ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ.Αρ.:1254/22

19 Ιουλίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

K.B.

Αιτητή

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

N. Νικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 02/02/22 η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ο Αιτητής ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο Αιτητής δικαιούται προστασίας από επαναπροώθηση.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Γουινέας, εισήλθε παράνομα από μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 15/06/21. Την 27/07/21 ακολούθησε διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης ευαλωτότητας του Αιτητή, όπου κρίθηκε ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο, με ειδικές ανάγκες υποδοχής ως ασυνόδευτος ανήλικος. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ορίστηκε ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος και συνδρομητής του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησής του και συμμετείχε στη συνέντευξή, μέσω λειτουργού αυτού, που πραγματοποιήθηκε στις 17/09/21 από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 09/12/21 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός την ενέκρινε αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης στις 12/12/21, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η δικηγόρος για τον Αιτητή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, καθότι δεν ακολουθήθηκε διαδικασία η οποία να διασφαλίζει τα δικαιώματα του ως ασυνόδευτου ανηλίκου ήτοι δε βοηθήθηκε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του, δεν εφαρμόστηκαν διαδικαστικές εγγυήσεις που προνοούνται για ασυνόδευτους ανήλικους και δεν έτυχε επαρκούς εκπροσώπησης κατά την συνέντευξη του. Πρόσθετα, είναι ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα από τον λειτουργό για τις συνθήκες που επικρατούν στην χώρα καταγωγής του, ούτε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, η δε απόφαση επιστροφής παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης και εκδόθηκε χωρίς να ακολουθηθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται από την Οδηγία 2008/115/ΕΚ[1].

 

Θα έπρεπε, τονίζει, να είχε ουσιαστική συνδρομή του νομικού του εκπροσώπου στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου, δεν παρασχέθηκαν συμβουλές ή πληροφορίες σε αυτόν, δεν φαίνεται να παρενέβη η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του στη διαδικασία ενεργώντας προς το συμφέρον αυτού, δεν προκύπτει κατά πόσο η εκπρόσωπος του ήταν ειδικά εκπαιδευμένη σε θέματα ασύλου, ενώ ενυπάρχει σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπό της - καθώς ενεργεί τόσο ως κηδεμόνας αυτού όσο και εκπροσώπου της αρμόδιας κρατικής αρχής για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, προβάλλεται ισχυρισμός πως κατά την συνέντευξη δεν διασφαλίστηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που καθορίζει ο Νόμος ήτοι ορθής και λεπτομερούς εξέτασης του αιτήματος ασύλου του και κατά πόσο η λειτουργός που πραγματοποίησε τη συνέντευξή του είναι ειδικά εκπαιδευμένη σε ζητήματα ασύλου που αφορούν ασυνόδευτους ανηλίκους. Υποδεικνύει, ακόμα, πως οι Καθ' ων η αίτηση δεν άσκησαν τις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις τους από το νόμο και τη νομολογία, δεν προέβησαν σε έρευνα σχετικά τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και τις συνέπειες ενδεχόμενης επιστροφής του.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματος ασύλου του Αιτητή αναφέρεται ότι αποτελεί ασυνόδευτο ανήλικο, ορφανό, θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τη μητριά του μετά τον θάνατο του πατέρα του λόγω της θρησκείας του και των περιουσιακών διαφορών σχετικά με τη διαδοχή στην περιουσία του πατέρα του και παιδί του δρόμου για περίοδο 11 μηνών με ευάλωτη κατάσταση υγείας λόγω διαγνωσμένης φυματίωσης.  Με σχετικές παραπομπές επί των σημείων της συνέντευξης του Αιτητή, αναφέρει ότι τα ευρήματα του λειτουργού είναι λανθασμένα και αυθαίρετα και προϊόν παράνομων και άκυρων διαδικασιών εξέτασης της αίτησης ασύλου του και καμίας απολύτως έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Καταληκτικά γίνονται παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τα ορφανά παιδιά, ενδοοικογενειακή κακοποίηση παιδιών και την κρατική προστασία.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και μετά από αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της υπόθεσης, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει λόγους δίωξης ή σοβαρής βλάβης και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Απορρίπτουν δε τον ισχυρισμό ότι η λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη δεν είχε όλα τα προσόντα και γνώσεις που προνοούνται στο νόμο, επισυνάπτοντας ως συνημμένο αντίγραφο βεβαίωσης παρακολούθησης εκπαίδευσης της συγκεκριμένης λειτουργού. Επιπλέον, είναι η θέση τους ότι η νομική εκπροσώπηση του Αιτητή, ως ασυνόδευτου ανηλίκου και η παρουσία εκπροσώπου κατά τη συνέντευξη σημαίνει δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν αφορά στην παροχή νομικών υπηρεσιών, ούτε στη νομική κατάρτιση του εκπροσώπου. Επιπλέον, σημειώνουν ότι η παρέμβαση των κηδεμόνων γίνεται όπου διαπιστώνεται παράβαση ή ανάγκη, γεγονός που δεν κρίθηκε απαραίτητο στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ως προς τα προβλήματα υγείας του Αιτητή, ήτοι ότι πάσχει από φυματίωση, υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε ότι δεν υπάρχει πρόσβαση σε κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στη χώρα καταγωγής του.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή που προβάλλονται μέσω της συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής του διαπιστώνω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν αναπτύσσεται στην Γραπτή Αγόρευση, επομένως θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι αρκετοί ισχυρισμοί που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση περιορίζονται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022, (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται σε σχέση με την μη τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων που προνοούνται από τον Νόμο δεν εξειδικεύονται ούτε αιτιολογούνται επαρκώς από την συνήγορο του Αιτητή. Ενώ γίνεται εκτενής αναφορά με σχετικές παραπομπές στην νομοθεσία, τις σχετικές Οδηγίες της Ένωσης και Κατευθυντήριες Οδηγίες ως προς τον χειρισμό των αρμόδιων αρχών αναφορικά με ασυνόδευτους ανήλικους δεν γίνεται επαρκής υπαγωγή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και πως αυτές οι τυχόν ισχυριζόμενες παραλείψεις επίδρασαν δυσμενώς την ουσία του αιτήματος του Αιτητή. 

 

Το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) ως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζει όλα τα σχετικά διαδικαστικά διαβήματα που θα πρέπει να τηρούνται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Το σχετικό άρθρο περιέχει ρητά τις υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ήτοι να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο (οσάκις είναι αναγκαίο) και νοουμένου ότι ο Αιτητής είναι ανήλικος τότε θα πρέπει σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014. Θα συμφωνήσω με τους Καθ΄ ων η αίτηση ότι κατά την διάρκεια της εξέτασης αίτησης ασύλου του Αιτητή, είχε τη συνδρομή του εκπροσώπου του στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου του. Ο Διευθυντής του Τμήματος  Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου από την υποβολή της αίτησης του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο και ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο στην προσωπική συνέντευξη του. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ με την απόρριψη του αιτήματος του και συνεπεία της ολοκληρωμένης ενημέρωσης του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας υπάρχει και νομική εκπροσώπηση του στην παρούσα προσφυγή. Ειδικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) του Αιτητή προκύπτουν τα εξής:

 

(α) με την υποβολή του αιτήματος ασύλου του Αιτητή ημερομηνίας 15/06/21 και τη συμπλήρωση του ειδικού έντυπου «Screening and Assessment Vulnerability Form» (ερυθρά 22-13 Δ.Φ.), συμπληρώθηκε το ειδικό έντυπο «Βεβαίωση Αναγνώρισης/Διαπίστωσης Ευάλωτων προσώπων αιτητών διεθνούς προστασίας με ειδικές ανάγκες υποδοχής» στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ (6) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) η οποία κατέδειξε μόνο ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο και δεν προέκυψαν άλλες ειδικές ανάγκες υποδοχής του Αιτητή δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας (ερυθρά 12-9 Δ.Φ.). Ειδικότερα καταγράφεται ότι δεν παρουσιάστηκε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, δεν επιθυμούσε στήριξη από ειδικό ψυχικής υγείας, δεν παρουσίασε επεισόδια αναβίωσης τραυματικών γεγονότων, ούτε αναφέρθηκαν ιδιαίτερες δυσκολίες από αυτόν. Καταληκτικά κρίθηκε ότι ήτο συνεργάσιμος, πρόθυμος, σταθερός και χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες ως προς την σωματική ή ψυχική του υγεία. Σημειώνεται δε ότι εγέρθηκαν και σοβαρές αμφιβολίες αναφορικά με την ηλικία του Αιτητή με σχετική έκθεση που περιλαμβάνεται στα  ερυθρά 31-28 Δ.Φ., παρόλα αυτά οι αρμόδιες αρχές προχώρησαν με τις διαδικασίες ως να είναι ασυνόδευτο ανήλικο πρόσωπο.

 

(β) από το πρακτικό συνέντευξης προκύπτει ότι κατά την διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας παρίστατο εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού - λειτουργός Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωση του για όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (ερυθρό 40 Δ.Φ.)

 

(γ)  κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του ενώ ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση, του παραχωρήθηκε διερμηνέας στην Γαλλική γλώσσα την οποία δηλώνει στην αίτηση του ότι γνωρίζει. Υπάρχει δε υπογραφή του Αιτητή, εκπροσώπου/κηδεμόνα του και του διερμηνέα στο τέλος του εντύπου συνέντευξης με βάση τις οποίες επιβεβαιώνονται ότι οι πληροφορίες και απαντήσεις του Αιτητή που καταγράφηκαν στη συνέντευξη του αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της (ερυθρό 33 Δ.Φ.)  

 

(δ) σε κανένα σημείο από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση που θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Ούτε προκύπτει, από τα ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή και από τις απαντήσεις που έδωσε, ο εξεταστής-λειτουργός της υπόθεσης να μην έλαβε υπόψη τις ατομικές συνθήκες του αιτούντος που πιθανόν να επηρέαζαν σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του λόγω μνήμης, ηλικίας ή μορφωτικού του επίπεδου.

 

Ούτε με την Γραπτή Αγόρευση παρουσιάζονται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωση του σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη του, η Υπηρεσία Ασύλου επέτρεψε στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου. Δεν προκύπτει, ως η θέση της συνηγόρου του Αιτητή, ότι η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του ασυνόδευτου ανήλικου επιβάλλεται να υποβάλλει ερωτήσεις, παρατηρήσεις και/ή να επεμβαίνει κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, καθότι ρητά στον Νόμο προβλέπεται ότι αυτό μπορεί να το πράξει μόνο εντός του πλαισίου που ορίζει ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάζονται ειδικοί λόγοι για τους οποίους επιβαλλόταν η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή να επέμβει κατά την συνέντευξη και/ή να συνδράμει στο να αποσαφηνιστούν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που τυχόν είχαν παραλειφθεί από τον Αιτητή στις απαντήσεις του. Ούτε έχω εντοπίσει οποιοδήποτε διαδικαστικό σφάλμα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την προφορική συνέντευξη του Αιτητή, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου του να παραβιάστηκε το δικαίωμά του να προβάλλει επαρκώς τους ισχυρισμούς του.

 

Γενικές, αόριστες και ατεκμηρίωτες θεωρώ είναι και οι θέσεις της συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα που διέθεταν τόσο η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης όσο και η λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή με τους οποίους αμφισβητούνται τα προσόντα της λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και της εξετάστριας της υπόθεσης χωρίς να υποδεικνύουν ποια είναι τα προσόντα που εξέλειπαν από αυτές και πώς επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του Αιτητή δεν είναι επαρκείς για να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή μέσω της συνηγόρου του. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου του Αιτητή. Εξάλλου, οι Καθ΄ ων η αίτηση, σε σχέση με τα προσόντα της λειτουργού-εξετάστριας προσκόμισαν αντίγραφο πιστοποιητικού κατάρτισης της που αφορά εκπαίδευση της σε διεξαγωγή συνέντευξης παιδιών που έχει εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.

 

Αναφορικά τώρα με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί υποχρέωσης διορισμού νομικού εκπροσώπου λόγω ανηλικότητας του Αιτητή, αντίστοιχο ζήτημα εξετάστηκε από την αδελφή Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Π, στην Υπόθεση Αρ. 601/16, Y.D.M.O. v. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 31/12/21, το σκεπτικό της οποίας με βρίσκει σύμφωνο το οποίο και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας απόφασης, ήτοι:

 

«Αναφορικά με τον ισχυρισμό που εγείρεται από τη συνήγορο του Αιτητή σχετικά με την θέση των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) ως οι εκ νόμου καθοριζόμενοι εκπρόσωποι των ασυνόδευτων ανήλικων αιτητών ασύλου και οι οποίοι θα έπρεπε να διαθέτουν νομική κατάρτιση, προς υποστήριξη του οποίου παρατίθενται και οι θέσεις της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, αναφέρεται ότι από τις εν λόγω τοποθετήσεις δεν προκύπτει νομική δέσμευση. Θα αποτελούσε ωστόσο βήμα προς θετική κατεύθυνση ο προβληματισμός των εμπλεκόμενων με υποθέσεις ασυνόδευτων ανήλικων κρατικών υπηρεσιών ως προς τις υποδείξεις της Επιτρόπου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, εκπρόσωπος «σημαίνει το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σύμφωνα με το εδάφιο (1Β) του άρθρου 10», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 10(1Β) « Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το  συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω  Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου  (.)».  

 

Ο διορισμός κοινωνικών λειτουργών ως εκπρόσωποι/κηδεμόνες αποτελεί συνηθισμένη πρακτική και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη.[7] Η ΕΑΣΟ εισηγείται το διορισμό εκπροσώπου/κηδεμόνα ο οποίος να γνωρίζει τις εθνικές διαδικασίες ασύλου και να μπορεί να βοηθήσει τον αιτητή κατά τη διάρκειά τους. Η θέση του διοριζόμενου ατόμου θα πρέπει να μην προκαλεί σύγκρουση συμφερόντων και να ασκείται από επαγγελματίες και όχι άλλους αιτητές διεθνούς προστασίας.[8]

 

Η UNHCRστις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγωνπαρ. 69 αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τους εκπροσώπους/κηδεμόνες: «Στην περίπτωση των ασυνόδευτων ή των χωρισμένων από την οικογένειά τους παιδιών επιβάλλεται ο άμεσος και δωρεάν διορισμός ανεξάρτητου και εξειδικευμένου κηδεμόνα. Τα παιδιά που είναι βασικοί αιτούντες άσυλο στη διαδικασία ασύλου δικαιούνται επίσης νομική εκπροσώπηση. Οι νομικοί συμπαραστάτες ή εκπρόσωποι των παιδιών πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι και οφείλουν να υποστηρίζουν το παιδί καθόλη τη διαδικασία.», ενώ στην υποσημείωση 135 στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος γίνεται διαχωρισμός του όρου κηδεμόνας από τον όρο νομικός εκπρόσωπος και αναφέρονται τα εξής: « «Κηδεμόνας» ή «επίτροπος»: πρόκειται για ανεξάρτητο πρόσωπο με εξειδικευμένες δεξιότητες, που φροντίζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και γενικότερα την ευημερία του. Οι διαδικασίες για το διορισμό κηδεμόνα ή επιτρόπου δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις ισχύουσες εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που εφαρμόζονται στην περίπτωση των παιδιών που είναι πολίτες της χώρας υποδοχής. Ο «νομικός εκπρόσωπος ή συμπαραστάτης»: πρόκειται για δικηγόρο ή άλλο εξειδικευμένο πρόσωπο που έχει το δικαίωμα να παρέχει νομική συνδρομή και να ενημερώνει το παιδί για τη διαδικασία ασύλου καθώς και να επικοινωνεί με τις αρχές για νομικά ζητήματα.».

 

Από τις πιο πάνω κατευθυντήριες οδηγίες προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο όρος κηδεμόνας ή εκπρόσωπος δεν σημαίνει απαραίτητα άτομο με νομικά ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά πρόσωπο το οποίο ασκεί νομική ικανότητα εκ μέρους του ασυνόδευτου ανήλικου αιτητή ασύλου, ενημερώνοντάς τον και λειτουργώντας εκ μέρους του όπου χρειάζεται καθόλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του και εξασφαλίζοντας το βέλτιστο συμφέρον του

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Ούτε τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της δικηγόρου του Αιτητή από τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων/αρμοδιοτήτων της λειτουργού ευημερίας λόγω της ταυτόχρονης ιδιότητας της ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανήλικου Αιτητή και αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ως κρατική αρχή. Το Δικαστήριο – όπως τέθηκε ο σχετικός ισχυρισμός – δεν μπορεί να αποφασίζει επί ακαδημαϊκών ερωτημάτων αλλά επί συγκεκριμένων νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που επέδρασαν ουσιαστικά στην κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και εν τέλει στο νομικό καθεστώς του Αιτητή. Με βάση δε τα όσα ορίζονται στην σχετική νομοθεσία και τα όσα καταγράφονται ανωτέρω ούτε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές ταυτόχρονα ιδιότητες/αρμοδιότητες των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ασυμβίβαστές μεταξύ τους, ούτε φαίνεται (στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης) να οδήγησαν στην ανεπαρκή εκπροσώπησή του Αιτητή και/ή δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του.

 

Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του Δ.Φ. του Αιτητή σε συνδυασμό με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα του και σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ουσιαστική εξέταση των λόγων που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της συνέντευξης του συναρτώνται άμεσα και με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του κατά πόσο δηλαδή η περίπτωση του αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ως ασυνόδευτου ανήλικου προτού απορριφθεί η αίτηση του. Επιπλέον, εξετάζεται κατά πόσο στα πλαίσια της αξιολόγησης της αίτησης του συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η βιολογική και αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, το φύλο, τυχόν ευάλωτη θέση του, η οικογενειακή του κατάσταση, η εκπαίδευση και η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής του υγείας[2].

Ο Αιτητής στην αίτησή του για διεθνή προστασία καταγράφει ότι εγκατέλειψε με νόμιμο τρόπο τη χώρα καταγωγής του στις 23/04/21 και κατέληξε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω Τουρκίας. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας του δήλωσε ότι είναι ορφανός και ότι έχει κυνηγηθεί, απομονωθεί και εγκαταλειφθεί από τη μητριά του, για αρκετούς μήνες βρισκόταν στους δρόμους και η μητριά του θέλει να τον σκοτώσει λόγω της περιουσίας του πατέρα του. Κατά τη συνέντευξη καταγράφηκε ότι κατάγεται από την πόλη Conakry, η οποία ήταν και ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του πριν αναχωρήσει από τη χώρα. Η μητέρα του απεβίωσε στη γέννα και ο πατέρας του στις 10/05/20 (λόγω ασθένειας), έκτοτε διέμενε με την μητριά και τα ετεροθαλή αδέλφια του. Δήλωσε ότι η μητριά του τον χτυπούσε και τον έδιωξε από την οικία τους και για περίοδο 11 μηνών διέμενε στην αγορά. Ως προς την εκπαίδευση του δήλωσε ότι πήγε σχολείο μέχρι την 9η τάξη, χωρίς να ολοκλήρωση την φοίτηση του (ερυθρά 38-37 Δ.Φ.) Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, όπως αναφέρει, επειδή είναι ορφανός και επειδή η μητριά του τον αναζητεί για την περιουσία του πατέρα του. Πρόσθεσε ότι ήθελε να σπουδάσει και να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο (ερυθρό 35/1χ Δ.Φ.). Ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητριά του άρχισε να συμπεριφέρεται παράξενα, τον χτυπούσε και τον έδιωξε από την οικία, όπου διέμεναν και ισχυρίστηκε ότι για περίοδο 11 μηνών διέμενε στην αγορά, χωρίς να τον προσεγγίσει η μητριά του (ερυθρό 37/3χ-7χ Δ.Φ). Στην αγορά τον βρήκε ένας φίλος του πατέρα του, τον μετέφερε στο νοσοκομείο και παρέμεινε μαζί του για λίγες εβδομάδες, μέχρι που αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 34/4χ-5χ Δ.Φ.). Ερωτηθείς εάν του συνέβη οτιδήποτε κατά τη παραμονή του στη χώρα απάντησε αρνητικά και ότι υπέφερε οικονομικά (ερυθρό 34/3χ Δ.Φ.).

 

Ο λειτουργός στην έκθεση/εισήγησή του προέβη αρχικά στη διαπίστωση ότι ο Αιτητής συνιστά ανήλικο πρόσωπο (ερυθρό 54 Δ.Φ.). Περαιτέρω, σχηματίστηκαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή ο οποίος έγινε αποδεκτός (ερυθρό 53-52 Δ.Φ.), ο δε δεύτερος ως προς την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του λόγω ισχυριζόμενης δίωξης από συγγενικό του πρόσωπο για την περιουσία του πατέρα του, ο οποίος απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, ως καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση του λειτουργού διαπιστώθηκαν αντιφάσεις και/ή ελλιπείς πληροφορίες από τον Αιτητή για τα ακόλουθα:

-   δήλωσε ότι η μητριά του άρχισε να τον κακομεταχειρίζεται μετά τον θάνατο του πατέρα του, ότι τον χτυπούσε πολλές φορές για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από πότε. Εντοπίστηκε χρονική ασυνέπεια στις δηλώσεις του σε σχέση με την ημερομηνία θανάτου του πατέρα του (5ο/2020), το ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει το χρονικό πλαίσιο κακομεταχείρισης, το χρονικό διάστημα των 11 μηνών που παρέμεινε στους δρόμους, έμεινε και ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι αυτού που τον βοήθησε και ακολούθως αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής του κατά τον 4ο/2021 (ερυθρά 35/2χ,  37/5χ-7χ Δ.Φ.)

-   απέφυγε να δώσει ικανοποιητική απάντηση στην δήλωση ότι η μητριά του δεν τον ήθελε και τον έδιωξε προκειμένου τα παιδιά της να λάβουν την περιουσία του πατέρα τους, ενώ ο ίδιος δήλωσε ότι τα παιδιά της ήταν ήδη μέρος της περιουσίας του πατέρα τους (ερυθρό 35/2χ Δ.Φ.)

-  απέτυχε να παρέχει πληροφορίες για τον φίλο του πατέρα του, δεν γνώριζε το όνομα του, ούτε τον είχε συναντήσει ξανά στη ζωή του και τον συνάντησε για πρώτη φορά τον 3ο/2021, δηλώνοντας ότι ο κύριος τον αναγνώρισε διότι μοιάζει με τον πατέρα του (ερυθρό 34/4χ Δ.Φ.)

-   ερωτηθείς πως γνώριζε ότι η μητριά του τον αναζητούσε για την περιουσία του πατέρα του, δήλωσε ότι του το είπε ο φίλος του πατέρα του (ερυθρά 37/3χ, 34/1χ Δ.Φ.)

-  αντιφατικά δήλωσε ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε αλλά υπέφερε οικονομικά (ερυθρό 34/3χ Δ.Φ.)

-  αντίφαση παρατηρείται στις δηλώσεις του αναφορικά με το πότε εκδόθηκε το διαβατήριο του. Στο διαβατήριο αναγράφεται ότι εκδόθηκε στις 07/10/19, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο φίλος του πατέρα του πήγε να του εκδώσει το διαβατήριο το 2020, ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του τον συγκεκριμένο κύριο τον συνάντησε αρχές 4ου/2021 (ερυθρό 39/1χ Δ.Φ.)

-  πέραν του ισχυρισμού ότι η μητριά του τον έψαχνε επειδή ήθελε να αποκτήσει την περιουσία του πατέρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ήθελε να σπουδάσει και να παίξει ποδόσφαιρο (ερυθρό 35/1χ Δ.Φ.).

 

Η θέση της συνηγόρου του Αιτητή ότι κατά την αξιολόγηση, ότι ο λειτουργός δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή ως ανήλικου είναι αβάσιμη. Στο ερυθρό 49 Δ.Φ. καταγράφεται ρητά ότι συνιστά ανήλικο ορφανό πολίτη, άτομα υγιές, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας πέραν της ανηλικότητας του και αναμενόταν να παρουσιάσει επαρκείς πληροφορίες προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου νομιμότητας/ορθότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου διαπιστώνει πρόσθετα τα ακόλουθα:

-          ο Αιτητής παρόλο που κατά τον χρόνο της συνέντευξης ήτο ανήλικος έχει ήδη λάβει δημοτική, δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

-          δεν προκύπτουν ζητήματα δυσχέρειας, ανικανότητας ή άλλων παραγόντων σωματικής ή διανοητικής του υγείας που να επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό/έκταση την ικανότητα του να αντιληφθεί και να προβάλει με ορθότητα βασικές πληροφορίες του αιτήματος του και/ή θα μπορούσε να διαθέσει ενώπιον των αρχών,

-          λήφθηκαν δεόντως υπόψη από τον λειτουργό (προτού απορριφθεί η αίτηση) η μνήμη, η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο του Αιτητη[3],

-          δεν τεκμηριώθηκε και/ή ανέφερε ότι ανήκει σε οποιαδήποτε ομάδα και/ή οργάνωση στην χώρα καταγωγής του που να κινδυνεύει με δίωξη από τις αρχές της χώρα του ή άλλες οργανώσεις/ομάδες που ελέγχουν τμήμα ή έδαφος της χώρας του,

-          οι ερωτήσεις που του τέθηκαν ήτο απλές, κατανοητές με τρόπο που ο Αιτητής να τις αντιλαμβάνεται πλήρως,

-          από πουθενά δεν συνάγεται ότι η εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή θα έπρεπε να διακόψει τη συνέντευξη και να παρέμβει στη διαδικασία,

-          ήταν συγκεκριμένος στις δηλώσεις του, πρόθυμος και συνεργάσιμος κατά την εξέταση της αίτησής του, αλλά απέφυγε και/ή δεν έδωσε ελλιπείς/μη επαρκείς απαντήσεις στις ερωτήσεις που του τέθηκαν,

-          ενώ έδωσε πλήρεις και ικανοποιητικές απαντήσεις σε σχέση με τα στοιχεία ταυτοποίησης/χώρα/περιοχή διαμονής του με αποτέλεσμα να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αιτήματος του, απέτυχε να τεκμηριώσει τους λόγους που επικαλείται ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας αυτού. 

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση του αφηγήματος του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και εγγράφων (διαβατηρίου – τα στοιχεία αυτού είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την χρονική συνάφεια του αφηγήματος του)[4] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί της ουσίας του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Οι ανεπαρκείς λεπτομέρειες των συνθηκών δίωξης του (από μέλος οικογένειας και δη ιδιώτη), οι ελλιπείς περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος του και η μη τεκμηρίωση βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[5], λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ηλικία του Αιτητή, επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της λειτουργού για το αναξιόπιστο των ισχυρισμών του. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Επίσης, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία και/ή γεγονότα και/ή έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου τα οποία είτε να ενισχύουν το αφήγημα του είτε να υποδεικνύουν ότι  αντιμετωπίζει οποιαδήποτε άλλα προβλήματα και/ή ούτε ανατράπηκε το τεκμήριο αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του (Βλέπε Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018) το οποίο μέσω της συνέντευξης κρίθηκε ως μη τεκμηριωμένο, αλλά αρκέστηκε στα όσα καταγράφηκαν κατά την συνέντευξη. Γίνεται κατανοητή και αποδεκτή η παραπομπή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης που καταγράφεται στην Γραπτή Αγόρευση της συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τις συνθήκες ορφανών παιδιών στην χώρα καταγωγής, εντούτοις η εσωτερική αξιοπιστία του, όπως αναλύεται πιο πάνω, δεν τεκμηριώθηκε και ο έλεγχος εξωτερικής αξιοπιστίας μέσω έγκυρων πηγών πληροφόρησης έπεται (μεταξύ άλλων δεικτών αξιοπιστίας) της τεκμηρίωσης εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτούντα[6]. Δεν θα μπορούσε μόνο στη βάση αυτών των πληροφοριών ο Αιτητής να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, καθότι κρίθηκε εσωτερικά αναξιόπιστος και/ή δεν του δόθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας για τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω. Ούτε γίνεται επαρκής σύνδεση των πηγών πληροφόρησης που επισυνάπτει η συνήγορος του, με τις προσωπικές του περιστάσεις, αλλά ούτε λόγω της μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα – λόγω πληροφοριών εξωτερικών πηγών πληροφόρησης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του. Η περίπτωση του Αιτητή προφανώς αφορά πρόσωπο που εγκατέλειψε την χώρα του για άλλους λόγους από αυτούς που θα μπορούσε να τύχει διεθνούς προστασίας (Βλέπε § 62[7] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων). Οι δε ισχυρισμοί/γεγονότα που καταγράφονται από τον Αιτητή μέσω της Γραπτής Αγόρευσης και δεν εντοπίζονται  στα πρακτικά της συνέντευξης του και/ή μέσω του Δ.Φ. δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co ανωτέρω).  

 

Συνεπώς, κρίνεται ορθή η εισήγηση της λειτουργού και συνακόλουθα η απόφαση του αρμόδιου λειτουργού ότι ο Αιτητής δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα πρόσφυγα καθότι δεν έχει τεκμηριώσει ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας[8] (ερυθρό 49 Δ.Φ.). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[9]που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Στο πλαίσιο της αξιολόγησης κινδύνου, κρίθηκε από τον λειτουργό πως δεν προκύπτουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο Αιτητής θα βρεθεί αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης ή βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης. Εντούτοις, παρατηρείται ότι ο λειτουργός δεν προχώρησε σε έρευνα μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Θα έπρεπε, όμως, υπό τις παρούσες περιστάσεις - λόγω της ανηλικότητας του Αιτητή να διενεργείτο και σχετική έρευνα μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης προτού απορριφθεί συνολικά το αίτημα του. Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, κατόπιν έρευνας του Δικαστηρίου (στη βάση των εκ του Νόμου εξουσιών του), ως προς τη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή προκύπτει ότι δεν υπάρχει ένοπλη σύρραξη[10]. Παρατηρούνται εμφύλιες ταραχές, ιδίως κατά τη διάρκεια εκλογικών περιόδων, ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για τρομοκρατικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στη Γουινέα, αν και υπάρχουν γενικές ανησυχίες για την εξάπλωση της ισλαμιστικής μαχητικής δραστηριότητας στην περιοχή.[11] Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, τη πόλη Conakry, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων  ACLED (The  Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/05/23-24/05/24, καταγράφηκαν συνολικά μόνο 90 περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια, εκ των οποίων προέκυψαν 32 ανθρώπινες απώλειες. Πιο συγκεκριμένα, 1 εξ αυτών καταγράφηκε ως μάχη (με 9 θύματα), 5 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 3 θύματα), 47 ως εξεγέρσεις (με 20 θύματα) και 37 ως διαδηλώσεις (χωρίς θύματα).[12]

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της περιοχής του Αιτητή καταγράφεται περίπου στα 2 εκατομμύρια[13] κατοίκους καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας ανέρχεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής και δεν συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά ένοπλης σύρραξης επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του Άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων του για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Αναφορικά, τώρα, με τον ισχυρισμό και/ή θεραπεία την οποία ζητά ο Αιτητής για παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και/ή προστασία από επαναπροώθηση, σημειώνεται ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου ρυθμίζεται νομοθετικά από το Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 έως 2023 (73(I)/2018), όπου προνοείται ότι:

 

«(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέδιπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-

(α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή

(β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015»

 

Επομένως, το Δικαστήριο δύναται να προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας εξετάζοντας τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν μια απόφαση ή πράξη. Από την δε ανωτέρω ανάλυση, ως ορθά καταγράφεται και από τον λειτουργό ο Αιτητής δεν κατέστη δικαιούχος καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή δεν προκύπτουν λόγοι για εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης ως οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του. Εξάλλου, ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί και τυχόν διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από τις αρμόδιες αρχές δεν θα αφορούν πλέον ανήλικο πρόσωπο.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη αξιολόγησης της κατάστασης υγείας του Αιτητή, ήτοι ότι είναι θετικός στη φυματίωση, απορρίπτεται. Από τα ερυθρά 24 και 23 Δ.Φ.  προκύπτει ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενέργησαν ιατρικές εξετάσεις χωρίς να προκύπτει οιονδήποτε πρόβλημα υγείας, στα ερυθρά 26 και 25 Δ.Φ παρατηρώ ότι πρόκειται για κάρτα εμβολιασμού του Αιτητή και ότι το εμβόλιο «Mantoux», ως φαίνεται στη κάρτα εμβολιασμού, σύμφωνα με έρευνα του Δικαστηρίου, αποτελεί μια μέθοδο για τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα άτομο έχει μολυνθεί με φυματίωση[14]. Εντός του Δ.Φ. δεν υπάρχει κανένα ιατρικό έγγραφο που να υποδεικνύει ότι ο Αιτητής είναι θετικός στη φυματίωση (πέραν μίας ελλιπούς καταγραφής στο ερυθρό 20 Δ.Φ. «POSITIVE IN MANTOUX»), δεν έχει προσκομισθεί οιονδήποτε ιατρικό έγγραφο είτε στην Υπηρεσία Ασύλου, είτε στο Δικαστήριο που να αποδεικνύει τον εν λόγω ισχυρισμό. Ούτε έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ο ισχυρισμός μέσω στοιχείων της συνηγόρου του Αιτητή ότι αποτελεί λόγο παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας και/ή ότι η επιστροφή του συνεπάγεται με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή ότι η παρούσα κατάσταση της υγείας του σε περίπτωση απομάκρυνσης του, ελλείψει κατάλληλης αγωγής στη χώρα προορισμού, διατρέχει κίνδυνο να εκτεθεί σε ταχεία, σημαντική και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της ασθένειάς του[15].

Οι δε ισχυρισμοί σε σχέση με την απόφαση επιστροφής ήτοι ότι δεν εφαρμόστηκε το νομικό πλαίσιο που προβλέπεται στις διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) και των προνοιών της σχετικής Οδηγίας 2008/115/ΕΚ[16] και συναφείς ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο του και δεν μπορούν να εξεταστούν καθότι δεν έχουν δεόντως δικογραφηθεί στην προσφυγή του Αιτητή. Στην Υπόθ. Αρ. 107/2017, Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπουργού Άμυνας, ημερομηνίας 11/12/2017, λέχθηκαν τα εξής τα οποία υιοθετούνται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

 

«Στην Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1627, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα:

«Οι πρόσθετοι νομικοί λόγοι για την ακύρωση της πράξης, οι οποίοι προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, δεν μπορεί να εξεταστούν. Είναι θεμελιωμένο ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται από τη δικογραφία. Όπως επισημάναμε στη Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Σαφειρίδης ν. Κουκκουρή και Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και στο πεδίο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του δικαστηρίου άπτεται του θέματος που εξετάζεται:-

"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης (βλ. Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd(1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, Abdolali Kadivari ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289)."

 

Στην παρούσα περίπτωση από τους πέντε λόγους που συνοψίζονται στη σελίδα 14 της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας, οι τέσσερις πρώτοι δεν προβάλλονται και δεν στοιχειοθετούνται επαρκώς στην προσφυγή ως λόγοι ακύρωσης.».

 

Κατά πάγια επίσης νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι γραπτές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων δεν αποτελούν μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων, αλλά εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα που προσδιορίζονται στην αίτηση και τα οποία καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει (βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, 263 και Δημοκρατία νSvetlana Shalaeva, ανωτέρω).

 

Στην Γεώργιος Π. Γεωργίου ν. Δήμος ΠάφουECLI:CY:AD:2016:D403, Υποθ. Αρ. 1601/2011, ημερ. 9.8.2016, λέχθηκαν τα εξής σχετικά (οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ 257 απασχόλησε το θέμα της εξειδίκευσης και αιτιολογίας των λόγων ακύρωσης στο δικόγραφο σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου  του 1962, από την οποία υιοθετώ τα ακόλουθα αποσπάσματα:

 

«Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει.

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001)3 Α.Α.Δ. 672:

 

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

 

"7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον."

[.]

Έχουμε πάντως κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 A.AΔ. 598:

 

"Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης."».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνουμε ότι δεν μπορεί να εξεταστεί ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που έγκειται στον ισχυρισμό περί κανονιστικής ρύθμισης (Κ.Δ.Π. 351/16), η οποία αυθαίρετα και χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, όρισε μειωμένη ηλικία αφυπηρέτησης, αφού είναι σαφές ότι ένας τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν έχει δικογραφηθεί, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα Κανονισμό 7, αλλά και τις κατευθυντήριες της προαναφερθείσας νομολογίας. Σε κανένα από τα επτά νομικά σημεία της προσφυγής των αιτητών (ως αυτά έχουν εκτεθεί πιο πάνω) δεν δικογραφείται και/ή στοιχειοθετείται με σαφήνεια ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης. Ο γενικός και εν πολλοίς ασαφής τρόπος με τον οποίο διατυπώθηκαν οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, δεν εκπληρώνει την υποχρέωση που θέτει ο εν λόγω Κανονισμός 7, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή δε της εισήγησης ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθούν τα συγκεκριμένα νομικά σημεία που εγείρονται στην αγόρευση των αιτητών, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον υπό αναφορά Κανονισμό, αλλά και θα του αφαιρούσε κάθε νόημα ύπαρξης (βλ. ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:C455, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2010, ημερ. 25.6.2015).

 

Διαχρονικά η ημεδαπή νομολογία επαναλαμβάνει ότι δεν εξετάζονται ζητήματα, τα οποία δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή (βλ. Republic v. Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Enotiadou v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 409, Republic v. L. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, Solomou v. Republic (1984) 3 (A) C.L.R. 533, Παπαφώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1302, Θεοδωρίδης v. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (1989) 3 Α.Α.Δ. 1457, Ανδρέας Αζίνας v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 508 και Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778).

 

Κατά συνέπεια, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν θα εξεταστεί και απορρίπτεται.»

 

Το ίδιο δε Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης (ήτοι πρόκειται για ανήλικο πρόσωπο κατά τον χρόνο υποβολής αίτησης ασύλου). Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

                                                                                                                      Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών

[2] Βλέπε σχετικά - Opinion, C-646/21, K, L v. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, 21/06/23, επίσης UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), The Office of the United Nations High Commissioner for Refugees Statement on Membership of Particular Social Group and the Best Interests of the Child in Asylum Procedures Issued in the context of the preliminary ruling reference to the Court of Justice of the European Union in the case of K., L. v. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C-646/21), 21 June 2023, paras. 5.2.5-5.2.6,

[3] EASO Practical Guide: Evidence Assessment (europa.eu)

[4] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[5] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353.

[6] Βλέπε EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023

[7]«μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας»

[8]Άρθρο 15 της Οδηγίας 95/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000)

[9] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[10]RULACGENEVA ACADEMY, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map , ημερομηνία πρόσβασης 14/06/2024

[11] Crisis24, A GardaWorld Company, 'Guinea Country Report - Security', τελευταία ενημέρωση 29/09/2022, διαθέσιμο σε https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/guinea , ημερομηνία πρόσβασης 14/06/2024

[12]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 27/05/23 – 24/05/24, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ:  Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests, Riots και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Guinea, ADMIN: Conakry).

[13] https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/21126/conakry/population

[14] CDC, U.S. CENTERS FOR DISEASE CONTROL AND PREVENTION, Mantoux Tuberculin Skin Testing Fact Sheet, διαθέσιμο σεhttps://www.cdc.gov/tb/publications/factsheets/testing/Tuberculin_Skin_Testing_Information_for_Health_Care_Providers.pdf

[15]Austria, Federal Administrative Court [Bundesverwaltungsgericht - BVwG], L530 1309578-5, 04.01.2022, https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=2451&returnurl=/pages/searchresults.aspx Απόφαση ΔΕΕ της 22/11/2022 στην υπόθεση C‑69/21, X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (τμήμα μείζονος συνθέσεως), επίσης, European Court of Human Rights, N. v. the United Kingdom, no. 26565/05, 27/05/2008, https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-86490%22]}

[16] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο