ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1151/2020)

 

                         30 Ιουλίου 2024

                             [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       Μ. Ι.

 

                                                                                                   Αιτητής,

                                       και

 

        ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗΣ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠ΄ΑΔΕΙΑ

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Ε. Χειμώνας, δικηγόρος για τον αιτητή.

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, σύμφωνα και με την αιτούμενη θεραπεία στο αιτητικό (Α) αποτελεί η νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ’ Αδεία ημερομηνίας 29.9.2020 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή ημερομηνίας 5.6.2018 για αποφυλάκιση επ΄αδεία.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, επισημαίνεται ότι τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία, στο αιτητικό (Β) της Προσφυγής δεν αφορούν την νομιμότητα άλλης ξεχωριστής διοικητικής πράξης, ώστε να δύναται να προσβληθεί δια ξεχωριστής θεραπείας, αλλά λόγους ακύρωσης που άπτονται της νομιμότητας της ίδιας πάντοτε απορριπτικής απόφασης του Συμβουλίου Αποφυλάκισης που προσβάλλεται με το αντίστοιχο αιτητικό υπό παράγραφο (Α). Συνεπώς, η περιεχόμενη στο αιτητικό (Β) της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπεία απορρίπτεται.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής, ηλικίας 56 ετών (ως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο) εκτίει, μετά την καταδίκη του σε δύο ποινικές υποθέσεις, ποινές ισόβιας φυλάκισης, οι οποίες επιβλήθηκαν τόσο στον ίδιο όσο και στον συγκατηγορούμενο του Α. Π. Κ. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο Λάρνακας με απόφαση του ημερομηνίας 30.3.1994 στην ποινική υπόθεση αρ.18768/1993 έκρινε -και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας-τον αιτητή ένοχο για τα αδικήματα του φόνου εκ προμελέτης, της απαγωγής και του βιασμού της Ουκρανής Ο. Λ., επιβάλλοντας του ποινή δια βίου φυλάκισης στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης και ποινή φυλάκισης 7 ετών στην κατηγορία του βιασμού και καμία ποινή για το αδίκημα της απαγωγής. Ακολούθως ο αιτητής με απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 18.8.1994 καταδικάστηκε εκ νέου στην ποινική υπόθεση αρ.30440/1993 για τα ίδια τελούμενα ποινικά αδικήματα κατά άλλης γυναίκας και συγκεκριμένα της Κ. Κ. όπου και του επιβλήθηκε ποινή δια βίου φυλάκισης στην κατηγορία του φόνου εκ προμελέτης και ποινή φυλάκισης 7 ετών στην κατηγορία του βιασμού. Για το αδίκημα της απαγωγής το οποίο κρίθηκε ότι συνδέεται με το αδίκημα του βιασμού δεν επιβλήθηκε ποινή.

 

Κατά των πιο πάνω καταδικαστικών αποφάσεων ο αιτητής καταχώρησε αντιστοίχως τις Ποινικές Εφέσεις αρ.5892 και αρ.5921 εκ των οποίων η πρώτη απεσύρθη και η δεύτερη, η οποία στρεφόταν κατά της πρωτόδικης απόφασης στην ποινική υπόθεση αρ.30440/93, απορρίφθηκε κατ΄ έφεση με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.5.1996.

 

Στις 5.6.2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση προς το Συμβούλιο Αποφυλάκισης Κρατουμένων Επ΄Αδεία (εφεξής το «Συμβούλιο») για να αποφυλακιστεί επ’ αδεία, δυνάμει των προνοιών των περί Φυλακών Νόμοι του 1996 έως 2020  Ν. 62(Ι)/1996.

 

Το Συμβούλιο, επιλαμβανόμενο της αίτησης του αιτητή, απευθύνθηκε με επιστολές του προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες ζητώντας την ετοιμασία εκθέσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14Θ του Ν. 62(Ι)/96. Συγκεκριμένα ζητήθηκε από τον Αρχηγό Αστυνομίας όπως εφοδιάσει το Συμβούλιο με τις εισηγήσεις της Αστυνομίας καθώς και το ποινικό μητρώο του αιτητή, από τη δε Διευθύντρια των Φυλακών ζητήθηκε αναλυτική έκθεση για τον αιτητή στις φυλακές, μαζί με τις εισηγήσεις της, καθώς και η απόφαση της καταδίκης και ποινής του Δικαστηρίου. Ομοίως, ζητήθηκε από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ψυχιατρική/ψυχολογική έκθεση για τον αιτητή καθώς και από τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ευημερίας η υποβολή σχετικής έκθεσης για την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του αιτητή και για τον κοινωνικό και οικογενειακό του περίγυρο.

Μετά τη διαπίστωση ότι είχαν ληφθεί οι σχετικές εκθέσεις των αρμοδίων Υπηρεσιών, το Συμβούλιο έκρινε ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του Νόμου για σκοπούς εξέτασης της εν λόγω  αίτησης και κάλεσε τον αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 14Θ(1)(β)  του Ν.62(1)1996 σε συνέντευξη στις Κεντρικές Φυλακές, η οποία έλαβε διαδοχικά χώρα στις 2.6.2020, 30.6.2020 και 22.7.2020. Καθόλη τη διάρκεια των συνεντεύξεων ο αιτητής εκπροσωπείτο από δικηγόρο ενώ ενώπιον του Συμβουλίου κλήθηκαν από τον αιτητή πέντε μάρτυρες ήτοι η δεύτερη σύζυγος του αιτητή, ένας αδελφότεκνος του, η θυγατέρα του και οι δυο υιοί της δεύτερης συζύγου του. Σημειώνεται ότι το περιεχόμενο των προφορικών συνεντεύξεων τόσο του αιτητή όσων και των μαρτύρων καταγράφεται στα αντίστοιχα πρακτικά συνεδριάσεων του Συμβουλίου, τα οποία περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Μετά και την κατάθεση της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του αιτητή, στις 29.9.2020 εκδόθηκε η επίδικη απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή.

 

Καθίσταται ευθέως αναγκαία η εξαρχής παράθεση των προνοιών του άρθρου 14Η του περί Φυλακών Νόμου Ν. 62(1)/1996, οι οποίες ενέχουν καθοριστική σημασία για την εξέταση του υπό κρίση ζητήματος.

 

Ειδικότερα στο εδάφιο 1 του άρθρου 14Η, διαλαμβάνονται οι παράγοντες που οφείλει το Συμβούλιο να συνεκτιμήσει κατά την εξέταση τέτοιων αιτημάτων:

 

«14Η(1) Για τη λήψη απόφασης σε αίτηµα κρατουµένου για την υπό όρους αποφυλάκισή του επ’ αδεία και για τους όρους και περιορισµούς που είναι σκόπιµο να τεθούν, το Συµβούλιο Αποφυλάκισης εξετάζει, λαµβάνει δεόντως υπόψη, και συνεκτιµά σε κάθε περίπτωση τους ακόλουθους παράγοντες:

 

(α) Το βαθµό επικινδυνότητας του κρατουµένου και τις πιθανότητες υποτροπής του·

(β) τη διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας διά της πρόληψης αδικηµάτων όπως εκείνα για τα οποία ο κρατούµενος εκτίει την ποινή ή ανάλογα µε την περίπτωση, τις συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές των οποίων το εναποµένον µέρος επιζητεί µε το αίτηµα του να εκτίσει εκτός των Φυλακών· 

(γ) τυχόν προσωπικές, οικογενειακές ή και άλλες συνθήκες που δυνατόν να συνηγορούν σε υπό όρους αποφυλάκιση του κρατουµένου επ’ αδεία, χωρίς αυτό να αντιστρατεύεται την προστασία της κοινωνίας:

Νοείται ότι ο παράγοντας της διασφάλισης της προστασίας της κοινωνίας διά της πρόληψης αδικηµάτων, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αναφορικά µε αιτήµατα κρατουµένων που εκτίουν ποινή ή ποινές ισόβιας φυλάκισης ή πολυετείς ποινές φυλάκισης για τη διάπραξη αδικηµάτων µε την άσκηση βίας.»

 

Ακολούθως στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου εξειδικεύονται οι παράμετροι τους οποίους οφείλει, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη το Συμβούλιο με σκοπό να συνεκτιμήσει τους παράγοντες του εδαφίου (1) :

 

«(2)Προκειµένου να συνεκτιµήσει τους παράγοντες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), το Συµβούλιο Αποφυλάκισης εξετάζει σε κάθε περίπτωση κρατουµένου, µεταξύ άλλων τα ακόλουθα: 

 

(α) Το είδος του αδικήµατος για το οποίο ο κρατούµενος εκτίει την ποινή φυλάκισης της οποίας το εναποµένον µέρος επιζητεί µε το αίτηµά του να εκτίσει εκτός των Φυλακών·

(β) την ποινή της οποίας το εναποµένον µέρος ο κρατούµενος επιζητεί µε το αίτηµά του να εκτίσει εκτός των Φυλακών· 

(γ) σε περίπτωση που το αίτηµα του κρατουµένου αφορά έκτιση εκτός των Φυλακών του εναποµένοντος µέρους ποινών οι οποίες συντρέχουν ή τρέχουν διαδοχικά, εξετάζεται επίσης το είδος όλων των αδικηµάτων για τα οποία επιβλήθηκαν οι συντρέχουσες ή διαδοχικές ποινές, όπως και όλες οι ποινές που επιβλήθηκαν για τα εν λόγω αδικήµατα·

(δ) τα γραπτά σχόλια του ∆ικαστηρίου κατά την επιβολή της ποινής ή των ποινών που αναφέρονται στη παραγράφους (β) και (γ)· 

(ε) το ποινικό µητρώο του κρατουµένου·

(στ) τις προηγούµενες ευκαιρίες που τυχόν δόθηκαν στον κρατούµενο από ∆ικαστήριο και ή τη διεύθυνση των Φυλακών για αποτροπή υποτροπής του· 

(ζ) τις προθέσεις και τα σχέδια του κρατουµένου για επιτυχή και νοµοταγή ένταξή του στη κοινωνία· 

(η) κατά πόσο ο κρατούµενος έχει καταβάλει θετικές και πετυχηµένες προσπάθειες για λύση του προβλήµατος ή των προβληµάτων που τον οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήµατος ή αδικηµάτων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (γ)· 

(θ) τη συµπεριφορά του κρατουµένου προς το προσωπικό των Φυλακών και την αντιµετώπισή του στο θέµα τήρησης των πειθαρχικών κανόνων των Φυλακών·

(ι) κατά πόσο κρίνεται επί του παρόντος αναγκαία η κράτηση του κρατουµένου στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας των Φυλακών· 

(ια) κατά πόσο ο κρατούµενος έχει έµπρακτα µετανοήσει για την εγκληµατική του συµπεριφορά και κατά πόσο έχει συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της εγκληµατικής του συµπεριφοράς για το θύµα ή τα θύµατα και τους συγγενείς τους· 

(ιβ) κατά πόσο ο κρατούµενος έχει επίγνωση των δικών του προβληµάτων ή και αντιλήψεων που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήµατος ή αδικηµάτων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (γ) και κατά πόσο έχει έµπρακτα συµβάλει στη σηµαντική µείωση του κινδύνου επανάληψής τους· 

(ιγ) την έκθεση του δικανικού ψυχίατρου των Φυλακών, ιδίως όπου υπάρχει ιστορικό σοβαρών ψυχολογικών προβληµάτων· 

(ιδ) τη συµπεριφορά του κρατουµένου όταν τυχόν τοποθετήθηκε από τη διεύθυνση των Φυλακών σε θέση εµπιστοσύνης· 

(ιε) τις τυχόν βάσιµες πληροφορίες από τη διεύθυνση των Φυλακών ή την Αστυνοµία που δηµιουργούν εύλογη υπόνοια ότι µε την επ’ αδεία αποφυλάκισή του ο κρατούµενος σχεδιάζει κακόβουλες πράξεις εναντίον του θύµατος ή της οικογένειας ή φίλων του θύµατος· 

(ιστ) την όλη συµπεριφορά του κρατουµένου κατά την περίοδο που προηγουµένως είχε εκτίσει µέρος της ποινής ή των ποινών του ή µέρος άλλης ποινής ή ποινών εκτός των Φυλακών δυνάµει απόφασης του Συµβουλίου Αποφυλάκισης για επ’ αδεία αποφυλάκισή του· 

(ιζ) το δείκτη επικινδυνότητας του κρατουµένου.»

 

Η πλευρά του αιτητή με τη γραπτή της αγόρευση προβάλλει ισχυρισμούς περί ελλιπούς έρευνας και εσφαλμένης αξιολόγησης των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψη, της προσκομισθείσας εκ μέρους του αιτητή μαρτυρίας και των υπηρεσιακών εκθέσεων που βρίσκονται στο φάκελο του αιτητή. Ειδικότερα σε σχέση με τον παράγοντα της επικινδυνότητας, η πλευρά του αιτητή με αναφορές κυρίως στις αγαστές σχέσεις του αιτητή με τη δεύτερη σύζυγο του και τα παιδιά αυτής και στα όσα ο αιτητής δήλωσε ενώπιον του Συμβουλίου για απεξάρτηση του από τον συγκατηγορούμενο του, διατείνεται ότι το Συμβούλιο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτός πράγματι είναι επικίνδυνος «χωρίς να έχει ενώπιον του οτιδήποτε που να συγκλίνει στο ότι ο αιτητής είναι επικίνδυνος για την κοινωνία». Πρόσθετα, ο αιτητής προβαίνει σε εκτεταμένη παράθεση κάποιων εκ των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη συμφώνως με το άρθρο 14Η(2) του Ν.62(1)/96 επικαλούμενος παράλληλα δεδομένα τα οποία θεωρεί ότι προσμετρούν βοηθητικά για ίδιο τον αιτητή. Αναφορικά με τον παράγοντα των προσωπικών και οικογενειακών συνθήκων του αιτητή, η πλευρά του αιτητή επικαλούμενη τα όσα αναφέρθηκαν κατά την προφορική συνέντευξη ενώπιον του Συμβουλίου και συγκεκριμένα ότι ο αιτητής είναι έτοιμος να προχωρήσει τη ζωή του με τη στήριξη της συζύγου του και των παιδιών τους από προηγούμενους γάμους καθώς και ότι θα εργοδοτηθεί ως εργολάβος καλουπιών από τον αδελφότεκνο του, υποβάλλει ότι οι προσωπικές συνθήκες του αιτητή συνηγορούσαν στην έγκριση του αιτήματος του αιτητή χωρίς αυτό να αντιστρατεύεται την προστασία της κοινωνίας, ως επιβάλλεται από το άρθρο 14 Η (1)(γ). Εισηγείται δε ότι αγνοήθηκε από το Συμβούλιο το γεγονός ότι στην έκθεση των ειδικών ψυχολόγων αναφέρεται ότι σε περίπτωση αποφυλάκισης του αιτητή υπό ορούς συστήνεται η τακτική παρακολούθηση του από Κλινικό Ψυχολόγο και Κοινωνικό λειτουργό. Αναφορικά με την απορριπτική εισήγηση της Αστυνομίας και την αναφορά στην έκθεση αυτής ότι τα αδικήματα που τέλεσε ο αιτητής ήταν σοβαρά, διατείνεται ότι τα αδικήματα είναι μεν σοβαρά πλην όμως εσφαλμένα η αστυνομία -και συνεπακόλουθα και το Συμβούλιο- έλαβε υπόψη το στοιχείο τούτο.  Πρόσθετη μνεία διενεργείται από τον αιτητή και στη θετική προσέγγιση της Διεύθυνσης Φυλακών σε σχέση με το αίτημα του. Τέλος και με αναφορά στον παράγοντα του δημόσιου συμφέροντος εισηγείται ότι το δημόσιο συμφέρον δεν εξυπηρετείται με την μη επανένταξη του αιτητή στην κοινωνία μετά την πάροδο 27 χρόνων από την καταδίκη του. Τονίζει δε ότι το Συμβούλιο προσέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι πριν από το αδίκημα του φόνου είχε προηγηθεί η απαγωγή και ο βιασμός των θυμάτων. Όμως για τα αδικήματα αυτά, συνεχίζει ο συνήγορος του αιτητή, η προβλεπόμενη ποινή δεν είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης και επομένως ως  «ήσσονος σημασίας» «δεν υπήρχε κανένας λόγος για να ληφθεί υπόψη στην απόφαση του Συμβουλίου η διάπραξη του αδικήματος του βιασμού». Καταλήγει η πλευρά του αιτητή ότι το Συμβούλιο τελούσε σε πλάνη σε σχέση με τα γεγονότα, ότι η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης «είναι ανυπόστατη και δεν ισχύει» καθώς και ότι το Συμβούλιο απέτυχε στην αποστολή του, η οποία δεν είναι η εκ νέου τιμωρία του αιτητή αλλά η παραχώρηση μίας δεύτερης ευκαιρίας για επανένταξη στην κοινωνία.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα. Υποδεικνύεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψιν του τα εκ του Νόμου οριζόμενα κριτήρια καθώς και όλη την ενώπιον του μαρτυρία και εκθέσεις, αξιολογώντας τα με τρόπο εξισορροπητικό και εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας. Υποβάλλει δε, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι γενικοί και αόριστοι καθώς και ότι εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ΄ ισχυρισμό παραβιάζονται. Επί της ουσίας των ισχυρισμών του αιτητή, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση με συναφή παραπομπή στην κρίση και στις διαπιστώσεις του Συμβουλίου, υποδεικνύει ότι η επικινδυνότητα του αιτητή κρίθηκε με βάση το σύνολο των δεδομένων που το Συμβούλιο είχε ενώπιον του όπως για παράδειγμα ότι κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του είχε διαπράξει 24 πειθαρχικά αδικήματα. Αναφορικά με τη θέση του αιτητή για παραγνώριση της σύστασης τακτικής παρακολούθησης του αιτητή σε περίπτωση αποφυλάκισης, η ευπαίδευτη συνήγορος παραπέμπει στην έκθεση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας όπου ρητά αναφέρεται ότι διαπιστώθηκαν στοιχεία αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, διάγνωση που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη οποιουδήποτε συναισθήματος, στοιχείο που δεν αφήνει το άτομο να μεταμεληθεί. Πρόσθετα εισηγείται ότι οι προσωπικές συνθήκες του αιτητή λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, δεν μπορούσαν όμως να συνηγορήσουν στην αποφυλάκιση του, δεδομένης της κρίσης ότι ο αιτητής παραμένει επικίνδυνος για την κοινωνία. Υποβάλλεται δε ότι το Συμβούλιο δεν τιμώρησε εκ νέου τον αιτητή ενώ η αναφορά του Συμβουλίου στα αδικήματα του βιασμού είναι καθόλα ορθή αφού το είδος όλων των αδικημάτων που διέπραξε ο κρατούμενος λαμβάνεται υπόψη συμφώνως με το άρθρο 14Η του περί Φυλακών Νόμου. Καταλήγει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι η απόφαση του Συμβουλίου είναι εύλογα επιτρεπτή και το Δικαστήριο κατά πάγια νομολογία περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων και υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης. 

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων.

 

Εν πρώτοις αν και παρατηρώ ότι ο τρόπος και η μέθοδος ανάπτυξης των ισχυρισμών που ακολουθείται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν είναι ο ενδεδειγμένος καθιστώντας  δυσχερή και δυσνόητο τον τρόπο με τον οποίο ο αιτητής παρουσιάζει την υπόθεση του, εντούτοις διαπιστώνω ότι από το περιεχόμενο της αγόρευσης του αιτητή με σαφήνεια εξάγονται λόγοι ακύρωσης περί ελλιπούς έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας και περί εσφαλμένης κρίσης του Συμβουλίου σε σχέση με την εφαρμογή επί μέρους παραγόντων και του ενώπιον του Συμβουλίου υλικού. Αυτοί οι ισχυρισμοί, οι οποίοι ουσιαστικά αποτελούν και τη βασική θέση του αιτητή, εγείρονται, ως παρατηρώ, με επάρκεια στα νομικά σημεία της Προσφυγής, ώστε να μην τίθεται και ζήτημα περί μη ορθούς δικογράφησης και επομένως θα τύχουν δικαστικής εξέτασης.

 

Επί της ουσίας όμως δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς του αιτητή, οι οποίοι απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή την πολυσέλιδη απόφαση του Συμβουλίου σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης στο οποίο περιλαμβάνονται και οι προφορικές ενώπιον του Συμβουλίου συνεντεύξεις του αιτητή και των μαρτύρων καθώς και οι υποβληθείσες εκθέσεις των αρμόδιων υπηρεσιών-και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή- διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόρροια δέουσας έρευνας, συνεκτίμησης και συνυπολογισμού όλων των παραγόντων που τίθενται στο άρθρο 14Η του Ν.62(1)/1996 καθώς και απότοκο δέουσας αξιολόγησης του συνόλου των ενώπιον του Συμβουλίου στοιχείων, γεγονός που επιβεβαιώνεται μάλιστα από τη δοθείσα αιτιολογία, από την οποία προκύπτουν ευκρινώς και χωρίς να αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία, οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο κατέληξε στην απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης.

 

Εν προκειμένω το Συμβούλιο και αφού αρχικά κατέγραψε ότι ενώπιον του τέθηκαν και αξιολογήθηκαν πλήρως το περιεχόμενο της συνέντευξης του κρατούμενου και των μαρτύρων του, τα όσα  ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε καθώς και το περιεχόμενο των εκθέσεων των αρμόδιων τμημάτων, προέβηκε σε καταγραφή των όσων προέκυπταν από το φάκελο των ποινικών υποθέσεων του αιτητή αναφορικά με την καταδίκη του αιτητή σε ποινή ισόβιας φυλάκιση. Ως δε καταγράφεται στην ίδια την απόφαση, επί τη βάσει του περιεχόμενου της συνέντευξης του αιτητή και των εκθέσεων των αρμοδίων Υπηρεσιών, διαπιστώθηκε και λήφθηκε υπόψη ότι ο κρατούμενος, ήταν ηλικίας 56 ετών, έγγαμος και πατέρας δυο ενήλικων τέκνων από τον πρώτο του γάμο, διέμενε στην πτέρυγα 9 των Φυλακών και εργαζόταν ως καθαριστής πτέρυγας καθώς και το γεγονός ότι κατά το παρελθόν είχε εκτίσει ποινές φυλάκισης μετά από καταδίκη του από το Στρατιωτικό Δικαστήριο, αναφορικά με το αδίκημα της αμελούς οδήγησης και το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας εν καιρώ νυκτός, καθώς και ποινή φυλάκισης 15 μηνών για αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, μετά από καταδίκη του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Αποτέλεσε δε, ως διαπιστώνω, περαιτέρω εύρημα του Συμβουλίου ότι για την περίπτωση του αιτητή αναφέρονται 24 πειθαρχικές υποθέσεις μεταξύ 29.4.1996 και 14.8.2017, λόγω παράβασης των περί Φυλακών (Γενικών) Κανονισμών, οι οποίες, ως καταγράφεται, αφορούν, μεταξύ άλλων, άσκηση βίας, πρόκληση ζημιών, παράβαση της πειθαρχίας, χρήση απαγορευμένων ουσιών μέσα στη Φυλακή για τις περισσότερες εκ των οποίων επιβλήθηκαν στον αιτητή πειθαρχικές ποινές καθώς και το γεγονός ότι η συμπεριφορά και η διαγωγή του αιτητή κατά τη διάρκεια της κράτησης του περιγράφονται ως πολύ μέτριες, η δε εργατικότητα του ως καλή. Προκύπτει επίσης από την επίδικη απόφαση ότι λήφθηκε υπόψη και το γεγονός της εκ μέρους του αιτητή παρακολούθησης μαθημάτων Ψυχολογίας στο Σχολείο του Τμήματος Φυλακών εξαρχής περιστασιακά και από τις 17.12.2018 με συνέπεια καθώς και το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της έκτισης της ποινής του δέχθηκε επισκέψεις από την σύζυγο και τη θυγατέρα του και ο ίδιος πραγματοποίησε 260 ώρες άδειας εξόδου, μεταβαίνοντας κυρίως στη διεύθυνση διαμονής της οικογένειας του στη Λευκωσία.

 

Πρόσθετα, ως ρητώς καταγράφεται, το Συμβούλιο «προς συνεκτίμηση των αναγκαίων παραγόντων» έλαβε υπόψη για την κρίση του, τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής, τα σχόλια του Κακουργιοδικείου όπως αυτά αποτυπώνονται στη δικαστική απόφαση επί της ποινής τόσο για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης όσο και για το αδίκημα του βιασμού, συμπεριλαμβανομένων και των όσων μνημονέυονται στην εν λόγω δικαστική απόφαση αναφορικά με τις συνθήκες διάπραξης των εγκλημάτων, από τις οποίες ως λέχθηκε, «προβάλλει ανάγλυφα θηριωδία και η βαναυσότητα των δύο κατηγορουμένων οι οποίοι κατά παράβαση κάθε ανθρώπινης αξιοπρέπειας απήγαγαν και βίασαν μια ανυπεράσπιστη γυναίκα και στη συνέχεια την σκότωσαν με ένα κτηνώδη και φρικιαστικό τρόπο και την πέταξαν μέσα σε σκουπίδια για να αποφύγουν πιθανή μελλοντική καταδίκη τους σε φυλάκιση». Πρόσθετα το Συμβούλιο αναφέρθηκε στα όσα το Εφετείο περιέγραψε καθώς και στην απορριπτική ως προς το αίτημα εισήγηση της Αστυνομίας, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία ο κρατούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης. Το Συμβούλιο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη του το περιεχόμενο των συνεντεύξεων του αιτητή, που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις των αρμοδίων Τμημάτων. Σε αυτές γίνεται αναφορά από το Συμβούλιο στη στάση του αιτητή για τα αδικήματα που διέπραξε, για τα οποία ως παρατήρησε εξέφραζε μεν μεταμέλεια, χωρίς ωστόσο να δίνει ικανές εξηγήσεις για τους λόγους διάπραξης εκ μέρους του τέτοιων σοβαρών αδικημάτων.

 

Όλα τα πιο πάνω δεν καταδεικνύουν μόνο ότι η έρευνα και η αιτιολογία ήταν επαρκείς, επεκτεινόμενες προς τις επί μέρους παραμέτρους που θέτει το άρθρο 14 Η του Νόμου, αλλά τουναντίον καταρρίπτουν δίχως άλλο, ως παντελώς ανυπόστατες και όλες τις περί αντιθέτου γενικές αναφορές της πλευράς του αιτητή, αναφορικά με τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των εν λόγω κριτηρίων. Αρκεί δε να υπομνησθεί ότι από τα όσα εκτεταμένα καταγράφηκαν ανωτέρω καταρρίπτεται ως παντελώς αβάσιμη η θέση του αιτητή, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στα γραπτά του σχόλια κατά την επιβολή της ποινής- τα οποία λαμβάνονται υπόψη- αναφέρθηκε «ακροθιγώς στα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση». Ούτε βεβαίως ευσταθεί η γενικόλογη και ολωσδιόλου ατεκμηρίωτη αναφορά του αιτητή ότι ο αιτητής δεν έχει προηγούμενες καταδίκες για αδικήματα της ίδιας φύσης με αυτά για τα οποία εκτίει ποινή ισόβιας φυλάκισης. Επί τούτου εμφανώς παραβλέπει ο αιτητής ότι αυτό που επιβάλλεται να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο συμφώνως με το άρθρο 14Η (2)(ε) του Νόμου είναι το ποινικό μητρώο του κρατουμένου και όχι η ομοιότητα ή μη της φύσεως των αδικημάτων για τα οποία έτυχε προηγούμενης καταδίκης. Η δε έτερη θέση του αιτητή ότι ο αιτητής  έχει δώσει τις απαραίτητες απαντήσεις στα ερωτήματα του Συμβουλίου αναφορικά με τη συμπεριφορά του προς το προσωπικό των Φυλάκων και ότι απέχει από την παραβίαση των κανόνων των Φυλακών, ουδόλως μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των διαπιστώσεων του Συμβουλίου αναφορικά με το ότι ο αιτητής έχει υποπέσει σε 24 πειθαρχικές παραβάσεις κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του και ότι η συμπεριφορά και η διαγωγή του εντός των φυλακών κρίθηκε, ως πολύ μέτρια, διαπιστώσεις οι οποίες ερείδονται αποκλειστικά στα όσα καταγράφηκαν από την ίδια τη Διεύθυνση Φυλακών στην υποβληθείσα έκθεση της. Είναι δε μάλιστα εξαιτίας του περιεχομένου της εν λόγω έκθεσης που κρίνεται ως ανυπόστατη και η έτερη αποσπασματική αναφορά του αιτητή ότι η Διεύθυνση των Φυλακών είχε θετική προσέγγιση στο αίτημα του επειδή απλώς και μόνο κατέγραψε ότι σε περίπτωση απόφασης του Συμβουλίου για υπό όρους αποφυλάκιση του αιτητή δεν φέρει οποιαδήποτε ένσταση.

 

Απορριπτέα δε κρίνεται και η εισήγηση του αιτητή ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο η αναφορά που περιλαμβάνεται στην υποβληθείσα -και μάλιστα με απορριπτική εισήγηση ως προς το αίτημα του αιτητή-έκθεση της Αστυνομίας περί της «σοβαρότητας» των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο αιτητής αφού κατά την εισήγηση «δεν είναι έργο της αστυνομίας να στηρίζεται σε αυτά». Ως προς τούτο παραβλέπει αφενός ο αιτητής ότι σύμφωνα με το άρθρο 14Θ του Νόμου η Αστυνομία οφείλει να υποβάλει με την έκθεση της προς το Συμβούλιο και τις δικές της εισηγήσεις, αφετέρου δε ότι το είδος των αδικημάτων για τα οποία ο κρατούμενός εκτίει ποινής, συνιστά επιπρόσθετο παράγοντα ο οποίος σύμφωνα το άρθρο 14Η(2) του Νόμου οφείλει να ληφθεί υπόψη από το Συμβούλιο και επομένως ουδεμία πλάνη ή σφάλμα μπορεί να καταδειχθεί  από την αναφορά αυτή.

Άλλωστε είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που δεν ευσταθεί ούτε η θέση του αιτητή ότι «δεν υπήρχε κανένας λόγος για να ληφθεί υπόψη στην απόφαση του Συμβουλίου η διάπραξη του αδικήματος του βιασμού» επειδή δήθεν η προβλεπόμενη ποινή στο αδίκημα του βιασμού δεν είναι αυτή της δια βίου φυλάκισης, εισήγηση που παραβλέπει εμφανώς τα όσα ρητώς προβλέπονται στο άρθρο   14Η (2)(γ) του Νόμου αναφορικά με την επιβεβλημένη εξέταση του είδους όλων των αδικημάτων για τα οποία επιβλήθηκαν ποινές, όπως και όλες οι ποινές που επιβλήθηκαν για τα εν λόγω αδικήματα.

 

Περαιτέρω, παρατηρώ ότι, το Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει σε μια συνολική αλλά συνάμα και σφαιρική εξέταση των σχετικών παραγόντων, έλαβε υπόψη του την εκφρασθείσα μεταμέλεια του αιτητή, πλην όμως, μεταξύ άλλων, διαπίστωσε ότι η όλη συμπεριφορά του αιτητή κατεδείκνυε ότι δεν μεταμελήθηκε πραγματικά και ότι παρέμεινε αποστασιοποιημένος από τα αδικήματα που διέπραξε, μεταφέροντας την ευθύνη σε άλλο πρόσωπο. Αποτέλεσε βασική διαπίστωση του Συμβουλίου ότι τα όσα εντόπισε κατά την προφορική συνέντευξη του αιτητή επιβεβαιώνουν και τα ευρήματα της έκθεσης των ψυχολόγων, σύμφωνα με τα οποία ο αιτητής είναι άτομο με στοιχεία αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, μιας διάγνωσης που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη οποιουδήποτε συναισθήματος όταν το άτομο κάνει κάτι άσχημο και επομένως του είναι αδύνατο να μεταμεληθεί. Προκύπτει επίσης από την επίδικη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη και οι αναφορές του αιτητή στην τραυματική παιδική του ηλικία καθώς και το γεγονός ότι ο αιτητής δεν ζήτησε ποτέ επαγγελματική βοήθεια είτε πριν τη φυλάκιση είτε μετά και ότι υποβάθμισε τον θεραπευτικό ρόλο τέτοιας διαδικασίας, η οποία είναι απαραίτητη όχι μόνον για το παρελθόν αλλά και για τα στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας που διατηρεί μέχρι σήμερα, επισημαίνοντας ότι η απουσία θεραπευτικής παρέμβασης επί σειρά ετών, παραμένει ενισχυτικός παράγοντας επικινδυνότητας. Πρόσθετα το Συμβούλιο κατέγραψε ότι κατά την προφορική συνέντευξη του αιτητή ο ίδιος παραδέχτηκε ότι «ο συγκατηγορούμενος του έχει τρόπο μέχρι σήμερα να θέλει να τον επηρεάζει παρόλο που δεν είναι πλέον στην ίδια πτέρυγα».

 

Τα όσα δε ευκρινώς καταγράφηκαν ανωτέρω καταρρίπτουν ως ανυπόστατο και το επιχείρημα του αιτητή ότι το Συμβούλιο δήθεν αγνόησε την καταγραφή στην έκθεση των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ότι σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος του αιτητή, συνίστατο η τακτική παρακολούθηση του από Κλινικό Ψυχολόγο και Κοινωνικό Λειτουργό. Το Συμβούλιο ως ήδη υποδείχθηκε είχε ενώπιον του την υπό αναφορά έκθεση, την οποία και συνεκτίμησε. Το γεγονός ότι οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας συνέστησαν την τακτική παρακολούθηση του αιτητή σε περίπτωση που το Συμβούλιο αποφάσιζε την αποφυλάκιση του υπό όρους δεν διαπιστώνω να συνιστά στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των διαπιστώσεων του Συμβουλίου. Εν πάση περιπτώσει δεν διαβλέπω πως αυτό παραγνωρίστηκε. Εν προκειμένω ως και το Συμβούλιο διαπίστωσε, στην εν λόγω έκθεση, καταγράφεται ως διαγνωστική εκτίμηση και εν τέλει ως συμπέρασμα ότι ο αιτητής πρόκειται για άτομο με χαρακτηρολογικά στοιχεία Αντικοινωνικής Διαταραχής Προσωπικότητας. Ειδικότερα δε αναφέρεται «ότι τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του εξεταζόμενου και η συμπεριφορά του παρέπεμπαν σε στοιχεία Αντικοινωνικής Διαταραχής Προσωπικότητας καθώς παρουσίασε σε ορισμένες περιπτώσεις συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν από παρορμητικότητα, επιθετικότητα και ευερεθιστότητα αλλά και μια αδυναμία συμμόρφωσης με κοινωνικές σταθερές όσον αφορά στη σύννομη συμπεριφορά, που αποτέλεσαν σε διάφορες περιστάσεις την αίτια σύλληψης του.» Η δε σύσταση η οποία υποβλήθηκε σε περίπτωση αποφυλάκισης του αιτητή για τακτική παρακολούθηση του αιτητή από Κλινικό Ψυχολόγο και Κοινωνικό Λειτουργό,  διενεργήθηκε, ως διαπιστώνεται από το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, μεταξύ άλλων και για τη συγκράτηση των χαρακτηριστικών Αντικοινωνικής Διαταραχής Προσωπικότητας, κάτι το οποίο επεσήμανε το ίδιο το Συμβούλιο στα πλαίσια της βασικής διαπίστωσης του ότι ειναι απαραίτητη για τον αιτητή η θεραπευτική παρέμβαση.Επομένως ουδέν μεμπτό εντοπίζεται. Επισημαίνεται δε ότι η γενικόλογη και ατεκμηρίωτη θέση του αιτητή ότι «τα όποια προβλήματα ψυχικής υγείας που εντοπίζονται είναι διαχειρίσιμα ελαφριάς μορφής», ουδόλως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της έκθεσης των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, στην οποία ουδεμία τέτοια καταγραφή περιλαμβάνεται. Ως προς τούτο, υπενθυμίζεται δε, η πάγια νομολογημένη αρχή, ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στις γραπτές αγορεύσεις δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα και δη μάλιστα τέτοιας φύσεως τα οποία είναι εξόχως τεχνικά (Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς  (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22).

 

Ούτε βεβαίως ευσταθεί η θέση του αιτητή ότι εσφαλμένα δεν λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο η συμβολή του αιτητή στην εξιχνίαση των εγκλημάτων από την αστυνομία, ως παράγοντας μεταμέλειας. Επί τούτου αρκεί δε να αναφερθεί ότι είναι η ίδια η πλευρά του αιτητή που παραδέχεται δια της γραπτής της αγόρευσης ότι η κατάθεση που είχε δοθεί αρχικά από τον αιτητή  στις αστυνομικές αρχές αμφισβητήθηκε σε κατοπινό στάδιο από τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος δεν παραδέχθηκε εν τέλει ενώπιον του Δικαστηρίου τις προσαχθείσες κατηγορίες. Εξού και οι αποφάσεις των Κακουργιοδικείων, ως άλλωστε σημειώνει, ως γεγονός και το ίδιο το Συμβούλιο, ήταν απότοκο ακροαματικής διαδικασίας.

 

Περαιτέρω, διαπιστώνω ότι το Συμβούλιο προέβηκε σε ρητή μνεία και αξιολόγηση των επιπροσθέτων προσωπικών περιστάσεων του αιτητή καθώς και των οικογενειακών συνθηκών που τον περιβάλλουν, στη βάση του ενώπιον του υλικού και των ενώπιον του μαρτυριών. Ειδικότερα στην επίδικη απόφαση γίνονται συγκεκριμένες αναφορές στις δηλώσεις της συζύγου του αιτητή, της θυγατέρας του από τον πρώτο του γάμο καθώς και των δύο παιδιών της νυν συζύγου του αιτητή περί του ότι δεν τους απασχολεί το εγκληματικό παρελθόν του αιτητή καθώς και στο γεγονός ότι όλοι οι μάρτυρες με πολύ ένθερμο τρόπο αναφέρθηκαν στον αιτητή θεωρώντας τον πρότυπο στη ζωή τους και άτομο που τους υποστηρίζει και τους συμβουλεύει σε κάθε δυσκολία τους. Συνεκτιμήθηκε δε το γεγονός ότι η θυγατέρα του αιτητή φαίνεται να έχει κάνει προσπάθειες για να αποδεχθεί τα εγκλήματα που διέπραξε ο πατέρας της καθώς λήφθηκαν επίσης υπόψη, ως ρητώς καταγράφεται και όλες οι εκφρασθείσες προθέσεις όλων των μαρτύρων να στηρίξουν τον αιτητή σε περίπτωση αποφυλάκισης του.Περαιτέρω το Συμβούλιο κατέγραψε και τούτα, τα οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Χωρίς να μας διαφεύγουν οι Θέσεις του δικηγόρου του κρατούμενου, τις οποίες λαμβάνουμε δεόντως υπόψη, ή πορεία και η διαγωγή του κρατούμενου εντός των Φυλακών, καταδεικνύουν την βιαιότητα του χαρακτήρα του, κατάλοιπο της παρορμητικότητας, επιθετικότητας, ευερεθιστότητας και αδυναμίας συμμόρφωσης με κοινωνικές σταθερές, στοιχεία που τον είχαν οδηγήσει στη διάπραξη των σοβαρών εγκλημάτων του.

 

Το γεγονός του μη αποκλεισμού πιθανής υποτροπής, υπό τις περιστάσεις του αιτητή σχετικά με την διάπραξη αδικημάτων που ενέχουν τη χρήση βίας, σε συνάρτηση με την ανάγκη της προστασίας της κοινωνίας από αδικήματα που ενέχουν βία και στρέφονται κατά της ανθρώπινης ζωής, τα οποία προκαλούν δυσμενέστατες και καταστροφικές συνέπειες σε άλλα πρόσωπα και ανεπανόρθωτα αποτελέσματα για τα θύματα, καθώς και της γενικής αποτροπής ως στόχου της επιβαλλόμενης σε τέτοια αδικήματα ποινής. Λόγω δε των επιβληθεισών ποινών στην προκείμενη περίπτωση, η διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας δια της πρόληψης αδικημάτων, αποτελεί παράγοντα ιδιαίτερης βαρύτητας».

 

Καθίσταται εν προκειμένω σαφές ότι όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις, οι οποίες επεκτείνονται σε όλους τους προβλεπόμενους νομοθετικά από το άρθρο 14Η του Ν. 62(Ι)/1996 παράγοντες και οι οποίες συνάδουν τόσο με τα όσα ο αιτητής δήλωσε κατά τη προφορική του συνέντευξη όσο και με το περιεχόμενο των ενώπιον του εκθέσεων, αποτέλεσαν στέρεο υπόβαθρο για την απορριπτική κρίση του Συμβουλίου.

 

Τα όσα δε το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και εκτενώς και με σαφήνεια κατέγραψε στην μακροσκελή απόφαση του για να καταλήξει στο βαθμό επικινδυνότητας του αιτητή και τις πιθανότητες υποτροπής του σχετικά με την διάπραξη αδικημάτων που ενέχουν τη χρήση βίας, σε συνάρτηση πάντοτε με τον ουσιώδη παράγοντα διασφάλισης της προστασίας της κοινωνίας, απαντούν και στα όσα προδήλως αβάσιμα διατείνεται ο αιτητής περί του ότι το Συμβούλιο δεν είχε τίποτα ενώπιον του - πλην της μαρτυρίας του αιτητή και των μαρτύρων που κλήθηκαν σε συνέντευξη- που να καταδεικνύει ότι ο αιτητής είναι επικίνδυνος για την κοινωνία, όπως βεβαίως και στην έτερη ατεκμηρίωτη θέση του ότι οι προσωπικές συνθήκες του αιτητή συνηγορούσαν στην αποφυλάκιση του «χωρίς αυτό να αντιστρατεύεται την προστασία της κοινωνίας». Αρκεί δε να υπενθυμίσω ότι σύμφωνα με την νομοθετική επιταγή του άρθρου 14 Η(1), ο παράγοντας της διασφάλισης της προστασίας της κοινωνίας διά της πρόληψης αδικημάτων, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αναφορικά µε αιτήματα κρατουμένων που εκτίουν ποινή ή ποινές ισόβιας φυλάκισης ή πολυετείς ποινές φυλάκισης για τη διάπραξη αδικημάτων µε την άσκηση βίας, ως βεβαίως η υπό κρίση περίπτωση του αιτητή.

 

Εν προκειμένω, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια και οι εισηγήσεις του αιτητή περί ελλιπούς έρευνας, εσφαλμένης κρίσης του Συμβουλίου και ανυπόστατης αιτιολογίας, ουδόλως ευσταθούν. Ούτε και βεβαίως διαπιστώνεται ότι το Συμβούλιο τιμώρησε εκ νέου τον αιτητή, αποτυγχάνοντας στην αποστολή του. Τουναντίον κρίνεται ότι το Συμβούλιο αντλώντας καθοδήγηση τόσο από τις ενώπιον του εκθέσεις των ειδικών και αρμόδιων υπηρεσιών, όσο και από τις ενώπιον του προσωπικές συνεντεύξεις, προέβηκε σε επαρκή συνεκτίμηση, αξιολόγηση και στάθμιση όλων των σχετικών παραγόντων -συμπεριλαμβανόμενου, μεταξύ άλλων, και των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του αιτητή, των ψυχιατρικών/ψυχολογικών εκθέσεων και της διαγωγής του κατά την κράτηση του στις Φυλακές- κατά τρόπο εξισορροπητικό, σφαιρικό και συνολικό και εντός των επιτρεπτών ορίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Παναγή άλλως Καυκαρής ν. Συμβουλίου Αποφυλακίσεως επ’ Αδεία (Υπόθ. αρ. 1407/14, ημερομηνίας 15.2.2015), ECLI:CY:AD:2015:D132 (Ανθίας και Συμβουλίου Αποφυλακίσεως  Κρατουμενων επ’ Αδεία (Υπόθ. αρ. 170/19, ημερομηνίας 26.5.2021).

 

Στη βάση των ανωτέρω καταλήγω ότι ο αιτητής δεν κατόρθωσε με τα όσα ισχυρίζεται να κλονίσει τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης και τα δεδομένα επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε και επομένως ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Συναφώς δεν εντοπίζεται περιθώριο επέμβασης του Δικαστηρίου στην υπό κρίση περίπτωση και η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Λόγω της φύσης της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του αιτητή ως κρατούμενου στις Κεντρικές Φυλακές, περιορίζω το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων στα €500 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                                                                                                              Κελεπέσιη Δ.Δ.Δ

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο