ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ1793/2023

26 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.S.,

από Νεπάλ

                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: M. Μαυρονικόλας για Αλ Τάχερ Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 20.04.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι και εμφανίστηκαν, κατόπιν κλήτευσής τους, στη διαδικασία.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Νεπάλ το οποίο εγκατέλειψε στις 28.06.2018 και αφίχθηκε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με άδεια εργασίας. Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 14.03.2023 και ακολούθως προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του η οποία τελικώς απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη στις 20.04.2023. Τη νομιμότητα και ορθότητα της απόφασης αυτής αμφισβητεί ο Αιτητής με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά των συνηγόρων του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής  απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο εγκατέλειψε στη συνέχεια, προωθώντας ως μοναδικό ισχυρισμό τη θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου παραβιάζοντας κατά τούτο το δικαίωμα ακρόασης του και/ή το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο ζήτησε από τους συνηγόρους του Αιτητή όπως αγορεύσουν γραπτώς επί του θέματος και όπως επιδώσουν την αγόρευση τους στους Καθ’ ων η αίτηση τους οποίους το Δικαστήριο κάλεσε να εμφανιστούν ενώπιόν του για να τοποθετηθούν.

 

Με τη γραπτή αγόρευση του ο Αιτητής εξειδικεύοντας περαιτέρω τον ισχυρισμό του, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς κατά παράβαση των προνοιών του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις δε δόθηκε η δυνατότητα στον Αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας και ούτε του παρασχέθηκε το δικαίωμα να προσβάλει, με ξεχωριστή προσφυγή και κατά καθορισμένη προθεσμία, την εφαρμογή της έννοιας αυτής στη δική του περίπτωση.

 

Η κα Τζιρζιπή, με την γραπτή της αγόρευση που επίσης καταχώρισε κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενη ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε δεόντως κατά τη συνέντευξή του ότι στην υπόθεση του τυγχάνει εφαρμογής η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας και ότι κατά τούτο η υπόθεση του εξετάζεται με τη ταχεία διαδικασία. Δόθηκε δε η ευκαιρία στον Αιτητή να τοποθετηθεί ως προς τον χαρακτηρισμό της χώρας του ως ασφαλούς χώρας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 202/2022, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να προβάλλει οποιανδήποτε περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία. Παραπέμπει προς τούτου στις αποφάσεις αδελφών μου Δικαστών, στις υποθέσεις Τ1337/23 και Τ1489/23 όπου εξετάστηκε το ίδιο ζήτημα με τον ισχυρισμό αυτό να απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ως προς τον λόγο ακυρώσεως περί παραβίασης του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου

 

Ενόψει συνεπώς των ανωτέρω, εξέτασης χρήζει ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως ο οποίος προωθήθηκε από τον Αιτητή.

 

Επισημαίνω ότι με το ίδιο ζήτημα απασχολήθηκε και το παρόν Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση του στην υπόθεση Τ1489/23, Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 29.03.2024 με τα όσα εκεί λέχθηκαν να τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση και προς τούτο, παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα:  

 

«Επισημαίνω ότι το ίδιο ζήτημα έχει πλειστάκις απασχολήσει στο πρόσφατο παρελθόν το παρόν Δικαστήριο υπό διαφορετική σύνθεση κάθε φορά[2] με την κατάληξη όλων των αδελφών μου Δικαστών που επιλήφθηκαν του ζητήματος να είναι, έστω και με διαφοροποιημένο σκεπτικό, η ίδια: ότι ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι απορριπτέος καθώς δεν έχουν με κανένα τρόπο παραβιασθεί τα δικαιώματά του προσφεύγοντος.

 

Δεν θα διαφοροποιηθώ από την κατάληξη αυτή. Είναι και η δική μου κρίση ότι ουδέν μεμπτό έχει εν προκειμένω επισυμβεί το οποίο να επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα του Αιτητή για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, ο οποίος έχοντας ασκήσει τα δικαιώματα του βρίσκεται σήμερα ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου να επιζητά την κρίση αυτού επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην κατάληξή μου αυτή οδηγήθηκα έχοντας προηγουμένως εξετάσει τις νομοθετημένες πρόνοιες σε συνάρτηση και με τα γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπόθεση του Αιτητή.

 

Ειδικότερα:

 

Η όλη επιχειρηματολογία του Αιτητή ερείδεται στις πρόνοιες του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, αυτούσια παράθεση του οποίου κρίνεται σκόπιμο προς τον σκοπό αξιολόγησής της:

 

«(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής».

 

Το εδάφιο (6) στο οποίο παραπέμπει η ως άνω διάταξη έχει ως ακολούθως:

 

«(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

 

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας».

 

Επισημαίνεται ότι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 12Βτρις προβλέπει τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος από τον Υπουργό Εσωτερικών με το οποίο να ορίζεται χώρα ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. Το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου προβλέπει περαιτέρω και εξειδικευμένα κριτήρια τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση μίας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας[3].

 

Με πράξη λοιπόν της εκτελεστικής εξουσίας (του Υπουργείου Εσωτερικών) και δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 12Βτρις, έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «ασφαλής χώρα ιθαγένειας» στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι την Ινδία. Ο χαρακτηρισμός αυτός λειτουργεί ως μαχητό τεκμήριο κατά της ανάγκης του εκάστοτε αιτητή για διεθνή προστασία. Το τεκμήριο αυτό αντιστρέφει το βάρος απόδειξης και κατά συνέπεια η απόρριψη αιτήματος ως προδήλως αβάσιμου δυνάμει του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, χρήζει ελάσσονος αιτιολογίας. Ωστόσο ο αιτητής έχει τη δυνατότητα να προβάλει ισχυρισμούς προς ανατροπή του τεκμηρίου οπόταν όταν οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίπτονται, απαιτείται αιτιολογία για την απόρριψή τους.

 

Όταν συνεπώς προσβάλλεται με προσφυγή μία απόφαση η οποία βάσει κάποιας προγενέστερης πράξης χαρακτηρισμού (designation) προβαίνει σε καθορισμό των αναγκών προστασίας ενός αιτούντος άσυλο και καταλήγει σε αρνητική κρίση, τότε ο δικαστής έχει δικαιοδοσία να ελέγξει τόσο το τεκμήριο ως τέτοιο, με κριτήριο το αν τηρήθηκαν οι διατάξεις που προβλέπουν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού, όσο και την αιτιολόγηση της απόρριψης των ισχυρισμών που προβλήθηκαν προς ανατροπή του τεκμηρίου. Πρόσθετα, ως έχω ήδη αναφέρει, με τις πρόνοιες του άρθρου 12Βτρις, φαίνεται να παρέχεται επιπλέον δυνατότητα στον Αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Υπό το φως των όσων έχουν λεχθεί στην προρρηθείσα απόφαση, ας δούμε τι επισυνέβη στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, κατά την έναρξη της προσωπικής συνέντευξής, ο Αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με την εφαρμογή της ταχύρρυθμης διαδικασίας και τα προβλεπόμενα από τον περί Προσφύγων Νόμο και ειδικότερα στο άρθρο 12Δ αυτού. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής ενημερώθηκε ότι η Υπηρεσία Ασύλου θα εξετάσει στην περίπτωση του την εφαρμογή της έννοιας της «ασφαλούς χώρας ιθαγένειας» σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου και το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας Διάταγμα του 2022 του Υπουργού Εσωτερικών υπ’ αρ. Κ.Δ.Π. 202/2022, καθότι η χώρα που δήλωσε ως χώρα καταγωγής, περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών ιθαγενείας και συνεπώς για την Υπηρεσία Ασύλου τεκμαίρεται ότι ο Αιτητής δεν κινδυνεύει με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής. Κατά την συνέντευξη, ο Αιτητής ρωτήθηκε κατά πόσο επιθυμούσε να σχολιάσει οτιδήποτε αναφορικά με το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής του καθορίζεται ως ασφαλής χώρα δυνάμει του σχετικού διατάγματος (Κ.Δ.Π. 202/2022) με τον Αιτητή να απαντά «No».

 

Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξης, υπέβαλε στον Αιτητή την ακόλουθη ερώτηση:

 

«Taking into consideration that you are originated from a country that has been designated as safe country of origin, please tell me why you have left your country of origin and for which reasons you do not wish to return there».

 

Παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν υπέβαλε στον Αιτητή ξεκάθαρα την ερώτηση αν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους ο ίδιος θεωρεί ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας αναφορικά με τον ίδιο προσωπικά, διατύπωση η οποία θα ήταν ορθότερη υπό τις περιστάσεις δυνάμει και των προνοιών του εδαφίου (8) του άρθρου 12Βτρις[4], ωστόσο θεωρώ ότι με την επισήμανση ότι η χώρα καταγωγής του έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του και αν πράγματι είχε λόγους να πιστεύει ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, είχε κάθε ευκαιρία να τους προβάλει.

 

Πέραν αυτού, ο Αιτητής με σχετική επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 01.06.2023 (βλ. ερυθρό 31 του δ.φ.) ενημερώθηκε, μεταξύ άλλων ότι:

 

 «Your claim was examined under the accelerated procedure in accordance with the Refugee Law 200, article 12D, 12 Στ, 12Βτρις, on the basis that your country of origin (India) has been designated as a safe country of origin in accordance with the Ministerial Decree No 202/2022.

 

The Asylum Service has examined your application for International Protection and has decided to reject it as manifestly unfounded pursuant to Article 12Στ and 12Βτρις of the Refugee Law 2000, in accordance with the reasoning of the Recommendation report which is hereby attached».

 

Το τι λοιπόν συνέβη εν προκειμένω, ήταν ότι η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον Αιτητή τόσο για το γεγονός ότι η αίτηση του εξετάστηκε στη βάση του χαρακτηρισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς  χώρας καταγωγής δυνάμει του διατάγματος του Υπουργείου Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 202/2022), όσο και για το γεγονός ότι απορρίφθηκε η αίτηση.

 

Παράλληλα, με την ίδια επιστολή ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να αμφισβητήσει την απόφαση αυτή με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής αυτής.

 

Ο Αιτητής ενασκώντας το δικαίωμα του αυτό προχώρησε με την καταχώριση της υπό εξέταση προσφυγής.

 

Προσπάθησα να κατανοήσω την επιχειρηματολογία του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη την ενημέρωση που ο ίδιος έλαβε κατά το στάδιο της συνέντευξής του αλλά και δια της επιστολής που προαναφέρθηκε. Ουσιαστικά ο Αιτητής, ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να τον ενημερώσουν για την απόφασή τους να κρίνουν την Ινδία ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για τον ίδιο και να του δώσουν το δικαίωμα να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωση του καθώς και το δικαίωμα του να προσβάλει την απόφαση αυτή δυνάμει του άρθρου 146.

 

Θεωρεί ο Αιτητής ότι αυτή και μόνο η παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση είναι αρκετή για να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Επισημαίνω ότι ερωτήθηκε πλειστάκις ο συνήγορος του Αιτητή από το παρόν Δικαστήριο ως προς τα επιχειρήματα του για το ότι το Νεπάλ δεν είναι ασφαλής για τον Αιτητή, χωρίς ωστόσο να τοποθετείται σχετικώς επί τούτου. Ούτε στην προσφυγή του εντοπίζεται σχετικός ισχυρισμός, ενώ δέον να επισημανθεί ότι ούτε προσθέτει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως ως προς τη νομιμότητα της Κ.Δ.Π. 202/2022, δυνάμει της οποίας η Ινδία κατατάσσεται ως ασφαλής χώρα καταγωγής και η οποία δύναται να ελεγχθεί παρεπιπτόντως, νοουμένου βεβαίως ότι προωθείται σχετικός λόγος ακυρώσεως.

 

Παραπέμπω στο σημείο αυτό, στα όσα αποφάσισα στην προαναφερόμενη απόφαση μου στην υπόθεση Τ1489/23, Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 29.03.2024 τα οποία τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην υπό εξέταση υπόθεση: 

 

«Λαμβάνοντας υπόψη ότι το αν η συγκεκριμένη (χαρακτηριζόμενη ως ασφαλής) χώρα καταγωγής κρίνεται ασφαλής και για τον ίδιο τον Αιτητή αξιολογείται στο πλαίσιο της διαδικασίας της συνέντευξής όπου δίδεται στον Αιτητή το δικαίωμα δυνάμει του άρθρου 6 να προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, φρονώ πως η ερμηνεία την οποία ο Αιτητής αποδίδει για την αναγκαιότητα έκδοσης ξεχωριστής απόφασης είναι υπέρμετρα τυπολατρική. Άκριτη δε εφαρμογή του εν λόγω κανόνα, χωρίς αξιολόγηση του αν πράγματι η χώρα του Αιτητή δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, θα οδηγούσε σε μία μηχανιστική ακύρωση των διοικητικών πράξεων.

 

Ο Αιτητής εξακολουθεί να έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα δια της προσφυγής την οποίαν καταχώρισε εναντίον της απορριπτικής απόφασης η οποία μάλιστα εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η χώρα του Αιτητή έχει καθοριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, να προβάλει ισχυρισμούς που να ανατρέπουν το μαχητό αυτό τεκμήριο. Ωστόσο ο Αιτητής όχι μόνο δεν πράττει τούτο, ουδεμία  δηλαδή επιχειρηματολογία έχει παραθέσει προς επίρρωση του, συναγόμενου, ισχυρισμού του ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, αλλά θεωρεί ότι η κατά την άποψή του «παράλειψη» αυτή των Καθ’ ων η αίτηση είναι αρκετή για να οδηγήσει σε ακύρωση την προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, μια τέτοια επιχειρηματολογία εναντιώνεται στην πάγια αρχή ότι μόνο λυσιτελείς λόγοι ακυρώσεως μπορούν να εξεταστούν καθώς και ότι απαιτείται η ύπαρξη εννόμου  συμφέροντος για έκαστο λόγο ακυρώσεως που προωθείται.   

 

Συντάσσομαι συνεπώς με την θέση της αδελφής μου Δικαστού κας Μιχαηλίδου ως αυτή διατυπώθηκε στην απόφαση της R.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1538/2023, 10.01.2024, ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως προωθείται άνευ εννόμου συμφέροντος και ότι είναι κατά τούτο αλυσιτελής.

 

Προχωρώ ωστόσο ένα βήμα παραπέρα. Έστω ότι η πρόνοια του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις ήθελε κριθεί ότι δεν έχει τηρηθεί. Ποια η επίδραση αυτής της παράλειψης στα δικαιώματα του Αιτητή; Το ερώτημα λοιπόν που έπεται είναι κατά πόσο ο διατεταγμένος αυτός τύπος είναι ουσιώδης τύπος, παράλειψη τήρησης του οποίου οδηγεί άνευ ετέρου στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 13 του περί των Διοικητικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, «το αποφασιστικό κριτήριο του διαχωρισμού των τύπων σε ουσιώδεις και επουσιώδεις είναι η ενδεχόμενη επίδραση της μη τήρησής τους στο περιεχόμενο της πράξης. Αν η παρατυπία επέδρασε στο αποτέλεσμα της απόφασης που πάρθηκε, θεωρείται ουσιώδης».

 

Επί αυτού ακριβώς του σημείου, συντάσσομαι με την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου στην υπόθεση M.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. Τ1337/23, 26.05.2023, ότι: «εφόσον ο αιτητής δεν στερήθηκε δια της εδώ παρατηρούμενης παράλειψης των καθ' ων η αίτηση του δικαιώματος του να προσβάλει τη σχετική απόφαση δια της οποίας αποφασίστηκε η υπαγωγή της περίπτωσης του στις διατάξεις περί ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για παράβαση ουσιώδους τύπου και δια τούτο, στην απουσία βλάβης των δικαιωμάτων του αιτητή δεν καθίσταται η επίδικη διαδικασία άκυρη άνευ ετέρου».

 

Είναι άλλωστε ξεκάθαρη η νομολογία ως προς το πότε ένας διατεταγμένος τύπος κρίνεται ουσιώδης για σκοπούς της εκάστης εξεταζόμενης υπόθεσης. Ειδικότερα, στην απόφαση  του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 24.3.2016 στις συνεκδικαζ. προσφυγές  αρ. 297/2013 κ.α. Τσούντας και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου κ.α. το ζήτημα τέθηκε ως εξής, με δικές μου υπογραμμίσεις:

 

«Στην Λούκας Παπαλούκας κ.α. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 656 αναφέρθηκαν τ΄ ακόλουθα από την Ολομέλεια:

 

«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, την οποία υιοθετεί τόσο η ελληνική όσο και η κυπριακή νομολογία, ότι η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνον εφ' όσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης. Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβασή του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.

 

Όπως παρατηρεί ο Σ. Δεληκωστόπουλος στη μονογραφία του "Η παράβασις ουσιώδους τύπου ως λόγος ακυρώσεως διοικητικών πράξεων" (1970), στη σελίδα 82:-

 

"Εφ' όσον ούτως ή άλλως η πράξις της διοικήσεως και αν ετηρούντο οι τύποι θα είχε το αυτό περιεχόμενον, διότι η παράλειψις ουδεμίαν επ' αυτού επίδρασιν έσχε, δεν παρίσταται ως ουσιώδης ο μη τηρηθείς τύπος."

 

Πάνω στη ίδια βάση, ο Θ. Τσάτσος, στο σύγγραμμα του "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η Έκδοση (1971), στη σελίδα 228, αναφέρει τα ακόλουθα:-

 

"Η παράβασις του τύπου τούτου καθιστά την πράξιν, την ούτω εκδοθείσαν, δηλαδή άνευ προηγουμένης κλήσεως ή μετά τοσούτον ελλιπή δημοσίευσιν ή κοινοποίησιν αυτής ώστε να εξισούται προς εντελή έλλειψιν, ακυρωτέαν, εκτός εάν παρά την έλλειψιν κλήσεως ή το ουσιωδώς ελλιπές αυτής, ηδυνήθη να πράξη ο ενδιαφερόμενος ό,τι θα έπραττε και αν η κλήσις εγίνετο κατά τρόπον απολύτως άμεμπτον ή εγίνετο άνευ ουσιώδών ελλείψεων."

 

Την ίδια γραμμή ακολουθεί και ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", Β΄έκδοση (1994), στις παραγράφους 585 και 586. Αναφέρει σχετικά:-

 

"2. Ενώ η παράβαση ουσιαστικών διατάξεων του νόμου αποτελεί ανεξαιρέτως λόγο ακυρώσεως, την έννομη αυτή συνέπεια έχει μόνο η παράβαση ουσιώδους τύπου. η παράβαση απλώς ε π ο υ σ ι ώ δ ο υ ς τύπου δεν αρκεί για να καταστήσει βάσιμη την αίτηση ακυρώσεως.

 

(…)

 

3. Στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί ένας τύπος ως επουσιώδης, αν ο ενδιαφερόμενος, υπέρ του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην αποσκοπούμενη προς το συμφέρον του ενέργεια."

 

Στην υπόθεση Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533, ο Δικαστής Νικήτας είπε τα εξής πάνω στο ίδιο ζήτημα:-

 

"Η διάκριση των τύπων σε ουσιώδεις και μη επαφίεται σε τελευταία ανάλυση στην κρίση του δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Κυριακόπουλος "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" 4η έκδοση τόμος Β, σελ. 380, Α. Γεωργίου και Άλλοι ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443. Τα βασικά κριτήρια που συντελούν στο σχηματισμό της γνώμης του δικαστή είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος  και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβασή του, από την άλλη."

 

Σ' αυτή την περίπτωση παραβιάστηκε μεν η διαδικαστική προϋπόθεση του άρθρ. 26(1), αλλά αυτό δεν στέρησε τον αιτητή του δικαιώματος να υποβάλει αίτηση και στη συνέχεια να θεωρηθεί προσοντούχος."

 

Τις ίδιες αρχές επανέλαβε ο ίδιος Δικαστής και σε μεταγενέστερη απόφασή του, στις υποθέσεις Ζησίμου Χ"Τοφή και Άλλης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851. Είπε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:-

 

"Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, που επικρότησε η νομολογία μας από το ξεκίνημα της, η παράβαση ουσιαστικού τύπου στη διαδικασία παραγωγής της διοικητικής πράξης συνεπάγεται την ακυρότητά της. Το ερώτημα κατά πόσον παράβαση τύπου είναι ουσιώδης ή όχι εξαρτάται από την επίδραση που έχει η παράλειψη του τύπου στη συγκεκριμένη πράξη: Ανδρέας Γεωργίου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1443, Αλίκης Λιμνάτη & Άλλες ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4057."

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μη τήρηση του τύπου είναι δυνατό να καλυφθεί ή να θεραπευθεί, όταν ο διοικούμενος υπέρ  του οποίου προβλέπεται, προέβη ήδη στην προς το συμφέρον του ενέργεια, οπότε ο σκοπός του νόμου εκπληρώθηκε, όπως για παράδειγμα, συμβαίνει στην περίπτωση που ο μη κληθείς ενδιαφερόμενος υπέβαλε αυτοβούλως τις απόψεις του στη Διοίκηση, ασκώντας το δικαίωμα ακρόασης ή το αν το μη κληθέν μέλος συλλογικού οργάνου εμφανίσθηκε και μετείχε στη συνεδρίαση του οργάνου[5].

 

Ακόμα λοιπόν και στην περίπτωση που συντρέχει κάποιο από τα νομολογημένα κριτήρια, η νομολογία υποστηρίζει ότι δεν παραβιάζεται ουσιώδης τύπος, εφόσον εγγυήσεις υπέρ του αποδέκτη και των λοιπών προσώπων που αφορούσε η διοικητική πράξη είχαν τηρηθεί εκ των πράγματων και εκπληρώθηκε εν τοις πράγμασι ο σκοπός τους, οπότε και ο τύπος καθίσταται επιγενόμενα επουσιώδης.

 

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, γίνεται παγίως δεκτό ότι η κρίση για το ουσιώδες ή μη ενός τύπου οφείλει να λαμβάνει χώρα in concreto με λεπτές σταθμίσεις και εκτιμήσεις και ορίζοντα την εξισορρόπηση μεταξύ αντικρουόμενων αγαθών ή αρχών[6].

 

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα και υπό το φως των νομολογημένων αρχών, κρίνω, ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε διά της προσβαλλόμενης απόφασης για το δικαίωμα προσφυγής εναντίον της απορριπτικής απόφασης, μέρος της οποίας ήταν και η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι η χώρα ιθαγένειάς του Αιτητή κρίθηκε ως ασφαλής χώρα για τον ίδιο. Πράγματι ο Αιτητής δεν ενημερώθηκε, αυτοτελώς, ότι η Ινδία έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο και δεν του δόθηκε αυτοτελές δικαίωμα προσφυγής εναντίον αυτού μόνο του σημείου, ωστόσο ως έχω ήδη υποδείξει, με την καταχωρισθείσα προσφυγή του, ο Αιτητής είχε κάθε δυνατότητα να εγείρει ισχυρισμούς προς ανατροπή του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας καταγωγής. Δεν έχω διακρίνει συνεπώς, από τα ενώπιον μου στοιχεία, ούτε, εξάλλου, μου έχει προταθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο από την πλευρά του Αιτητή, πως αυτό επέδρασε αρνητικά στα δικαιώματα του σχετικά με την συγκεκριμένη εδώ επίδικη απόφαση, ως επιτάσσει η νομολογία, για να καταστεί, για τέτοιο λόγο, βάσιμη η προσφυγή (βλ. ανωτέρω). Συνεπώς, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες ή μη του τύπου, δεν διαπιστώνεται ότι η παράβασή του είχε δυσμενείς επιπτώσεις για τον Αιτητή και, άρα, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης υπό εξέταση περίπτωσης, αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξεως[7]».

 

Τίποτα δεν διαφοροποιεί την υπό εξέταση υπόθεση από την υπόθεση που εξετάστηκε στην ως άνω απόφαση μου. Φρονώ συνεπώς πως και εδώ, για τους ίδιους επακριβώς λόγους, η σχετική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορού του Αιτητή ως αυτή έχει ήδη παρατεθεί ανωτέρω, δεν δύναται να επιτύχει και απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Eνόψει της ως άνω κατάληξης μου και λαμβάνοντας υπόψη την  υποχρέωση που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[8], θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης αυτής υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου.

 

Παρατηρώ ότι στα πλαίσια της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, ο Αιτητής κατέγραψε ότι είναι επικίνδυνα στην χώρα του λόγω του ότι ο ίδιος είναι ομοφυλόφιλος και επιθυμεί να παραμείνει εδώ (here) καθώς φοβάται για τη ζωή του.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε αρχικά ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του προκειμένου να εργαστεί. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς που κατέγραψε στο πλαίσιο της υποβληθείσας αίτησής του, ερωτηθείς σχετικώς δήλωσε ότι αυτά δεν είναι αληθή και ότι ένας φίλος του του είπε να γράψει κάτι σοβαρό ούτως ώστε να μπορέσει να παραμείνει στη Δημοκρατία. Δήλωσε στο σημείο αυτό ότι η αλήθεια είναι πως έχει ανάγκη να παραμείνει εδώ για να συνεχίσει να εργάζεται καθώς οι μισθοί είναι καλύτεροι. Ως περαιτέρω ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδο του από την χώρα καταγωγής του, ενώ ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί σε αυτήν καθώς και ότι οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδο του. Ως προς τις συνθήκες που αναμένεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής ανέφερε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Φρονώ συνεπώς ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Υπενθυμίζω ότι ο Αιτητής, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας δεν προέβαλε ή έστω δεν προώθησε κανένα ισχυρισμό περί κινδύνου επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και/ή οποιονδήποτε φόβο δίωξης δυνάμενο να τον εντάξει στις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

Επισημαίνω ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεση του. Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω ο Αιτητής δεν έχει προβάλει κανέναν ευλογοφανή ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που τον ώθησε να αναζητεί διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[9]  αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[10]. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχω αναφέρει, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, ο Αιτητής, ερχόμενος στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[11].

 

Προσθέτω επιπλέον  την υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 28.06.2018, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 14.03.2023, ήτοι τέσσερα (4) και πλέον έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον ίδιο, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[12]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και το πιο πρόσφατο το ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €700 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[2] Βλ.  M.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. Τ1337/23, 26.05.2023, M.S.M. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1467/23, 13.06.2023, S.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1464/23, 10.07.2023, S.M. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, Τ2146/23, 20.09.2023, R.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1489/23, 30.08.2023, R.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1538/2023, 10.01.2024 και Ι.Β. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου, Τ1775/23, 30.01.2024.

 

 

 

 

[3] (2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της∙

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας∙

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση∙

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

 

[4] 12Βτρις (8): Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

[5] Δαγτόγλου, Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2014, Έκτη Έκδοση, σελ. 506.

[6] Η. Κουβαράς, Αποσόβηση των δογματικών ακυρώσεων και αρχή της οικονομίας της διοικητικής δράσης, ΔιΔικ 3/2016, σελ. 321

[7] Βλ. ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ Κ.Α. ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ (1998) 3 ΑΑΔ 656.

[8] Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[9] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[10] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[11] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[12] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο