ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθ. Αρ.: 8156/21

 

12 Ιουνίου, 2024

 

[Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

G.N.M.

 

Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

----------------------------------

 

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά.

Παυλίνα Δημητρίου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  για τους Καθ' ων η Αίτηση.

(Παρούσα η μεταφράστρια κα Έλενα Ηρακλέους, για πιστή μετάφραση από τα ελληνικά στα γαλλικά και αντίστροφα.)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια προσφεύγει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 04/11/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας η αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής: «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 24/08/2021.  Στις 07/09/2021 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος  διεθνούς προστασίας και στις 05/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός της.

 

Στις 03/11/2021 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών  λειτουργό να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 04/11/2021 υιοθέτησε την έκθεση / εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.  Η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε επιστολή, στην οποία  συμπεριέλαβε την απόφαση της σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας, την οποία παρέλαβε η αιτήτρια προσωπικά στις 26/11/2021.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

 

Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά στο Δικαστήριο και προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία προβάλλοντας ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν εξέτασε δεόντως το αίτημά της καθώς κινδυνεύει η ζωή της από ένα στρατιωτικό λόγω προσωπικών διαφορών.  Η αιτήτρια υπέβαλε Γραπτή Αγόρευση στο Δικαστήριο με την οποία παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους διαφωνεί με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση, η αιτήτρια αναφέρει ότι μετά το θάνατο της φίλης της άλλαξε η ζωή της. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η θανούσα φίλη της της εκμυστηρεύτηκε την κακοποίηση την οποία υπέστη από τον πατριό της, ο οποίος ήταν συνταγματάρχης.  Όπως η αιτήτρια ισχυρίστηκε, γνώρισε τη φίλη της το 2000 και διατήρησαν φιλικές σχέσεις μέχρι και το 2007, οπότε και αποφοίτησαν από το Λύκειο. Η αιτήτρια δήλωσε ότι αποτέλεσμα της σεξουαλικής κακοποίησης της φίλης της από τον πατριό της  ήταν η εγκυμοσύνη της.  Τότε ο πατριός της, την ανάγκασε να υποβληθεί σε έκτρωση εφόσον η μητέρα της δεν γνώριζε τι συνέβηκε. Πριν ωστόσο αποβιώσει, η φίλη της γνωστοποίησε στον πατριό της ότι είχε αποκαλύψει στην αιτήτρια τι είχε συμβεί ανάμεσα στην ίδια και εκείνον, με αποτέλεσμα από το Φεβρουάριο του 2021 μέχρι το Μάρτιο του 2021 να πάρει η ζωή της αιτήτριας άλλη τροπή.

 

Ο συνταγματάρχης άρχισε να αναζητά την αιτήτρια, στέλνοντας άνδρες στην οικία της. Σε σχέση με το εν λόγω πρόσωπο, η αιτήτρια ισχυρίστηικε πως είναι μέλος των ενόπλων δυνάμεων της ΛΔΚ. Επειδή η αιτήτρια βρισκόταν σε κίνδυνο και δεν ένιωθε ασφαλής, με τη βοήθεια του αρραβωνιαστικού της ο οποίος αποταμίευσε χρήματα για το γάμο τους, καθώς και με τη σύμφωνη γνώμη των γονέων της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως έχασε τα πάντα, απλά επειδή η καλύτερή της φίλη της εκμυστηρεύτηκε το μυστικό της. Μετά από όλα αυτά η αιτήτρια βρέθηκε στην Κύπρο, μακριά από την οικογένεια και τον αρραβωνιαστικό της και ζητά όπως της χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας λόγω του ότι είναι νέα και έχει όλη τη ζωή μπροστά της, καθώς στη χώρα καταγωγής της δεν υπάρχει δικαιοσύνη, ασφάλεια και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση μέσω της γραπτής της αγόρευσης, ισχυρίζεται πως  η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και του Νόμου, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στο αρμόδιο όργανο  και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Κατά την εισήγησή της, η απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων στην ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν έχει να προσθέσει οτιδήποτε σε σχέση με την υπόθεσή της και η κυρία Δημητρίου υιοθέτησε τα όσα περιλαμβάνονται στην Γραπτή της Αγόρευση.

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου διά των γραπτών αγορεύσεων της αιτήτριας και των καθ' ων η αίτηση, καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο.

 

Εν προκειμένω, λαμβάνω υπόψη μου ότι η αιτήτρια δεν εκπροσωπείται από συνήγορο αλλά εμφανίζεται προσωπικά και δεν αναμένεται από αυτήν να προωθήσει νομικούς ισχυρισμούς εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα ως προνοούν οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί σε υποθέσεις όπου τα μέρη εκπροσωπούνται από δικηγόρο.  Κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω μέσα από τη διαδικασία αυτή και κατ’ ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας, εξετάζοντας ουσιαστικά τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών και ανασφάλειας (ερυθρό 1 και τη μετάφραση αυτού, ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου).  Κατά την προφορική της συνέντευξη και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε στην πόλη Kinshasa. Όπως ανέφερε, οι γονείς της διαμένουν στην Kinshasa μαζί με τα 3 νεότερα αδέρφια της. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η αιτήτρια δήλωσε αρραβωνιασμένη και άτεκνη. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο και την εργασιακή της εμπειρία, η αιτήτρια ανέφερε πως είναι απόφοιτη Λυκείου και ότι εργαζόταν ως επιθεωρητής σχολικών μονάδων από το 2020 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 27, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της η αιτήτρια πρόβαλε ότι η φίλη της εγκυμονούσε και το παιδί που κυοφόρησε ήταν του πατριού της, ο οποίος την ανάγκασε να υποβληθεί σε έκτρωση κατά τη διάρκεια της οποίας απεβίωσε. Όσο ήταν έγκυος, η φίλη της αποκάλυψε στην αιτήτρια ότι πατέρας του τέκνου που κυοφορούσε ήταν ο πατριός της. Όπως δήλωσε, ο πατριός της γνώριζε ότι είχε αποκαλύψει στην αιτήτρια τι είχε συμβεί και άρχισε να απειλεί και να παρακολουθεί την αιτήτρια προκειμένου να σιγουρεύει ότι δεν θα διέρρεε κάποια πληροφορία για το γεγονός αυτό. 

 

Ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξή της πως ο πατριός της θανούσας φίλης της επιθυμούσε να τη σκοτώσει για να μην αποκαλύψει την αλήθεια. Ως εκ τούτου, οι γονείς της αιτήτριας αποφάσισαν ότι  θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Επιπρόσθετα, ανέφερε πως εγγράφηκε σε πανεπιστήμιο των κατεχομένων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας και όταν κατέφτασε εκεί, οι ομοεθνείς της την πληροφόρησαν ότι προκειμένου να είναι ασφαλής, θα πρέπει να μεταβεί στα ελεύθερα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας (ερυθρό 26 4Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση του αφηγήματος της αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός διαχώρισε τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σε θεματικές υποβάλλοντας στην αιτήτρια περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις δίνοντάς της τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της.  Συγκεκριμένα, αρχικά υπέβαλε στην αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με την ταυτότητα του πατριού της επιστήθιας φίλης της και εκείνη προέβαλε ότι γνωρίζει μόνο το όνομα του εν λόγω άνδρα  και ότι είναι στρατιωτικός (ερυθρό 26 5Χ, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, υποβλήθηκαν στην αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τον ανωτέρω άνδρα και εκείνη προέβαλε ότι έστειλε τους άνδρες του να την απαγάγουν. Προσέθεσε, δε ότι απειλούσε και τους γονείς της και όταν οι εν λόγω απειλές εντατικοποιήθηκαν, οι γονείς της αποφάσισαν να μετακομίσουν στο χωριό της γιαγιάς της, όπου οι άνδρες του και πάλι κατάφεραν να την εντοπίσουν (ερυθρό 25 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείσα ωστόσο να περιγράψει τι συνέβη όταν την εντόπισαν οι άνδρες του, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν κατάφεραν να την εντοπίσουν διότι κρυβόταν σε ένα μέρος της οικίας που διέμενε. Ζητηθείσα να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο δεν κατάφεραν να την εντοπίσουν, η αιτήτρια απάντησε ότι δεν έψαχναν όλο το σπίτι και δήλωσε πως όταν επισκέπτονταν το σπίτι, η αιτήτρια έφευγε από το παράθυρο. Σε σχέση με τη συχνότητα των ανωτέρω αναζητήσεων, η αιτήτρια δήλωσε ότι οι άνδρες του, την αναζητούσαν τρεις φορές την εβδομάδα από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάρτιο του 2021 (ερυθρό 25 5Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν της ζητήθηκε να προσδιορίσει εάν της συνέβη οτιδήποτε σε σχέση με τα περιγραφόμενα περιστατικά, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά (ερυθρό 25 3Χ, του διοικητικού φακέλου).  Κληθείσα να προσδιορίσει εάν απειλήθηκε με κάποιο άλλο τρόπο, η αιτήτρια δήλωσε ότι όποτε περπατούσε στο δρόμο άγνωστα άτομα την απειλούσαν ότι αν μιλήσει θα τη σκοτώσουν (ερυθρό 25 4Χ, του διοικητικού φακέλου). Ως προς το εάν απειλήθηκε ευθέως από τον πατριό της φίλης της, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά προβάλλοντας ωστόσο ότι τα άτομα που την απειλούσαν, την ενημέρωναν ότι της μεταφέρουν το μήνυμα του. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο την απειλούσε δεδομένου ότι η ίδια δεν αποκάλυψε σε κανένα όσα γνώριζε, η αιτήτρια επικαλέστηκε το γεγονός ότι η φίλη της, της είχε εκμυστηρευτεί την αλήθεια (ερυθρό 25, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην έκθεση - εισήγησή της λαμβάνοντας υπόψη το αφήγημα της αιτήτριας, σχημάτισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αιτήτριας και  ο δεύτερος αφορά τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί του ότι εκδιώχθηκε, υπό τη μορφή απειλών, από τον πατριό της φίλης της.  Με παραπομπές στις δηλώσεις της αιτήτριας και αναφορές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, η λειτουργός αποδέκτηκε τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, η λειτουργός έκρινε ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, καθότι οι δηλώσεις και περιγραφές της αιτήτριας στερούντο λεπτομέρειας και σαφήνειας. Ειδικότερα, η λειτουργός αρχικά εντόπισε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τον πατριό της φίλης της καθώς τα μόνο στοιχεία που προέβαλε σχετικά με εκείνον ήταν οι ασαφείς δηλώσεις της περί του ότι ο εν λόγω άνδρας είναι στρατιωτικός, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να παραθέσει κανένα άλλο στοιχείο αναφορικά με αυτόν (ερυθρά 26 4Χ,5Χ, του διοικητικού φακέλου).  Ζητηθείσα να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση της ότι ο πατριός της φίλης της ήταν ισχυρός, η αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δε γνωρίζει κάτι άλλο γι’ αυτόν, επικαλούμενη χωρίς συνοχή και γενικόλογα τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 25 1Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τις απειλές που ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε από τον πατριό της φίλης της, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προβάλει λεπτομερείς και σαφείς πληροφορίες, καθώς δήλωσε γενικά και αόριστα ότι δεχόταν απειλές στο δρόμο από άτομα τα οποία δεν γνώριζε και ότι έστελνε άνδρες στην οικία που διέμενε (ερυθρά 25 2Χ, 4Χ, του διοικητικού φακέλου). Εντόπισε ωστόσο η αρμόδια λειτουργός ότι ενώ αρχικά η αιτήτρια δήλωσε ότι έστελνε άνδρες να την απαγάγουν αναγκάζοντάς την να πάει στο χωριό της γιαγιάς της, σε μεταγενέστερη ερώτηση της αρμόδιας λειτουργού, εκείνη δήλωσε ότι οι εν λόγω άνδρες δε κατάφεραν να την εντοπίσουν (ερυθρά 25 2Χ, 3Χ, 5Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Από την τελευταία δήλωση της αιτήτριας προέκυψε όμως μια περαιτέρω αντίφαση αποδυναμώνουσα την αξιοπιστία των δηλώσεών της, καθώς κατά τη διερεύνηση των προσωπικών της στοιχείων η αιτήτρια ουδέποτε ανέφερε ότι διέμεινε στο χωριό της γιαγιά της (ερυθρό 25 2Χ, του διοικητικού φακέλου) αλλά φαίνεται πως δήλωσε ότι διέμενε αποκλειστικά στην Kinshasa, καθ’όλη τη διάρκεια παραμονής της στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 27 2Χ, του διοικητικού φακέλου). Ελήφθη τέλος υπόψη, ότι σύμφωνα και με τις δηλώσεις της ίδιας, η αιτήτρια ουδέποτε αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα κατά τη διάρκεια παραμονής της στη χώρα καταγωγής της, ενώ όπως η ίδια επιβεβαίωσε, ουδέποτε ήρθε σε επαφή με τον πατριό της φίλης της, παρά μόνο προέβαλε ασαφώς και αορίστως ότι λάμβανε απειλές μέσω τρίτων ατόμων (ερυθρά 25 6Χ, 7Χ του διοικητικού φακέλου). Βάσει όλων των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά και ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι τα όσα η τελευταία εξιστόρησε αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, λόγω της προσωπικής τους φύσης. Σε συνδυασμό λοιπόν με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, η αρμόδια λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.

 

Υπό το φως τον ανωτέρω, η λειτουργός έκρινε ότι, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να είναι σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa.  Ακολούθως, η λειτουργός εξέτασε κατά πόσο η αιτήτρια πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος, καθώς επίσης και του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση πάντοτε με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στην έκθεση-εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της αιτήτριας, του προσωπικού της προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και ως εκ τούτου, η αιτήτρια κρίθηκε πως δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν λόγοι υπαγωγής της αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθώς δεν πιθανολογήθηκε ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην ΛΔΚ και συγκεκριμένα στην πόλη Kinshasa, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. Ούτε όμως πιθανολογήθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης, διεθνούς ή εσωτερικής, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Ως εκ τούτου, η λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Παρατηρώ από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, όπως λεπτομερώς καταγράφονται ανωτέρω, χαρακτηρίζονται από ασάφεια και γενικότητα, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης και/ή στοχοποίησής της.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ισχυρισμών της αιτήτριας βάσει της παρεχόμενης εκ του Νόμου ex nunc δικαιοδοσίας, κρίνω τις δηλώσεις της αναφορικά με τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής σαφείς και λεπτομερείς, αφού δεν προέκυψε οποιοδήποτε στοιχείο που να συνηγορεί περί του αντιθέτου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί δίωξής της από τον πατριό της επιστήθιας φίλης της, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της στερούνται των επαρκών και συγκεκριμένων λεπτομερειών οι οποίες θα προσέδιδαν στην αφήγηση της βιωματικό χαρακτήρα.  Δεδομένου λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει επαρκώς την ταυτότητα και την ιδιότητα του φερόμενου ως διώκτη της, της παραδοχής της ότι ουδέποτε συνάντησε το συγκεκριμένο πρόσωπο δια ζώσης, των ασαφών δηλώσεών της περί των απειλών που ισχυρίστηκε ότι δεχόταν από άγνωστα άτομα που συναντούσε στο δρόμο, καθώς και των αόριστων δηλώσεων της περί του ότι την καταζητούσαν οι άνδρες που έστειλε ο πατριός της φίλης της, διαφαίνεται ότι το αφήγημά της αποτελεί ένα συνονθύλευμα ασαφών, αόριστων και στερούμενων λεπτομέρειας δηλώσεων βάσει των οποίων η αιτήτρια προσπάθησε να στοιχειοθετήσει ανεπιτυχώς πράξεις παρελθούσας εις βάρος της δίωξη.

 

Επιπρόσθετα, δεν προκύπτουν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση ή μη των ισχυρισμών της αιτήτριας. Διαφαίνεται πως λόγω της προσωπική φύσης των υπό εξέταση εξιστορισθέντων περιστατικών, δεν προκύπτουν στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας προκειμένου να εξεταστεί και η εξωτερική αξιοπιστία της αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.  Σημειώνεται άλλωστε ότι ούτε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία η αιτήτρια προσέθεσε άλλα στοιχεία και/ή πληροφορίες που να ανατρέπουν την αξιολόγηση των καθ’ ων η αίτηση και να τεκμηριώνουν το αίτημά της.

 

Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς δεν προέκυψε καμία ένδειξη πραγματικής, υφιστάμενης και έμπρακτης απειλής της αιτήτριας από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής της.

 

Επίσης, με βάση το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας και υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της αιτήτριας παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα (βλ. CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94).

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011).

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις της αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της είναι η Kinshasa, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας αλλά και της χώρας καταγωγής της. Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ανέτρεξα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί.

 

Ειδικότερα, πηγές αναφέρουν για την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ. ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, Ituri, Haut-Uikas, καθώς και στην περιοχή Haut-Uikas. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, περιστατικά που σχετίζονται με σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση μπορεί να συμβαίνουν τακτικά, συχνά ξαφνικά και απροσδόκητα.[1] 

 

 

Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, της Λ.Δ.Κ.[2]  Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στο διάστημα από 03/06/2023 έως 31/05/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 49 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 46 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 17 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (24 θάνατοι), 25 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (21 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας.[3] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[4]

 

Κατά τα παραπάνω, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014).  Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι η αιτήτρια διαθέτει ευρύ οικογενειακό/υποστηρικτικό δίκτυο στην Kinshasa, όπου σύμφωνα με τις δηλώσεις της διαμένει το σύνολο της οικογένειάς της (ερυθρό 27 3Χ, του διοικητικού φακέλου).  Κατά συνέπεια, κρίνω πως δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η αιτήτρια θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη προκειμένου να της χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Θεωρώ αναγκαίο να αναφέρω πως επικουρικά και προς πληρότητα της παρούσας απόφασης, έχοντας αξιολογήσει τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, η οποία είναι ενήλικη, υγιής, ικανή προς εργασίας γυναίκα, που εργαζόταν προτού αναχωρήσει στη χώρα της, η οποία διαθέτει διευρυμένο οικογενειακό/υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, όσο και τους ισχυρισμούς που αυτή πρόβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας, διαπιστώνω ότι η αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της και με μόνη την παρουσία της στην περιοχή.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτουν ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Ως εκ τούτου. η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 600€ έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

                                                  

 

 

                                                                    

                   Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] CGRS – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium) (Author): Republique Democratique du Congo; Situation politique, 25 November 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2083075/coi_focus_rdc._situation_politique_20221125.pdf

[2] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th ; UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo ; UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo)

[3] Armed Conflict Location & Events Data Project (ACLED), Εφαρμοζόμενες παράμετροι: 03/06/2023 – 31/05/2024, Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, https://acleddata.com/explorer/ (assessed on 12/06/2024)

[4] World Population Review, “Kinshasa Population 2024”, https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (assessed on 12/06/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο