ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1333/2019,

1334/2019 και 1335/2019)

 

31 Ιουλίου, 2024

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης ΔΔ]

 

(Υπόθεση Αρ. 1333/2019)

 

1.   Κ. Μ.

2.   Ε. Α. Κ.

3.   Α. Ε.

4.   Δ. Π. Κ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Αιτήτριες,

 

v.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1334/2019)

 

1.   Χ. Δ. Π.

2.   Ε. Κ.

3.   Λ. Χ.

4.   Μ. Γ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Αιτήτριες,

 

v.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 1335/2019)

 

1.   Ν. Κ.

2.   Μ. Χ.

3.   Μ. Ε. Μ.

4.   Α. Θ. Σ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΩΣ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

Αιτήτριες,

 

v.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ου η Αίτηση.

…………………………

Μιχάλης Σπαστρής για Νάσο Κ. Χριστοφόρου, για τους αιτητές.

Ειρήνη Μπριάνα (κα) για Προύντζος & Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε., για τον καθ’ ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Με τις προσφυγές τους οι αιτητές ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α.  Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι πράξεις ή/και αποφάσεις των καθ’ ων η αίτηση οι οποίες κοινοποιήθηκαν τις Αιτητές με τις καταστάσεις μισθοδοσίας τις 28/06/2019 (Συνημμένα 1-27) και με τις οποίες δεν παραχωρήθηκαν τις Αιτητές προσαυξήσεις και/ή τιμαριθμικές αυξήσεις επί του μηνιαίου μισθού των ως άνω Αιτητών για τον μήνα Ιούνιο 2019, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου Ν. 192(Ι)/2011 ως ισχύει και/ή ίσχυσε με τις εκάστοτε τροποποιήσεις αυτού, είναι άκυρες και/ή παράνομες και/ή στερούμενες κάθε νόμιμου αποτελέσματος ως αντίθετες με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας

Β.      Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου, ότι η συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα παράλειψη οφειλόμενες ενέργειας των καθ’ ων η αίτηση, να καταβάλουν στους Αιτητές, τις προσαυξήσεις και τιμαριθμικές αναπροσαρμογές για τα έτη 2011 μέχρι και 2016 και/ή καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του Ν. 192(Ι)/2011, παρά την παρέλευση εύλογου χρόνου καθυστέρησης, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και ό,τι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.»

 

          Οι υπό κρίση προσφυγές καταχωρήθηκαν στις 9.9.2019 μετά που η Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου εξέδωσε απόφαση στις 29.3.2019 στην Κούνδουρου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Υποθέσεις Αρ. 611/2012 κ.α. σύμφωνα με την οποία κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι:

 

«[…] ο επίδικος Νόµος, ο οποίος επέβαλε περιορισµό και/ή αποστέρηση στις απολαβές των αιτητών δια της µη παραχώρησης προσαυξήσεων και τιµαριθµικών αυξήσεων, είναι αντισυνταγµατικός επειδή επέβαλε περιορισµό και/ή αποστέρηση µη προβλεπόµενη και επιτρεπτή από τα Άρθρα 23.2 και 23.3 του Συντάγµατος.»

 

          Κατ’ έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερομηνίας 10.4.2020 στη Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.ά., Ε.Δ.Δ. 177/2018 κ.α. παραμέρισε την απόφαση στην Κούνδουρου και επομένως, η μη παραχώρηση προσαυξήσεων κρίθηκε συνταγματική.

 

Οι αιτητές εισηγούνται ότι παραβιάζονται τα Άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος. Προτού εξεταστούν οι εισηγήσεις των αιτητών, προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων του καθ’ ου η αίτηση με τις οποίες εισηγείται ότι οι αιτητές έχουν απωλέσει το έννομό τους συμφέρον μετά την έκδοση της Αυγουστή, ότι απαραδέκτως προσβάλλονται δύο μη συναφείς αποφάσεις στο ίδιο δικόγραφο, ότι απαράδεκτα στρέφεται η προσφυγή κατά του καθ’ ου η αίτηση εφόσον ενήργησε με δέσμια αρμοδιότητα, ότι στρέφονται κατά πράξης πληροφοριακού χαρακτήρα, ότι στερούνται εννόμου συμφέροντος και ότι οι προσφυγές ασκούνται αλυσιτελώς εφόσον στον προϋπολογισμό του καθ’ ου η αίτηση του 2019 δεν περιλαμβάνεται πρόνοια για καταβολή των αιτούμενων ποσών. Εισηγούνται, επίσης ότι η δεύτερη αιτούμενη θεραπεία προβάλλεται εκπρόθεσμα και χωρίς έννομο συμφέρον εφόσον οι αιτητές αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα τη μη παραχώρηση των προσαυξήσεων.

 

Ως προς την εισήγηση για απώλεια εννόμου συμφέροντος των αιτητών μετά την έκδοση της απόφασης στην Αυγουστή, δεν συμφωνώ με την εισήγηση του καθ’ ου η αίτηση ότι κάποιος αιτητής άνευ ετέρου χάνει το έννομό του συμφέρον λόγω της έκδοσης δικαστικής απόφασης που τελεσίδικα ρυθμίζει ένα ζήτημα. Ενδεχομένως ακόμα και μετά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης κάποιος αιτητής να προβάλλει επιχειρήματα που διακρίνουν ή διαφοροποιούν την περίπτωσή του και λόγους με τους οποίους να αιτιολογείται η απόκλιση από την απόφαση επομένως, δεν μπορεί τέτοιο ζήτημα να κριθεί ως προδικαστικό και να άπτεται της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος αλλά κρίνεται στα πλαίσια της κύριας επιχειρηματολογίας.

 

Αυτό που επηρεάζει, όμως, η έκδοση της Αυγουστή είναι την αιτούμενη θεραπεία Β της προσφυγής η οποία κατέστη άνευ αντικειμένου εφόσον μετά την έκδοση της Αυγουστή και τον παραμερισμό της Κούνδουρου δεν εκκρεμεί πλέον εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση κάποια οφειλόμενη ενέργεια έτσι ώστε να προκύπτει εκτελεστή παράλειψη. Συνεπώς, η αιτούμενη θεραπεία Β απορρίπτεται ως απαράδεκτη και κατ’ επέκταση και οι προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν την αιτούμενη θεραπεία Β δηλαδή η εισήγηση περί προσβολής δύο μη συναφών πράξεων και αλυσιτέλειας λόγω μη ύπαρξης των αιτούμενων ποσών στον προϋπολογισμό του καθ’ ου η αίτηση.

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που απομένουν προς επίλυση με τις οποίες εισηγείται το καθ’ ου η αίτηση ότι η πράξη είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, ότι το καθ’ ου η αίτηση ενεργεί με δέσμια αρμοδιότητα και ότι οι αιτητές αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα τη μη παραχώρηση προσαυξήσεων εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στην Κούνδουρου χωρίς να παραμερίστηκε η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Αυγουστή συνεπώς, υιοθετείται το ακόλουθο απόσπασμα για σκοπούς των υπό κρίση υποθέσεων:

 

«Είχαµε την ευκαιρία να εξετάσουµε πλείστα µε τα εδώ προβαλλόµενα προδικαστικά ζητήµατα, στην οµάδα των υποθέσεων αρ. 98/2013 κ.ά., Νικολαϊδη ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ κ.ά. και Κυπριακής ∆ηµοκρατίας κ.ά, που σαν αντικείµενο είχε την εφαρµογή των προνοιών του περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωµατούχων, Εργοδοτουµένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου ∆ηµόσιου Τοµέα Νόµου του 2012 (Ν.168(Ι)/2012). Με σηµερινή οµόφωνη απόφαση µας στην Νικολαΐδη κ.ά (ανωτέρω), έχουµε απορρίψει τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται και στις υπό κρίση υποθέσεις µε το ακόλουθο σκεπτικό, το οποίο υιοθετούµε και επαναλαµβάνουµε και για τους σκοπούς της υπό εξέταση οµάδας υποθέσεων: «Τον εκτελεστό χαρακτήρα της κατάστασης µισθοδοσίας αποδέχτηκε η Πλήρης Ολοµέλεια του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου στην Χαραλάµπους κ.ά. ν. ∆ηµοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1480/2011 κ.ά., 11.6.2014, όπου προσβαλλόµενες πράξεις και εκεί ήταν καταστάσεις µισθοδοσίας. Τον αποδέχτηκε, επίσης, και πάλι η Πλήρης Ολοµέλεια του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου στην Κουτσελίνη ν. ∆ηµοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 740/2011 κ.ά., 7.10.2014: «Κατατοπιστική για το ζήτηµα αυτό είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολοµέλειας του Ελληνικού Συµβουλίου της Επικρατείας στην Υπόθεση 668/2012, ηµερ. 20.2.2012, στην οποία παρατηρήθηκε ότι νοµοθετικές ρυθµίσεις αµιγώς κανονιστικού χαρακτήρα, για την εφαρµογή των οποίων εκδίδονται Ατοµικές ∆ιοικητικές πράξεις προσβάλλονται, παραδεκτώς, ενώπιον των αρµοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Στις παρούσες υποθέσεις η ∆ιοίκηση, εφαρµόζοντας το Νόµο, εξέδωσε Ατοµικές ∆ιοικητικές Πράξεις τις οποίες οι αιτητές είχαν δικαίωµα να προσβάλουν ενώπιον των αρµοδίων δικαστηρίων.» Πρόσθετα, στην απόφαση της Ολοµέλειας του ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. ∆ηµοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 441/2014 κ.ά., 12.11.2018 το ∆ικαστήριο εξετάζοντας παρόµοιο ζήτηµα, ανέφερε τα ακόλουθα: «Το Ανώτατο ∆ικαστήριο στην απόφασή του Κουσελίνης ∆ηµήτρης και Άλλοι ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, υπ. αρ. 1551/2011 και άλλες, ηµεροµηνίας 15.9.2015, αποφάσισε, µε παραποµπή και στη σχετική νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδος, ότι κάθε µηνιαία κατάσταση µισθοδοσίας αποτελεί αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν είναι επιβεβαιωτική της απόφασης πρώτης εφαρµογής του Νόµου.» Κατ’ επέκταση, η προδικαστική αυτή ένσταση απορρίπτεται.

[….]

Η έτερη προδικαστική ένσταση που εγείρει η Αρχή Λιµένων, αφορά στην έλλειψη εννόµου συµφέροντος των αιτητών επειδή αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα τους µειωµένους τους µισθούς σε προηγούµενους µήνες. Σχετική αναφορά εντοπίζεται στην απόφαση της Ολοµέλειας του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου Θεοδώρου ν. ∆ηµοκρατίας (2009) 3 Α.Α.∆. 44: «Η αποδοχή των συνταξιοδοτικών και άλλων ωφεληµάτων από τον αιτητή δικαιολογείται στη βάση νόµιµης υποχρέωσης. […] Στο σύγγραµµα της Γλυκερίας Σιούτη «Το έννοµο συµφέρον στην Αίτηση ακυρώσεως» αναφέρεται σχετικά: «194. Η αποδοχή µπορεί να είναι είτε ρητή, να προκύπτει δηλ. από σχετική δήλωση του αιτούντος, είτε σιωπηρή, να συνάγεται δηλ. από πράξεις ή ενέργειες του, που την υποδηλώνουν. Σε όλες τις περιπτώσεις, όµως, πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη, αλλά και οικειοθελής. Πρέπει δηλ. να αποτελεί προϊόν ελεύθερης εκδήλωσης της σχετικής βουλήσεως του αιτούντος. Ειδικότερα, πρέπει να µην έγινε από νόµιµη υποχρέωση ή πραγµατική ανάγκη, οικονοµική ή άλλη, να µην αποτελεί προιόν βίας ή απειλής και να µην δόθηκε διότι η παράλειψη της θα είχε δυσµενείς για τον αιτούνται συνέπειες. 197. Η αποδοχή δεν συνεπάγεται την έκλειψη του εννόµου συµφέροντος, εάν ο αιτών προέβη σε αυτήν στο πλαίσιο των νόµιµων υποχρεώσεων του. 201. Τέλος, η αποδοχή της προσβαλλόµενης πράξης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο αναµφισβήτητο από τα στοιχεία του φακέλλου, αλλοιώς δεν µπορεί να συναχθεί και να οδηγήσει σε έκλειψη του εννόµου συµφέροντος του αιτούντος. Θεωρούµε ότι ο αιτητής έχει έννοµο συµφέρον να προωθεί την υπό εξέταση προσφυγή και συνεπώς ούτε αυτή η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.» Στην Κουσελίνης εξετάστηκε παρόµοιος ισχυρισµός και το Ανώτατο ∆ικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα: «Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η καθ’ ης θεωρεί ότι οι αιτητές στερούνται εννόµου συµφέροντος να προσβάλλουν τις επίδικες αποφάσεις, αφού αποδέχθηκαν τις επιµέρους αποκοπές των µισθών τους χωρίς επιφύλαξη των δικαιωµάτων τους. Η αποδοχή, ως λόγος άρσης του εννόµου συµφέροντος, θα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη αλλά και ελεύθερη. Στο βαθµό που οι αιτητές λαµβάνουν µηνιαίως το µισθό τους που ενσωµάτωσε τις επίδικες αποκοπές, η µη αποδοχή τους διά της απόρριψης του µισθού τους θα συνεπαγόταν άµεσες συνέπειες για αυτούς και σαφώς δεν τεκµηριώνεται ως ελεύθερη.» Ούτε η ∆ηµοκρατία αλλά ούτε η Αρχή Λιµένων επικαλέστηκε τυχόν υπογραφή από πλευράς των αιτητών οποιουδήποτε εγγράφου αποδοχής που, ακόµα και εάν υπήρχε, δεν θα συνιστούσε, κατά την άποψή µας, απεµπόληση του εννόµου τους συµφέροντος εφόσον η καταβολή µισθού έναντι εργασίας αφορά θεµελιώδες δικαίωµα από το οποίο δεν χωρεί οποιουδήποτε είδους παραίτηση (βλ. Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.∆. 563, Κρασίδου ν. ∆ηµοκρατίας, Α.Ε. 174/2011, 2.6.2017). Συνεπώς, απορρίπτεται και αυτή η προδικαστική ένσταση. Αποµένει προς εξέταση η προδικαστική ένσταση που εγείρει η Αρχή Λιµένων και δεν αφορά τη ∆ηµοκρατία σε σχέση µε την έλλειψη εκτελεστότητας λόγω άσκησης δέσµιας αρµοδιότητας από την Αρχή Λιµένων. Και αυτό το ζήτηµα έχει επιλυθεί από τη νοµολογία σε προηγούµενες υποθέσεις. Συγκεκριµένα, στην Κουτσελίνη η Πλήρης Ολοµέλεια του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά µε την άσκηση δέσµιας αρµοδιότητας: «Από κάποιους καθ’ ων η αίτηση προβλήθηκε προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση τους δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη διότι δεν είναι έκφραση της βούλησης τους αλλά δέσµια εφαρµογή του νόµου, εκ µέρους τους. Αυτό συγκεκριµένα έγινε στην Προσφυγή 1364/11. Κατατοπιστική για το ζήτηµα αυτό είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολοµέλειας του Ελληνικού Συµβουλίου της Επικρατείας στην Υπόθεση 668/2012, ηµερ. 20.2.2012, στην οποία παρατηρήθηκε ότι νοµοθετικές ρυθµίσεις αµιγώς κανονιστικού χαρακτήρα, για την εφαρµογή των οποίων εκδίδονται Ατοµικές ∆ιοικητικές πράξεις προσβάλλονται, παραδεκτώς, ενώπιον των αρµοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Στις παρούσες υποθέσεις η ∆ιοίκηση, εφαρµόζοντας το Νόµο, εξέδωσε Ατοµικές ∆ιοικητικές Πράξεις τις οποίες οι αιτητές είχαν δικαίωµα να προσβάλουν ενώπιον των αρµοδίων δικαστηρίων. Η εφαρµογή του νόµου (άρθρου 3(β)), στην περίπτωση των αιτητών, δεν έγινε αυτόµατα αλλά µε παρέµβαση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι εξέδωσαν τις σχετικές Ατοµικές ∆ιοικητικές Πράξεις, µε αποδέκτες τους αιτητές.» (Βλ. επίσης απόφαση Ολοµέλειας του ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου στην Χριστοδουλίδου). Συνεπώς, καταλήγουµε ότι απορρίπτεται και η τελευταία προδικαστική ένσταση και οι προσφυγές θα εξεταστούν στην ουσία τους». Κατά συνέπεια και για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, απορρίπτονται και οι εδώ εγειρόµενες προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν τα ίδια ζητήµατα.»

  

Η επιχειρηματολογία των αιτητών στην έκταση που αφορά σε εισήγηση για παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος απορρίπτεται εφόσον το ζήτημα κρίθηκε τελεσίδικα στην Αυγουστή. Οι εισηγήσεις των αιτητών ότι προκύπτει πρόβλημα μεταξύ της εφαρμογής του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος, δεν αποτελούν ικανούς λόγους για να αποκλίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη δεσμευτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αυγουστή το οποίο έθεσε το πλαίσιο εντός του οποίου έκρινε ότι δεν παραβιάζεται το Σύνταγμα. Πρόσθετα, στην Αυγουστή το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας αντέφεση που είχε ασκηθεί, αποφάσισε ότι:

 

«Ειδικότερα έθεσε θέµα ο εφεσίβλητος στην Ε.∆.∆. 76/19 παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, αναφερόµενος µάλιστα σε µόνιµη µείωση µισθών και συντάξεων, θέµα επέµβασης σε περιουσιακό δικαίωµα µε τρόπο ώστε να επιβάλλεται η καταβολή δίκαιης αποζηµίωσης, περαιτέρω ότι δεν τεκµηριώθηκε δηµόσια ωφέλεια, ούτε ότι η επιβολή των µέτρων ήταν η µόνη λύση για την αποφυγή επιδείνωσης των δηµοσιονοµικών της χώρας, σε συνδυασµό µε την ετήσια έκθεση της γενικής ελέγκτριας για το 2011 αναφορικά µε τα ανείσπρακτα χρέη προς τη ∆ηµοκρατία και ότι δεν τεκµηριώθηκε η συνδροµή δηµοσίου συµφέροντος και η επιβεβληµένη αναφορά του στο προοίµιο του επίδικου Νόµου. Πρόκειται για ζητήµατα τα οποία καλύπτονται από την παρούσα απόφαση µας, ιδιαίτερα στο βαθµό που έχουµε υιοθετήσει, όχι µόνο το λόγο (ratio), αλλά και την αιτιολογία της υπόθεσης Χαραλάµπους, ειδικότερα σε σχέση µε το όλο ιστορικό της κρίσης, για να καταλήξουµε σε διαπιστώσεις αναφορικά µε τις περιστάσεις αδήριτης ανάγκης, υπό τις οποίες λήφθηκαν τα συγκεκριµένα µέτρα, ως επαρκώς και ευλόγως αιτιολογηµένα.»

 

          Οι αιτητές εισηγούνται, επιπρόσθετα, ότι παραβιάζεται το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι ούτε στην Κούνδουρου ούτε στην Αυγουστή εξετάστηκε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης παρά το ότι εγέρθηκε στην Κούνδουρου.  Εντούτοις, ούτε και στις υπό κρίση υποθέσεις μπορεί να εξεταστεί αφού η εισήγηση των αιτητών είναι ότι ο Νόμος 168(Ι)/2012 παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος. Ο εν λόγω νόμος, όμως, δεν είναι αυτός που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής των αιτητών αλλά ούτε δικογραφείται. Αυτό που δικογραφείται στην παράγραφο 16 των νομικών σημείων της προσφυγής είναι η αντίθεση του Νόμου 192(Ι)/2011 με το Άρθρο 26 του Συντάγματος και όχι του Νόμου 168(Ι)/2012 ως η όλη επιχειρηματολογία των αιτητών. Συνεπώς, απορρίπτεται και αυτός ο λόγος ακύρωσης.

 

          Στη βάση των πιο πάνω, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον συνολικά όλων των αιτητών σε έκαστη υπόθεση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο