ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:T3073/2023

25 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.M.E.F.

από την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου

 Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Γ. Βασιλόπουλος

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1].

Αιτητής παρών.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 17.11.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις, 16Δ (3) (δ) και 16Δ (4) (β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΗ

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου την οποίαν εγκατέλειψε στις 05.02.2021 και εισήλθε αυθημερόν, νόμιμα, στην Κυπριακή Δημοκρατία κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του. Στις 04.02.2022 υπέβαλλε αίτηση διεθνούς προστασίας στα πλαίσια της οποίας προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του  στις 16.05.2022 η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε αυθημερόν. Εναντίον της απόφασης αυτής, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 515/23 η οποία εξεταζόμενη, απορρίφθηκε στις 05.07.2023 με επιδικασθέντα έξοδα 500€ έξοδα εναντίον του Αιτητή. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 17.11.2023 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε, αυθημερόν, Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτη. Εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή, στις 17.11.2023, από την εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποίαν ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Δια της προσφυγής αυτής, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, με το υπό το αιτητικό (Β) αιτήθηκε την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης επί της ουσίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία, προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης, αιτητικό το οποίο ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και συνεπώς αυτό δεν θα απασχολήσει το Δικαστήριο.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφό της προσφυγής του, ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακύρωσης, τους οποίους ωστόσο δεν εξειδικεύει με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσής τους. Η μόνη σχετική με τα γεγονότα της υπόθεσης αναφορά είναι ότι το ιατρικό έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής αποδεικνύει το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, εξειδικεύοντας τους λόγους ακυρώσεως, ο συνήγορος του Αιτητή προώθησε τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, καθώς, κατά την θέση του, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολογήσουν το ιατρικό πιστοποιητικό που ο ίδιος προσκόμισε, η αυθεντικότητα του οποίου μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια νέας συνέντευξης. Ισχυρίστηκε επί τούτου ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε σε νέους λόγους, προσκομίζοντας και σχετικό πιστοποιητικό, το οποίο όμως οι Καθ’ ων η αίτηση αγνόησαν. Είναι περαιτέρω η θέση του ότι πάσχει η απόφαση παραδεκτού καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση θεωρούν ότι εξ υπαιτιότητας του ο Αιτητής δεν προσκόμισε νωρίτερα το ιατρικό πιστοποιητικό, αγνοώντας ότι ο ίδιος αιτιολόγησε την παράλειψη του αυτή, με τον συνήγορό του να παραπέμπει σχετικώς στο ερυθρό 52 του διοικητικού φακέλου, όπου ο Αιτητής καταγράφει ότι «I was scared from people ant the way they treat me it is very bad». Τέλος, είναι η θέση του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και να παραπεμφθεί εκ νέου στη Διοίκηση για νέα συνέντευξη, προσθέτοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής υπήρξε θύμα βίαιης συμπεριφοράς που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την όρασή του στο ένα του μάτι, τυχόν επαναπροώθησή του στη χώρα καταγωγής του θα θέσει σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα και ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί η αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα.

 

Σε σχέση με το ζήτημα της καταβολής των δικαστικών εξόδων ο συνήγορος του Αιτητή δήλωσε κατά τις Διευκρινίσεις ότι ο ίδιος (ο συνήγορος) έστειλε σχετική επιστολή από τις 22.11.2023 -την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 1 στο Δικαστήριο- προκειμένου να επιθεωρήσει τον διοικητικό φάκελο και να ενημερωθεί για τυχόν έξοδα προηγούμενης προσφυγής προκειμένου να τα διευθετήσει, ωστόσο δεν έχει λάβει ακόμη σχετική απάντηση.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκειμένου να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους.

 

Προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί που ο ίδιος προώθησε δια της υποβληθείσας μεταγενέστερης αίτησής του καθώς και η αξιολόγηση που έλαβε χώρα επί αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα στην Αίγυπτο εξαιτίας κτηματικών διαφορών με έναν γείτονά του. Στα πλαίσια της εν λόγω διαφοράς δέχθηκε επίθεση με όπλο με αποτέλεσμα να «χάσει» το δεξί του μάτι και να τραυματιστεί στο πόδι. Λόγω τούτου, δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Προσκομίζει προς ενίσχυση των θέσεων του μία νέα (ως ο ίδιος την χαρακτηρίζει) ιατρική γνωμάτευση την οποία έχει εκδώσει στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 66-64του δ.φ.) ότι o Αιτητής δεν προέβαλε τον ισχυρισμό περί προηγούμενης δίωξής του από τον γείτονά του για λόγους κτηματικών διαφορών, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός αφορά ένα πραγματικό γεγονός που έχει λάβει χώρα πριν την αρχική εξέταση του αιτήματός του που προηγήθηκε της παρούσης, ενώ επιπλέον ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία κατά την προηγούμενη αίτηση του ενώ φαίνεται ότι αυτά προϋπήρχαν. Περαιτέρω, σημείωσαν ότι ο Αιτητής κατά την αρχική εξέταση του αιτήματός του αρκέστηκε να αναφερθεί στους οικονομικούς λόγους που κινητοποίησαν την είσοδό του στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς να προβάλει οποιονδήποτε άλλο λόγο σχετικό με τη φυγή του από την Αίγυπτο.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ’ ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης ημερομηνίας 05.02.2021, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε την Αίγυπτο προκειμένου να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ επιπλέον αποσαφήνισε ότι ο σκοπός του είναι να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για διάστημα 2-3 ετών προκειμένου να αποταμιεύσει κάποια χρήματα και στη συνέχεια να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Ακολούθως, ο Αιτητής στο πλαίσιο της προσφυγής υπ’αρ. 515/23[7] που καταχώρισε εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας κατέγραψε ότι έχει μια κτηματική διαφορά με τον πατέρα του και αν επιστρέψει στην Αίγυπτο, ο τελευταίος θα τον δολοφονήσει. Ως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην προρρηθείσα προσφυγή, ο Αιτητής ισχυρίστηκε δια της γραπτής του αγόρευσης ότι  ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να στηρίξει την άπορη οικογένειά του, προσθέτοντας πως ενόσω βρισκόταν στην Αίγυπτο δανείστηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που δεν κατάφερε να αποπληρώσει με αποτέλεσμα να έχει ασκηθεί στο μεταξύ σχετική αγωγή σε βάρος του.

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του περί της κτηματικής διαφοράς με το γείτονά του και της συνδεόμενης βλάβης στο ένα του μάτι λόγω επίθεσης που δέχθηκε στα πλαίσια της διαφοράς, παρατηρώ ότι πρόκειται πράγματι για ένα νέο στοιχείο, υπό την έννοια ότι ο Αιτητής δεν έχει προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό σε προηγούμενο στάδιο της εξέτασης του αιτήματός του. Το γεγονός ωστόσο, ότι ο προβαλλόμενος με τη μεταγενέστερη αίτηση λόγος προσιδιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον ισχυρισμό που προέβαλε ο Αιτητής με το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής του κατά της απόρριψης του αιτήματός του με μόνη διαφορά ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο τα εμπλεκόμενα μέρη στην κτηματική διαφορά ήταν κατ’ ισχυρισμόν του Αιτητή ο ίδιος και ο πατέρας του, ενώ εν προκειμένω είναι ο ίδιος και ένας γείτονάς του, βάλλει σημαντικά κατά της αξιοπιστίας του ισχυρισμού.

 

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η συνοχή της αφήγησης ενός Αιτητή αποτελεί ένα στοιχείο που κρίνεται στη βάση των συνολικών δηλώσεων του Αιτητή όπως αυτές έχουν εκτεθεί μέσω γραπτών κοινοποιήσεων ή συνεντεύξεων σε όλα τα στάδια της εξέτασης της αίτησής του[8].

 

Περαιτέρω, δεν παροράται ότι ο Αιτητής κατά την γραπτή του αγόρευσή, καθώς και κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων στην προσφυγή του υπ’ αρ. 515/23 δεν προώθησε περαιτέρω τον ισχυρισμό του περί κτηματικής διαφοράς, αλλά επανέλαβε τα όσα εξέθεσε κατά την αρχική του συνέντευξη, ήτοι ότι οι λόγοι που κινητοποίησαν τη φυγή του από τη χώρα καταγωγής του ήταν οικονομικού περιεχομένου.

 

Αξιολογώντας το κατά πόσον ο προβαλλόμενος με τη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρισμός συνιστά νέο στοιχείο ή όχι, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση της υποβληθείσας ιατρικής έκθεσης, η οποία φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: πρόκειται για ιατρική γνωμάτευση (medical report), η οποία έχει συνταχθεί από τον χειρούργο οφθαλμίατρο-παιδοφθαλμίατρο Δρ. Σοφοκλή Σοφοκλέους στις 18.09.2023, η οποία περιλαμβάνει διάγνωση σύμφωνα με την οποία το δεξί μάτι του Αιτητή είναι τυφλό λόγω προηγούμενου τραύματος, ενώ στο αριστερό μάτι παρατηρείται αστιγματισμός και μυωπία.

 

Παρότι το ιατρικό έγγραφο φέρει ημερομηνία 18.09.2023, ήτοι ημερομηνία μεταγενέστερη της απόρριψης της προσφυγής του Αιτητή επί της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησής του (05.07.2023), σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Αιτητής στην μεταγενέστερη αίτησή του, το πρόβλημα στο μάτι του συνδέεται με επίθεση που δέχθηκε ενώ βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του. Υπό αυτή την έννοια, παρά το γεγονός ότι η ιατρική γνωμάτευση συνιστά νέο στοιχείο, κατ’ ουσίαν, η ιατρική συνθήκη την οποία καταγράφει η γνωμάτευση αυτή έχει προκύψει ως αποτέλεσμα πραγματικών γεγονότων που έλαβαν χώρα πριν την είσοδό του στην Κυπριακή Δημοκρατία και άρα πριν την υποβολή της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας. Επιπρόσθετα, και ο θεράπων ιατρός του Αιτητή αναφέρει στην έκθεσή του ότι η απώλεια όρασης οφείλεται σε παρελθοντικό τραύμα.

 

Πέραν από το ζήτημα ότι ο προβαλλόμενος με τη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρισμός δεν συνιστά νέο στοιχείο, καθώς και το ζήτημα της πληγείσας γενικής αξιοπιστίας του Αιτητή, θα προχωρήσω ως εκ του περισσού να εξετάσω το ζήτημα της υπαιτιότητας του Αιτητή.

 

Δεδομένου ότι το πραγματικό περιστατικό που βρίσκεται στον πυρήνα του προβαλλόμενου με τη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρισμού έλαβε χώρα πριν από την είσοδο του Αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία και πριν την αρχική εξέταση του αιτήματός του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν προέβαλε επαρκή εξήγηση σε σχέση με τη μη προβολή του σε πρωθύστερο σημείο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, καταλήγω σε συμφωνία με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί της ύπαρξης υπαιτιότητας εκ μέρους του Αιτητή. Επισημαίνω ότι η αιτιολογία που ο ίδιος καταγράφει στο ερυθρό 52 του διοικητικού φακέλου ότι «I was scared from people and the way they treat me it is very bad», δεν εξειδικεύεται επαρκώς και δεν παρέχει βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Από ποια πρόσωπα φοβόταν ο Αιτητής, με ποιον κακό τρόπο τον έχουν μεταχειριστεί ουδόλως εξηγείται αλλά ούτε και εξηγείται γιατί τότε φοβήθηκε να προβάλει τον ισχυρισμό αυτό ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου ή έστω ενώπιόν του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της τότε προσφυγής του, ενώ κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν φοβήθηκε να προωθήσει αυτόν.

 

Στο σημείο αυτό, θεωρώ χρήσιμο να παραπέμψω και στο άρθρο 16Δ (3) (β) (ii) σύμφωνα με το οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο αν καταβλήθηκε προσπάθεια από τον εκάστοτε Αιτητή να προβάλει τα νέα στοιχεία που ενδεχομένως αποκτήσει μέσω προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει τα ακόλουθα σχετικά:

 

« [ενν. Ο Προϊστάμενος] (…) εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Ωστόσο, οφείλω στο παρόν σημείο να επισημάνω ότι εντοπίζω διαδικαστικό σφάλμα καθώς οι Καθ’ ων οι αίτηση θα έπρεπε πρωτίστως να αξιολογήσουν και να εκτιμήσουν σε πρώτο στάδιο κατά πόσο ο ισχυρισμός του Αιτητή συνιστά «νέο στοιχείο ή πόρισμα», προτού προβούν σε κρίση περί σημαντικής αύξησης των πιθανοτήτων χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας και περί υπαιτιότητας ως προς τη μη προβολή του νέου στοιχείο σε προγενέστερο στάδιο. Ωστόσο παρά την πλημμέλεια αυτή, θεωρώ ότι η νομιμότητα και η ορθότητα της  προσβαλλόμενης απόφασης διαφυλάσσεται, καθώς η κρίση περί της υπαιτιότητας εμπερικλείει με έναν τρόπο κρίση περί του αν ο προβαλλόμενος ισχυρισμός συνιστά «νέο στοιχείο».

 

Φρονώ συνεπώς ότι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προώθησε ο Αιτητής είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, καθώς και τους ισχυρισμούς τόσο του συνηγόρου του Αιτητή όσο και του ίδιου του Αιτητή, δεν διαπιστώνω περιθώρια για παρέμβαση του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι ως διαφαίνεται προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) (ανωτέρω) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής δυνάμενο να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης και έρευνας όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Προσθέτω καταληκτικά ότι λαμβάνω υπόψη μου το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) καθώς και το πιο πρόσφατο  ημερ. 31.05.2024 (ΚΠΔ 191/2024), δυνάμει των οποίων η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα καταγωγής, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ούτε έχει υποδείξει ή καταδείξει στο Δικαστήριο ότι το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, εμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο την ασφαλή επιστροφή του στην Αίγυπτο.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7]  Προσφυγή αρ. 515/23, Α.Μ.Ε.Φ.Ε. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 05.07.2023.

[8] EUAA, Δικαστική Ανάλυση- Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο