίας και υποστήριξε ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα για τις περιστάσεις δίωξης του και ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε κατά παράβαση της νομοθεσίας, με πλάνη και κατάχρηση εξουσίας. Συμπληρωματικά ανέφερε ότι η χώρα του δεν συμπεριλαμβάνεται στο κατάλογο ασφαλών χωρών και ότι εάν απελαθεί κινδυνεύει με εξευτελιστική μεταχείριση βάσει εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.  

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απάντησαν ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι γενικοί, αόριστοι και δεν αιτιολογούνται πλήρως με την Γραπτή του Αγόρευση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανονισμών. Υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή όπως αυτοί προβάλλονται μέσω της συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου του (στο εξής «ΔΦ») σε συνδυασμό με τους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ο Αιτητής με την αίτηση ασύλου του δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, γιατί διώχθηκε λόγω της πολιτικής κρίσης που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του, το Καμερούν (ελεύθερη μετάφραση ερυθρό 1 ΔΦ).

 

Κατά τη συνέντευξή του δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Douala, έζησε κάποια χρόνια στην Limbe. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2018 και η μητέρα του και ο  νεαρότερος αδερφός του διαβιούν στην Douala. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο δήλωσε ότι αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 2013 και από το 2016 μέχρι 2019 εργαζόταν σε καθαριστήριο ρούχων στην Douala (ερυθρά 31-29 ΔΦ). Σε ότι αφορά τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής δήλωσε περιουσιακή διαφορά μεταξύ των θείων του και της οικογενείας του, περιουσία που ενέγραψε ο παππούς του Αιτητή. Ειδικότερα λόγω αυτής της διαμάχης ο Αιτητής και η μητέρα του δέχθηκαν απειλές και/ή απόπειρες εναντίον του και λόγω του ότι οι συγγενείς του εργάζονταν στον κυβερνητικό στρατό, τον κατήγγειλαν ότι είναι μέλος των Ambazonians[1]. Από εκείνη τη στιγμή, η μητέρα του τον συμβούλευσε να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Αιηττής πήγε στο αεροδρόμιο όπου κάποιος άνδρας με τα έγγραφά του και μια βαλίτσα με ρούχα τον ενημέρωσε ότι πρέπει να ταξιδέψει εκτός χώρας (ερυθρό 28 ΔΦ).

 

Κατά την διάρκεια διευκρινιστικών ερωτημάτων του λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι αντιλήφθηκε τις διαφορές που υπήρχαν στην οικογένειά του όταν ήταν στην ηλικία των 15 ετών, ωστόσο όπως διευκρίνισε, το πρόβλημα του ίδιου ξεκίνησε όταν ο παππούς του αποφάσισε να τον καταστήσει κληρονόμο του. Αναφορικά με το σύνολο της περιουσίας, δήλωσε ότι αποτελείται από φάρμες και έκταση γης την οποία όμως ουδέποτε επισκέφθηκε. Ερωτηθείς, ως προς τον λόγο που ο παππούς του δεν άφησε την περιουσία στα άλλα του παιδιά (θείους του) μετά τον θάνατο του πατέρα του, απάντησε ότι ο λόγος είναι γιατί ο πατέρας του ήταν ο πρωτότοκος και παραδοσιακά το μεγαλύτερο παιδί. Αναφορικά με τις απειλές τις οποίες ισχυρίστηκε ο Αιτητής ότι δέχτηκε, δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του παππού του, το 2019, ένας από τους θείους του τον απείλησε λέγοντάς του ότι παρά το ότι η κληρονομιά πέρασε σε αυτόν, δεν θα του επιτρέψουν ποτέ να την πάρει όσο αυτοί είναι ζωντανοί, αλλιώς θα τον σκοτώσουν. Tότε η μητέρα του τον συμβούλευσε να επιστρέψει στην Limbe (ερυθρά 27/2Χ και 28/1Χ ΔΦ). Ακολούθως, ρωτήθηκε αναφορικά με την εργασία των συγγενών του στον στρατό και ανέφερε ότι δεν γνωρίζει πολλές πληροφορίες. Το μόνο που γνωρίζει είναι ότι τρεις συγγενείς του εργάζονται στο στρατό, ο ένας είναι τοποθετημένος στην Yaoundé, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε άλλο. Ως προς το πότε καταγγέλθηκε ότι είναι μέλος των Ambazonian, δήλωσε ότι δεν θυμάται και ότι αυτή την πληροφορία την πήρε από την μητέρα του. Ερωτηθείς για το αν ζήτησε προστασία από τις αρχές της χώρας του, απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι στη χώρα του υπάρχει διαφθορά και πως δεν θα του έδιναν σημασία (ερυθρό 26/2Χ ΔΦ).  Τέλος, ρωτήθηκε αν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή, πέρα από την Douala και  Limbe, με αυτόν να απαντά ότι από την στιγμή που εμπλέκεται ο στρατός, αν αναφερθεί η λέξη Ambazonian τότε βρίσκεται σε κίνδυνο (ερυθρό 25/2Χ ΔΦ).

 

Ο λειτουργός αποδέχθηκε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, απέρριψε, όμως, τον ισχυρισμό του ότι κατηγορήθηκε από τον στρατό του Καμερούν, ότι είναι μέλος των Ambazonians και ότι τον ψάχνουν. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του ήταν γενικά ασαφείς μη συνεπής, αντιφατικές και μη λεπτομερείς, ήτοι:

 

- παρά το ότι κλήθηκε να επεξηγήσει την διαφωνία που υπήρχε μεταξύ του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του (τους θείους του), οι πληροφορίες που εισέφερε δεν ήταν επαρκείς και παρέμειναν ασαφείς,

- ελλιπής ήταν οι πληροφορίες σε σχέση με την διαφιλονικούμενη περιουσία, καθότι  περιορίστηκε να αναφέρει ότι συνίσταται σε φάρμες και έκταση γης χωρίς να όμως γνωρίζει που βρίσκονται,

- γενικές τοποθετήσεις και χωρίς λεπτομέρειες ήτο η περιγραφή των απειλών που ισχυρίζεται ότι δέχτηκε,

- ανεπαρκείς ήταν και οι δηλώσεις του αναφορικά με την πληροφόρηση που είχε από την μητέρα του ότι ο στρατός τον κυνηγά λόγω της καταγγελίας από τους συγγενείς του ότι είναι μέλος των Ambazonian,

- δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκή περιγραφή των περιστατικών σε σχέση με την καταγγελία και παρείχε πληροφορίες που προέρχονταν από ένα τρίτο πρόσωπο, τη μητέρα του,

- ούτε ήταν σε θέση να παράσχει χρονοδιάγραμμα για τα όσα περιέγραψε,

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο Αιτητής για εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του. Δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι υφίσταται δίωξη από τους συγγενείς του λόγω κληρονομικών διαφορών που δημιουργήθηκαν μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2018, αλλά και του παππού του το 2019. Ούτε προσέφερε συνεκτική και λεπτομερή περιγραφή των περιστατικών που περιλαμβάνουν την κατ΄ ισχυρισμό δίωξη του. Παρατηρείται, εξάλλου, ότι κατά την καταγραφή της αίτησης ασύλου του, οι λόγοι που κατέγραψε διαφέρουν εντελώς με τα όσα στην συνέχεια δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του – ουσιαστικό στοιχείο αξιολόγησης εσωτερικής αναξιοπιστίας του αιτούντος άσυλο . Επιπλέον, υπέπεσε σε αντιφάσεις, οι περιγραφές του παρέμεναν καθ’ όλη την συνέντευξη ανεπαρκείς, όπως επίσης σημειώνεται το περιορισμένο εύρος λεπτομερειών σχετικά με τις απειλές που δέχτηκε, την πληροφόρηση που είχε από την μητέρα του ότι τον κυνηγά ο στρατός λόγω της ψευδούς καταγγελίας από μέρος των συγγενών του ότι είναι μέλος των Ambazonian. Η δε μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων στο αφήγημα του αποδυναμώνει σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του και σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του, δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών. Επί αυτού του σημείου,  επισημαίνεται ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[2], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[3]. Σημειώνεται ότι, έγινε προσπάθεια μέσω αίτησης για προσκόμιση μαρτυρίας από τον Αιτητή η οποία όμως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του για τους λόγους που αναφέρονται στην εν λόγω απόφαση. Επομένως, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και/ή ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα παραχώρησης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας προκύπτει από τη έκθεση/εισήγηση ότι ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) (ερυθρά 67-66 Δ.Φ.). Ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει με τους ισχυρισμούς του (ως και η ανωτέρω ανάλυση) ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ο λειτουργός αξιολόγησε, επίσης, την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης) μέσω διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και κατέληξε ότι δεν προκύπτει δεδομένης της έντασης της σύγκρουσης στην περιοχή του Αιτητή σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω μόνο της παρουσίας του σε περίπτωση επιστροφής του. Εξετάζοντας λοιπόν αυτούς τους δείκτες, συνάγεται το συμπέρασμα ότι στον τόπο διαμονής του Αιτητή δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ένας άμαχος κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ δηλαδή ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Για λόγους πληρότητας της έρευνας πρόσφατα στοιχεία για την κατάσταση ασφαλείας από τη βάση δεδομένων του ACLED (Armed Conflict Location and Event Data) για το διάστημα 27/05/23 – 24/05/24 εντοπίζονται στην περιοχή του Αιτητή μόνο 21 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε  7 απώλειες. Εξ αυτών των 21 περιστατικών 2 καταχωρήθηκαν ως μάχες (“battles”) και οδήγησαν σε 2 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 3 ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους, καμία καταγραφή ως «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”), 12 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 5 (καταγεγραμμένους) θανάτους και 4 περιστατικά ως «διαμαρτυρίες» (“protests”) χωρίς καταγεγραμμένους θανάτους. Επιβεβαιώνεται, συνεπώς, η τότε εισήγηση του λειτουργού - ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ένας άμαχος λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ούτε τo προφίλ του Αιτητή παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας καθώς πρόκειται για ενήλικο άρρενα, με ικανότητα να εργαστεί και να έχει πρόσβαση σε μέσα αυτοσυντήρησης, χωρίς αναπηρία και χωρίς ιστορικό κάποιας χρόνιας ασθένειας, ο οποίος διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο καταγωγής του. Ούτε τεκμηρίωσε η συνήγορος του Αιτητή επαρκώς ότι με την επιστροφή του θα υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, από δε συμπληρωματική έρευνα που έχει προβεί το Δικαστήριο, προκύπτει από το πληροφοριακό σημείωμα Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020 ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα δεν υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει γενικά Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι. Γενικά, οι Αγγλόφωνοι δεν υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη – λόγω μόνο της ιδιότητας τους αυτής.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                               

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν – Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/21.

 

[2] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[3] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[4] Ibid 2


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο