ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ3/2024

28 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.P.W.,

από Σρι Λάνκα

                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α Κιρακόζοβα (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Η παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Αιτητής παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 28.11.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Σρι Λάνκα και σύμφωνα με τις δηλώσεις του στις 15.08.2015 αφίχθηκε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με άδεια εργασίας. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην Σρι Λάνκα από την οποίαν αναχώρησε εκ νέου και αφίχθηκε στις 31.01.2018 στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές κατέχοντας και πάλι άδεια εργασίας.  Αίτηση ασύλου υπέβαλε στις 09.11.2023 στα πλαίσια της οποίας προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του και στις 28.11.2023 η αίτησή του απορρίφθηκε. Την απόφαση αυτή της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του  επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής  απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία, όπου περιορίστηκε μόνο στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο προωθήθηκε με γενικότητα και αοριστία αναφέροντας μόνο πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς δεν διερευνήθηκαν επαρκώς τα όσα ο ίδιος ανέφερε κατά την συνέντευξή του. Καμία περαιτέρω εξειδίκευση δεν επιχειρήθηκε σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[3]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[4] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[5]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[6].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[7], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτή, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Επισημαίνεται πρωτίστως ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν όπως η αίτησή του Αιτητή εξεταστεί με τη ταχύρρυθμη διαδικασία, εφόσον ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις. Ειδικότερα, το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα όταν αίτηση υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, να εξεταστεί, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα αυτή δεν  είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (8)  του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι:

 

«Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στον Αιτητή την ακόλουθη ερώτηση:

 

«Taking into consideration that you are originated from a country that has been designated as safe country of origin, please tell me in your own word why you have left your country of origin and for which reasons you do not wish to return there».

 

Παρά το γεγονός ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν υπέβαλε στον Αιτητή ξεκάθαρα την ερώτηση αν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους ο ίδιος θεωρεί ότι η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας αναφορικά με τον ίδιο προσωπικά, διατύπωση η οποία θα ήταν ορθότερη υπό τις περιστάσεις δυνάμει και των προνοιών του εδαφίου (8) ανωτέρω, ωστόσο θεωρώ ότι με την επισήμανση ότι η χώρα καταγωγής του έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του και αν πράγματι είχε λόγους να πιστεύει ότι αυτή δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο, είχε κάθε ευκαιρία να τους προβάλει. Ωστόσο, η μοναδική τοποθέτησή του Αιτητή, όταν αυτός ρωτήθηκε κατά πόσο επιθυμεί να σχολιάσει κάτι σε σχέση με το γεγονός ότι η χώρα του έχει κριθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023 ήταν μονολεκτική, δηλώνοντας «Νο». 

 

Προχωρώ τώρα στην εξέταση των όσων ο Αιτητής εξέθεσε κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία. Ιδιαίτερα, παρατηρώ ότι στα πλαίσια της υποβληθείσας αίτησης του για άσυλο, ο ίδιος κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω σοβαρού προβλήματος που αντιμετωπίζει καθώς η ζωή του βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο και δεν μπορεί να επιστρέψει, δηλώνοντας ότι θα εξηγήσει τα πάντα κατά την διάρκεια της συνέντευξής του.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής, ο οποίος είναι σήμερα 31 ετών, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί. Προσθέτει ωστόσο ακόμα ένα λόγο εξηγώντας πως όταν το 2018 παρευρέθηκε στο μνημόσυνο του ξαδέλφου του, οι άνθρωποι που τον σκότωσαν ήταν εκεί και εξαιτίας αυτού του ζητήματος δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στην Σρι Λάνκα. Καταλήγει πως επειδή η θεώρηση εισόδου του (visa) στην Κύπρο έχει λήξει δεν μπορεί να παραμείνει παράνομα εδώ και αυτός ήταν και ο λόγος που καταχώρισε  αίτηση για άσυλο. Ερωτηθείς κατά πόσο συνέβη οτιδήποτε μεταξύ του ίδιου και των προσώπων που δολοφόνησαν τον ξάδελφό του ο Αιτητής αρχικά ανέφερε πως τίποτα άλλο δεν συνέβη αλλά η μητέρα του δεν θέλει να τον στείλει πίσω στην Σρι Λάνκα, ενώ με νέα τοποθέτησή του σε ίδια ερώτηση, απάντησε πως όχι δεν συνέβη τίποτα προσθέτοντας «Ι just mentioned what happened at the funeral. Later, I came to Cyprus to work and be with my mother. »  Ερωτηθείς στην συνέχεια σε σχέση με τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην υποβληθείσα αίτηση ασύλου και κατά πόσα αυτά αληθεύουν, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, δηλώνοντας ότι ο δικηγόρος του τον συμβούλεψε να γράψει μία ιστορία ότι βρίσκεται σε κίνδυνο ούτως ώστε να μπορέσει να παραμείνει στην Κύπρο. Πρόσθεσε στη συνέχεια ρητά ότι «I am not in danger and the story I said today is not true. I just want to stay here with my mother and have a better life». Σύμφωνα περαιτέρω με τα όσα ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στην χώρα καταγωγής του, την οποίαν εγκατέλειψε χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του ενώ σε περίπτωση επιστροφής του οι αρχές της χώρας θα του επιτρέψουν την είσοδό του σε αυτή. Αναφορικά με τις συνθήκες τις οποίες αναμένεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε οικονομικά προβλήματα καθώς πίσω στην Σρι Λάνκα έχει μόνο την μητρική του θεία η οποία είναι ηλικιωμένη. Ως προς τα μελλοντικά του σχέδια, δήλωσε ότι επιθυμεί να βρει εργασία και να εργαστεί εδώ προκειμένου  να  φροντίσει την μητέρα του. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή η μητέρα του διαμένει στην Κύπρο, είναι πλέον Κύπρια πολίτης καθώς ήλθε στην Κύπρο είκοσι (20) χρόνια πριν και είναι παντρεμένη με Κύπριο υπήκοο.

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Προσθέτω εν προκειμένω ότι αξιολογήθηκε και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση ήτοι ότι πρόκειται για υγιή ενήλικα χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, ο οποίος είναι άγαμος και απόφοιτος σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα καταγωγής του, διατηρώντας εκεί συγγενικούς δεσμούς (την μητρική του θεία). Επισημαίνω ότι ο Αιτητής δεν είχε προηγούμενη εργασιακή εμπειρία στη Σρι Λάνκα, παρά την εσφαλμένη αναφορά που εντοπίζεται στην εισηγητική έκθεση (βλ. ερυθρό 44) όπου καταγράφεται ότι ο Αιτητής εργαζόταν στην χώρα καταγωγής του. Τούτο, παρά την αναφορά του Αιτητή ως αυτή εντοπίζεται στο ερυθρό 26 2χ, πως δεν εργάστηκε ποτέ στην Σρι Λάνκα. Ωστόσο, η εσφαλμένη αυτή αναφορά δεν είναι ασφαλώς αρκετή για να ανατρέψει τη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης για την έκδοση της οποίας φρονώ πως έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεση του. Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω ο Αιτητής δεν έχει προβάλει κανέναν ευλογοφανή ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που τον ώθησε να αναζητεί διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8]  αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[9]. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχω αναφέρει, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα του, ο Αιτητής, ερχόμενος στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[10].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για δεύτερη φορά στις 31.01.2018, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 09.11.2023, ήτοι πεντέμισι και πλέον  έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον ίδιο, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[11]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[4] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[5] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[6] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344

[7] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[8] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[9] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[10] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[11] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο