ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: Τ63/2024

28 Ιουνίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.E.O.

από Νιγηρία

Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Κιρακόζοβα (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) 

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία.[1]

Αιτητής παρών

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 03.01.2024, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί [2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου αυτού. .

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία την οποίαν εγκατέλειψε στις 26.01.2022 αφού εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές στις 27.01.2022 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, καταχώρισε στις 08.03.2022 αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του, η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 31.05.2023. Ο Αιτητής δεν αμφισβήτησε δια προσφυγής την απόφαση αυτή, προχώρησε ωστόσο στις 03.01.2024 σε καταχώριση της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησης η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη. Την απόφαση αυτή ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση. Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής προώθησε την θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Μοναδική επιχειρηματολογία του Αιτητή, την οποία δια της συνηγόρου του υπέβαλε, είναι ότι παρά το γεγονός ότι ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του ότι μίλησε «πρόσφατα» με τον πατέρα του, λέξη που δεικνύει ότι πρόκειται για νέο γεγονός και νέα στοιχεία, αυτό ουδέν αξιολογήθηκε και ουδέν λήφθηκε υπόψη, όπως δεν αξιολογήθηκαν και τα όσα του είπε ο πατέρας του περί κινδύνου επιστροφής του.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Εξετάζοντας  την  ουσία  της  υπόθεσης  σε συνάρτηση  και  με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας τον οποίο ο Αιτητής προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή   για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων  Νόμου  τα  οποία  διαλαμβάνουν  τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας  και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Ενόψει των πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι στις περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανεξέταση της υπόθεσής του.

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται.

 

Προχωρώντας τώρα στην μελέτη των ενώπιόν μου δεδομένων, διαπιστώνω ότι στην υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι επειδή δεν έχει έγκυρη θεώρηση εισόδου (visa) για να παραμείνει στη Δημοκρατία, μίλησε με τον πατέρα του πρόσφατα γιατί ήθελε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, αλλά ο πατέρας του,  του είπε είναι ριψοκίνδυνο να επιστρέψει και θα τον σκοτώσουν εάν τολμήσει να τo κάνει. Καταγράφει περαιτέρω ότι ο πατέρας του ξυλοκοπήθηκε πρόσφατα από άτομα τα οποία στάλθηκαν από την οικογένεια της κοπέλας με την οποίαν ο ίδιος έβγαινε ραντεβού, γιατί δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τον ίδιο. Ως καταγράφει, η κοπέλα έμεινε έγκυος από τον ίδιο και στην συνέχεια έκανε έκτρωση, πράξη η οποία εναντιώνεται στη θρησκεία της γι' αυτό θέλουν να τον σκοτώσουν. Καταγράφει επίσης ότι πίστευε ειλικρινά ότι το θέμα αυτό είχε ξεχαστεί από την οικογένεια της κοπέλας, όμως μετά που μίλησε με τον πατέρα του, , αυτός του επανέλαβε ότι οι δράστες επιτίθενται ασταμάτητα στον ίδιο και την περιουσία του, λόγος για τον οποίον ο ίδιος δεν τολμάει να επιστρέψει για να μην υποφέρει. (Π.Β. ερυθ. 82-77)

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 100-97 του δ.φ.) ότι τους ίδιους ισχυρισμούς είχε προβάλει ο Αιτητής τόσο κατά το αρχικό αίτημα του όσο και στο πλαίσιο της προηγούμενης συνέντευξής του. Ως καταγράφεται στην Έκθεση-Εισήγηση οι ισχυρισμοί αυτοί εξετάστηκαν ήδη κατ’ ουσίαν στο πλαίσιο εξέτασής της αρχικής του αίτησής και απορρίφθηκαν. Καταλήγει λοιπόν ο λειτουργός ασύλου ότι εφόσον οι ισχυρισμοί που υπέβαλε κατά τη μεταγενέστερη αίτησή του είναι παρόμοιοι και άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους ισχυρισμούς της συνέντευξης και της αρχικής του αίτησης και καθώς ο πυρήνας του αιτήματός του παραμένει ο ίδιος, δεν μπορεί να κριθεί ότι πρόκειται για νέα στοιχεία αλλά για επανάληψη των ίδιων ισχυρισμών και κατ’ επέκταση δεν αυξάνουν τις πιθανότητας υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.   

 

Επομένως, οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη Νιγηρία, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του καθώς λανθασμένα άφησε έγκυο την μουσουλμάνα φίλη του η οποία προχώρησε σε έκτρωση ενεργώντας κατά τούτο αντίθετα με την παράδοση της. Γι’ αυτό τον λόγο η οικογένειά της αποφάσισε ότι θα πρέπει να την νυμφευτεί  δια της βίας. Ο ίδιος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτή την επιταγή και τότε άρχισε να λαμβάνει απειλές από την οικογένειά της, οπότε μη μπορώντας να αντέξει αυτή την πίεση αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του για την ασφάλειά του. Τους ίδιους ισχυρισμούς επανέλαβε και κατά το στάδιο της συνέντευξής του, οι οποίοι αξιολογήθηκαν επί της ουσίας τους και απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι.

 

Αντιπαραβάλλοντας λοιπόν τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην μεταγενέστερη αίτησή του με τα όσα δήλωσε στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης, διαπιστώνω ότι πρόκειται κατ’ ουσίαν για τους ίδιους ισχυρισμούς, με ίδιο πυρήνα αιτήματος. Η μοναδική διαφοροποίηση που εντοπίζεται είναι η καταγραφή του Αιτητή επί της μεταγενέστερης αίτησής του ότι «μίλησε πρόσφατα με τον πατέρα του» αλλά και τα όσα ο πατέρας του, του είπε, ήτοι ότι οι δράστες επιτίθενται ασταμάτητα στον ίδιο και την περιουσία του.

 

Και είναι επί τούτου η θέση της κας Κιρακόζοβα ότι από μόνη της η λέξη «πρόσφατα», δεικνύει ότι πρόκειται για νέο γεγονός, ενώ νέο γεγονός συνιστά και τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του, ήτοι ότι ο πατέρας του, , του είπε ότι είναι ριψοκίνδυνο να επιστρέψει γιατί θα τον σκοτώσουν, καθώς και ότι ξυλοκόπησαν πρόσφατα τον ίδιο ενώ συνεχίζουν να επιτίθενται ασταμάτητα στον ίδιο και την περιουσία του.

 

Το ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι κατά πόσο, οι γενικόλογες αυτές καταγραφές του Αιτητή, χωρίς την προσκόμιση περαιτέρω στοιχείων είναι αρκετές από μόνες τους για να ενεργοποιήσουν την κρίση περί του παραδεκτού της αίτησής του.

 

Φρονώ πως το γεγονός ότι ο Αιτητής «μίλησε πρόσφατα με τον πατέρα του» δεν αποτελεί νέο στοιχείο από μόνο του που να δικαιολογεί την παραδοχή της αίτησης και την κλήση σε νέα συνέντευξη, καθώς η ουσία του ισχυρισμού περί κινδύνου λόγω της σχέσης του με την κοπέλα και την αντίδραση της οικογένειάς της, έχει ήδη εξεταστεί και απορριφθεί στην αρχική αίτηση. Τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του δεν περιλαμβάνουν νέα γεγονότα ή στοιχεία δυνάμενα να διαφοροποιήσουν σημαντικά την εκτίμηση κινδύνου και να αυξήσουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Για να μπορούσε η αίτησή του να θεωρηθεί παραδεκτή ο Αιτητής  θα έπρεπε να προσκομίσει ουσιαστικά νέα στοιχεία που να αλλάζουν την εκτίμηση κινδύνου και να δικαιολογούν την επανεξέταση της περίπτωσής του.

 

Επισημαίνεται ότι επί του εντύπου που συμπλήρωσε ο Αιτητής (βλ. Ερ. 80 του δ.φ.), εντοπίζεται η ακόλουθη ρητή αναφορά στο σημείο 7: «Please explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protection». Και ακολούθως στο σημείο 8: «If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence/information, please provide in detail what the new evidence is». Επιπλέον στο σημείο 10, επιζητείται η καταγραφή και συγκεκριμενοποίηση ως προς το πότε η μαρτυρία ή τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής περιήλθαν στην κατοχή του, με ποιον τρόπο καθώς και γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Όφειλε λοιπόν ο Αιτητής να είναι συγκεκριμένος στις καταγραφές του, αναφέροντας με λεπτομέρεια πότε συνομίλησε με τον πατέρα του και παρέχοντας περαιτέρω λεπτομέρειες για τις απειλές και τα προβλήματα που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν σε αυτόν οι δράστες. Τούτο, μάλιστα έχοντας κατά νου ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε στην μεταγενέστερη αίτηση ήταν παρόμοιοι και άρρηκτα συνδεδεμένοι με εκείνους της αρχικής αίτησης, οι οποίοι αξιολογήθηκαν και απορρίφθηκαν λόγω έλλειψης αξιοπιστίας.  Συνεπώς, η επανάληψη των ίδιων ισχυρισμών στη μεταγενέστερη αίτηση χωρίς νέα στοιχεία δεν προσθέτει τίποτα ουσιαστικό στην υπόθεσή του.

 

Φρονώ συνεπώς πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση φαίνεται να βασίζεται σε μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, και η απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη λόγω έλλειψης νέων και αξιόπιστων στοιχείων που να τεκμηριώνουν μια πραγματική απειλή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

 

Συμπληρωματικά της αξιολόγησής των Καθ’ ων η αίτηση, προσθέτω ότι, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης, η οποία έλαβε χώρα στις 17.05.2023, ήτοι λίγους μήνες πριν την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του (αυτή υποβλήθηκε στις 03.01.2024) δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία με τον πατέρα του. Συγκεκριμένα δήλωσε «My dad is in Warri but we do not keep in touch». Επιπλέον, από την συνέντευξή του προκύπτει ότι ο Αιτητής διατηρούσε επαφές με την αδελφή του , δηλώνοντας ότι «It been a while we haven’t spoken with my sister; with my dad we are not really in touch. I was closer with my mum». Ερωτηθείς ως προς το πόσο καιρό έχει να μιλήσει με την αδελφή του, ανέφερε «Over a month plus».

 

 

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τις αρχικές του δηλώσεις ότι δεν είχε επικοινωνία με τον πατέρα του, σε συνάρτηση με την καταγραφή του στη μεταγενέστερη αίτηση του ότι πρόσφατα είχε μιλήσει μαζί του και ότι ο πατέρας του αντιμετώπισε επιθέσεις, προκύπτει μία αντίφαση στις δηλώσεις του η οποία δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία του και η οποία δεν έχει δικαιολογηθεί από τον ίδιο. Έχοντας μάλιστα υπόψη ότι ο ίδιος φαίνεται να είχε καλές σχέσεις και επικοινωνία με την αδελφή του, θα αναμενόταν όπως η τηλεφωνική επικοινωνία λάμβανε χώρα με την αδελφή του και όχι με τον πατέρα του. Περαιτέρω, κατά την ίδια συνέντευξη, ερωτηθείς ο Αιτητής κατά πόσο οι δράστες προσέγγισαν την οικογένειά του στη Νιγηρία, ο ίδιος απάντησε πως «No, they did not even know where my family leaves». Δημιουργούνται λοιπόν περαιτέρω αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των όσων κατέγραψε στην μεταγενέστερη αίτησή του λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αυτήν δήλωσε ότι, σύμφωνα με τον πατέρα του, επιτέθηκαν στον ίδιο και στην περιουσία του, όταν πριν λίγους μήνες δεν γνώριζαν που διαμένει η οικογένειά του.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του  για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή  σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, , έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[6] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, , υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εξ  όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

  

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

 

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο