ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 135/2023

23 Ιουλίου  2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G. L. B.

Αιτητής 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Δ. Κακουλλής (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ. Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 21/12/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Με δεύτερο αιτητικό, ο Αιτητής καλεί το Δικαστήριο όπως εκδώσει απόφαση επί της ουσίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, όσο και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο «Α» στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»), κάτοχος έγκυρου διαβατηρίου εκδοθέντος από τη ΛΔΚ, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 23/09/2022 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε με φοιτητική άδεια εισόδου στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, από όπου στη συνέχεια εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 18/11/2022 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 30/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Αυθημερόν, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και στις 02/12/2022, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 21/12/2022, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή αυθημερόν, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο, ήτοι την γαλλική.

 

Εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα την 13/01/2023, ο Αιτητής καταχώρισε δια του συνηγόρου του, την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως ο συνήγορος του Αιτητή προωθεί πλήθος λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται και να συναρτώνται με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Με τη γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή, κατά παράβαση των προνοιών των διαδικαστικών κανονισμών περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) και ειδικότερα του κανονισμού 7, δεν προβάλλει ευκρινώς τα νομικά σημεία τα οποία προωθεί, προβάλλοντας την θέση ότι εσφαλμένα ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό του περί δίωξής του από τις μυστικές υπηρεσίες. Όσον αφορά την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, ο συνήγορός του παραπέμπει σε διάφορα σημεία της συνέντευξης του Αιτητή υποβάλλοντας ότι η αξιολόγηση που έγινε από τους Καθ’ ων η αίτηση ήταν εσφαλμένη, με αποτέλεσμα η έρευνα τους να καθίσταται ανεπαρκής και να οδηγεί σε πλάνη περί τα πράγματα. Επισημαίνει επίσης ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν αιτιολόγησαν δεόντως και/ή καθόλου την απόφασή τους.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης. Αποτελεί θέση τους ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Τέλος ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και καλούν το Δικαστήριο όπως απορρίψει την προσφυγή του Αιτητή.

 

Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και το στάδιο των διευκρινήσεων, ο συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι οι θέσεις του Αιτητή, εφόσον δεν αντικρούστηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση, θα πρέπει να γίνουν αποδεκτές, εμμένοντας γενικότερα στους ισχυρισμούς του. Οι Καθ’ ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και της γραπτής τους αγόρευσης, εμμένοντας με τη σειρά τους στη θέση τους ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης το οποίο φέρει εκ του νόμου, ώστε να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Έχοντας κατά νου τους εγειρόμενους από τους συνηγόρους ισχυρισμούς και  δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάσει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτός προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Κατά την υποβολή του αιτήματός του, ο Αιτητής δήλωσε πως εργαζόταν ως υπάλληλος υποδοχής σε ξενοδοχείο της χώρας του και μία φορά φιλοξένησαν κάποιον πελάτη ο οποίος ήταν αντικυβερνητικός, γεγονός που προσέλκυσε την προσοχή των μυστικών υπηρεσιών της χώρας. Ισχυρίστηκε ότι τον συνέλαβαν και τον κτύπησαν, καθότι θεώρησαν ότι έκρυβε το εν λόγω άτομο.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στην πόλη Mweka και ότι στην ηλικία των εννέα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στην πόλη της Kinshasa, την οποία κατονόμασε ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Kuba και ότι είναι Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι o πατέρας του απεβίωσε το 2020, η μητέρα του παντρεύτηκε το 2022 και διαμένει στην Katanga, ενώ οι δύο αδερφοί και η μία αδερφή του εξακολουθούν να διαμένουν στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με την εκπαίδευση και το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του το 2018 και εργαζόταν ως υπάλληλος υποδοχής στο ξενοδοχείο HK από τον Απρίλιο/Μάιο του 2021 για διάστημα ενός με δύο μηνών.

 

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής, κατά την ελεύθερη αφήγησή του, ανέφερε ότι όταν εργαζόταν στο ξενοδοχείο, περί τον Ιούλιο του 2021, είχε έρθει ένας πελάτης, ο οποίος τον χρηματοδότησε για να τον βοηθήσει να βγει από το ξενοδοχείο κρυφά, καθότι ως ανέφερε υπήρχαν κάποια άτομα στο μπαρ του ξενοδοχείου, τα οποία δεν ήθελε να συναντήσει. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν του φάνηκε περίεργο, καθότι υπέθεσε ότι μπορεί ο πελάτης να αναφερόταν στη σύζυγό του ή σε κάποιο άλλο μέλος της οικογένειάς του. Ακολούθως, ο Αιτητής δήλωσε ότι του εξήγησε τι να κάνει και τον παρέπεμψε σε κάποιο άλλο άτομο για να τον βοηθήσει. Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι υπήρξε θόρυβος, ο υπεύθυνος ασφαλείας του ξενοδοχείου απαγόρευσε την είσοδο κάποιων στο μπαρ. Ισχυρίστηκε ότι εισέβαλαν στο ξενοδοχείο πράκτορες και προέβησαν σε σύλληψη του υπεύθυνου ασφαλείας και ακολούθως συνέλαβαν και τον ίδιο, καθώς και ακόμη τρία άτομα που εργάζονταν στο ξενοδοχείο εκείνο το βράδυ. Ο λόγος της σύλληψής τους ήταν ότι θεωρήθηκαν συνεργάτες με το άτομο που αναζητούσαν. Οι πράκτορες είδαν από τις κάμερες του ξενοδοχείου ότι το άτομο που αναζητούσαν τους είχε πληρώσει για να τον βοηθήσουν. Εν συνεχεία, αφού τους συνέλαβαν, τους μετέφεραν σε ένα μικρό χώρο όπου τους κτύπησαν και τους ψέκασαν, με αποτέλεσμα να απωλέσουν τις αισθήσεις τους. Μετά από μέρες, όταν συνήλθε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν δεμένος και μόνος σε ένα σκοτεινό χώρο. Δήλωσε ότι φώναζε για βοήθεια, αλλά κάποιος τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τον ανάγκασαν να πιει ένα σκεύασμα, με το οποίο έχασε εκ νέου τις αισθήσεις του. Όταν επανήλθε και άρχισε να φωνάζει, το ίδιο άτομο άρχισε να τον κτυπά με το πίσω μέρος του όπλου του στο αριστερό του μάτι.

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κάποιο άγνωστο άτομο τον βοήθησε να ξεφύγει από τον χώρο όπου κρατείτο, διευθετώντας όχημα, το οποίο τον μετέφερε στην περιοχή Limete όπου διέμεινε με τον θείο του, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει το χρονικό διάστημα της παραμονής του εκεί. Προσέθεσε πως κατά τη διάρκεια της κράτησής του, τους ανέκριναν με σκοπό να ομολογήσουν πως συνεργάζονταν με το αναζητούμενο πρόσωπο και το έκρυβαν στο ξενοδοχείο. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε το άτομο που αναζητούσαν και πως όσες πληροφορίες γνωρίζει τις έμαθε από τα άτομα της μυστικής υπηρεσίας. Ως προς το λόγο που άτομο των μυστικών υπηρεσιών τον άφησε ελεύθερο, ο Αιτητής ανέφερε ότι του είχε πει ότι αισθανόταν ότι ήταν αθώος και πως του θύμιζε τον γιο του, αλλά δεν γνωρίζει για ποιο λόγο προέβη στην ενέργεια αυτή. Προσέθεσε πως προσευχόταν συνεχώς ότι είναι αθώος και ζητούσε όπως τον αφήσουν ελεύθερο. Σχετικά με την αναχώρησή του από τη χώρα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του τον βοήθησε να εκδώσει διαβατήριο και ένας φίλος του, ο οποίος είναι φοιτητής στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου τον βοήθησε με τις σχετικές διαδικασίες. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατά την παραλαβή του διαβατηρίου του, οι πράκτορες αντιλήφθηκαν πως ήταν ο μόνος από τους συλληφθέντες που αφέθηκε ελεύθερος. Κληθείς να εξηγήσει, ο Αιτητής διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του, αναφέροντας ότι οι συλληφθέντες το είχαν αντιληφθεί και πως οι συγγενείς τους τον κατηγορούσαν ότι ο ίδιος υπήρξε ο λόγος της απαγωγής τους. Ισχυρίστηκε πως μέλος της οικογένειας ενός από τους συλληφθέντες ήρθε στην οικία του θείου του και του μίλησε, χωρίς να είναι σε θέση να εξηγήσει με ποιο τρόπο κατάφερε να τον εντοπίσει.

 

Κληθείς να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του και ότι έχει ήδη υποστεί τραύματα από τον τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίστηκαν τα άτομα αυτά και επιθυμεί να ζήσει σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Σε ερώτηση κατά πόσο θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε αόριστα ότι θα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός, ο δε δεύτερος συνίσταται στον φόβο δίωξης του Αιτητή από άτομα της μυστικής υπηρεσίας, τα οποία ως ισχυρίστηκε τον συνέλαβαν και τον κακοποίησαν, ισχυρισμός ο οποίος κρίθηκε αναξιόπιστος και απορρίφθηκε.

 

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του και κληθείς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες και εξηγήσεις, έδωσε αντιφατικές, ασαφείς και μη ευλογοφανείς απαντήσεις. Ειδικότερα, παρατηρήθηκε αντίφαση στα λεγόμενά του, καθότι ενώ αρχικά ανέφερε ως τελευταία περιοχή διαμονής του τον δήμο της Kinshasa στην πόλη Kinshasa, στη συνέχεια διαφοροποίησε τη δήλωσή του, αναφέροντας ότι όταν κρυβόταν, είχε μεταβεί στο δήμο Limete, επίσης στην Kinshasa όπου έμενε ο θείος του. Όπως επεσήμανε στην εισήγησή του ο αρμόδιος λειτουργός, ο Αιτητής σε σχετική ερώτηση σε αρχικό στάδιο της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι δεν είχε ζήσει σε κάποια άλλη περιοχή πέραν του δήμου της Kinshasa. Σε διευκρινιστική ερώτηση σχετικά με το πότε ο ίδιος μετέβη στον δήμο Limete με τον θείο του, απάντησε αόριστα το 2021, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει τον μήνα, ωστόσο στη συνέχεια διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του, αναφέροντας ότι μετέβη στην εν λόγω περιοχή το 2022 και ότι έμεινε εκεί για αρκετό καιρό.  

 

Σχετικά με το όνομα του ξενοδοχείου στο οποίο εργαζόταν, ο Αιτητής ανέφερε ότι ονομάζεται ΗΚ και ότι βρίσκεται στον δήμο Kinshasa της πόλης Kinshasa. Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, ανέφερε ότι κοντά στο ξενοδοχείο βρίσκεται το πανεπιστήμιο Croix Rouge προσθέτοντας ότι η οδός στην οποία βρίσκεται το ξενοδοχείο ονομάζεται Kabalo. Ο Αιτητής ανέφερε αόριστα ότι ξεκίνησε να εργάζεται στο εν λόγω ξενοδοχείο περί τον Απρίλιο-Μάϊο του 2021 και για διάστημα ενός με δύο μήνες.

 

Επιπλέον, ο Αιτητής δεν γνώριζε το όνομα του ατόμου που αναζητούσε η μυστική υπηρεσία, ούτε τι απέγινε, μη ευλογοφανές όπως επισημάνθηκε στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, αφού όπως ο Αιτητής ισχυρίστηκε, είχε τύχει έντονης ανάκρισης για το εν λόγω άτομο από τη μυστική υπηρεσία. Ασαφείς και μη ευλογοφανείς θεωρήθηκαν επίσης οι απαντήσεις του Αιτητή αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαφύγει. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ένας άγνωστος, επίσης μέλος της μυστικής υπηρεσίας, τον βοήθησε να διαφύγει, χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρει για ποιο λόγο το εν λόγω άτομο προέβη στην ενέργεια αυτή. Επίσης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αφότου δραπέτευσε, τα άτομα από την μυστική υπηρεσία το πληροφορήθηκαν και ερωτηθείς πώς το γνωρίζει αυτό, υπέπεσε σε αντίφαση, αναφέροντας ότι δεν είναι τα άτομα της μυστικής υπηρεσίας τα οποία το πληροφορήθηκαν, αλλά οι συγγενείς των υπόλοιπων συλληφθέντων, οι οποίοι με την σειρά τους κατηγορούσαν τον Αιτητή για την κράτηση των δικών τους ατόμων. Οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό, ως επισημάνθηκε στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, χαρακτηρίζονται από ασάφεια, γενικολογία και ασυνέπεια, καθότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι συγγενείς των ατόμων αυτών τον επισκέφτηκαν στο σπίτι του θείου του, όπου ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν, χωρίς να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες για τις κατηγορίες αυτές, ούτε για το πώς κατάφεραν να τον εντοπίσουν.

Σχετικά με τον φόβο του Αιτητή ότι η ζωή του θα τεθεί σε κίνδυνο, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επεσήμανε ότι πρόκειται για μη ευλογοφανή ισχυρισμό, διότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του νόμιμα χρησιμοποιώντας το διαβατήριό του και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, κάτι το οποίο δεν θα ήταν εφικτό εάν αναζητείτο όπως ισχυρίστηκε από άτομα της μυστικής υπηρεσίας, τα οποία εργάζονται για την κυβέρνηση.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ουσιώδους ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου επεσήμανε ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Σημείωσε συμπληρωματικά πως δεν ήταν δυνατό να ανευρεθεί οποιαδήποτε πληροφορία για το ξενοδοχείο HK στην Kinshasa, όπου ισχυρίστηκε ο Αιτητής ότι εργαζόταν. Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω έλλειψης επαρκών πληροφοριών και ασαφειών στην αφήγηση του Αιτητή, δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στον τόπο τελευταία συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη της Kinshasa, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, o αρμόδιος λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη και το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, έκρινε ότι δεν προκύπτουν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει οιαδήποτε πράξη δίωξης.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19(2)(α) και (β), καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) και αναλύοντας τα συστατικά του στοιχεία, ο αρμόδιος λειτουργός κατόπιν έρευνας για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, διαπιστώθηκε πως στη ΛΔΚ παρατηρείται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στις ανατολικές περιοχές της χώρας και συγκεκριμένα στις επαρχίες North Kivu, South Kivu και Ituri, οι οποίες ωστόσο δεν συνδέονται με το αίτημα του Αιτητή, εφόσον πρόκειται για άτομο με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την πόλη Kinshasa, όπου και αναμένεται να επιστρέψει και κρίθηκε πως ο Αιτητής, ελλείψει οιασδήποτε ευαλωτότητας, δεν θα κινδυνέψει προσωπικά, αποκλειστικά λόγω της παρουσίας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και ως εκ τούτου το αίτημά του απορρίφθηκε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω, το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Ο Αιτητής  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του, αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξή του, ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής  οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω και επί των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, και προέβη σε έρευνα αντλώντας πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, όπου αυτό ήταν εφικτό, επεξηγώντας τους λόγους αποδοχής ή μη κάθε ισχυρισμού, αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, καθότι δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία και σύμφωνα με την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, οι δηλώσεις που προέβαλε ο Αιτητής στη συνέντευξή του υποστηρίζονται από το έγγραφο του διαβατηρίου που προσκόμισε και οι αναφορές του επιβεβαιώνονται από έρευνα στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Σχετικά με τις ασυνέπειες ως προς τον τελευταίο τόπο διαμονής του, ενώ ο Αιτητής αρχικά δήλωσε τον δήμο Kinshasa, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν στην οικία του θείου του στον δήμο Limete, επισημαίνεται πως και οι δύο δήμοι ανήκουν στην πόλη Kinshasa.[1] Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός από το παρόν Δικαστήριο.

 

Αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, περί φόβου δίωξής του από άτομα της μυστικής υπηρεσίας της χώρας του, τα οποία τον συνέλαβαν με την κατηγορία ότι συνεργάστηκε με αναζητούμενο από τις αρχές πρόσωπο, παρατηρείται ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και ενέχουν αντιφάσεις και ασυνέπειες, οι οποίες κλονίζουν την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ενδεικτικά, ο Αιτητής δεν ανέφερε σε αρχικό στάδιο της συνέντευξης ότι πριν αναχωρήσει από τη χώρα του κρυβόταν στην οικία του θείου του στον δήμο Limete. Επιπρόσθετα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι μετέβη στην περιοχή Limete το 2021, ακολούθως διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του και δήλωσε ότι μετέβη εκεί το 2022. Επίσης δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με βεβαιότητα το χρονικό διάστημα το οποίο εργαζόταν ως υπάλληλος υποδοχής στο ξενοδοχείο. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για το αναζητούμενο πρόσωπο, για το οποίο ως ισχυρίστηκε συνελήφθη και κρατήθηκε και για το οποίο ανακρίθηκε επίμονα και ευλόγως θα αναμενόταν να γνώριζε το όνομά του. Ορθώς επίσης κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή ότι ένας από τους πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας τον άφησε ελεύθερο, επειδή του θύμιζε τον γιο του στερείται ευλογοφάνειας. Δεδομένης της σοβαρότητας της ισχυριζόμενης κατηγορίας, δεν θα αναμένετο από πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών να τον αφήσει να διαφύγει. Οι παρατεθείσες πληροφορίες γενικά με το περιστατικό σύλληψης και μετέπειτα κράτησης, ανάκρισης και κακομεταχείρισής του κρίνονται ανεπαρκείς και αόριστες, ενώ σε καίριες ερωτήσεις ο Αιτητής απέφυγε να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις. Ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις, ενώ δεν ήταν σε θέση να τοποθετήσει χρονικά σημαντικά γεγονότα της αφήγησής του. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όταν παρέλαβε το διαβατήριό του, οι πράκτορες της μυστικής υπηρεσίας πληροφορήθηκαν ότι αφέθηκε ελεύθερος. Επισημαίνεται ότι με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, κρατήθηκε για μερικές εβδομάδες τον Ιούλιο του 2021 και εξέδωσε διαβατήριο τον Ιούνιο του 2022. Εάν ο ίδιος αποτελούσε άτομο του ενδιαφέροντος των μυστικών υπηρεσιών, δεν θα πληροφορούνταν την διαφυγή του ένα περίπου χρόνο αργότερα. Ερωτηθείς εν συνεχεία πώς γνωρίζει ότι το πληροφορήθηκαν, ο Αιτητής διαφοροποίησε άρδην τον ισχυρισμό του, αναφέροντας πως δεν εννοούσε τους πράκτορες, αλλά έναν από τους κρατούμενους, γεγονός που ώθησε μέλη της οικογένειας των κρατούμενων να τον αναζητήσουν στην οικία του θείου του, όπου ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν. Ο Αιτητής δεν έδωσε οποιαδήποτε λεπτομέρεια για το τι ειπώθηκε κατά τη συνάντησή τους, ούτε ήταν σε θέση να εξηγήσει πώς τον εντόπισαν, αφού όπως ισχυρίστηκε κρυβόταν και δεν έβγαινε από την οικία. Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως από τον Ιούλιο του 2021, χρονική περίοδο κατά την οποία συνέβησαν τα όσα ο Αιτητής επικαλέστηκε, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2022, περίοδο κατά την οποία αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του, δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε περιστατικό αναζήτησής του ή δίωξής του, ενώ κατάφερε να αναχωρήσει νόμιμα από τη ΛΔΚ, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας, γεγονός το οποίο αποδυναμώνει τον ισχυρισμό περί κινδύνου κατά της ζωής του από άτομα της μυστικής υπηρεσίας, τα οποία υπηρετούν τις αρχές της χώρας. Σε σχετική ερώτηση, ο Αιτητής απάντησε αόριστα και χωρίς ευλογοφάνεια πως είναι Χριστιανός και αθώος, προσευχόταν πολύ στον Θεό για βοήθεια και βρήκε άτομο που τον βοήθησε να αναχωρήσει χωρίς να προκύψει οποιοδήποτε ζήτημα.

 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και ως εκ τούτου αυτός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κρίνεται ορθή η διαπίστωση εκ του αρμόδιου λειτουργού, ως προς τον μη εντοπισμό του ξενοδοχείου HK στην Kinshasa. Σε συμπληρωματική έρευνα του Δικαστηρίου δεν ανευρέθηκε το εν λόγω ξενοδοχείο στην οδό Kabalo της Kinshasa[2].

 

Πέραν τούτου και κυριότερα το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα για τις μυστικές υπηρεσίες της ΛΔΚ σε πηγές πληροφόρησης, οι οποίες αναφέρουν ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της ΛΔΚ (ANR - Agence Nationale de Renseignements) σχετίζεται άμεσα με παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσπάθειες καταστολής αντιφρονούντων, βασανιστήρια και κακομεταχείριση κρατουμένων. Η Υπηρεσία Πληροφοριών κρατούσε πολλούς από τους συλληφθέντες για εβδομάδες ή μήνες, χωρίς σαφείς κατηγορίες και χωρίς πρόσβαση στις οικογένειες ή τους δικηγόρους τους. Οι πράκτορες πληροφοριών εκφόβιζαν, απειλούσαν και παρενοχλούσαν επανειλημμένα ακτιβιστές, δημοσιογράφους και ηγέτες ή υποστηρικτές της αντιπολίτευσης, προφανώς ως μέρος μιας ευρύτερης εκστρατείας για να διασπείρουν τον φόβο και να περιορίσουν το έργο τους πριν από τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2018.[3]

 

Έκθεση του USDOS για το 2023 καταγράφει πως υπήρχαν αναφορές για εξαφανίσεις κατά τη διάρκεια του έτους από ή εκ μέρους των κυβερνητικών αρχών. Οι αρχές συχνά αρνούνταν να αναγνωρίσουν την κράτηση υπόπτων και μερικές φορές κρατούσαν υπόπτους σε ανεπίσημες εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών βάσεων και των εγκαταστάσεων κράτησης που διαχειρίζεται η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ANR). Ο τόπος διαμονής ορισμένων ακτιβιστών και πολιτών που συνελήφθησαν από τις SSF (State Security Forces) παρέμεινε άγνωστος για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Παρά την υπόσχεση του προέδρου να παραχωρήσει στα Ηνωμένα Έθνη πρόσβαση σε όλες τις εγκαταστάσεις κράτησης, σε ορισμένες φυλακές της ANR παρέμενε αδύνατη η πρόσβαση ανεξάρτητων παρατηρητών.[4]

 

Επισημαίνεται ότι λόγω της υποκειμενικής φύσης του προβαλλόμενου ισχυρισμού, καθώς και της έλλειψης στοιχειωδών πληροφοριών, όπως για παράδειγμα το όνομα του αναζητούμενου από τις μυστικές υπηρεσίες ατόμου, δεν είναι εφικτή η περαιτέρω διερεύνησή του σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Παρόλο που κάποιες περιγραφές του Αιτητή σχετικά με τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι μυστικές υπηρεσίες της ΛΔΚ βρίσκουν έρεισμα στην έρευνα που διεξήχθη, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, αυτός δεν γίνεται αποδεκτός. Συμπληρωματικά, αξίζει να σημειωθεί πως με βάση τα ανωτέρω, διαφαίνεται ότι η ANR στοχοποιεί άτομα που διαθέτουν κυρίως πολιτικό και ακτιβιστικό προφίλ, ενώ από τα όσα προέβαλε ο Αιτητής, διαπιστώνεται πως πρόκειται για ένα άτομο χαμηλού προφίλ και επομένως δεν θα προσέλκυε το ενδιαφέρον των μυστικών υπηρεσιών.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι ο Αιτητής εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει την υπόθεσή του κατά τη δικαστική διαδικασία και να καλύψει τα κενά που οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν κατά την αξιολόγηση των δηλώσεών του. Ο Αιτητής έδωσε αόριστες, ασαφείς, αντιφατικές και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του τέθηκαν σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του, περιορίστηκε σε σύντομες αποκρίσεις, χωρίς να παραθέτει ικανοποιητικές λεπτομέρειες και συγκεκριμένες περιγραφές για το περιστατικό που αφηγήθηκε. Οι ανεπαρκείς και ασαφείς απαντήσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικής φύσης γεγονότα. Ως εκ των ανωτέρω, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε ενδελεχή έρευνα των ενώπιον τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων και διερεύνησαν την πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων ένταξης του Αιτητή σε καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 και συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 19, του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τούτων λεχθέντων προκύπτει ότι ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19 (1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Διαπιστώνω ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να εκχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεδομένων των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή και ειδικότερα του φύλου, της ηλικίας και της κατάστασης της υγείας του.

 

Από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ένταξης του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

 

Σε σχέση με το άρθρο 19 (2) (γ) του νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού που αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν στοιχεία πραγματικής, υφιστάμενης και τρέχουσας απειλής εναντίον του από οιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος του Αιτητή που απορρέει από το σύνολο των δηλώσεών του κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος. 

 

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας, και εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψαν τα ακόλουθα. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) που καταγράφει τις συρράξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, η ΛΔΚ εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων κυρίως στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa.[5] Επιπρόσθετα, Έκθεση του 2023 της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu και στις ανατολικές επαρχίες του Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[6] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Επιπλέον και σε σχέση με τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στην Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), τη χρονική περίοδο 24/06/2023 – 21/06/2024 καταγράφηκαν στην πόλη Kinshasa 85 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως συνέπεια την απώλεια 36 ανθρώπινων ζωών. Τα 85 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 24 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 42 διαμαρτυρίες (protests), 14 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 18 ανθρώπινες απώλειες και 5 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 17 ανθρώπινες απώλειες.[7] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται σήμερα (2024) σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[8], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (36 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να εκτιμηθεί ότι και μόνο η φυσική παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της εν λόγω περιοχής, τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη. Δεδομένης της κατ’ ουσίαν εξέτασης της αίτησης του Αιτητή, παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακύρωσης.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ



[1] https://fr-academic.com/dic.nsf/frwiki/1034061

 

[2]Αναζήτηση στη μηχανή αναζήτησης «Google Maps»

https://www.google.com/maps/search/%CE%9E%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B4%CE%BF%CF%87%CE%B5%CE%AF%CE%B1/@4.3187445,15.3143008,17.23z/data=!4m20!1m16!4m15!1m6!1m2!1s0x1a6a3554b32a56f7:0x8ff13f7410bd7f27!2zSW5zdGl0dXQgU3Vww6lyaWV1ciBEZSBTY2llbmNlIERlIFNhbnTDqSBEZSBMYSBDcm9peCBSb3VnZSBJc3NzL0NyLCDOms65zr3Pg86sz4POsSwgzpvOsc-KzrrOriDOlM63zrzOv866z4HOsc-Ezq_OsSDPhM6_z4UgzprOv869zrPOus-M!2m2!1d15.3147127!2d-4.3188518!1m6!1m2!1s0x1a6a3401a811a639:0xaf537dae8410485e!2zUnVlIGRlIEthYmFsbywgS2luc2hhc2EsIM6bzrHPis66zq4gzpTOt868zr_Ous-BzrHPhM6vzrEgz4TOv8-FIM6azr_Ovc6zzrrPjA!2m2!1d15.3170151!2d-4.3189421!3e0!2m2!3m1!5e2?entry=ttu

[3] Human Rights Watch,'DR Congo: Investigate Ex-Intelligence Officials - Dismissed Agency Heads Should Face Justice', 22 March 2019

https://www.hrw.org/news/2019/03/22/dr-congo-investigate-ex-intelligence-officials

 

[4] USDOS, 2023 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 23 April 2024

https://www.ecoi.net/en/document/2107668.html

 

[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης

https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse3accord

[6] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2023 https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[7] ACLED, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://acleddata.com/explorer/

(Πλατφόρμα ACLED Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: past year of ACLED DATA, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles, Explosions/Remote violence, Violence against civilians, Protests και Riots, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa – Democratic Republic of Congo – Kinshasa)

[8] Kinshasa - Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023 | MacroTrends

https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο