ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 899/23

 

19 Ιουνίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.  M. M

Αιτήτριας

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

A. Δημητρίου (κος) για Μούσουλος, Κανέλλα και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για την Αιτήτρια

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/02/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της  για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (από τούδε και στο εξής, «Λ.Δ.Κ.») και εισήλθε παράνομα στα ελεγχόμενα από την Κυπριακή Δημοκρατία εδάφη στις 21/03/2021.

 

Στις 29/03/2021 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 14/02/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, πρώην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο - «Ο.Ε.Ε.Α.» (από τούδε και στο εξής ο «αρμόδιος λειτουργός») προς εξέταση του αιτήματός της. Στις 17/02/2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών διοικητικό λειτουργό να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 20/02/2023 την ενέκρινε και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Στις 08/03/2023 η Υπηρεσία Ασύλου συνέταξε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε προσωπικά αυθημερόν.

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή στις 24/03/2023.

 

Οι συνήγοροι της Αιτήτριας, δια της γραπτής τους αγόρευσης, προβάλλουν την έλλειψη δέουσας έρευνας ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης, αναφέρουν ότι σχετικά με την ουσία του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας, εάν  εκτιμηθούν οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας και οι συνθήκες που περικλείουν τα γεγονότα που σχετίζονται με την ουσία του αιτήματος της, η Αιτήτρια έχει αποδείξει δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς των συνηγόρων της Αιτήτριας, υποβάλλοντας τις θέσεις της με τη δική της αγόρευση. Καταρχήν, επισημαίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη και ότι η Αιτήτρια, με την γραπτή της αγόρευση, αναφέρεται μόνο εμμέσως σε κάποιους από τους λόγους ακύρωσης που έχει δικογραφήσει, χωρίς ωστόσο αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ως εκ τούτου υποβάλλει ότι όλοι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθούν ως γενικοί και αόριστοι.

 

Περαιτέρω, με αναφορές και παραπομπές στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς και στον περί Προσφύγων Νόμο και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της και ορθώς κρίθηκε αναξιόπιστη και ότι, κατ’ επέκταση, το αίτημα της θα έπρεπε να απορριφθεί. Ισχυρίζονται δε ότι η Καθ΄ ων η Αίτηση προέβησαν σε πλήρη και δέουσα έρευνα σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας και ότι η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να εμπίπτει στην έννοια του πρόσφυγα ή του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.

 

Παρατηρώ  καταρχάς ότι ο ισχυρισμός που προωθούν οι συνήγοροι της Αιτήτριας στο πλαίσιο της γραπτής τους αγόρευσης αφορά κατ’ ουσίαν την έλλειψη δέουσας έρευνας από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση.  Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω με την εξέταση του εν λόγω ισχυρισμού, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Κατά το στάδιο της  υποβολής της αίτησής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο σύζυγος της είναι Bandundu και συλλήφθηκε από άτομα του «ANR», ενώ ξυλοκοπήθηκε για λόγους τους οποίους δεν έμαθαν ποτέ. Επίσης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι, ο σύζυγος της πέθανε ως αποτέλεσμα του ξυλοδαρμού. Μετά την κηδεία του συζύγου της, η Αιτήτρια βρήκε δουλεία ως οικιακή εργάτρια στο Kintambo της Kinshasa και συγκεκριμένα στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα της. Μετέπειτα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι, είχε ένα φίλο ο οποίος ήταν συνταγματάρχης στο «FARDC», και ο οποίος έφερνε κιβώτια με όπλα στο σπίτι ενώ απαγόρευσε στην Αιτήτρια να μιλήσει για αυτό. Επιπλέον, η Αιτήτρια ανάφερε ότι, τέθηκε υπό σύλληψη, ότι ο συνταγματάρχης δραπέτευσε, και ότι στην φυλακή την επισκέφτηκε η μητέρα της με έναν φίλο του πατέρα της. Μετέπειτα, όπως αναφέρει η Αιτήτρια, αυτός έκανε τις διαδικασίες για να απελευθερωθεί η Αιτήτρια, της είπε ότι η ζωή της κινδυνεύει και της είπε να πάει να δουλέψει για την μητέρα του. Τέλος, η Αιτήτρια ανάφερε ότι ο ίδιος την βοήθησε να ταξιδέψει, ενώ σημειώνει ότι θα εξηγούσε την υπόλοιπη ιστορία της από κοντά.  (ερ. 1 και μετάφραση αυτού, ερ. 11 του διοικ. φακέλου).

 

Κατά τη συνέντευξή της, τα πρακτικά της οποίας βρίσκονται κατατεθειμένα ως ερυθρά 26-42 του διοικητικού φακέλου, τέθηκαν στην Αιτήτρια γενικές ερωτήσεις που αφορούν την ταυτότητα, το προφίλ, την χώρα καταγωγής, την εκπαίδευση, την οικογενειακή κατάσταση και  την επαγγελματική εμπειρία αυτής. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής: Λ.Δ.Κ.), ανήκει στην φυλή Bandundu, και η περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της είναι η κοινότητα Kibanseke της πρωτεύουσας Kinshasa. Πρόσθεσε επίσης ότι περί το 2018-2019, μετακόμισε στην Masina της επαρχίας Kinshasa όπου και διέμενε μέχρι το 2021, όταν έφυγε από την Λ.Δ.Κ..

 

Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε ότι ο σύζυγος της πέθανε μετά από ξυλοδαρμό και τα τρία παιδιά της γεννημένα το 2008, 2010 και 2015, διαμένουν με την μητέρα και αδελφή της Αιτήτριας. Ως προς την οικογένειά της, δήλωσε ότι αυτή αποτελείται από τη μητέρα της και τα τέσσερα αδέρφια της, δύο εκ των οποίων, η μητέρα και η μεγάλη αδελφή, διαμένουν στην Kinshasa, ενώ τα υπόλοιπα αδέλφια στο χωριό Kitotila της επαρχίας Bandundu. Ανέφερε επίσης ότι ο πατέρας της απεβίωσε όταν η Αιτήτρια ήταν μικρής ηλικίας.

 

Αναφορικά με τον λόγο που την ανάγκασε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την Λ.Δ.Κ. για δύο λόγους. Ο πρώτος, ήταν σχετικά με την εμπλοκή της σε λαθρεμπόριο όπλων που οργάνωνε ο σύντροφος της, ο Andre, ο οποίος ήταν στρατιωτικός. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι σε κάποια στιγμή της σχέσης, ο Andre ξεκίνησε να φέρνει κιβώτια στο σπίτι της, ζητώντας από την Αιτήτρια να μην ανοίξει τα κιβώτια και το μόνο που πρέπει να κάνει, είναι να τα παραδώσει σε ένα φίλο του, όταν ο φίλος του ερχόταν στο σπίτι. Ο εν λόγω φίλος του Andre, ονομαζόταν Magovo. Η Αιτήτρια ανέφερε επίσης, ότι τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Andre ταξίδεψε στα ανατολικά της Λ.Δ.Κ. και από τότε δεν τον ξαναείδε. Ούτε ο  Magovo ξαναήρθε στο σπίτι της μετά που έφυγε ο Andre.

 

H Αιτήτρια συνέχισε, προσθέτοντας ότι στις 10/10/2019, την επισκέφτηκαν 4 άντρες, 2 με πολιτικά και 2 με στρατιωτικά ρούχα, ψάχνοντας τον Andre. Οι εν λόγω άντρες, βρήκαν τα κιβώτια που φύλαγε η Αιτήτρια, όπου μέσα βρήκαν όπλα. Συνεπώς, όπως ανέφερε η Αιτήτρια, την κατηγόρησαν για λαθρεμπόριο όπλων, την συνέλαβαν και μεταφέρθηκε στην φυλακή. Επίσης της ανάφεραν ότι ο σύντροφος της ο Andre, ήταν εμπλεκόμενος σε λαθρεμπόριο όπλων που προμήθευε στην ανατολική Λ.Δ.Κ.. Εντωμεταξύ, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι στην φυλακή υπήρξε θέμα σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού τόσο από αστυνομικούς όσο και από άλλες κρατούμενες στην φυλακή.

 

Μετέπειτα αναφέρθηκε στην απόδραση της από την φυλακή στις 20/10/2019, κάτι το οποίο κατάφερε με την βοήθεια του πρώην εργοδότη της, ο οποίος δωροδόκησε τις αρχές. Ερωτηθείσα εάν είχε συμβεί κάτι κακό στην ίδια, μεταξύ του Οκτώβρη του 2019 και τον Φεβρουάριο του 2021 (ημερομηνία κατά την οποία η Αιτήτρια εγκατέλειψε την Λ.Δ.Κ.), η Αιτήτρια απάντησε πως δεν έπαθε κάτι η ίδια, εντούτοις η αστυνομία σκότωσε τον κουνιάδο της και η οικογένεια του επέρριψε την ευθύνη για τον θάνατο του, στην Αιτήτρια. Αυτός ήταν και ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την Λ.Δ.Κ. και αφορά γεγονότα που έγιναν μετά την απόδραση της από τις φυλακές.

 

Συγκριμένα, η αστυνομία έψαχνε να βρει την Αιτήτρια και για αυτό τον λόγο επισκέφτηκαν το σπίτι της μεγάλης της αδελφής η οποία ζούσε με τον σύζυγο της. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο κουνιάδος της κατέληξε να τσακώνεται με την αστυνομία, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα, αστυνομικός να πυροβολήσει και να σκοτώσει τον κουνιάδο της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου και όπως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, η οικογένεια του κουνιάδου της, θέλει να της κάνει κακό επειδή την θεωρούν υπεύθυνη για τον θάνατο του.

 

Ακολούθως, ο πρώην εργοδότης της Αιτήτριας, την συμβούλεψε ότι πρέπει να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ., για να σώσει την ζωή της. Ερωτηθείσα ποιον φοβάται ακριβώς στην χώρα της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε πρώτον στις αρχές που βρήκαν τα όπλα στο σπίτι της, δεύτερον στην οικογένεια του κουνιάδου της, τρίτων αναφορικά με τον τρόπο που εγκατέλειψε την χώρα και δεν γνωρίζει τι θα γίνει σε περίπτωση επιστροφής της, και τέταρτον φοβάται τον πρώην εργοδότη της, ο οποίος όπως ανάφερε η Αιτήτρια σε άλλο σημείο της συνέντευξης, αρχικά βοήθησε την Αιτήτρια να εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ. και να φτάσει στην Κύπρο ενώ εντέλει την κορόιδεψε και την εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά.

 

Η Αιτήτρια ανέφερε επίσης, ότι πριν εγκαταλείψει την Λ.Δ.Κ., δεν σκέφτηκε να μετακομίσει σε άλλη πόλη ενώ ερωτηθείσα κατά πόσο πιστεύει ότι θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη πόλη της Λ.Δ.Κ., η Αιτήτρια απάντησε πως αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό καθώς υπάρχει πόλεμος στην περιοχή, οι γυναίκες πέφτουν θύματα βιασμού και η ίδια δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Επίσης πρόσθεσε ότι δεν θα μπορεί να βρει δουλειά επειδή εκκρεμεί η υπόθεση εναντίον της για το λαθρεμπόριο όπλων. Σημειώνεται, ότι η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατά την έξοδο της από την Λ.Δ.Κ., αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στο αεροδρόμιο αλλά κατάφερε να φύγει επειδή δωροδόκησε τις αρχές.

 

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό που διεξήγαγε τη συνέντευξη, ο οποίος εντόπισε στην Έκθεση - Εισήγησή του τρία ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από τις δηλώσεις της Αιτήτριας:

1.   Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

2.   Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι τέθηκε υπό σύλληψη και φυλακίστηκε από το κράτος καθώς κατηγορήθηκε για αποθήκευση παράνομων όπλων στο σπίτι της.

3.   Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια του κουνιάδου της ήθελε να της προκαλέσει κακό, καθώς την καθιστούν υπεύθυνη για τον θάνατο του κουνιάδου της.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις της Αιτήτριας και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό. Αντιθέτως, το δεύτερο και τρίτο πραγματικό περιστατικό δεν έγιναν αποδεκτά καθότι δεν πληρείτο η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας.  Ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν είχαν συνοχή και στερούνταν του βαθμού εκείνου των λεπτομερειών και συγκεκριμένων πληροφοριών που θα υποδείκνυαν μία γνήσια προσωπική εμπειρία και θα στοιχειοθετούσαν την ιστορία της.

 

Ως εκ τούτου, ο λειτουργός προέβηκε σε αξιολόγηση κινδύνου και νομική ανάλυση επί τη βάσει του μοναδικού αποδεδειγμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού που προέκυψε από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, ήτοι της ταυτότητας, του προφίλ και της χώρα καταγωγής της, καθώς επίσης και επί τη βάσει των σχετικών πληροφοριών για την περιοχή καταγωγής και προηγούμενης συνήθους διαμονής της, και διαπίστωσε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης η σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.  Ο λειτουργός των Καθ’ων η Αίτηση προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας, του προσωπικού της προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης, του άρθρου 2(δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία») και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου η Αιτήτρια δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα. Επιπλέον, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ευλόγως η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στη Λ.Δ.Κ. δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

 

Αναφορικά με το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη Λ.Δ.Κ. και ειδικότερα στην πόλη Kinshasa, η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας ως άμαχης, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, καθότι η περιοχή της Kinshasa της Λ.Δ.Κ. δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, o λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούται ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας. Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από τους συνηγόρους της Αιτήτριας και αφορά στην έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης, η Αιτήτρια προσκόμισε επιπρόσθετη μαρτυρία ή στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι λανθασμένα κρίθηκε η αξιοπιστία της και ότι έχει γνήσιο αίτημα διεθνούς προστασίας.  Οι δε ισχυρισμοί των συνηγόρων της, που τίθενται στην αγόρευση τους, έναυσμα έχουν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι η Αιτήτρια τέθηκε υπό σύλληψη από τις αρχές της Λ.Δ.Κ. λόγω του λαθρεμπορίου όπλων που έκανε ο σύντροφος της, και επειδή η οικογένεια του κουνιάδου της Αιτήτριας την κατέστησαν υπεύθυνη για τον θάνατο του κουνιάδου της, ο οποίος σκοτώθηκε από τις αρχές στην προσπάθεια του να βοηθήσει την Αιτήτρια να αποφύγει την δεύτερη σύλληψη, ισχυρισμοί όμως που όπως ανέλυσα ανωτέρω αξιολογήθηκαν δεόντως από τους Καθ’ων η Αίτηση και απορρίφθηκαν λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.  Σε κανένα σημείο της αγόρευσης τους οι συνήγοροι της Αιτήτριας δεν υπέδειξαν οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει λανθασμένη αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας από τους Καθ’ ων η Αίτηση αλλά και ούτε υπέδειξαν οποιαδήποτε πλημμέλεια στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας της Αιτήτριας. 

 

Τονίζω δε ότι το βάρος απόδειξης του αιτήματός της βαραίνει αρχικά την ίδια την Αιτήτρια (Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(α) Ο αιτών πρέπει:

(Ι) Να λέει την αλήθεια και να παρέχει κάθε βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του.

(ΙΙ) Να προσπαθεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και να δώσει ικανοποιητική εξήγηση για τυχόν ελλείψεις τους. Εάν παρουσιασθεί ανάγκη, πρέπει να προσπαθήσει να προσκομίσει πρόσθετα αποδεικτικά μέσα.

(ΙΙΙ) Να δώσει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον ίδιο και τις προηγούμενες εμπειρίες του, τόσο λεπτομερειακά όσο είναι αναγκαίο, ώστε να δοθεί στον εξεταστή η δυνατότητα να διαπιστώσει τη συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Πρέπει ακόμη να κληθεί να δώσει μια συναφή εξήγηση ως προς όλους τους λόγους που επικαλείται για να υποστηρίξει την αίτηση για το καθεστώς του πρόσφυγα και να απαντήσει σε όσες ερωτήσεις του τεθούν

 

Κατά συνέπεια, στη προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν την θεμελίωση δικαιολογημένου φόβου δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Επίσης, με βάση το προσωπικό της προφίλ υπό το φως των ισχυρισμών που η ίδια προώθησε, δεν θεωρώ ότι σε περίπτωση επιστροφής της υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011), στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ.. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της.

 

Ειδικότερα, νεότερες πηγές αναφέρουν για την κατάσταση ασφαλείας στη Λ.Δ.Κ.  ότι παραμένει ασταθής ακόμα και μέσα στα μεγάλα αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, έκθεση της Ομοσπονδιακής Δημόσιας Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου αναφέρει στις 3 Νοεμβρίου 2022 ότι το πλαίσιο ασφαλείας παραμένει ασταθές και επικίνδυνο σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ., με υψηλότερο κίνδυνο στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ιδίως στις επαρχίες North Kivu, South Kivu, και Ituri, ενώ σοβαρές εχθροπραξίες προκύπτουν στην επαρχία Mai Ndombe μεταξύ των κοινοτήτων Teke και Yaka[2]. Στις μεγάλες πόλεις της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa, λαμβάνουν χώρα περιστατικά που σχετίζονται με μικρό και σοβαρό έγκλημα ή αναταραχές που σχετίζονται με την πολιτική κατάσταση, ενώ οι συμμορίες Kulunas ξεχωρίζουν ως οι κύριοι δράστες.

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16/02/2023 και 16/02/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 142 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 70 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 20 απώλειες),  22 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 48 απώλειες), 3 1 ως εξεγέρσεις (με 2 απώλειες), 52 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια) και 30 ως στρατηγικές εξελίξεις (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[3] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[4]

 

Τέλος, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ..[5] 

 

Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[6] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/01/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] UN Security Council, Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo (S/2023/990) [EN/AR/RU/ZH], 30 Δεκεμβρίου 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/midterm-report-group-experts-democratic-republic-congo-s2023990-enarruzh  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/02/2024)

[3] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Middle Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, 16/02/2023 – 16/02/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests; Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/05/2024)

[4] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/05/2024)

[5] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th ; UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo ; UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/05/2024)

[6] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο