ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Αρ. Υπόθεσης: Τ929/22

 

27 Ιουνίου, 2024

 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

M. P. N.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Γ. Κορυζής (κ.), Δικηγόρος για Αιτητή

Μ. Τρεμούρη (κα) για Θ. Παπανικολάου (κα), για Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/11/22, με την οποία η μεταγενέστερη του αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης περιέχονται στο διοικητικό φάκελο που έχει προσκομιστεί από τους Καθ' ων η Αίτηση και έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας. (Ερ.6 Δ.Φ). Στις 13/10/08, ο Αιτητής αφίχθη στη Δημοκρατία παράνομα και αυθημερόν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου (Ερ.6 Δ.Φ). Στις 13/10/08 παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας (Ερ.12 Δ.Φ). Στις 20/04/12 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου (Ερ.20-24 Δ.Φ). Στις 27/04/12 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή (Ερ.27-31 Δ.Φ). Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 30/04/12 (Ερ.31 Δ.Φ). Στις 24/05/12, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στον Αιτητή στις 28/05/12 (Ερ.36-37, 41 Δ.Φ).

 

Στις 07/06/12 ο Αιτητής υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (Ερ.40 Δ.Φ). Η διοικητική προσφυγή του Αιτητή απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 18/07/12 και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επικυρώθηκε (Ερ.41-47 Δ.Φ).

 

Στις 05/06/19 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου (Ερ.53-54 Δ.Φ). Αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε προκαταρκτική εξέταση του αιτήματός του συντάσσοντας Έκθεση – Εισήγηση ημερομηνίας 25/11/22, την οποία στη συνέχεια υπέβαλε στην Προϊστάμενη της Υπηρεσίας Ασύλου. (Ερ.61-64 Δ.Φ). Η εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο λειτουργό να ασκεί τα καθήκοντα Προϊσταμένης ημερομηνίας 25/11/22 και το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε ως απαράδεκτο (Ερ.65 Δ.Φ).

 

Στις 05/12/21 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των επιχειρημάτων που προβάλλει ο Αιτητής, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι η παρούσα υπόθεση  εξετάζεται μόνο ως προς τη νομιμότητα της, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11(3)(β) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018), ώστε να εξεταστεί η  ορθότητα της.  Εν πάση περιπτώσει, με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κρίνει απαράδεκτη τη μεταγενέστερη αίτησή του και ως εκ τούτου εξετάζεται κατά πόσον νόμιμα κρίθηκε απαράδεκτη, υπό το φως των προϋποθέσεων παραδεκτού που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ο Αιτητής, δια της αίτησης ακυρώσεώς του, προωθεί πλείονες λόγους ακύρωσης και τον πραγματικό ισχυρισμό ότι είναι πολιτικός στόχος στη χώρα καταγωγής του λόγω της έντονης δραστηριοποίησης του ως ακτιβιστής. Στη συνέχεια, ο Αιτητής εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει λόγω των εθνοτικών συγκρούσεων. Ισχυρίστηκε πως τα προβλήματα με τους Fulani εντείνονται όσο περνάει ο καιρός και ο ίδιος δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα του επειδή δεν έχει ούτε σπίτι ούτε οικογένεια, ενώ βρίσκεται στην Δημοκρατία για περίπου 14 χρόνια. Κατά στο στάδιο της ακρόασης της παρούσας, ο Αιτητής πρόβαλε, μέσω του δικηγόρου του, έστω και ακροθιγώς, ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι εσφαλμένη λόγω μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η Αίτηση, υποστήριξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και αιτιολογημένη και ότι ο Αιτητής δεν είχε προβάλει τους ισχυρισμούς αυτούς προηγουμένως.  Παρά το ότι το Δικαστήριο τους έδωσε χρόνο να υποβάλουν και γραπτώς τις θέσεις τους, δεν προέβησαν σε αυτή την ενέργεια και ουδέποτε επεξήγησαν το γεγονός ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα από την έκδοση της πρώτης απορριπτικής απόφασης μέχρι και την έκδοση της επίδικης απόφασης. Παρότι κλήθηκαν δε να τοποθετηθούν ως προς την αναγκαιότητα εξέτασης της παρούσας υπό το πρίσμα του άρθρου 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν προέβαλαν κάποια σαφή θέση. Κλήθηκαν επίσης να υποβάλουν υπόμνημα με τις θέσεις τους ως προς την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά δεν συμμορφώθηκαν με τη διαταγή του Δικαστηρίου παρά το γεγονός ότι τους δόθηκε επανειλημμένως η ευκαιρία να το πράξουν.

 

Εκ προοιμίου αναφέρεται ότι τα μεταγενέστερα αιτήματα εξετάζονται βάσει των προνοιών του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι το εδάφιο που εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση είναι το εδάφιο (β) του άρθρου 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προνοεί ότι:

«(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Εξετάζοντας προσεκτικά τόσο το περιεχόμενο της αίτησης για διεθνή προστασία και της συνέντευξης του Αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και αυτό της διοικητικής προσφυγής που υποβλήθηκε στη Αρχή αλλά της αίτησης του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας, διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Στην αίτηση του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του εθνοτικού και διαφυλετικού πολέμου μεταξύ των Tiv και των Idomels, εκεί όπου έκανε την υπηρεσία του. Συμπληρώνει πως όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών προβλημάτων και της επιδίωξης για δύναμη (Ερ.4 Δ.Φ) .

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής επιβεβαίωσε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του για διεθνή προστασία σχετικά με τις διαφυλετικές συγκρούσεις μεταξύ των Tiv και Idoma. Πρόσθεσε, μάλιστα, πως ενόσω βρισκόταν στη Δημοκρατία, ο αδελφός του σκοτώθηκε εξαιτίας του διαφυλετικού πολέμου (Ερ.22/9χ, 23/1χ-2χ Δ.Φ). Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων του αρμόδιου λειτουργού, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η διαφθορά και η Boko Haram, (Ερ.22/3χ Δ.Φ) οι τσακωμοί, οι πυροβολισμοί, οι βόμβες και οι σκοτωμοί οδηγήσαν τον ίδιο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και ευθύνονται για τον εκτοπισμό πολλών ατόμων (Ερ.22/7χ Δ.Φ). Ισχυρίστηκε, επιπλέον, πως εξαιτίας των περιστατικών στη χώρα του απέκτησε πρόβλημα με την υγεία του (Ερ.22/11χ Δ.Φ). Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί στόχος φυλετικής ομάδας επειδή ο πατέρας του  ήταν γραμματέας στην αγροτική κυβέρνηση (Ερ.21/1χ Δ.Φ).  

 

Στη διοικητική προσφυγή που υπέβαλε ο Αιτητής δεν προέβαλε νομικούς ισχυρισμούς. Επανέλαβε όμως πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε προωθήσει κατά το στάδιο της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου (Ερ.42 Δ.Φ).

 

Στην αίτησή του για επανάνοιγμα του φακέλου του, ο Αιτητής σημείωσε ότι επιθυμεί να επανεξεταστεί ο φάκελός του επειδή έχει επηρεαστεί άμεσα από την κρίση στην οποία οδήγησε ο διαφυλετικός – διεθνοτικός πόλεμος μεταξύ των αγροτών και των βοσκών. Όπως κατέγραψε, έχασε τα μέλη της οικογένειάς του, τον πατέρα και τον αδελφό του, και δεν είναι ασφαλές να επιστρέψει στη χώρα του καθώς είναι ο μόνος επιζών από την οικογένειά του. Κατέληξε δε πως η βίαιη κρίση στη χώρα του χειροτερεύει και χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας αυτής (Ερ.53 Δ.Φ).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στο Σημείωμα/Εισήγησή του, αφού παρέθεσε συνοπτικά τη διαδικασία που προηγήθηκε - από την ημέρα υποβολής αίτησης εκ μέρους του Αιτητή για διεθνή προστασία μέχρι και την ημέρα καταχώρισης αιτήματος για επανάνοιγμα του φακέλου του για διεθνή προστασία - επεσήμανε το νομικό πλαίσιο που διέπει την εξέταση μεταγενέστερων αιτημάτων. Στη συνέχεια, κατέγραψε, με αρκετή λεπτομέρεια, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής με την αίτησή του για διεθνή προστασία και στο πλαίσιο της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου καθώς και το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του κρίθηκαν αναξιόπιστοι από την Υπηρεσία Ασύλου. Έπειτα, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου παρέθεσε την εισηγητική του έκθεση τα όσα κατέγραψε ο Αιτητής στην αίτησή του για επανάνοιγμα του φακέλου του και κατέληξε πως οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν δηλώθηκαν κατά την εξέταση του βασικού του αιτήματος ή κατά το στάδιο της συνέντευξής του λόγω δικής του υπαιτιότητας και δεν εξήγησε με την μεταγενέστερη αίτησή του τους λόγους που δεν ανέφερε αυτούς τους ισχυρισμούς προηγουμένως.

 

Ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει ο Αιτητής, εκτός και αν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις υπό (i) και (ii) του άρθρου 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Εν πρώτοις, ο Προϊστάμενος πρέπει να προβεί σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο τα στοιχεία αυτά δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης του, ώστε να αποφασίσει σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) (βλ. άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Από τα όσα έχω ενώπιόν μου παρατηρώ ότι ο Προϊστάμενος έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με το πρώτο από τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης μιας μεταγενέστερης αίτησης, ως προνοείται στο άρθρο 16Δ(3)(α), το οποίο επιβάλλει τη διαπίστωση ύπαρξης νέων στοιχείων ή πορισμάτων. Από κανένα σημείο της εισηγητικής έκθεσης δεν προκύπτει συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη ή μη νέων στοιχείων, αλλά αφήνεται να νοηθεί εμμέσως, δια της κατάληξης ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί από υπαιτιότητα του Αιτητή δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως, άρα επομένως ήταν νέοι.

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της υπόθεσης διαφαίνεται ότι οι ισχυρισμοί που υπέβαλε ο Αιτητής και αφορούσαν τη βίαιη κρίση μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων – τρομοκρατών Fulani, ως ένας διαφυλετικός/διεθνοτικός πόλεμος, δεν ήταν νέοι. Οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν καταγραφεί στην αίτησή του για διεθνή προστασία και ειπώθηκαν κατά το στάδιο της συνέντευξής του, δηλώνοντας ότι ο ίδιος ανήκει στην ομάδα των γεωργών (Ερ.21/9χ, 22/12χ Δ.Φ.).  Δεν αποτελούσαν νέους ισχυρισμούς ούτε τα όσα κατέγραψε για το θάνατο όλων των μελών της οικογένειάς του, του αδελφού και του πατέρα του, για τους οποίους είχε προηγουμένως ισχυριστεί ότι σκοτώθηκαν λόγω των διεθνοτικών διαφορών (Ερ.21/7χ, 2/14χ, 23/2χ Δ.Φ.). Με βάση όμως τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, και ιδιαίτερα ότι το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή υπεβλήθη περί τα 7 έτη μετά την τελική απόφαση που λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (βλ. ερυθρό 47 του διοικητικού φακέλου), κρίνω ότι οι Καθ’ων η Αίτηση όφειλαν να εξετάσουν στη βάση επικαιροποιημένων στοιχείων, πρώτον την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα του Αιτητή και δεύτερο σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό του περί κρίση μεταξύ γεωργών και κτηνοτρόφων – Fulani, από την οποία επηρεάζεται, να εξεταστεί κατά πόσον αυτή υφίσταται σήμερα και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στον Αιτητή.  Το συμπέρασμα περί υπαιτιότητας στη μη υποβολή τέτοιου στοιχείου προηγουμένως είναι ακροσφαλές, αφού με την παρέλευση των 7 περίπου ετών από την τελική απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση επί της αρχικής αίτησης του Αιτητή, τα δεδομένα θα μπορούσαν να αλλάξουν.

 

Υπάρχει το ενδεχόμενο να έχουν προκύψει νέα γεγονότα στη χώρα καταγωγής ή ίσως ο αιτών έχει εμπλακεί σε νέες δραστηριότητες στη χώρα ασύλου μετά τη λήψη τελεσίδικης απόφασης επί της προηγούμενης αίτησης. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να συμβούν στη χώρα καταγωγής ή/και στην προσωπική κατάσταση του αιτούντος οποιαδήποτε στιγμή, ανεξαρτήτως της διάρκειας της (νόμιμης ή παράτυπης) παραμονής του αιτούντος στο εξωτερικό. Λόγω της διάρκειας της παραμονής εκτός της χώρας καταγωγής ορισμένων αιτούντων στους οποίους δεν χορηγήθηκε διεθνής προστασία στο πλαίσιο προηγούμενης αίτησης, είναι δυνατόν να παρουσιάζονται τακτικά καταστάσεις επιτόπου στο πλαίσιο μεταγενέστερων αιτήσεων. Οι εξελίξεις ή τα γεγονότα στη ζωή τους ή στη χώρα καταγωγής τους μπορούν να δημιουργήσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή.[1]

 

Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση πάσχει λόγω νομικής πλάνης και λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, καθότι κατά το προκαταρκτικό στάδιο της εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή παραλήφθηκε η συμμόρφωση με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ(3)(α) και εσφαλμένως εφαρμόστηκε το άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) καθώς ο Αιτητής δεν υπέβαλε νέο ισχυρισμό τον οποίο είχε τη δυνατότητα να υποβάλει προηγουμένως. Ο ισχυρισμός του Αιτητή ήταν αποτέλεσμα της παρέλευσης του χρόνου και σχετιζόταν με την πιθανή αλλαγή της κατάστασης ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του. Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προκαταρκτική εξέταση χωρίζεται σε δύο στάδια, και αποτελεί προϋπόθεση η εξέταση του πρώτου για να προχωρήσει η διοίκηση στην εξέταση του δεύτερου.  Αυτό συνάγεται και από το λεκτικό του άρθρου 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού αναφέρεται ρητώς ότι ο Προϊστάμενος προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των στοιχείων μόνο «σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα», αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και μετέπειτα, εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στα σημεία (i) και (ii) του προαναφερθέντος άρθρου.

 

Παραπέμπω συναφώς στο σύγγραμμα του Ν. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου», 2013, στη σελ. 274 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Όταν η πλάνη στρέφεται σε λανθασμένη ερμηνεία του νόμου ή σε κακή εφαρμογή κριτηρίων που τάσσει ο νόμος, η πράξη της διοίκησης θα ακυρωθεί για παράβαση νόμου διότι η πλάνη ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.»

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση φαίνεται ότι προχώρησαν στην αξιολόγηση της προϋπόθεσης που τίθεται ως σημείο (ii) του άρθρου 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι κατά πόσο τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που υπέβαλε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη του αίτηση, άνευ δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία, η οποία ως φαίνεται από την εισηγητική έκθεση της αρμόδιας λειτουργού, έκριναν ότι δεν επληρούτο.  Επομένως, θεωρώ πως η αιτιολόγηση που παραθέτουν οι Καθ' ων η Αίτηση πως δεν θα προχωρήσουν στην ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που καταχώρησε ο Αιτητής διότι αυτά εξ υπαιτιότητας του Αιτητή δεν υποβλήθηκαν προηγουμένως, είναι λανθασμένη και η ανάλυση και αξιολόγηση που έγινε συνιστά κακή και/ή εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση των όσων έχω αναλύσει πιο πάνω, κρίνω ότι η νομιμότητα της επίδικης απόφασης πάσχει λόγω νομικής πλάνης, μη δέουσας έρευνας των στοιχείων του φακέλου και λανθασμένης αιτιολογίας που επικαλέστηκαν οι Καθ' ων η Αίτηση για την έκδοση της.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18).  Επιδικάζονται €800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO (2021) Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, διαθέσιμος σε: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο