ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1056/23

2 Ιουλίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

 V. M. L.

Αιτήτριας,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

Α. Καρλσιάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αίτησής της για διεθνή προστασίας και της απόφασης επιστροφής της.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαική Δημοκρατία του Κονγκό (εφεξής «Λ.Δ.Κ.»). Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας περί τις 14.6.2021, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 14.6.2021, η Αιτήτρια παρέλαβε τη Βεβαίωση υποβολής αιτήματος Διεθνούς Προστασίας. Στις 24.2.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό προς εξέταση του αιτήματός της. Στις 28.2.2023, ο λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος). Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 28.2.2023 και για έκδοση απόφασης επιστροφής. Στις 13.3.2023, η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρίστηκε στις 10.4.2023.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.              Στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια αναφέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της καθώς κινδυνεύει η ζωή της.

 

3.             Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια αναφέρει ότι μία φίλη της μητέρας της, την εξανάγκασε σε γάμο με έναν ηλικιωμένο άνδρα λόγω προσωπικού συμφέροντος που είχε. Αυτός είναι και ο λόγος που διέφυγε και για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστρέψει εκεί καθώς αισθάνεται ότι απειλείται.

 

4.             Κατά την ακροαματική διαδικασία υποβλήθηκαν ερωτήματα στην Αιτήτρια, αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός της, όπου επανέλαβε τα περί κινδύνου που διατρέχει από μία φίλη της μητέρας της και τον άνδρα με τον οποίο την εξανάγκασε να παντρευτεί.

 

5.               Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης απόφασης καθώς υποδεικνύουν ότι η Αιτήτρια δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Παραπέμποντας εκτενώς στις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τη διοικητική διαδικασία και στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, καταλήγουν ότι η Αιτήτρια υπήρξε αναξιόπιστη ως προς τις δηλώσεις της περί κινδύνου δίωξη στη χώρας της και ότι δύναται να επιστρέψει σε αυτήν και ειδικότερα, στην πόλη Kinshasa.

 

Το νομικό πλαίσιο

6.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη.

10.          Επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Συνεπώς, ως λόγος προσφυγής ανάγεται πλέον η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση. Εντούτοις, αυτό, δεν απαλλάσσει την Αιτήτρια από την υποχρέωση, τουλάχιστον με τη γραπτή της αγόρευση, να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη/πλημμελής (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.9.20212) και, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, γιατί η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ανατραπεί και πού ακριβώς εδράζεται το αίτημά της για υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

11.          Παρατηρείται συναφώς ότι η Αιτήτρια, κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, δήλωσε αυτολεξεί: «Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν 12 χρονών. Έμεινα με τη φίλη της μητέρας μου. Έχει εστιατόριο. Αφού τελείωσα το λύκειο άρχισα να δουλεύω εκεί, μόνο και μόνο για να κερδίσω τα δικά μου χρήματα. Τα μάτια των πελατών ήταν πάνω μου. Όλοι ήθελαν να με έχουν. Συμφώνησε. Πραγματικά της έδωσαν χρήματα και έφυγαν μαζί μου. Μια μέρα αποφάσισε να με παντρέψει με έναν 75χρονο άντρα. Δεν συμφωνούσα. Έφυγα τρέχοντας και ο γέροντας με έψαχνε παντού για να με πάρει μαζί του στην επαρχία και πήγα να κρυφτώ στην εκκλησία και άρχισε να με ψάχνει η φίλη της μητέρας μου με τον γέροντα για να με σκοτώσουν» (ερ. 11 του διοικητικού φακέλου).

 

12.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της η Αιτήτρια επιβεβαίωσε την κονγκολέζικη καταγωγή της, προβάλλοντας ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κινσάσα της Λ.Δ.Κ. το 1998, η οποία αποτελεί και τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της. Περαιτέρω, δήλωσε πως ανήκει στην φυλετική ομάδα των Mungala και είναι χριστιανή προτεστάντισσα στο θρήσκευμα. Ως προς το μορφωτικό και επαγγελματικό της υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής της και μετέπειτα από το 2018 έως το 2020 απασχολούνταν στο εστιατόριο της γυναίκας που την ανέλαβε μετά τον θάνατο των γονιών της. Επίσης, είναι άγαμη και άτεκνη και δεν διαθέτει οικογένεια στην χώρα καταγωγής της (ερ. 26-30 του διοικητικού φακέλου).

 

13.          Ως προς τους κατ’ ιδίαν λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της επιβεβαίωσε τα όσα εν συντομία κατέγραψε στην αίτησή της περί της αναγκαστικής συμβίωσης με έναν άνδρα που γνώρισε στο εστιατόριο που εργαζόταν. Πιο αναλυτικά, προέβαλε ότι μετά τον θάνατο των γονιών της, η Αιτήτρια έμενε με μια φίλη της μητέρας της και εργαζόταν στο εστιατόριο της τελευταίας, όπου και την προσέγγισε ο εν λόγω άντρας, ο οποίος και την «αγόρασε», όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η Αιτήτρια. Ο άντρας αυτός την χειραγωγούσε ώστε να έχουν σχέση και να γίνει η «κοπέλα» του, ισχυριζόμενος ότι είναι μουσουλμάνος, η πολυγαμία επιτρέπεται και όντας απογοητευμένος με την σύζυγό του ήθελε να έχει μια δεύτερη. Έπειτα από τρεις μήνες η Αιτήτρια διαπίστωσε πως είναι έγκυος από αυτόν τον άντρα, αλλά ο τελευταίος την ανάγκασε να προβεί σε άμβλωση, το οποίο και έπραξε εντέλει χωρίς την θέλησή της με φάρμακα που της προκαλούσαν συνεχείς αιμορραγίες. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως κατά την διάρκεια των αιμορραγιών ο άντρας αυτός επέμενε με την βία να έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί της παρά τους πόνους. Παρά τις διαμαρτυρίες της Αιτήτριας, η φίλη της μητέρας της την απέτρεπε από το να φέρνει αντίρρηση στον άντρα αυτόν και της έλεγε να του φέρεται με σεβασμό. Στην συνέχεια, η Αιτήτρια είπε το πρόβλημά της στην καθαριστήρια του σπιτιού και εκείνη την βοήθησε τόσο με τους πόνους αλλά αργότερα της προσέφερε καταφύγιο στο σπίτι της για να γλιτώσει από τον άντρα. Στην πορεία, η Αιτήτρια μέσω της γυναίκας αυτής βρήκε καταφύγιο στην εκκλησία όπου άρχισε να δέχεται απειλές μέσω τηλεφώνου τόσο από τον άντρα αυτόν όσο και την φίλη της μητέρας της ότι θα την βρουν και θα την σκοτώσουν. Με την βοήθεια ενός άντρα από την εκκλησία, η Αιτήτρια πληροφορήθηκε για την δυνατότητα υποβολής αιτήσεως ασύλου στη Δημοκρατία και κατόπιν εγκατέλειψε οριστικά την χώρα (ερ. 24 του διοικητικού φακέλου).

 

14.          Ερωτηθείσα αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία απάντησε αρνητικά.  Ερωτηθείσα τι είναι αυτό που φοβάται ότι θα της συμβείς σε περίπτωση επιστροφής, απάντησε ότι ο άντρας αυτός βρίσκεται ακόμα εκεί και διαδίδει σε κάποιους φίλους της Αιτήτριας ότι αν την βρει θα της κάνει κακό. Αν δεν συνέβαιναν, τα παραπάνω η Αιτήτρια δήλωσε πως δεν θα έφευγε από την χώρα καταγωγής της (ερ. 23 του διοικητικού φακέλου). 

 

15.          Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων που ακολούθησε, τέθηκαν στην Αιτήτρια πρόσθετες ερωτήσεις δίνοντάς της την ευκαιρία να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα βιοτικά γεγονότα της αφήγησής της. Η Αιτήτρια δήλωσε πως η φίλη της μητέρας της το 2019 την «πούλησε» σε αυτόν τον άντρα για αντάλλαγμα ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο και πως ανάγκασε την Αιτήτρια να δεχτεί απειλώντας την και πετώντας τα προστάγματά της έξω από το σπίτι (ερ. 23 του διοικητικού φακέλου). Οι συνθήκες διαβίωσης στο σπίτι του άντρα ήταν ικανοποιητικές με την έννοια ότι στην Αιτήτρια δεν έλλειπε τίποτα, αλλά ο άντρας αυτός την εκμεταλλευόταν σεξουαλικά και η Αιτήτρια δινόταν σε αυτόν λόγω του ότι εξαρτιόταν από αυτόν και δεν είχε άλλη επιλογή (ερ. 22 του διοικητικού φακέλου). Τον Νοέμβριο του 2020 πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει το σπίτι και να μείνει στο σπίτι της καθαρίστριας, όπου και έμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021 χωρίς να έχει οποιοδήποτε πρόβλημα με τον άντρα αυτόν ισχυριζόμενη ότι δεν έβγαινε από το σπίτι (ερ. 21 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το ενδεχόμενο να επιστρέψει σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ. απάντησε πως δεν είναι δυνατόν γιατί ο άντρας αυτός έχει διασυνδέσεις και πως δεν έχει που να πάει και πως να ξεκινήσει την ζωή της (ερ. 20 του διοικητικού φακέλου). Επίσης, προς το τέλος της συνέντευξης η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι κατά την εργασία της στο εστιατόριο η φίλη της μητέρας της την έδινε σε πελάτες για να έρχονται σε ερωτική επαφή μαζί της, με αντάλλαγμα λίγα χρήματα και πως δίχως να έχει άλλη επιλογή δεχόταν (ερ. 18 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ερωτηθείσα αν η γυναίκα αυτή θα μπορούσε να την εντοπίσει σε περίπτωση επιστροφής, απάντησε πως πιθανόν να μπορεί να την βρει τυχαία στον δρόμο (ερ. 17 του διοικητικού φακέλου).

 

16.           Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, οι Καθ' ων η Αίτηση σχημάτισαν τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά στην ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. Ο δεύτερος την «πώλησή» της στον άντρα ως σύντροφο ο οποίος την κακομεταχειριζόταν, ο τρίτος αναφορικά με την φυγή της από το σπίτι αυτού του άντρα και ο τέταρτος αναφορικά με την παραχώρησή της χωρίς τη θέλησή της  σε πελάτες του εστιατορίου, στο οποίο απασχολούνταν με σκοπό την σεξουαλική εκμετάλλευσή της.  

 

17.           Ο ισχυρισμός αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας έγινε αποδεκτός καθώς οι πληροφορίες που παρέθεσε κρίθηκαν ως σαφείς και συνεκτικές ενώ επιβεβαιώθηκαν κατόπιν σχετικής έρευνας σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

18.          Σχετικά με τον δεύτερο ισχυρισμό περί της «πώλησής» της Αιτήτριας στον άντρα αυτόν, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της, υπέπεσε σε ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε κατά πρώτον μια θεμελιώδης αντίφαση σε σύγκριση με τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά τον χρόνο της καταγραφής.  Στην αίτησή της για διεθνή προστασία η είχε ισχυριστεί πως η φίλη της μητέρας της αποφάσισε να την δώσει για γάμο σε έναν 75χρονο που ήθελε να την πάρει στην επαρχία μαζί του, πως αυτή δε συμφώνησε και πως έτρεξε και κρύφτηκε στην εκκλησία οπότε και η φίλη της μητέρας της ξεκίνησε να ψάχνει για να την σκοτώσει μαζί με τον 75χρονο. Ωστόσο, η Αιτήτρια κατά την προσωπική της συνέντευξη προέβαλε διαφορετικούς ισχυρισμούς καθώς ισχυρίστηκε ότι πουλήθηκε ως «σύντροφος» σε έναν άνθρωπο 50-60 ετών, πως αυτή τον ακολούθησε, πως έμεινε σε σπίτι που ο άνθρωπος αυτός νοίκιαζε στην Κινσάσα και πως έμεινε έγκυος από τον άνθρωπο αυτό. Οι ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί μεταξύ τους και παρότι της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει την αντίφαση, η Αιτήτρια δεν έδωσε επαρκείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις, δηλώνοντας ότι δεν γνώριζε την ακριβή ηλικία του άντρα. Ομοίως, αναφορικά με την έκτρωση και τις σεξουαλικές σχέσεις με το άτομο αυτό, αυτοί οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν μόνο κατά τη συνέντευξη, και δεν έβρισκαν έρεισμα στην αίτησή της για διεθνή προστασία και η Αιτήτρια κληθείσα να σχολιάσει αυτήν την παράλειψη ισχυρίστηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι δεν είχε γράψει για αυτούς επειδή δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες. Όπως αναφέρουν οι Καθ’ ων, οι αντιφάσεις μεταξύ αίτησης και συνέντευξης είναι σημαντικές καθώς δεν επρόκειτο για πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να αλληλοσυμπληρωθούν και για τις οποίες θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε να έχει ξεχάσει να αναφέρει. Αναφορικά με κάποιες επιμέρους ασάφειες, οι Καθ’ ων παρατηρούν ότι η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο άνδρας αυτός την ήξερε από το εστιατόριο στο οποίο εργαζόταν, ωστόσο, σε επόμενο σημείο ισχυρίστηκε ότι το άτομο αυτό δε της μίλησε πριν την «αγοράσει» από τη φίλη της μητέρας της. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ασυνεπείς. Η ασυνέπεια έγκειται στο γεγονός ότι αναμένεται πως από τη στιγμή που ο άνδρας αυτός γνώριζε την Αιτήτρια, ότι θα της μιλούσε πριν φτάσει στο σημείο να αποφασίσει να την «αγοράσει». Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της χαρακτηρίζονται και από χρονική ασάφεια. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πότε γνώρισε για πρώτη φορά τον άνδρα που την αγόρασε καθώς σε σχετική ερώτηση που της έγινε ανέφερε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε γνωρίζει. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η φίλη της μητέρας της, στην προσπάθειά της να την πείσει να φύγει με αυτόν τον άνδρα, πέταξε όλα τα πράγματα της έξω. Ωστόσο όταν ερωτήθηκε αναφορικά με το πότε έγινε το περιστατικό αυτό, η ΑΔΠ ισχυρίστηκε με ασάφεια ότι έγινε πριν πάει να ζήσει με αυτόν τον άνδρα, ενώ δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με σαφήνεια πότε της ζήτησε η γυναίκα αυτή να φύγει με αυτόν τον άνδρα, και σε σχετική ερώτηση που της έγινε περιορίστηκε στο να αναφέρει με αοριστία ότι ξεκίνησε να της το λέει γενικά το 2019. Επίσης, η Αιτήτρια  δεν ήταν σε θέση να αναφέρει πότε η φίλη της μητέρας της έκανε τη συμφωνία να την "πουλήσει" σε αυτό τον άνδρα καθώς σε σχετική ερώτηση που της έγινε απάντησε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε γνωρίζει. Επιπρόσθετα, δεν θυμόταν πότε έμαθε ότι έμεινε έγκυος αναφέροντας γενικά και απροσδιόριστα το έτος 2020. Ακολούθως, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε με ασάφεια και χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ότι η φίλη της μητέρας της, στην προσπάθεια της να την πείσει, να πάει με τον άνδρα στον οποίο την "πούλησε", πέταξε όλα τα πράγματα της έξω. Παρότι της έγινε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση προκειμένου να παρέχει λεπτομέρειες, ωστόσο η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το περιστατικό. Εξίσου σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει σαφείς πληροφορίες ούτε για τον ίδιον τον άνδρα στον οποίο "πωλήθηκε" και ο οποίος νοίκιαζε το σπίτι στο οποίο διέμεινε από το Μάρτιο του 2020 ως το Νοέμβριο του 2020. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια περιέγραψε μονάχα το χαρακτήρα του, ότι δηλαδή είναι ένας κακός και εγωιστής άνθρωπος και παρότι ανέφερε ότι ήταν επιχειρηματίας ωστόσο δε γνώριζε τι επιχείρηση είχε. Ως μη ευλογοφανής κρίθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι δεν έφυγε από το σπίτι με το που το άτομο αυτό ξεκίνησε να την κακοποιεί με βίαιο τρόπο επειδή θεωρούσε ότι θα σταματήσει μια μέρα.  Όσον αφορά στο πότε ξεκίνησε η σεξουαλική κακοποίησή της, η Αιτήτρια αρχικά ισχυρίστηκε ότι η σεξουαλική της σχέση με τον άντρα αυτόν ήταν εξαναγκαστική ακόμα και πριν την ισχυριζόμενη εγκυμοσύνη της, ωστόσο σε επόμενο σημείο άλλαξε τα λεγόμενα της ισχυριζόμενη ότι αυτό το άτομο ξεκίνησε να την αναγκάζει και να την κακοποιεί σεξουαλικά μετά την έκτρωση. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αντιφατικοί. Στην Αιτήτρια δόθηκε η ευκαιρία να παρέχει εξήγηση για την αντίφαση μέσω διευκρινιστικής ερώτησης, ωστόσο ισχυρίστηκε χωρίς να παρέχει σαφείς εξηγήσεις περί της αντίφασης, ότι την κακοποιούσε σεξουαλικά από την αρχή. Τέλος, αναφορικά με την καθαρίστρια, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η καθαρίστρια έμενε μαζί της την περίοδο που εκείνη ζούσε στο σπίτι του άντρα, ωστόσο, σε άλλο σημείο, ισχυρίστηκε πως η καθαρίστρια την πήρε σπίτι της. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αντιφατικοί μεταξύ τους καθώς από τη μία  ισχυρίστηκε πως η καθαρίστρια έμενε μαζί της και από την άλλη πως η καθαρίστρια είχε δικό της σπίτι. Στην Αιτήτρια δόθηκε η ευκαιρία να παρέχει εξήγηση μέσω διευκρινιστικής ερώτησης ωστόσο ισχυρίστηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι όταν ανέφερε ότι η καθαρίστρια έμενε μαζί της ότι εννοούσε ότι ερχόταν κάθε 1-2 μέρες και δεν εννοούσε ότι έμενε μαζί της μόνιμα.

 

19.          Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό περί της διαφυγής της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση εκκινούν με την σημείωση ότι με δεδομένο ότι δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός ο προηγούμενος ισχυρισμός δε μπορεί να γίνει δεκτή και η φυγή της Αιτήτριας ή ύπαρξη δίωξης κατά αυτής. Με δεδομένο ότι η ισχυριζόμενη φυγή της και η συνακόλουθη δίωξη της είναι απότοκα της ισχυριζόμενης "πώλησης" και σχέσης της με τον άνδρα αυτό, δε μπορούν να γίνουν αποδεκτές εφόσον, κατά λογική συνέπεια, δεν έχει γίνει δεκτή η "πώληση" και σχέση της με τον άνδρα αυτό. Ως εκ τούτου, κρίνουν πως ο ισχυρισμός καθίσταται μη ευλογοφανής. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, παρατηρούνται τα ακόλουθα.  Σχετικά με αυτό το μέρος του αιτήματός της, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της. Κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πιο πάνω γεγονότα μέσω των οποίων υπέπεσε σε επιπλέον ασάφειες, αντιφάσεις, ασυνέπειες, υπεκφυγές και έλλειψη ευλογοφάνειας. Συγκεκριμένα, στην αίτηση της για διεθνή προστασία, είχε ισχυριστεί ότι μαζί με τον άνδρα που την είχε αγοράσει, την έψαχνε να τη σκοτώσει και η φίλη της μητέρας της. Ωστόσο, δεν ανέφερε τίποτα σχετικό στη συνέντευξη της. Εντοπίζεται συνεπώς ασυνέπεια ανάμεσα στα όσα ισχυρίστηκε στην αίτηση της για διεθνή προστασία και σε αυτά που ισχυρίστηκε στη συνέντευξη της. Στην Αιτήτρια δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει την αντίφαση μέσω διευκρινιστικής ερώτησης ωστόσο η ίδια ισχυρίστηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι ανέφερε ότι δεχόταν απειλές από τη φίλη της μητέρας της και πως θυμάται ότι το είπε. Η έλλειψη ευλογοφάνειας έγκειται στο γεγονός ότι η ΑΔΠ παρότι αναφέρθηκε στην αντίδραση της φίλης της μητέρας της μετά την ισχυριζόμενη φυγή της ΑΔΠ από το σπίτι του άντρα στον οποίο την είχε "πουλήσει", δεν ανέφερε απειλές από μέρους της φίλης της μητέρας της σχετικές με τη φυγή της. Συγκεκριμένα, η ΑΔΠ ισχυρίστηκε ότι η φίλη της μητέρας της, της είπε ότι ο άνδρας που την κυνηγούσε θα την έβρισκε και θα τη σκότωνε, κάτι το οποίο δε συνιστά απειλή εκ μέρους της. Περαιτέρω, παρατηρούν ότι ακόμα και αν η Αιτήτρια είχε αναφέρει κατά τη συνέντευξη απειλή από μέρους της φίλης της μητέρας της, και πάλι θα εντοπιζόταν αντίφαση καθώς στην αίτηση για διεθνή προστασία η ΑΔΠ δεν ανέφερε πως η φίλη της μητέρας της την απείλησε αλλά πως την έψαχνε μαζί με τον άνδρα στον οποίο την είχε “πουλήσει" για να τη σκοτώσει. Περαιτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεχόταν απειλές μέσω κλήσεων και μηνυμάτων στο τηλέφωνο της. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι δεν προσπάθησε να αλλάξει τον αριθμό τηλεφώνου της. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ασυνεπείς μεταξύ τους, σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση. Της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει την ασυνέπεια μέσω διευκρινιστικής ερώτησης, ωστόσο ισχυρίστηκε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε γνωρίζει γιατί δε προσπάθησε να αλλάξει τον αριθμό τηλεφώνου της. Ακολούθως, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν θα ήταν ασφαλής σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ. ,δηλώνοντας γενικόλογα και χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ότι ο άνδρας αυτός μπορεί να την πειράξει εύκολα και πως έχει χρήματα και ανθρώπους. Στην ερώτηση πως θα μπορούσε ο άνθρωπος αυτός να τη βρει σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ., η Αιτήτρια ισχυρίστηκε εκ νέου γενικόλογα και αόριστα ότι είναι επιχειρηματίας και συνεργαζόταν με ανθρώπους που ήταν κοντά της. Ο ισχυρισμός της  ότι ο άνδρας στον οποίο είχε "πουληθεί" θα μπορούσε να τη βρει επειδή συνεργάζεται με ανθρώπους που είναι κοντά της κρίθηκε ως μη ευλογοφανής. Η έλλειψη ευλογοφάνειας έγκειται στο γεγονός ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της η ίδια δεν έχει καμία επαφή με τους ανθρώπους αυτούς και επίσης, όπως ανέφερε, δεν θα ήταν δυνατόν για αυτούς τους ανθρώπους να γνωρίζουν αν επέστρεφε σε άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ. Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση απάντησε πως ο λόγος που δεν μπορεί να επιστρέψει είναι ότι δεν γνώριζε από που θα ξεκινούσε τη ζωή της. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε ότι υφίστατο κακοποίηση από τον άνδρα στον οποίο είχε πωληθεί, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι δεν το ανέφερε στην αστυνομία διότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα επειδή ο άντρας αυτός είναι πολύ δυνατός, ισχυρισμός που δεν θεμελιώθηκε επαρκώς. Επίσης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μέρος των εξόδων της για το ταξίδι της στη Δημοκρατία το κάλυψε από χρήματα που είχε μαζέψει η ίδια, ωστόσο, όταν ερωτήθηκε για ποιο λόγο δε χρησιμοποίησε τα χρήματα αυτά για να νοικιάσει σπίτι κάπου αλλού στη Λ.Δ.Κ., ισχυρίστηκε με ασάφεια ότι ο άνδρας αυτός θα την έβρισκε. Εν συνεχεία, αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι η φίλη της μητέρας της την κυνήγησε και αυτή για να τη σκοτώσει, αυτός κρίθηκε ήδη αντιφατικός με τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε στη συνέντευξη της. Ωστόσο, αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό οι Καθ’ ων η αίτηση, παρατηρούν και τα ακόλουθα: Η Αιτήτρια σε διευκρινιστική ερώτηση που της έγινε για να παρέχει πληροφορίες αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι η φίλη της μητέρας της ψάχνει να τη σκοτώσει, ισχυρίστηκε με ασάφεια και χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ότι την απειλεί με μηνύματα και κλήσεις λέγοντας πως έχει βάλει τη ζωή της σε κίνδυνο. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε με ασάφεια και αοριστία ότι η φίλη της μητέρας της μπορεί να τη βρει τυχαία στο δρόμο  ενώ στην ερώτηση αναφορικά με το πως θα μπορούσε να τη βρει η γυναίκα αυτή αν βρισκόταν σε διαφορετική περιοχή της ΛΔΚ, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε ξέρει τις δυνατότητες της γυναίκας αυτής.

 

20.          Ως προς τον τέταρτο ισχυρισμό περί της διάθεσης της Αιτήτριας σε πελάτες του εστιατορίου για σκοπούς σεξουαλικούς, οι Καθ’ ων έκριναν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματός της. Κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πιο πάνω γεγονότα μέσω των οποίων υπέπεσε σε ασάφειες, αντιφάσεις και έλλειψη ευλογοφάνειας Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια στην αίτηση της για διεθνή προστασία είχε ισχυριστεί ότι η φίλη της μητέρας της άφηνε πελάτες να την εκμεταλλευτούν σεξουαλικά, λαμβάνοντας χρηματικά ανταλλάγματα. Ωστόσο, δεν έκανε καμία σχετική αναφορά στη συνέντευξη της προτού ερωτηθεί αναφορικά με  το εν λόγω κενό. Παρότι της δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει το κενό, ισχυρίστηκε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε κατάλαβε ότι έπρεπε να το αναφέρει όταν ερωτήθηκε για την εργασία της στο εστιατόριο. Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση που έγινε στην Αιτήτρια αναφορικά με το γιατί δεν ανέφερε κάτι σχετικό στις ερωτήσεις που τις έγιναν αναφορικά με την εργασία της, η Αιτήτρια απάντησε χωρίς να παρέχει πληροφορίες ότι δε γνωρίζει. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι ο λόγος που η ίδια αποδεχόταν να την "παραχωρεί" σε πελάτες η φίλη της μητέρας της ήταν ότι η φίλη της μητέρας της την απειλούσε ότι δε θα την άφηνε να μείνει στο σπίτι και πως δεν την απειλούσε με κάποιον άλλο τρόπο. Ωστόσο, σε επόμενο σημείο άλλαξε τα λεγόμενα της ισχυριζόμενη πως η φίλη της μητέρας της τη χτυπούσε για να την αναγκάσει να δεχτεί την "παραχώρηση" της, ισχυρισμοί που είναι αντιφατικοί μεταξύ τους. Σε ερώτηση που έγινε στην Αιτήτρια προκειμένου να παρέχει πληροφορίες και λεπτομέρειες αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι η φίλη της μητέρας της την "παραχωρούσε" σε πελάτες, απάντησε με ασάφεια και χωρίς να παρέχει λεπτομέρειες ότι έδιναν χρήματα στη φίλη της μητέρας της για να έχουν σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Ωστόσο, δεδομένου ότι επρόκειτο για μια κατάσταση στην οποία βρισκόταν, κατά τους ισχυρισμούς της, η ίδια η Αιτήτρια όσο εργαζόταν στο εστιατόριο της φίλης της μητέρας της, αναμένεται ότι θα ήταν σε θέση να παρέχει περισσότερες πληροφορίες και λεπτομέρειες. Ομοίως, σε ερώτηση που της έγινε αναφορικά με μια τυπική της ημέρα στο εστιατόριο η Αιτήτρια δεν έκανε κάποια αναφορά στην "παραχώρηση" της σε πελάτες. Ως προς την εκτίμηση εξωτερικής αξιοπιστίας, μετά από έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση προέκυψε ότι εξωτερικές πηγές σημειώνουν ότι πολλές γυναίκες στη Λ.Δ.Κ. καταφεύγουν στην πορνεία εξαιτίας της έλλειψης εργασιακής απασχόλησης και πως στην Κινσάσα σε πολλά μπαρ και οίκους ανοχής το σεξ είναι αντικείμενο συνδιαλλαγής ανάμεσα σε άνδρες, κορίτσια και γυναίκες.

 

21.          Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της, ήτοι των προσωπικών της στοιχείων, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια  δεν θα κινδυνεύσει να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε σωρευτικά να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης και ως εκ τούτου δεν προέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού, δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.  

 

22.          Στο πλαίσιο εξέτασης των προϋποθέσεων υπαγωγής της Αιτήτριας  στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει πιθανότητα υπαγωγής της σε αυτό, καθώς, βάσει πληροφορίων που προέκυψαν κατόπιν σχετικής έρευνας, προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων συνήχθη  ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Κινσάσα είναι σταθερή και ως εκ τούτου δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων εξαιτίας κάποιας εξωτερικής ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου.

 

23.           Ως εκ τούτου, το αίτημα της Αιτήτριας απορρίφθηκε στο σύνολό του από τους Καθ' ων η αίτηση,  καθώς  κρίθηκε ότι αυτή δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις υπαγωγής της στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

24.          Προτού αξιολογηθούν εξ υπαρχής οι περιστάσεις της Αιτήτρια βάσει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, κρίνεται δέον να καταγραφούν οι δηλώσεις της κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής. Συγκεκριμένα, κατά τη ακροαματική διαδικασία, η Αιτήτρια επανέλαβε το σύνολο των ισχυρισμών που προέβαλε κατά την προσωπική της συνέντευξη, χωρίς ωστόσο να προσθέτει κάποιο καινούργιο στοιχείο και εμμένοντας στον πυρήνα του αιτήματός της. Προέβη μονάχα στην παράθεση  ορισμένων νέων στοιχείων, όπως ότι ουδέποτε είχε παντρευτεί στην κυριολεξία τον άντρα αυτόν απλώς του είχε δοθεί σύμφωνα με τις παραδόσεις και ότι η αποβολή του εμβρύου ήταν ατύχημα και όχι προϊόν έκτρωσης.  Από την μεριά τους οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ορισμένες αντιφάσεις όπως ότι οι χρονολογίες δεν συνάδουν, δηλαδή το 2019 που ισχυρίζεται ότι πουλήθηκε στον άντρα η Αιτήτρια ήταν 21 ετών και όχι 19 όπως η ίδια ισχυρίστηκε καθώς επίσης και την αδυναμία της να προσδιορίσει με ακρίβεια την ηλικία του άντρα αυτού. Τέλος, επισημαίνουν ότι δεν διαφάνηκε από τις δηλώσεις της Αιτήτριας πότε ξεκίνησε η κακοποιητική συμπεριφορά, αφού πλέον ισχυρίζεται ότι άρχισε αφότου έχασε το παιδί και πως προηγουμένως ήταν τρυφερός μαζί της. Η δε Αιτήτρια αποδίδει τις αντιφάσεις στην παρέλευση μεγάλου χρόνου από τα γεγονότα.

 

25.          Μελετώντας το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω, αρχικά, ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας.

 

26.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του ισχυρισμού της Αιτήτριας σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς ο εν λόγω ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθώς οι απαντήσεις της Αιτήτριας εμφανίζονται σαφείς ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου.

 

27.          Αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο ισχυρισμό, περί της πώλησης και κακοποίησης της Αιτήτριας από τον εν λόγω άντρα αλλά και της μετέπειτα διαφυγής της από το σπίτι του τελευταίου, θα τους εξετάσω από κοινού καθότι βρίσκονται σε χρονική αλληλουχία, είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι και τελούν σε σχέση αιτίου και αιτιατού. Καταρχήν, συντάσσομαι με όλα τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτά αναλύονται ανωτέρω αλλά και στην επίδικη, τα οποία προς αποφυγή επανάληψης υιοθετώ στο σύνολό τους. Πράγματι, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την συμπεριφορά του άντρα αυτού, να παραθέσει στοιχεία της ταυτότητάς του και να προσδιορίσει με σαφήνειά την γνωριμία τους και το προφίλ του. Οι δηλώσεις της ήταν εξαιρετικά γενικόλογες ενώ δεν ήταν λίγα τα σημεία που απέναντι στις διευκρινιστικές ρωτήσεις που τις τίθεντο απαντούσε ομολογώντας την άγνοιά της. Επί παραδείγματι, δεν είναι εύλογο να μην γνώριζε μετά από τόσο καιρό συγκατοίκησης ποιο ήταν το επάγγελμα αυτού του άνδρα και σε τι συνίστατο η επιρροή του, ποιες οι διασυνδέσεις του και ποια η δύναμή του. Επίσης, η Αιτήτρια υπέπεσε κατ’ επανάληψη σε αρκετές αντιφάσεις και ιδίως ως προς το πότε άρχισε η κακοποιητική συμπεριφορά σε βάρος της, καταλήγοντας στο ακροατήριο στη θέση ότι ο άντρας ήταν τρυφερός μαζί της και έγινε κακοποιητικός μόνο μετά την απώλεια του εμβρύου, ενώ κατά την διοικητική διαδικασία επέμενε ότι ο άνδρας ήταν εξ αρχής σκληρός μαζί της. Επίσης, αξιοσημείωτη είναι και η ασάφεια σε σχέση με το ζήτημα του πως απέβαλε, αφού κατά την συνέντευξη ανέφερε πόνους συνεπεία άμβλωσης με χάπια, ενώ στο ακροατήριο δήλωσε πως δεν επρόκειτο για άμβλωση και το παιδί χάθηκε από ατύχημα. Ως προς τη διαφυγή της δε, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με τρόπο συγκεκριμένο και συνεκτικό το πότε και πως διέφυγε και σε τι συνίσταντο οι απειλές που δεχόταν. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της οι απειλές ήταν τηλεφωνικές και θα μπορούσε να έχει απαλλαγεί από αυτές αν είχε αλλάξει αριθμό τηλεφώνου. Περαιτέρω, δεν γνωρίζουμε πόσο συχνές ήταν και ποιο ήταν το περιεχόμενο αυτών, ώστε να διαφανεί η σοβαρότητά αυτών και το κατά πόσον πράγματι ο άντρας αυτός μπορούσε να την εντοπίσει και να της κάνει κακό, δεδομένου ότι δεν είχαν παντρευτεί και ήταν ήδη παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Τέλος, ανεπαρκείς και ατεκμηρίωτες ήταν και οι δηλώσεις της ως προς τις απειλές που δεχόταν από την φίλη της μητέρας της, ισχυρισμός ο οποίος προωθήθηκε μονάχα κατόπιν επανειλημμένων διευκρινιστικών ερωτήσεων και πάντως όχι με τις απαραίτητες λεπτομέρειες ως προς το είδος των απειλών. Όλα τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις αναντιστοιχίες μεταξύ αίτησης και συνέντευξης, όπως εκτέθηκαν από τους Καθ’ ων, συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η ιστορία εν συνόλω ήταν αόριστη και με πολλά αφηγηματικά κενά, τα οποία αφαιρούν από τον πρόσωπό της Αιτήτριας την απαιτούμενη εσωτερική αξιοπιστία.

 

28.          Ομοίως και ο τέταρτος ισχυρισμός ορθώς κρίθηκε ως απορριπτέος λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας. Υιοθετώντας τα ευρήματα των Καθ’ ων, συντάσσομαι με την θέση ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προωθήσει επιμελώς τον εν λόγω ισχυρισμό, υπέπεσε σε ασάφειες και δεν τεκμηρίωσε δεόντως το πως (με τί μέσα) εξαναγκαζόταν από την φίλη της μητέρας της σε συνουσία με άλλους άντρες, κάθε πότε συνέβαινε αυτό, ποια ήταν η συμφωνία και πως βίωνε η ίδια αυτήν την μεταχείριση.

 

29.          Υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού που έχει γίνει δεκτός και προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που η Αιτήτρια τυχόν διατρέχει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην Kinshasa εκ των οποίων προέκυψε ότι η έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα[1]. Η  μη κυβερνητική οργάνωση Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση[2]. Τέλος, εντοπίστηκε έρευνα της DIS η οποία αναφέρει ότι «ένα πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας»[3]. Τέλος, σε συνέντευξη μέσω του José Bazonzi, από το University of Kinshasa, UNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώθηκε σε έκθεση, ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Κινσάσα χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας»[4].

30.          Αντίστοιχα, πηγή της έρευνας της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Δανίας (DIS), υποδεικνύει ότι σημαντικό κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa αποτελεί πρωτίστως η οικογένεια, εφόσον οι δεσμοί μεταξύ των μελών της διατηρούνται.[5] Η ίδια πηγή, ωστόσο, αναφέρει την εκκλησία ως «παράγοντα κλειδί» ως κοινωνικό δίκτυο, η οποίος «διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση».[6] Ως εξηγεί, η σημασία του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου εξηγείται από το μεγάλο βαθμό θρησκευτικότητας και εκκλησιασμού του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου βαθμού διασύνδεσης σε επίπεδο εκκλησίας.[7] Οι εκκλησίες συχνά συγκεντρώνουν πόρους, όπως ένδυση, τροφή και χρήματα για τους πλέον αδύναμους των μελών τους, ενώ εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η ευαγγελική, είναι σε θέση προσφοράς συνδρομής με τη μορφή τροφής και ρουχισμού, και σε σπάνιες περιπτώσεις καταφυγίου.[8] Η ανωτέρω πηγή επεξηγεί ακόμα τις δυσχέρειες με τις οποίες θα έλθει αντιμέτωπο κάποιο πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa, εφόσον «στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία συνιστούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[9] Η ανωτέρω έρευνα του SEM, όπως παρατίθεται μερικώς από το ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation)[10], εντοπίζει επίσης ότι «ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μία γυναίκα μόνη χωρίς οικογενειακό ή κοινωνικό δίκτυο συνιστά ακόμα περισσότερο [ευάλωτο πρόσωπο] εφόσον παραμένει στερημένη μέσων».[11]

 

31.          Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτουν μεν στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ του ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν πλήθος δυσχερειών, κυρίως οικονομικής φύσεως και ενσωμάτωσης, ωστόσο στην περίπτωση της Αιτήτριας, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τις αντληθείσες πληροφορίες, αξιολογεί ότι η Αιτήτρια δεν στερείται υποστηρικτικού δικτύου στην Kinshasa αφού, σύμφωνα με τις δηλώσεις της, διαθέτει εκεί φίλους και ένα ελάχιστο υποστηρικτικό περιβάλλον από την γυναίκα που της προσέφερε καταφύγιο σπίτι της αλλά κα τον πάστορα που την φιλοξένησε για αρκετό διάστημα. Περαιτέρω, αξιοσημείωτη είναι και η δήλωση της Αιτήτριας ότι προτού φύγει οριστικά από την χώρα επιχείρησε να βρει αλλού εργασία και να συνεχίσει εκεί την ζωή της, γεγονός που υποδεικνύει την ικανότητά της στο να βιοπορίζεται και την πρόθεσή  της να βρει εναλλακτική λύση για να παραμείνει στην χώρα της. Επιπλέον δεν παροράται το μορφωτικό επίπεδο της Αιτήτριας σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η Κινσάσα αποτελεί ένα μέρος οικείο για την ίδια.

 

32.          Περαιτέρω, και ως προς τη γυναικεία εργασία, πηγή της έρευνας  του Immigration and Refugee Board του Καναδά (IRB Canada) αναφέρει πως η ανεπίσημη εργασία, συχνά επισφαλής και με ενδεείς συνθήκες, έχει εξελιχθεί στην πλέον ευρέως διαδεδομένη μορφή εργασίας στη ΛΔΚ και συνιστά μεγαλύτερης σημασίας για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες. Η ανεπίσημη γυναικεία εργασία λαμβάνει χώρα ευρέως και ιδίως στα αστικά κέντρα.[12] Η ανωτέρω έρευνα του SEM, όπως παρατίθεται από την EASO, υποδεικνύει ότι «κάποιες μόνες γυναίκες είναι ικανές να οργανωθούν και εξεύρουν κάποια υποστήρξη προς βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους και προσπαθούν να εξασφαλίσουν την οικονομική τους ανεξαρτησία.»[13] Έρευνα της Bertelsmann Stiftung αναφέρει τις τοπικές γυναικείες οργανώσεις ως μέγιστα πλαίσια αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης.[14]

 

33.          Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δε θα αντιμετωπίσει σοβαρό κίνδυνο λόγω των στοιχείων του προσωπικού της προφίλ. Λαμβάνεται άλλωστε υπόψη ότι η Αιτήτρια αποτελεί ενήλικη, αρτιμελή γυναίκα, ικανή προς εργασία, με αξιοσημείωτο μορφωτικό επίπεδο, έχοντας ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η οποία αναμένεται ευλόγως και με τη στήριξη του φιλικού της περιβάλλοντος, να μπορέσει να ενσωματωθεί και να διαβιώσει κατά την επιστροφή της στην Kinshasa χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε κίνδυνο.  Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο μη εκπεφρασμένος φόβος της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, ο οποίος  απορρέει από τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, δεν αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενισχύεται και από τις δηλώσεις της ίδιας, η οποία κατά την προφορική της συνέντευξη προέβαλε ως αποκλειστικό λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να διαμείνει στην συγκεκριμένη πόλη το ότι «δεν γνωρίζει από που να ξεκινήσει», χωρίς κατά τα λοιπά να εκφράζει κάποιο άλλο στοιχείο εκ του οποίου να συνάγεται ότι θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa. Την ίδια κατάληξη αναφορικά με γυναίκα μόνη στη ΛΔΚ με προφίλ ανάλογο με της Αιτήτριας είχα και στην πρόσφατη απόφασή μου στην Υπόθεση Αρ.: 8494/21, J.L.M. ν. Δημοκρατία, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 16.4.2024.

 

34.          Συμπερασματικά, διαπιστώνεται ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό της για έναν από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

35.           Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

36.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό, από τον μοναδικό ισχυρισμό που έγινε δεκτός και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της και δη στην πόλη Kinshasa υπό την έννοια των άρθρων 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη πόλη Κινσάσα, όπου αναμένεται να επιστρέψει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και στο ενδεχόμενο υπαγωγή της στο άρθρου 19(2)(γ) σημειώνονται τα εξής. Αναφορικά με τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

37.           Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

38.          Εξάλλου, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ. 17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

39.          Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες, εκ της οποίας προέκυψε ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ.Κ., καθώς υπάρχουν ένοπλες ομάδες και η διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πλήθος πόλεων στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά και της χώρας καταγωγής, δεν ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων καθώς οι μη κρατικοί ένοπλοι φορείς δραστηριοποιούνται κυρίως στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[15] 

 

40.          Πιο πρόσφατα στοιχεία αναφέρουν ότι στις 19 Μαΐου 2024, σημειώθηκε αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος που είχε στόχο τον πρόεδρο Felix Tshisekedi. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, συνελήφθησαν πάνω από 50 άτομα, μεταξύ αυτών και αρκετοί αλλοδαποί, συμπεριλαμβανομένων τριών Αμερικανών πολιτών.[1][2]

 

41.          Στις αρχές Ιουνίου, σημειώθηκαν βίαιες διαδηλώσεις ενάντια στην αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να αντιμετωπίσει την κρίση στην ανατολική Λ.Δ.Κ., όπου οι συγκρούσεις μεταξύ των ένοπλων ομάδων, όπως η M23, και των κυβερνητικών δυνάμεων έχουν ενταθεί, οδηγώντας σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού και σοβαρές ανθρωπιστικές κρίσεις. Η ένταση στην Κινσάσα έχει επίσης επηρεαστεί από τις γενικότερες αναταραχές στην ανατολική χώρα, με τις δυνάμεις ασφαλείας να αναδιατάσσονται και να υπάρχει κενό ασφαλείας σε ορισμένες περιοχές, γεγονός που επιδεινώνει την κατάσταση.[3][4]

 

42.           Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην επαρχία Kinshasa, ήτοι στην περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, παρατίθενται αριθμητικά δεδομένα από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27 Μαΐου 2023 και 24 Μαΐου 2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 98 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 66 απώλειες ανθρωπίνων ζωών. Πιο αναλυτικά, 7 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 21 απώλειες), 22 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 44 απώλειες), 25 ως εξεγέρσεις (με 1 απώλεια), 44 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας.[16] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[17] Καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

43.          Κατά συνέπεια, παρότι γενικότερα η κατάσταση στη Λ.Δ.Κ. παραμένει ασταθής, η επαρχία Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 19(2)(γ) [άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας], ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕE.[18] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa.

 

44.          Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

 

45.          Τα παραπάνω υποδηλώνουν, στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων, υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου αφού η αξιολόγηση της συχνότητας, έντασης, έκτασης και διάρκειας πιθανών περιστατικών βίας ή τρομοκρατικών ενεργειών, καθώς και οι διαπιστούμενες απώλειες αμάχων λόγω των πράξεων αυτών στην πόλη Kinshasa, δεν οδηγούν το Δικαστήριο στο συγκεκριμένο συμπέρασμα. Δεδομένου ότι στην πόλη Kinshasa η κατάσταση ασφαλείας παρουσιάζεται λοιπόν ως μη αντικατοπτρίζουσα συνθήκες εξωτερικής ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης επιφέρουσα αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω αξιολόγηση των κριτηρίων υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου όπως η εφαρμογή της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας». Όπως επικουρικώς, ως προς τα προσωπικά δεδομένα της Αιτήτριας σημειώνεται ότι αυτή έχει ζήσει σημαντικό χρόνο της ζωής της στη συγκεκριμένη περιοχή, θεωρείται ότι έχει αναπτύξει επαρκή γνώση αυτής και άρα έχει την απαραίτητη ικανότητα να εντοπίζει και να αξιολογεί επαρκώς τους όποιους κινδύνους, ενώ διαθέτει εκεί και ένα ελάχιστο υποστηρικτικό δίκτυο. Παράλληλα πρόκειται για νέα, υγιή γυναίκα, η οποία διαθέτει μορφωτικό επίπεδο.

 

46.            Υπό το φως της ως άνω  ανάλυσης, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας  (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

47.            Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης, ενόψει και της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που αυτό διενεργεί σε σχέση με την επίδικη πράξη (εξ υπαρχής και ex nunc), επιβεβαιώνεται η ορθότητα της επίδικης απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

                                                                         Κ. Κ. Κλεάνυθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1]ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and DocumentationAnfragebeantwortung zu DR KongoSituation alleinstehender Frauen mit Kinderninsbesondere im Hinblick auf ArbeitsmarktWohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020, https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[2] The Danish Immigration Service, 'Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa', October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf,  παρα. 11 - 12, σελ. 45, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[3] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[4] DIS - Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf,  σελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[5] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 47 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[6] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 47- 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[7] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 50 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[8] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 50 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[9]   José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)                

[10] Για το ACCORD, βλ. Σχετικά (χωρίς όνομα), ‘Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (ACCORD), (χωρίς ημερομηνία),  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/source/10979.html (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[11] SEM, ‘Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa’ (2016), όπως παρατίθεται σε ACCORD, ‘Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424]’ (2020), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[12] UNDP, ‘Rapport national sur de développement humain 2016. Thème : Croissance inclusive, développement durable et défi de la décentralisation en République démocratique du Congo’ (2017), όπως παρατίθεται σε IRB, Canada, ‘Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016- August 2019) (2019), υπό 3.1.1, διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[13] SEM, ‘Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa’ (2016), 4 διαθέσιμο σε EASO, ‘COI Query- DRC (Democratic Republic of Congo)  Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019)’ (2019), 4-5  Διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[14] BTI, ‘ΒΤΙ 2024 Country Report’ (2024), 15, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2105834/country_report_2024_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[15] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th,  UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/,  καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf, HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo,    UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html,  USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf,  και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congο,  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/24).

[16] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Middle Africa: Democratic Republic of Congo: Kinshasa, 27/05/2023 - 24/05/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests;],  https://acleddata.com/explorer/#1714654904371-01f34ad7-b1ac (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[17] City Population , D.R. of Congo, Kinshasha https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 28/06/2024).

[18] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο