ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1274/2019

                                             

       29 Ιουλίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

Ι. Κ.

Αιτητή

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Συμβουλίου Επανακρίσεων Υπαξιωματικών

 

Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Κατερίνα Χατζηθεοδώρου, Δικηγόρος για Αιτητή

Μαρία Δρυμιώτου, για  Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Ο Αιτητής είναι μόνιμος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και διορίστηκε στο Στρατό της Δημοκρατίας στις 14.07.2012 με το βαθμό Λοχία. Το έτος 2019 δεδομένου ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις κρίσης σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις Υπαξιωματικών) Κανονισμών του 2017, ως είχαν τότε (εφεξής οι «Κανονισμοί»), μπορούσε να κριθεί από το Συμβούλιο Κρίσεων Υπαξιωματικών με βάση τους Κανονισμούς 46(9)(α) και 46(10)(α) των Κανονισμών, το οποίο ομόφωνα τον έκρινε, για το έτος 2019, ως «Παραμένων» στον ίδιο βαθμό αφού έκρινε τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία τιμωρήθηκε, ως σοβαρά.

 

Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας των κρίσεων των Υπαξιωματικών και τις απαραίτητη κύρωση από τον αρμόδιο Υπουργό Άμυνας, το ΓΕΕΦ, με επιστολή του ημερομηνίας 28.05.2019 ενημέρωσε τον Αιτητή για την κρίση του ως Παραμένοντα και τους λόγους που οδήγησαν το Συμβούλιο Κρίσεων στην κρίση αυτή.

 

Κατά της ως άνω απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Υπαξιωματικών, στο Συμβούλιο Επανακρίσεων, ο Αιτητής στις 05.06.2019, υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή (θα αναφερθώ πιο κάτω στο περιεχόμενο της) σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 30(4) των Κανονισμών.

 

Το Συμβούλιο Επανακρίσεων, κατά τη συνεδρία του στις 18.07.2019, εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή και την απέρριψε, παραθέτοντας τους λόγους για την απόφασή του αυτή. Το ΓΕΕΦ, με διαταγή του ημερομηνίας 25.07.2019, γνωστοποίησε στον Αιτητή την απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, παραθέτοντάς τους κατωτέρω αναφερόμενους λόγους απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής:

 

«Σας γνωρίζουμε κατόπιν του (δ) σχετικού και σύμφωνα με τις πρόνοιες του (α) ομοίου ότι, το Συμβούλιο Επανακρίσεων έτους 2019 που συνεδρίασε την 18 Ιουλ 2019, απέρριψε ομόφωνα την προσφυγή που υποβάλατε, εναντίον της κρίσης σας από το Συμβούλιο Κρίσεων Υπαξιωματικών ως «παραμένοντα». Το Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι οι βαθμολογίες σας είναι πάνω από το «πολύ καλή», έκρινε ότι τα έξι (6) πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράξατε είναι σοβαρά. Ειδικότερα το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:

 

α. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο, στις 14/02/14, σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 10ήμερης φυλάκισης, διότι ως εκπαιδευόμενος στο Σχολείο Διαχειριστών Υλικού, το οποίο λειτούργησε στην (…), αποτύχατε, διότι απωλέσατε αδικαιολόγητα το 1/3 του συνόλου της εκπαίδευσης, παρόλο του ότι συμμετείχατε στη Γραπτή Δοκιμασία και καταταγήκατε 21ος από τους 34 εκπαιδευομένους. Με τον τρόπο που ενεργήσατε, υποπέσατε στα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα:

 

(1)       Της «Αναξιοπρεπούς και ανοίκειας συμπεριφοράς», διότι σαν μέλος της ΕΦ, ενεργήσατε κατά τρόπο επιβλαβή για την πειθαρχία και προσβάλατε την υπόληψη της Δυνάμεως [Κανονισμός 3(1)].

 

(2)       Της «Αμέλειας Καθήκοντος», διότι σαν μέλος της ΕΦ, παραμείνατε αργός, ενόσω βρισκόσασταν σε εκπαιδευτικά μαθήματα [Κανονισμός 3(2)]».

(3)       Της «Απουσίας άνευ αδείας ή καθήκον», διότι σαν μέλος της ΕΦ, χωρίς εύλογη δικαιολογία; άδεια από την εκπαίδευση.

 

β. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο στις 10/05/17, σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 2ημερης φυλάκισης, διότι στις 08 11:25 Μαρ 2017, ενώ εκτελούσατε δρομολόγιο κίνησης ως οδηγός οχήματος (…), για διεκπεραίωση της αλληλογραφίας (…), κατά τον έλεγχο από όργανα της ΣΝ, διαπιστώθηκε ότι δεν φέρατε το δελτίο Στρατιωτικής Ταυτότητας, με αποτέλεσμα να καταγγελθείτε και να μην το αναφέρετε στη Διοίκηση της Μονάδας, κατά παράβαση του Κανονισμού 3 (19) (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών, που αφορούν την «Παράλειψη συμμόρφωσης προς τις γενικές διαταγές του Διοικητού» διότι:

 

(1) Με τον τρόπο που ενεργήσατε, υποπέσατε στο πειθαρχικό παράπτωμα της «Παράλειψης Συμμόρφωσης προς τις γενικές διαταγές του Διοικητή».

(2) Η φύση του παραπτώματος είναι σοβαρή καθότι, άπτεται θεμάτων στρατιωτικής εμφάνισης και τήρησης του Νόμου, Τάξης και Πειθαρχίας.

 

γ. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο στις 21/07/17, σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 2ήμερης φυλάκισης, διότι μετά από συνεχόμενες παρατηρήσεις που έγιναν από τη Δκση της Μονάδας σχετικά με την καθυστέρηση προσέλευσης σας στη Μονάδα, εσείς και πάλι στις 09 Ιουνίου 2017, καθυστερήσατε να προσέλθετε στη Μονάδα κατά 20 λεπτά, χωρίς να ενημερώσετε καθόλου την Υπομονάδα και μετέπειτα τη Μονάδα σας κατά παράβαση του Κανονισμού 3 (9) του πρώτου πίνακα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς διότι:

(1)       Παραλείψατε να εφαρμόσετε τις ισχύουσες διαταγές και δεν ενημερώσατε τη Μονάδα για την καθυστέρηση της προσέλευσής σας, με αποτέλεσμα να υποπέσετε στο πειθαρχικό παράπτωμα της «Καθυστέρησης εν ώρα καθήκοντος».

(2)       Η φύση του παραπτώματος, άπτεται του προγράμματος ωρών υπηρεσίας - εκπαιδεύσεως και σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, άνευ ευλόγου δικαιολογίας, απουσιάζατε από τη Μονάδα κατά 20 λεπτά χωρίς άδεια και οι ισχυρισμοί που επικαλεστήκατε, καταρρίπτονται καθότι, οφείλατε να ενημερώσετε προηγουμένως τη Μονάδα για την καθυστέρηση της προσέλευσής σας.

 

δ. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο στις 16/11/17, σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 2ημερης φυλάκισης, διότι μετά από συνεχόμενες παρατηρήσεις και ποινές που σας επιβλήθηκαν από τη Δκση της μονάδας σχετικά με την καθυστέρηση προσέλευσής σας στη Μονάδα στις 02 Νοεμβρίου 2017, καθυστερήσατε να παρουσιαστείτε για 15 λεπτά, δηλαδή στις 02 0715 Νοε 2017 κατά παράβαση του Κανονισμού β(9) του πρώτου πίνακα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

 

ε. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο στις 30/01/18, σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή 10ημερης φυλάκισης, διότι στις 02 Ιαν 2018, ενώ εκτελούσατε 24ωρη υπηρεσία διανυκτερεύσεως στα καθήκοντα του Βοηθού Αξκού Υπηρεσίας, Διανυκτερεύσεως της μονάδας του (ΒΑΥΔΜ), δεν εκτελέσατε τα καθήκοντά σας όπως οφείλατε και όπως οι σχετικές διαταγές καθορίζουν, ήτοι δεν εκτελέσατε την ορισθείσα έφοδο (…) σε όλα τα καθοριζόμενα σημεία του Στρατοπέδου της Μονάδας του όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Ασφαλείας του Στρατοπέδου και απουσίαζε από το πρωινό προσκλητήριο επιθεώρησης φρουράς στις 03 06:15 Ιαν 2018, καθότι:

 

(1)       Με τον τρόπο που ενεργήσατε, υποπέσατε στο πειθαρχικό παράπτωμα της «Αμέλειας Καθήκοντος», κατά παράβαση του Κανονισμού 3 (3α) του πρώτου πίνακα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.

 

(2)       Η φύση του παραπτώματος είναι σοβαρή καθότι, άπτεται θεμάτων τήρησης των μέτρων ασφαλείας του Στρτου της Μονάδας σας.

 

στ. Το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο στις 15/05/18 σας επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή της 5νθημερης φυλάκισης, διότι μετά από συνεχόμενες παρατηρήσεις που έγιναν από τη Διοίκηση της Μονάδας σχετικά με την καθυστέρηση προσέλευσής σας στη Μονάδα, εσείς και πάλι στις 27 Απρ 2018, καθυστερήσατε να παρουσιαστείτε στη Μονάδα κατά 30' λεπτά, όπως καθορίζουν οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί Εθνικής Φρουράς και οι διαταγές του ΓΕΕΦ, χωρίς να ενημερώσετε καθόλου την Υπομονάδα και μετέπειτα τη Μονάδα σας.

 

Το Συμβούλιο σημειώνει ότι τα αιτιολογικά των επιβληθεισών σ' εσάς πειθαρχικών ποινών δεν συνάδουν με την ιδιότητα του μέλους της Ε.Φ., προκαλούν αταξίαν και είναι επιβλαβή για την πειθαρχία του στρατεύματος». 

 

Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την ως άνω απόφαση ημερομηνίας 25.07.2019 (αιτητικό υπό Α) και την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή του ΓΕΕΦ ημερομηνίας 28.05.2019 (αιτητικό υπό Β).

 

Κατόπιν προδικαστικής ένστασης ότι οι δύο πιο πάνω προσβαλλόμενες δεν είναι συναφείς, ο Αιτητής, διά της αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του ουσιαστικά περιόρισε την προσφυγή του μόνο στο Αιτητικό υπό Α, κάνοντας δεκτό ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων, ως η τελική απόφαση κατόπιν άσκησης της προβλεπόμενης από τους Κανονισμούς, ιεραρχικής προσφυγής συγχωνεύτηκε η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων. Ακολούθως ή ως αποτέλεσμα της πιο πάνω τοποθέτησης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση δεν ανέπτυξε την προδικαστική της ένσταση ως προς τη συνάφεια, την οποία θεωρώ ως, υπό τις περιστάσεις, εγκαταλειφθείσα και, εν  πάση περιπτώσει, την απορρίπτω.

 

Διαπιστώνω εν προκειμένω ότι, δεδομένης της απόφασης επί της Ιεραρχικής Προσφυγής, πράγματι απαραδέκτως, ως μη έχουσα πλέον εκτελεστότητα, προσβάλλεται η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, ως εκ τούτου το αιτητικό Β της προσφυγής απορρίπτεται.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση με την αγόρευσή της [αυτό επιτρεπτά εφόσον αφορά αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο ζήτημα, βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314], ότι ο Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης λόγω αλυσιτέλειας. Αυτό διότι, κατά την εισήγηση, δεν προσέβαλε άλλες προαγωγές που ακολούθησαν, με βάση τις κρίσεις που έγιναν.

 

Δε συμφωνώ με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση. Η απόφαση ο Αιτητής όπως κριθεί ως «Παραμένων» δυνατόν να έχει δυσμενείς συνέπειες για τη σταδιοδρομία του Αιτητή, ανεξάρτητα από τη μη προαγωγή του. Αυτό συνάγεται, μεταξύ άλλων, από τον Κανονισμό 41(1)(α)(i) των Κανονισμών, που προβλέπει ότι η υπηρεσία του υπαξιωματικού τερματίζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της υπηρεσίας του με απόφαση του Υπουργού εφόσον κριθεί ως παραμένων και έχει  άλλες δύο όμοιες κρίσεις στον βαθμό του.

 

Ως εκ τούτου ο Αιτητής διαθέτει το απαραίτητο έννομο συμφέρον για προσβολή της ως άνω προσβαλλόμενης κρίσης του ως «Παραμένων» και η προσφυγή δεν είναι αλυσιτελής. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Περνώντας στην ουσία των λόγων ακύρωσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εγείρει ισχυρισμούς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τους Κανονισμούς 30(4)[1] και 31(6)[2] των Κανονισμών, ότι είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας και ότι λήφθηκε κατά παράβαση του Κανονισμού 2 των Κανονισμών (ιδίως με αναφορά στον ορισμό «ένοχος σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος») και που έρχεται σε αντίθεση με την πάνω από «πολύ καλή» βαθμολογία του Αιτητή και δη στο προσόν «Πειθαρχία».

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση από την πλευρά της, υποστηρίζει το νόμιμο και αιτιολογημένο της απόφασης παραπέμποντας σε σχετική, κατά τη δική της εισήγηση, νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Έχω μελετήσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι συναφείς και ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από την εισήγησή του, την οποία εξέφρασε και στην Ιεραρχική του Προσφυγή, περί μη λήψης υπόψη των πάρα πολύ καλών βαθμολογιών του με ιδιαίτερη έμφαση στο προσόν της «Πειθαρχίας» στην κρίση περί «σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων» που διατύπωσε αρχικώς το Συμβούλιο Κρίσεων και ακολούθως το Συμβούλιο Επανακρίσεων, ακολουθεί ενιαία ανάπτυξη του σκεπτικού μου.

 

Καταρχάς, ως προκύπτει από τους Κανονισμούς και δη τη μεταβατική διάταξη του Κανονισμού 46, που ισχύει για την κρινόμενη περίπτωση (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«(9)     Μέχρι την έναρξη της ισχύος των προνοιών των υποπαραγράφων (α), (β) και (γ) της παραγράφου (2) του Κανονισμού 33 σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του Κανονισμού 44 των παρόντων Κανονισμών οι διαβαθμίσεις των κρίσεων, κατά βαθμό, των Υπαξιωματικών έχουν ως ακολούθως:

 

(α)       Για τους Λοχίες, Επιλοχίες και Αρχιλοχίες-

 

(i)        προακτέοι κατ’ αρχαιότητα· και

(ii)        παραμένοντες.

 

(β)       Για τους Ανθυπασπιστές Γ΄ και Ανθυπασπιστές Β΄-

(…)

 

(10)     Μέχρι την έναρξη της ισχύος των προνοιών των παραγράφων (1), (2), (3) και (4) του Κανονισμού 34, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του Κανονισμού 44 των παρόντων Κανονισμών, για τις διαβαθμίσεις των κρίσεων των Υπαξιωματικών ισχύουν τα ακόλουθα:

 

(α) Υπαξιωματικός βαθμού Λοχία και Επιλοχία κρίνεται ως-

 

(i)        Προακτέος κατ’ αρχαιότητα, εφόσον-

 

(αα)     (…)

 

(ii)        Παραμένων, εφόσον:

(αα)     στις Εκθέσεις Αξιολόγησής του στον βαθμό που κατέχει η βαθμολογία του σε ένα ή περισσότερα προσόντα είναι χαμηλότερη του «Καλή»· ή/και

 

(ββ)     είναι ένοχος σοβαρού ποινικού αδικήματος ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος.

 

(iii)       (…)».

 

Από τις ως άνω πρόνοιες των Κανονισμών, συνάγεται ότι, προκειμένου υπαξιωματικός, να κριθεί ως «Παραμένων» απαιτείται διαζευκτικά ή και αθροιστικά (τίθεται με τον διαζευκτικό/συμπλεκτικό αντίστοιχα σύνδεσμο «ή/και») να έχει χαμηλότερη του «καλή» βαθμολογία σε έστω ένα προσόν από τα αναφερόμενα στον Κανονισμό 46(10)(ii)(αα) και/ή να είναι ένοχος σοβαρού πειθαρχικού (εν προκειμένω) παραπτώματος ως προβλέπει ο Κανονισμός 46(10)(ii)(ββ).

 

Ο Αιτητής με την Ιεραρχική του Προσφυγή αναφέρθηκε ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι οι αξιωματικοί που του επέβαλαν τις πειθαρχικές του ποινές τον βαθμολόγησαν με υψηλή βαθμολογία στο προσόν της «πειθαρχίας» ενώ το Συμβούλιο Κρίσεων θεωρεί τα αδικήματα αυτά ως «σοβαρά».

 

Θεωρώ όμως ότι οι δύο προϋποθέσεις που θέτει ο ως άνω Κανονισμός είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους. Δηλαδή η βαθμολόγηση του Αιτητή, στην οποία περιλαμβάνεται και το προσόν «πειθαρχία», βαθμολογία, η οποία απονέμεται από τους αξιωματικούς του, αποτελεί ανεξάρτητη προϋπόθεση από την κρίση περί της σοβαρότητας του (εκάστοτε) πειθαρχικού παραπτώματος, για την οποία αρμόδιο είναι πρώτα το Συμβούλιο Κρίσεων και ακολούθως, σε περίπτωση Ιεραρχικής Προσφυγής, το Συμβούλιο Επανακρίσεων.

 

Οι δε δύο διαζευκτικές και/ή σωρευτικές προϋποθέσεις του ως άνω Κανονισμού, αμφότερες δίδουν εξουσία στους Καθ΄ων η αίτηση όπως, εφόσον οποιαδήποτε εξ αυτών (ή και οι δύο αθροιστικά) πληρού(ν)ται, να κρίνουν τον υπαξιωματικό ως «Παραμένων».

 

Διαφορετική θεώρηση θα απέληγε όπως το γράμμα του Κανονισμού 46(10)(ii)(ββ)          «είναι ένοχος σοβαρού (..) σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος», να ήταν «νεκρό», άνευ δηλαδή ουσίας, εφόσον την όλη «σοβαρότητα» του πειθαρχικού αδικήματος θα την καθόριζαν οι αξιολογούντες αξιωματικοί μέσω των βαθμολογιών στα πλαίσια του Κανονισμού 46(10)(ii)(αα) και όχι η κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων και ακολούθως του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Ρητά όμως ο Κανονισμός 2 των Κανονισμών θέτει ότι αρμοδιότητα περί της κρίσης ως προς τη σοβαρότητα του πειθαρχικού αδικήματος την έχουν μόνον τα ως άνω Συμβούλια αναφέροντας:

 

«ένοχος σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος» σημαίνει τον κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας ευρεθέντα ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος το οποίο είναι σοβαρό, κατά την αιτιολογημένη κρίση του Συμβουλίου Κρίσεων ή/και του Συμβουλίου Επανακρίσεων, όπως προνοείται στον Κανονισμό 34 των παρόντων Κανονισμών.

 

Αυτό έγινε στην κρινόμενη περίπτωση και το αρμόδιο προς τούτο όργανο έκρινε τα πειθαρχικά αδικήματα του Αιτητή. Από την άλλη μεριά, δε θεωρώ ότι από όσα ο Αιτητής ανέφερε στην Ιεραρχική του Προσφυγή με παραπομπή στη βαθμολογία στις εκθέσεις αξιολόγησής του, καθιστούσαν υπό τις περιστάσεις, την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων ως αναιτιολόγητη ή παραβιάζουσα τις πρόνοιες των Κανονισμών ή προϊόν πλημμελούς έρευνας.

 

Ο Κανονισμός 16(3) των Κανονισμών προβλέπει:

 

«(3)     Τα προσόντα κάθε Υπαξιωματικού συνάγονται από τις αξιολογήσεις του, δηλαδή τις Εκθέσεις και τα Σημειώματα Αξιολόγησης, λαμβανομένων σοβαρά υπόψη και των σχολίων των Αξιολογούντων ή των Γνωματευόντων που τυχόν αναφέρονται σε αυτές, προς υποστήριξη των τεθεισών από αυτούς βαθμολογιών.

 

Ο Κανονισμός 17(2) των Κανονισμών προβλέπει:

 

«(2) Όλες οι βαθμολογίες της αξιολόγησης κάθε Υπαξιωματικού σε οποιοδήποτε προσόν είναι αιτιολογημένες και στηρίζονται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή στοιχεία ή σε εκθέσεις επιθεώρησης που αφορούν στο χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η Έκθεση ή το Σημείωμα Αξιολόγησης:

 

Νοείται ότι βαθμολογία «Καλή» ή χαμηλότερη σε οποιοδήποτε προσόν απαιτείται να στηρίζεται σε έγγραφα στοιχεία, τα οποία συνυποβάλλονται με την Έκθεση Αξιολόγησης ή το Σημείωμα Αξιολόγησης».

 

Ο δε Κανονισμός 18 των Κανονισμών προβλέπει:

 

«18.-(1) Η αξιολόγηση του Υπαξιωματικού γίνεται στις Εκθέσεις και στα Σημειώματα Αξιολόγησης.

(2) Οι Εκθέσεις και τα Σημειώματα Αξιολόγησης είναι έντυπα, στα οποία εμφαίνονται και αξιολογούνται τα προσόντα των Υπαξιωματικών που καθορίζονται στον Κανονισμό 16 των παρόντων Κανονισμών και επισημαίνονται τα θετικά και αρνητικά στοιχεία της απόδοσης, των ικανοτήτων και της προσωπικότητας του Αξιολογουμένου».

 

Συνεπώς οι Κανονισμοί προβλέπουν για αιτιολογημένες βαθμολογίες, στις οποίες αναφέρονται τα αρνητικά και θετικά στοιχεία του εκάστοτε αξιολογούμενου με αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα αλλά και δυνατότητα για παροχή σχολίων των αξιολογούντων.

 

Στην Ιεραρχική του Προσφυγή ο Αιτητής ανέφερε:

 

«3. Ως λόγους για τους οποίους και αμφισβητώ την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 πιο πάνω κρίση μου, έχω να αναφέρω τα παρακάτω:

 

α. Όπως προκύπτει από την παράγραφο 2 του (β) σχετικού, το Συμβούλιο Κρίσεων Υπξκών με έκρινε ως «παραμένων», αφού έλαβε υπόψη του τα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα με τα οποία βαρύνομαι, καθώς και τα αιτιολογικά των πειθαρχικών ποινών που μού επιβλήθηκαν.

 

β. Βαρύνομαι με έξι (6) πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία και μού επιβλήθηκαν διάφορες πειθαρχικές ποινές κράτησης και φυλάκισης, θεωρώ όμως σημαντικό να αναφέρω πως κανένας από τους διάφορους κατά καιρούς Δκτές μου που μού επέβαλαν τις πειθαρχικές αυτές ποινές, δεν με αξιολόγησε σε οποιαδήποτε Έκθεση Αξιολόγησής μου σε οποιοδήποτε ουσιαστικό προσόν, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αφορά ή και σχετίζεται με τα πειθαρχικά παραπτώματα, δηλαδή της «Πειθαρχίας», με βαθμολογία που να μού στερούσε τη δυνατότητα να κριθώ ως «προακτέος κατ’ αρχαιότητα».

γ. Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ, με όλο φυσικά το σεβασμό, πως το γεγονός αυτό σημαίνει κατάδηλα πως κανένας από τους Δκτές αυτούς που μού επέβαλαν τις εν λόγω πειθαρχικές ποινές, δεν θεώρησε ή έκρινε οποιοδήποτε από τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία και με τιμώρησε πειθαρχικά, ως σοβαρά, αφού αν θεωρούσε οποιοδήποτε από αυτά ως σοβαρό, δεν θα ήταν λογικό ή και νόμιμο να με αξιολογούσε στη σχετική Έκθεση Αξιολόγησής μου με όχι δυσμενή για Υπξκό βαθμολογία».

 

Η μόνη άρα αναφορά του Αιτητή για να δείξει την ισχυριζόμενη εκ μέρους του πλημμέλεια είναι η βαθμολογία του στο προσόν «πειθαρχία» και όχι οποιοδήποτε θετικό για τον ίδιο στοιχείο της απόδοσής του στην αιτιολόγηση της βαθμολογίας του εν λόγω προσόντος ή αιτιολογημένο σχόλιο ή αιτιολογημένη εισήγηση των αξιολογούντων αξιωματούχων που να έρχεται σε αντίθεση με την αιτιολογία που οι Καθ’ ων η αίτηση έδωσαν στην κρίση τους ως σοβαρού οποιουδήποτε από τα πειθαρχικά αδικήματα.

 

Αντιθέτως οι καταγραφές πρώτα στην απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων, όσο ακολούθως και στην απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων ημερομηνίας 25.07.2019 (βλ. πλήρες περιεχόμενό της πιο πάνω), δεν περιορίστηκαν σε μια πχ μονολεκτική αναφορά περί της «σοβαρότητας» αλλά είναι αιτιολογημένες με σαφή καταγραφή των λόγων που έκαστη εκ των πειθαρχικών ποινών θεωρήθηκε ως σοβαρή, η δε βαθμολογία στις εκθέσεις αξιολόγησης, δεν αγνοήθηκε αλλά ρητώς έγινε μνεία της εντός της προσβαλλόμενης απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων.

 

Αυτή λοιπόν και μόνο η βαθμολογία χωρίς παραπομπή από τον Αιτητή σε κάποιο (αιτιολογημένο) αξιολογικό στοιχείο, το οποίο να έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και (ακολούθως) του Συμβουλίου Επανακρίσεων, οι οποίες περιείχαν ρητή και σαφή αιτιολογία, δε θεωρώ ότι είναι στοιχείο ικανό να καταστήσει τις τελευταίες ως αναιτιολόγητες έναντι απλώς και μόνον της παραπομπής του Αιτητή σε βαθμολογία που καθιστούσε δυνατό να κριθεί ως προακτέος κατ’ αρχαιότητα.

 

Με την ίδια λογική δε θεωρώ την προσβαλλόμενη ως προϊόν πλημμελούς έρευνας ή ότι παραβιάζει τους Κανονισμούς. Είναι σαφές από τα όσα ανέφερα πιο πάνω ότι η αρμοδιότητα για κρίση της σοβαρότητας του πειθαρχικού αδικήματος ανήκει, βάσει των Κανονισμών, στα Συμβούλια Κρίσεων και Επανακρίσεων και σε καμία περίπτωση απλά και μόνο η ονομαστική αναφορά στη βαθμολογία, στην οποία ο Αιτητής παρέπεμψε αγνοήθηκε ή, εν πάση περιπτώσει, είναι στοιχείο από μόνο του ικανό να κλονίσει την σαφή αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, ούτε άλλωστε η τελευταία παραβίασε τους Κανονισμούς γενικά ή τους αναφερόμενους Κανονισμούς 30(4) και 31(6), στους οποίους παρέπεμψε ο Αιτητής και θέτει την υποχρέωση των Καθ’ ων η αίτηση όπως αιτιολογούν την απόφασή τους.

 

Ως εκ των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων επικυρώνεται. Τα έξοδα επιδικάζονται στα €1.800 υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] «(4)      Υπαξιωματικός που κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων και θεωρεί ότι αδικείται μπορεί, μέσα σε δέκα πέντε (15) εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία της έγγραφης πληροφόρησης για την κρίση του, να προσφύγει, σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού, στο Συμβούλιο Επανακρίσεων παραθέτοντας συγκεκριμένα στοιχεία με τα οποία αμφισβητεί την κρίση του».

 

[2] «(6)      Το Συμβούλιο Επανακρίσεων αποφασίζει, με βάση τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του, για τις περιπτώσεις που παραπέμφθηκαν σε αυτό δυνάμει των προνοιών της παραγράφου (2) του Κανονισμού 30 των παρόντων Κανονισμών και για τις περιπτώσεις των Υπαξιωματικών που προσέφυγαν σε αυτό δυνάμει των προνοιών της παραγράφου (4) του Κανονισμού 30 των παρόντων Κανονισμών, αντίστοιχα, και κατατάσσει τον επηρεαζόμενο Υπαξιωματικό σε διαβάθμιση κρίσης με αιτιολογημένη απόφασή του».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο