ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: ΔΚ 8/24

26 Ιουνίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.H.S.

Αιτητή

-και-

Κυπριακή Δημοκρατίας της Κύπρου, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ'ων η Αίτηση 

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ι. Χαραλαμπίδου  (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο Αιτητής, με την παρούσα προσφυγή,  αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 13/02/2024, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και όπως το Δικαστήριο διατάξει την άμεση απελευθέρωση του Αιτητή, ή διαζευκτικά να επιβληθούν από το Δικαστήριο εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και, με το αιτητικό Γ, οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το παρόν Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις .

 

Γεγονότα

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ'ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Μπαγκλαντές, με ημερομηνία γέννησης την 31/02/1991 και αφίχθηκε στο παράνομο αεροδρόμιο Τύμβου στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές την 21/02/2023, πέρασε, δε, σε άγνωστο χρόνο κι από άγνωστο σημείο στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και στις 09/01/2024 συνελήφθη στη Λευκωσία για παράνομη διαμονή στη Δημοκρατία.

 

Στις 10/01/2024 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης σε βάρος του Αιτητή, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου. Στις 18/01/2024 υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας. Στις 13/02/2024 ακυρώθηκε το από 10/01/2024 διάταγμα κράτησης κι απέλασης κι εκδόθηκε νέο σε βάρος του Αιτητή Διάταγμα Κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στις 08/03/2024 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή κατά του ανωτέρω διατάγματος κράτησης.

 

Νομική ανάλυση 

 

Σύμφωνα με την γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του Αιτητή, προωθήθηκαν πέντε λόγοι ακυρότητας της επίδικης απόφασης.

 

Ως πρώτο και δεύτερο λόγο ακυρότητας,  η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή προώθησε μαζί, λόγω συνάφειας μεταξύ τους, αφενός ότι η αιτιολογία που προβάλλεται είναι ελλιπής, λανθασμένη και παραπλανητική, προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα και τον νόμο, αφετέρου ότι η αιτιολογία στο αγγλικό κείμενο διαφέρει από αυτήν στο ελληνικό κείμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, παραθέτοντας σχετική νομολογία.

 

 Ειδικότερα, θέση της συνηγόρου του Αιτητή είναι ότι δεν αναφέρθηκαν λεπτομερώς οι νομικοί και πραγματικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση διατάγματος κράτησης σε βάρος του Αιτητή, ούτε ποια ήταν τα αντικειμενικά κριτήρια στα οποία βασίστηκαν οι Καθ’ ων για να αποφασίσουν την κράτηση του αντί της επιβολής άλλων εναλλακτικών μέτρων.

 

Επίσης ότι η προσβαλλόμενη αιτιολογία είναι παραπλανητική και λανθασμένη διότι στο αγγλικό κείμενο βασίζεται επί του α. 9(ΣΤ) (2) (β) και (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 6 (Ι) /2000 και στο ελληνικό κείμενο επί του α. 9(ΣΤ) (2) (β) και (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου 6 (Ι) /2000 κι ως εκ τούτου, ο Αιτητής και το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν τους πραγματικούς νομικούς λόγους πάνω στους οποίους βασίστηκε η κράτηση του Αιτητή, ήτοι αν έγινε για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του Αιτητή για είσοδο στο έδαφος της Δημοκρατίας ή επειδή κρατείτο στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, επειδή υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερήσει απλώς ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.

 

Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή προώθησε ως τρίτο λόγο ακυρότητας τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ελλείψει επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας κατά την έκδοση της απόφασης και ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στην έκδοση της επίδικης πράξης μέσω μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας.

 

Ως τέταρτος λόγος προβάλλεται ότι εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπό πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο και κατά παράβαση του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΣΔΑ»). Τέλος, η συνήγορος του Αιτητή αναφέρει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση παραβίασαν τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δεδομένου ότι η κράτηση είναι το έσχατο μέτρο και ως εκ τούτου, έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, παραθέτοντας ευρωπαϊκή και κυπριακή νομολογία.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ'ων η Αίτηση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο Διάταγμα Κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε σύμφωνα με το Σύνταγμα και σε συμμόρφωση με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή.  Ειδικότερα, η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ανέφερε ότι προκύπτει  σαφής αιτιολογία ως προς την έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης, ήτοι ότι προκύπτει άνευ ετέρου από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο πως ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 18/01/2024, μετά την άφιξή του στις 21/02/2023 στο παράνομο αεροδρόμιο της Τύμπου, μετά την σύλληψή του στις 09/01/2024 και μετά την έκδοση σε βάρος του, του από 10/01/2024 διατάγματος κράτησης και απέλασης, δηλαδή, με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή ακόμη και να υπονομεύσει την εκτέλεση αποφάσεως επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού.  

 

Επίσης αναφέρει ως αντιφατικό τον ισχυρισμό του Αιτητή κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας πως εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 08/01/2024 μέσω Ντουμπάι, ενώ οι σφραγίδες στο διαβατήριό του καταδεικνύουν την είσοδό του στην Κύπρο στις 21/03/2023 μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμβου, στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Εν σχέση με την επιβολή κράτησης κι όχι έτερων εναλλακτικών μέτρων υπό  το πρίσμα των αρχών αναλογικότητας και αναγκαιότητας, η συνήγορος των Καθ’ ων θεωρεί πως δεν θα ήταν επαρκή ή αποτελεσματικά για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της εκτέλεσης απόφασης επιστροφής με δεδομένη τη μακρόχρονη παραμονή του στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, την έλλειψη μόνιμης διεύθυνσης διαμονής στη Δημοκρατία και της εν γένει απροθυμίας του να συμμορφωθεί με τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που αφορούν στη νομιμότητα της διαμονής του.

 

Τέλος, σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 5 της Ε.Σ.Δ.Α., οι Καθ’ ων αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ (2) (δ), με βάση το οποίο επιτρέπεται η στέρηση της ελευθερίας  αφ’ ης στιγμής από τα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι το αίτημα διεθνούς προστασίας υποβλήθηκε με σκοπό να καθυστερήσει ή ακόμη και να υπονομεύσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής που εκδόθηκε κατά του Αιτητή.

 

Έχοντας εξετάσει τα εκατέρωθεν επιχειρήματα και έχοντας κατά νου και τα όσα αναφέρθηκαν κατά τις διευκρινίσεις της παρούσας προσφυγής, θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της παρούσας προσφυγής.  Σημειώνω ότι η συνήγορος του Αιτητή αιτήθηκε προσαγωγή μαρτυρίας στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 8 Μαΐου 2024.

 

Ξεκινώντας με  δεδομένο ότι η στέρηση της ελευθερίας, εκτός όπου επιβάλλεται μετά από ποινική καταδίκη, μπορεί να επιβληθεί μόνο ως έσχατη λύση, το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα προβλέπουν ότι για τον έλεγχο της μετανάστευσης, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα,  μετά από μεμονωμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, αναγκαία και αναλογική.  Επίσης η κράτηση οποιουδήποτε δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και να στηρίζεται σε νομική βάση.

 

Ο περί Προσφύγων Νόμος, στον οποίο έχουν ενσωματωθεί και οι Οδηγίες 2013/32/ΕΕ και 2013/33/ΕΕ, προβλέπει στο άρθρο 9ΣΤ(2) εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους αιτητής ασύλου μπορεί να τεθεί υπό κράτηση.  Αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, ότι διάταγμα κράτησης μπορεί να εκδοθεί, εκτός και εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα και εφόσον κρίνεται αναγκαίο κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης. 

 

Στην παρούσα προσφυγή, ο λόγος που επικαλούνται οι Καθ' ων η Αίτηση βρίσκει έρεισμα στο εδάφιο (β) και (δ) του Άρθρου 9ΣΤ(2), ήτοι ότι κρατείται για να προσδιοριστούν τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή και στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και τεκμηριώνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.  Απορρίπτω τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν εμφαίνεται καθαρά η νομική βάση επί της οποίας εδράζεται το επίδικο διάταγμα, λόγω διαφορών στο αγγλικό και ελληνικό κείμενο, αφού από την αιτιολόγηση και κείμενο του Διατάγματος, τόσο στην αγγλική όσο και στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι αυτό εδράζεται στο άρθρο 9ΣΤ(2)(β) και (δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Το διάταγμα απέλασης τελεί υπό αναστολή και δεν έχει ακυρωθεί. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημερομηνίας 30/5/2013, όπου εξετάστηκε η αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και των οδηγιών 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ:

 

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

 

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

 

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να παραθέσω μέρος της αιτιολογίας έκδοσης του επίδικου διατάγματος κράτησης, ως εμφαίνεται στο κείμενό του:

 

«… και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο S.S.H. αφίχθηκε στην Κύπρο μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, πριν ένα χρόνο σχεδόν, στις 21/02/2023 και έκτοτε δεν είχε προσπαθήσει να διευθετήσει την παραμονή του με κάποιο τρόπο ή να υποβάλει αίτημα Διεθνούς Προστασίας και υπέβαλε αίτηση ασύλου μόνο αφού εντοπίστηκε και συνελήφθηκε και κρατήθηκε στις 10/01/2024, αφήνει εύλογες αμφιβολίες για την γνησιότητα του αιτήματός του και για πιθανή καταχρηστικότητα και δεν καθίσταται δυνατόν με τα νυν ενώπιον στοιχεία να προσδιοριστούν επαρκώς τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο S.S.H. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Β) και του άρθρου 9ΣΤ(2)(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους […]»

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, παρατηρώ ότι σύμφωνα με το Νόμο, το ουσιαστικό στοιχείο που κρίνει το κατά πόσον αιτητής ασύλου μπορεί να τεθεί υπό κράτηση, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, είναι να υπάρχουν βάσιμοι λόγοι, αντικειμενικά κρινόμενοι, να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.  

 

Σύμφωνα με τα δεδομένα και πραγματικά γεγονότα της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία ενώ τελούσε υπό κράτηση και ενώ είχαν εκδοθεί εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.  Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Αιτητής, σύμφωνα με σφραγίδες στο διαβατήριο του, αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 21/02/23, μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου ενώ εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές μόλις στις 8/01/24 (βλ. ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου).  Αυτό και μόνο το στοιχείο, δίνει έρεισμα στην υπόνοια ότι η αίτηση του για διεθνή προστασία δεν είναι γνήσια και ότι υποβλήθηκε με μόνο σκοπό την καθυστέρηση και/ή παρεμπόδιση της διαδικασίας επιστροφής.  Επιπρόσθετο στοιχείο προς τούτο είναι και το γεγονός ότι σύμφωνα με επιστολή του Υπεύθυνου Επαρχιακού Κλιμακίου ΥΑ&Μ Λευκωσίας ημερομηνίας 10 Ιανουαρίου 2024, ο Αιτητής κατόπιν προφορικής συνέντευξης ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα του καθότι θέλει να μείνει και να εργαστεί (βλ. ερυθρά 35-36 του διοικητικού φακέλου). Συνεπώς ο Αιτητής υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση ασύλου μόνο αφότου συνελήφθη και εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, ενώ φαίνεται ότι δεν υπήρχαν ούτε σοβαροί λόγοι προς τούτο αλλά ούτε και αντικειμενικά εμπόδια που να παρεμπόδιζαν αυτή την ενέργεια από την άφιξη του στη Δημοκρατία.

 

Ως εκ τούτου απορρίπτω τη θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι αυτός εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας μόλις την προηγούμενη μέρα της σύλληψης του με σκοπό να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία προβλήθηκε και ως κύριος λόγος ακυρώσεως του επίδικου διατάγματος κατά τις διευκρινήσεις.

 

Τα πιο πάνω ενισχύουν την θέση των Καθ’ων η Αίτηση ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης είναι δικαιολογημένο και ότι η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, αφού επιβεβαιώνεται από αυτό ότι ο Αιτητής βρισκόταν στην Δημοκρατία ένα χρόνο περίπου πριν τη σύλληψη του και έκτοτε δεν είχε προσπαθήσει να διευθετήσει την παραμονή του ή να υποβάλει αίτημα διεθνούς προστασίας και υπέβαλε αίτημα μόνο μετά τη σύλληψη του, γεγονός που εντείνει τις αμφιβολίες για την γνησιότητα του αιτήματος του.  Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτημα ασύλου, προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Ως εκ τούτου, ήταν εύλογη η κατάληξη των Καθ'ων η Αίτηση ότι βάσει αντικειμενικών στοιχείων, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.  Συνακόλουθα απορρίπτονται και οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε η συνήγορος του Αιτητή περί πλάνης και πάσχουσας και ελλιπούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.

 

Σχετική είναι και η υπόθεση C - 534/11 Mehmet Arslan, ημερ. 30/5/13, στην οποία διατυπώθηκαν τα ακόλουθα:

«57. Όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση, βάσει του άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους, ότι αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπονομεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγου υπηκόου, ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.

58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1 της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο ακύρωσης περί μη επαρκούς έρευνας, στη βάση των στοιχείων ενώπιον μου και αφού εξέτασα τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, συμφωνώ με τη θέση που προτάθηκε από τους Καθ'ων η Αίτηση. Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι η κράτηση δεν διατάχθηκε μόνο στη βάση της υποβολής αιτήσεως ασύλου αλλά λόγω των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή και εμφαίνεται ποια ήταν η αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος κράτησής της (Παναγιωτίδης ν Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342Θ. Χριστοφή & Σια Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427).  Στον διοικητικό φάκελο εμπεριέχονται στοιχεία που αφορούν τον Αιτητή, και ειδικότερα Σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης κας Χρίστου, ημερ. 13/02/2024, στην οποία περιγράφονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην σύλληψη του Αιτητή και που στοιχειοθετούν την έκδοση διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. ερυθρά 47-49 του διοικητικού φακέλου). 

 

Τα πιο πάνω στοιχεία ήταν ενώπιον των Καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι μετά από δέουσα έρευνα εξέδωσαν το επίδικο διάταγμα κράτησης.  Ως εκ τούτου απορρίπτω τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε από τον Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας πριν την έκδοση του επίδικου διατάγματος.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο η συνήγορος του Αιτητή επικαλείται παραβίαση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, από την αιτιολογία που παρατίθεται στο επίδικο διάταγμα κράτησης, διαφαίνεται ότι οι Καθ'ων η Αίτηση εξέτασαν το ενδεχόμενο επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, αλλά το απέρριψαν καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του Αιτητή, λόγω μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, μη δηλωμένη διεύθυνσης διαμονής, δήλωση του για μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής και απροθυμία του για επαναπατρισμό και επειδή θεωρήθηκε ότι η αίτηση του για διεθνή προστασία έχει υποβληθεί με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.  Ενόψει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, ήταν εύλογη η κατάληξη των Καθ'ων η Αίτηση και δεν θεωρώ ότι στην περίπτωση του Αιτητή, με βάση το ιστορικό και τις ενέργειες και παραλείψεις του ήταν λογικά εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα.  Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε άλλο μέτρο μπορούσε να επιβληθεί υπό τις περιστάσεις, δεν θα ήταν αποτελεσματικό ή επαρκές.

  

Επομένως, με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι και οι ισχυρισμοί που προώθησε ο Αιτητής στερούνται ερείσματος.  Διαπιστώνω ότι ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση υπήρχαν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία ώστε να καταλήξουν στο ότι η κράτηση του Αιτητή ήταν αναγκαία και αναλογική και δικαιολογείτο σύμφωνα με τα όσα επιβάλλει το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να επιβληθεί το κατ' εξαίρεση μέτρο της στέρησης της ελευθερίας αιτητή ασύλου.

 

Ως εκ τούτου, το επίδικο διάταγμα κράτησης του Αιτητή εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα, στη βάση των περιστατικών ως ήταν ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση, η δε αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και με βάση τα όσα ανέλυσα πιο πάνω θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση για κράτηση του Αιτητή ήταν ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ευθυγραμμισμένη με τις αρχές που αναπτύχθηκαν μέσω της νομολογίας.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος νομικής αρωγής, καμία διαταγή για έξοδα. Τα έξοδα των συνηγόρων του Αιτητή - δικαιούχου νομικής αρωγής, να καταβληθούν από το Ταμείο Νομικής Αρωγής.  

 

                                                          Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο