ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: Τ2855/2023 

 

12 Ιουνίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

S. G.  

Αιτήτρια 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια  

Στην απουσία των Καθ' ων η αίτηση δυνάμει των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΜε την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια  προσβάλλει την απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 11/10/2023 σύμφωνα με την οποία η μεταγενέστερη αίτηση της κρίθηκε ως απαράδεκτη και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Η υπό εξέταση προσφυγή ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), αφού εν τω μεταξύ υποβλήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, Υπόμνημα συνοδευόμενο από το σχετικό διοικητικό φάκελο. Μελετώντας αυτόν, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία ολοκληρώθηκε στην παρουσία της Αιτήτριας η οποία εκπροσωπείται από δικηγόρο.  

 

Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου Διοικητικό Φάκελο, πρόκειται για  ενήλικα, υπήκοο του Νεπάλ και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 29/09/2013 και ημερομηνία λήξης την 28/09/2023, η οποία αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας, νόμιμα, στις 13/07/2017 και με την λήξη της άδειας παραμονής της υπέβαλε στις 10/11/2021 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Την 12/05/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 13/05/2022, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας κρίνοντας την ως οικονομική μετανάστρια. Ακολούθως στις 20/06/2022, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.  

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στάλθηκε ταχυδρομικώς στην Αιτήτρια στις 25/08/2022 και εφόσον η Αιτήτρια δεν άσκησε το δικαίωμά της σε πραγματική προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου, η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κατέστη τελεσίδικη.

Την 11/10/2023, η Αιτήτρια συμπλήρωσε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της / μεταγενέστερο αίτημα ασύλου, στην οποία ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της λόγω κτηματικών διαφορών που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή της.    

 

Κατά την εξέτασή της σε προκαταρκτικό στάδιο, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 11/10/2023, ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, με το οποίο εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη, δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/10/2023, γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια η απόφαση απόρριψης του μεταγενέστερου αιτήματός της μαζί με την αιτιολογία αυτής, την οποία η Αιτήτρια παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν θέτοντας την υπογραφή της και αφού το περιεχόμενο της της επεξηγήθηκε μέσω διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από την ίδια.

 

Εμπρόθεσμα καταχώρισε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου, ο συνήγορος της Αιτήτριας, υποστήριξε ότι με τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας προέκυψαν νέα στοιχεία, ήτοι κτηματικές διαφορές με την οικογένεια της, μετά το θάνατο των γονέων της, τα οποία δεν εξετάστηκαν από την διοίκηση. Προωθεί προς τούτο τη θέση ότι οι Καθ’ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της Αιτήτριας και εσφαλμένα έκριναν ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή της.

 

Το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει υποβληθείσες μεταγενέστερες αιτήσεις αποτελούν τα άρθρα 12Βτετρακις και 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου και προνοούν τα ακόλουθα (ο τονισμός και οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 (i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 (ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτησή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

         

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το δε άρθρο 12Βτετράκις(2) προνοεί ότι: (οι υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)

         

«Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνο εάν-

[……]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή […]».

 

Με βάση τα πιο πάνω, είναι σαφές ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη στα πλαίσια εξέτασης της αρχικής του/της αίτησης. Στην  περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς επί της ουσίας εξέταση. Αντίθετα εάν διαπιστωθεί από τον  Προϊστάμενο ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο  Προϊστάμενος ικανοποιείται ότι ο Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι απολύτως αντιληπτό ότι η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αρχικής αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος, εν πρώτης, έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη του όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μια συγκριτική εξέταση της αρχικής αίτησης του/της Αιτητή/τριας με την μεταγενέστερη του/της αίτηση ώστε να διαφανεί εάν με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ο Αιτητής/τρια για πρώτη φορά προβάλλει τέτοια στοιχεία ή ισχυρισμούς τα οποία χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.

Θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.  

 

Η Αιτήτρια στην αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας το 2021 ανέφερε ως λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της οικογενειακά θέματα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά της. Ερωτηθείσα αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μια φορά ήρθε σε αντιπαράθεση με ξάδερφο του πατέρα της, ο οποίος έσπασε το πόδι του αδερφού της ενώ αναζητούσε και την ίδια. Κληθείσα, ωστόσο, να εξηγήσει γιατί υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας το 2021 ενώ βρισκόταν στην Κύπρο από το 2017, η Αιτήτρια ανέφερε ότι αφίχθηκε με άδεια εργασίας. Όταν έληξε η άδεια εργασίας δεν ήθελε να είναι παράνομη έτσι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας για να νομιμοποιήσει την παραμονή της. Χαρακτηριστικά ανέφερε «In the beginning I was working with work visa, I didn’t apply for refugee. When visa expired I was waited for one month and I was afraid to be illegal. I was thinking to go back to Nepal or to stay here actually legally so that’s why I apply for international protection».

 

Στη βάση των πιο πάνω και μετά από την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, οι Καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας εφόσον κρίθηκε πως δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί πρόσφυγας ή για να της χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Με την μεταγενέστερη αίτησή της, δύο χρόνια αργότερα, η Αιτήτρια προβάλει ως ισχυρισμό κτηματικές διαφορές με συγγενείς, μετά το θάνατο των γονέων της οι οποίοι θέλουν να σφετεριστούν τη γη της οικογένειας της, και θέτουν τη ζωή της σε κίνδυνο.

 

Στην βάση των δηλώσεων της Αιτήτριας, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στο Σημείωμα /Εισήγηση ημερομηνίας 11/10/2023, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη στη βάση της ακόλουθης ανάλυσης. Αν και στο αρχικό της αίτημα ισχυρίστηκε ότι έχει οικογενειακό πρόβλημα και στην προηγούμενη συνέντευξη ισχυρίστηκε πέρα από τους οικονομικούς λόγους ότι είχε πρόβλημα με τον ξάδερφο του πατέρα της που την αναζητούσε και έσπασε το πόδι του αδερφού της, εντούτοις στη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρίστηκε πως έχει πρόβλημα με τους συγγενείς της, οι οποίοι μετά το θάνατο των γονιών της θέλουν να πάρουν τη γη και αν την βρουν θα την σκοτώσουν. Ωστόσο, δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε στα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη αίτηση και συνέντευξη της, ενώ της δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει και να τεκμηριώσει το οτιδήποτε. Συνεπώς, λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία. Το αρμόδιο εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου, υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Επαναλαμβάνεται ότι με την υποβολή μεταγενέστερου αιτήματος από Αιτητή/τρια ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση αυτού και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον τα υποβληθέντα από τον/την Αιτητή/τρια νέα στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εφόσον ο Προιστάμενος ικανοποιείται ότι ο/η Αιτητής/τρια αδυνατούσε να υποβάλει τα συγκεκριμένα στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία καθώς και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ως εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι πράγματι, με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της, η Αιτήτρια ανέφερε για πρώτη φορά ισχυρισμό περί κτηματικών διαφορών. Ο εν λόγω ισχυρισμός, ωστόσο, τέθηκε γενικά και αόριστα, χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και περιστατικά. Περαιτέρω, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είχε προβάλει εξίσου γενικό και αόριστο ισχυρισμό περί οικογενειακών θεμάτων στην αρχική αίτηση διεθνούς προστασία, ενώ γενικά και αόριστα αναφέρθηκε σε καυγά που είχε με ξάδερφο του πατέρα της ο οποίος κατ’ ισχυρισμόν ήθελε να την χτυπήσει ενώ έσπασε το πόδι του αδερφού της. Ισχυρισμοί, οι οποίοι αναιρέθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της, με τη δήλωση της ότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας για να νομιμοποιήσει τη διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία. Συνεπώς, ορθά οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη στη βάση του ότι οι ισχυρισμοί της δεν προβλήθηκαν κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησης της λόγω δικής της υπαιτιότητας.   

 

Διαπιστώνω ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα στοιχείο που να αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί απαραίτητο από τους Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε περαιτέρω εξέταση του αιτήματός της. Περαιτέρω, δεν επικαλέστηκε λόγους αδυναμίας υποβολής των εν λόγω στοιχείων κατά την προηγούμενη διαδικασία. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν6(Ι)/2000 ως έχει τροποποιηθεί. Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός του συνηγόρου της περί παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. 

 

Κρίνω με το ενώπιον μου υλικό ότι οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν δεόντως όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, κατά συνέπεια ορθά απέρριψαν την αίτηση ως απαράδεκτη. Η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο που να σχετίζεται με το πρόσωπό της. Οι λόγοι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της όπως ξεκαθαρίστηκαν στην συνέντευξή ήταν οικονομικοί, λόγοι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να την υπαγάγουν στην έννοια του πρόσφυγα, στη δε μεταγενέστερη αίτησή της δεν προέβαλε κανένα νέο στοιχείο το οποίο μάλιστα αυξάνει τις πιθανότητες χαρακτηρισμού της ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας.

 

Τέλος, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 191/2024 καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάση της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη μου το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα αλλά και η νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση. Δεν προβλήθηκαν και δεν αποδείχθηκαν ισχυρισμοί, σε κανένα στάδιο της  διαδικασίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υπαγωγή της Αιτήτριας στις διατάξεις των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου και τα όσα κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτηση της δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε η μεταγενέστερη να κριθεί παραδεκτή και η διοίκηση να προβεί σε ουσιαστική εξέταση τους. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ  Δ. ΔΔΔΠ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο