ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                                   Υπόθεση αρ. 1441/2022

 

09 Ιουλίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                            Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

G. T.

                                                                                                                                                                                                                                                     Αιτήτρια

Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

Κ. Κουπάρη (κα) για Α. Πλιάκα (κα) και Κ. Κουπαρή(κα), Δικηγόροι για Αιτήτρια

 

Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/11/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 11/03/2022 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, στερούμενης οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, αδικαιολόγητης και παράνομης.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (Λ.Δ.Κ.), εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων περιοχών στις 25/07/2019 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 25/07/2019.

Στις 22/06/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (Ο.Ε.Ε.Α., πρώην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο) προς εξέταση του αιτήματός της για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της. Μετά το πέρας της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε στις 26/10/2021 τη σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 09/11/2021 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρήσει στην αιτήτρια καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ακολούθως, στις 08/03/2022, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 11/03/2022 παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αφού της μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή για τον ίδια κατά την λήψη της, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συνήγορος της αιτήτριας προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα και την πλάνη περί τα πράγματα. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη δέουσα έρευνα των καθ’ ων η αίτηση και την πλάνη περί τα πράγματα, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών και λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, ενώ η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Συνεπώς, θα προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος της αιτήτριας και αποτελούν τον βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της, ήτοι τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας για έλλειψη δέουσας έρευνας, καθώς και περί του ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη περί τα πράγματα, που λόγω της συνάφειας τους και της άρρηκτης διασύνδεσης τους θα εξεταστούν ως σύνολο και συνδυαστικά στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης.

Πλάνη περί τα πράγματα υφίσταται όταν η Διοίκηση, σύμφωνα με το άρθρο 46, εδάφιο 1, του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158 (Ι)/1999, λαμβάνει υπόψη της κατά την έκδοση της απόφασης της «πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα ή αν παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα...».

Η ανεπαρκής έρευνα συνεπάγεται τουλάχιστον πιθανολόγηση πλάνης ως προς τα πράγματα, η οποία καθιστά, από μόνη της, την προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώσιμη. Παράλειψη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας οδηγεί σε έλλειψη γνώσης ουσιωδών πραγματικών γεγονότων, η οποία ισοδυναμεί με πλάνη περί τα πράγματα. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Χρυσόστομος Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2245:

«Η παράλειψη να γίνει η δέουσα έρευνα, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων - (βλ. μεταξύ άλλων, Photos Photiades and Co. and The Republic of Cyprus through The Minister of Finance (1964) C.L.R. 102… Μ. Στασινοπούλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", (1951), σελ. 305) - έχει ως αποτέλεσμα λόγω της παράβασης των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, την ακύρωση της σχετικής διοικητικής πράξης. Πλάνη περί τα πράγματα συνίσταται, είτε με τη λήψη υπόψη μη υφισταμένου γεγονότος, είτε με τη μη λήψη υπόψη υπάρχοντος γεγονότος - (Οικονόμου "Ο Δικαστικός Έλεγχος της Διακριτικής Εξουσίας" (1965), σελ. 243).»

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ακόμα και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση διοικητικής πράξης (Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργκών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228). Στην πιθανότητα ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στη διαδικασία λήψης διοικητικής πράξης σαν λόγο ακύρωσης αναφέρεται και η υπόθεση Ζένιος ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 1181,1183 και 1184:

«It is clear from our case-law that in order to suceed, in a case of this nature, in annulling the relevant administrative decision an applicant has only to show that there exists a reasonable probability that a misconception has led to the taking of such decision (see, in this respect, inter alia, Kozakis v. The Council of Ministers (1967) 3 C.L.R. 265,268, and Μallourοs v. The Electricity Authority of Cyprus (1974) 3 C.L.R. 220,224).»

Στην απόφαση Κωνσταντίνος Κοντεάτης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 1416, αναφέρονται τα πιο κάτω:

«Το δικαστήριο ακόμα και όταν βρίσκεται σε αμφιβολία αναφορικά με την ύπαρξη ή μη πλάνης, μπορεί να ακυρώσει την επίδικη διοικητική πράξη ούτως ώστε να παρασχεθεί στη διοίκηση η δυνατότητα επιβεβαίωσης των ορθών γεγονότων κατά τρόπο που να μην αφήνει έδαφος για αμφιβολίες (Skapoulis and Another v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 554,565 και Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228

Περαιτέρω, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Μαυρομμάτη και Άλλοι (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος αιτητή είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

«…Οι υπόνοιες πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του εφεσίβλητου ήταν αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη που, ας μην το ξεχνάμε, αφορούσε στην πλήρωση όλων ανεξάρτητα των θέσεων που προκηρύχθηκαν και που στη συνέχεια πληρώθηκαν από την Επιτροπή. Όπως παρατηρεί η απόφαση Κουμής Χ"Μακρής και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1972) 3 Α.Α.Δ. 246, 252:

"According to the principles of administrative law there exists a presumption that an administrative decision is reached after a correct ascertainment of relevant facts; but such presumption can be rebutted if a litigant succeeds in establishing that there exists at least a probability that a misconception has led to the taking of the decision complained of (see, inter alia, Stasinopoulos on The Law of Administrative Acts "Στασινοπούλου Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων" - 1951, p. 304 et seq.)"……………………………………»

Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), εκεί σελ. 304 και 305 αναφέρεται: «Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως»

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και κατά πόσο έχει υποπέσει σε πλάνη με το να μην λάβει υπόψη του ουσιώδη γεγονότα τα οποία επηρέασαν την τελική κρίση του με την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

Στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, κατέγραψε, ως προς τους λόγους για τους οποίους έφυγε από τη χώρα καταγωγής της, ότι έπεσε θύμα βιασμού από τον εργοδότη της. Δήλωσε περαιτέρω ότι μετά το περιστατικό παρέμεινε κρυμμένη σε σπίτι φίλης της και στη συνέχεια κατάφερε, με την βοήθεια μιας Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης, να μεταβεί στην Τουρκία και από εκεί να φτάσει στην παραλία της Λάρνακας στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 25 Ιουλίου του 2019 (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 9 του Διοικητικού Φακέλου).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, και αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία Κονγκό, ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Κινσάσα, ως επίσης ότι είναι άγαμη και δεν έχει παιδιά. Ως προς την πατρική της οικογένεια ανέφερε ότι ο πατέρας της έχει αποβιώσει, ενώ η μητέρα της δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Προσέθεσε ότι δεν έχει αδέρφια ή άλλους στενούς συγγενείς που να διαβιούν στη ΛΔΚ. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν φοίτησε στο  σχολείο. Αναφορικά με την εργασιακή της εμπειρία προέβαλε ότι εργαζόταν ως εσωτερική οικιακή βοηθός και πλην αυτού δεν έχει απασχοληθεί σε κάποιου άλλου είδους εργασία.

 

Ερωτώμενη η Αιτήτρια για τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ανέφερε ότι εργαζόταν για δύο χρόνια σε ένα σπίτι στην πόλη της Κινσάσα ως εσωτερική οικιακή βοηθός και ότι έπεσε θύμα βιασμού από τον εργοδότη της. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα της, μετοίκησε μαζί με την μητέρα της στην πόλη Boma στην Λ.Δ. του Κονγκό. Στην συνέχεια, η μητέρα της αρρώστησε και η Αιτήτρια μετέβη στο σπίτι μιας φίλης της μητέρας της για να αναλάβει εκείνη την φροντίδα της. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι έκτοτε δεν είδε ποτέ ξανά την μητέρα της και ότι έως σήμερα δεν έχει καμία επαφή μαζί της, ενώ δεν γνωρίζει που βρίσκεται (βλ. ερυθ. 41 του Δ.Φ). Η φίλη της μητέρας της κανόνισε έπειτα για εκείνη να δουλέψει ως εσωτερική οικιακή βοηθός στην οικία ενός συνταγματάρχη. Στη συνέχεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ξεκίνησε να εργάζεται ως εσωτερική οικιακή βοηθός και να διαμένει στο σπίτι μαζί με τον εργοδότη της, την σύζυγό του, τα δύο τους τέκνα και τον φύλακα της οικίας. Τους πρώτους τρεις μήνες ισχυρίστηκε ότι δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα. Στην συνέχεια όμως, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο εργοδότης της άρχισε να την απειλεί και να την κακοποιεί σεξουαλικά. Η Αιτήτρια ανέφερε περαιτέρω ότι έβλεπε τον εργοδότη της να μεταφέρει άτομα μέσα στο σπίτι, τα οποία δεν έφευγαν ποτέ από εκεί, καθώς και τον ίδιο να μεταφέρει κουτιά με ψυγεία κατά τις πρωινές ώρες. Δήλωσε στην συνέχεια, ότι η ίδια είχε αναλάβει το νοικοκυριό όλου του σπιτιού καθώς και τον καθαρισμό συγκεκριμένου δωματίου, το οποίο κάθε φορά που της έλεγε ο εργοδότης της να το καθαρίσει ήταν γεμάτο αίματα.

 

Ακόμη, η Αιτήτρια  ανέφερε ότι ο εργοδότης της την απειλούσε ότι σε περίπτωση που αναφέρει σε κάποιον για το τί συμβαίνει σε εκείνο το δωμάτιο, τότε θα συμβούν και στην ίδια τα ίδια. Συνέχισε την αφήγησή της περιγράφοντας ότι ο εργοδότης της την κακοποιούσε σεξουαλικά κάθε φόρα που η σύζυγός του απουσίαζε από το σπίτι. Ωστόσο, εξήγησε ότι μια μέρα η σύζυγός του αντιλήφθηκε τις πράξεις αυτές και τότε διέταξε τον φύλακα να ανοίξει την πόρτα, ώστε να εγκαταλείψει η Αιτήτρια το σπίτι. Στην συνέχεια η Αιτήτρια δήλωσε ότι, αφού εγκατέλειψε το σπίτι  μετέβη στην εκκλησία, καθότι εκεί ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσε να πάει εφόσον δεν της επιτρεπόταν το να εξέρχεται του συγκεκριμένου οικήματος ασυνόδευτη και επιπροσθέτως δεν είχε στην κατοχή της συσκευή κινητού τηλεφώνου.  Εκεί συνάντησε μια γυναίκα και της ζήτησε να διαμείνει στο σπίτι της. Εν συνεχεία ανέφερε ότι διέμεινε μαζί της για μια εβδομάδα, έως ότου μια μέρα είδε το αυτοκίνητο του εργοδότη της να βρίσκεται κοντά στο σπίτι. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι αισθάνθηκε απειλή και φόβο και έτσι επέστρεψε στην εκκλησία αναφέροντας όλη την ιστορία της στον ιερέα της εκκλησίας, ο οποίος την βοήθησε. Καταληκτικά, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο πρώην εργοδότης της είναι ένας πολύ σκληρός άνθρωπος και ότι διαθέτει πολλά χρήματα (βλ. ερυθρά  38 , 37 του Δ.Φ).

 

Εν συνεχεία ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε με σειρά ερωτήσεων αναφορικά με τα όσα η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.

 

Αρχικώς, και αναφορικά με την εργασία της ως εσωτερική οικιακή βοηθός, η Αιτήτρια δήλωσε πως η εν λόγω οικία βρισκόταν στην περιοχή Gombe της Kinshasa (βλ. ερυθρά 43 του Δ.Φ.) και πως βρήκε αυτή την εργασία μέσω της οικογένειας που την φιλοξενούσε έπειτα από την ασθένεια της μητέρας της καθώς οι ιδιοκτήτες της οικίας έψαχναν για μία νέα κοπέλα προκειμένου να τους συνδράμει με τις οικιακές εργασίες (βλ. ερυθρά 36 του Δ.Φ.). Κληθείσα να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το εν λόγω ζευγάρι, η Αιτήτρια κατονόμασε τον σύζυγο, προέβαλε ότι είχε πολλή δύναμη στα χέρια του, φορούσε στρατιωτική στολή και το πρόσωπό του της προκαλούσε τρόμο (βλ. ερυθρά 36 του Δ.Φ.). Ως προς την σύζυγο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν ψηλή και εύσωμη και πως δε γνώριζε το όνομά της καθώς αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον ‘cherie’ (βλ. ερυθρά 36, 35 του Δ.Φ.).

 

Σχετικά με την καθημερινότητά της στη συγκεκριμένη οικία, η Αιτήτρια περιέγραψε μια συνηθισμένη μέρα της λέγοντας ότι ξεκινούσε τις οικιακές εργασίες περί τις 5 το πρωί, μαγείρευε, καθάριζε το σπίτι, πρόσεχε τα παιδιά, ενώ εάν χρειαζόταν κάτι από κάποιο κατάστημα μετέβαινε εκεί με συνοδεία. Προσέθεσε ότι, παρ’ όλο που το σπίτι ήταν μεγάλο, εντούτοις η ίδια δεν είχε πρόσβαση σε όλα τα δωμάτιά του παρά μόνο στις κρεβατοκάμαρες και στο «δωμάτιο με τα αίματα» (βλ. ερυθρά 35 του Δ.Φ.).

 

Ως προς τις συνθήκες διαβίωσής της, η Αιτήτρια περιέγραψε ότι δεν λάμβανε χρήματα από τη συγκεκριμένη οικογένεια καθώς τα χρήματα δινόντουσαν στη γυναίκα που την έστειλε να δουλέψει στην εν λόγω οικία. Περιέγραψε, επίσης, ότι κατά τους πρώτους τρεις μήνες την καλούσαν δια τηλεφώνου προκειμένου να επιβεβαιώσουν τη λήψη των χρημάτων, ωστόσο τα τηλεφωνήματα αυτά σταμάτησαν και η ίδια δεν ήρθε ξανά σε επαφή ούτε με την εν λόγω γυναίκα ούτε με κάποιον άλλον (βλ. ερυθρά 35, 34 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια συνέχισε λέγοντας ότι δεν είχε την ελευθερία να εξέρχεται της οικίας μόνη της και πως σε τέτοιες περιπτώσεις είχε πάντα συνοδεία, πράγμα το οποίο την έκανε να φοβάται και να μη νιώθει άνετα (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείσα από τον αρμόδιο λειτουργό αναφορικά με τα άτομα που έβλεπε να εισέρχονται στην οικία και να μην εξέρχονται ποτέ από αυτή, η Αιτήτρια ανέφερε ότι  έβλεπε τον εργοδότη της περί τις τρεις φορές την εβδομάδα να εισέρχεται στο σπίτι με άλλα άτομα, τα οποία βρισκόντουσαν μέσα σε ένα αμάξι με φιμέ τζάμια και στο κεφάλι τους είχαν πλαστικές σακούλες, ενώ εν συνεχεία έβλεπε τον εργοδότη της να μεταφέρει κουτιά με ψυγεία,  ενώ κατόπιν η ίδια καθάριζε το προαναφερθέν δωμάτιο από τα αίματα (βλ. ερυθρά 34 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια δήλωσε επιπλέον ότι ο φύλακας του σπιτιού της είχε εκμυστηρευτεί ότι ο εργοδότης τους σκοτώνει ανθρώπους, τους αφαιρεί τα εσωτερικά τους όργανα και κατόπιν τα μεταφέρει με τα κουτιά (Βλ. ερυθ. 34 του Δ.Φ).

 

Ο λειτουργός προχώρησε με ερωτήσεις για την σεξουαλική κακοποίηση που η Αιτήτρια δήλωσε ότι υφίστατο από τον συγκεκριμένο άντρα. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, έπειτα από τον τέταρτο μήνα παραμονής της στην εν λόγω οικία, ο άντρας αυτός ξεκίνησε να την καλεί στο γραφείο του και να την αγγίζει με ανάρμοστο τρόπο. Συνέχισε λέγοντας πως της έλεγε πως σε περίπτωση άρνησής της θα της κάνει κακό (βλ. ερυθρά 33 του Δ.Φ.). Ως προς τη συχνότητα της σεξουαλικής της κακοποίησης η Αιτήτρια προέβαλε ότι μπορεί να συνέβαινε και δύο φορές την ημέρα, ενώ ως προς τις σκέψεις της για την κακοποίηση που βίωνε η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν κάτι που δεν της άρεσε και δεν το ήθελε, όμως ήταν αναγκασμένη να το υφίσταται (βλ. ερυθρά 33 2Χ του Δ.Φ.). Κληθείσα να αναφέρει, για  πόσο καιρό ο εργοδότης της την κακοποιούσε σεξουαλικά, απάντησε ότι αυτό συνέβαινε για περισσότερο από ενάμιση χρόνο (Βλ. ερυθ. 32 του Δ.Φ).

 

Σχετικά με το περιστατικό κατά το οποίο η σύζυγος του κακοποιητή της ανακάλυψε ότι υπήρχαν σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ τους, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως μία ημέρα, καθώς επέστρεψε η σύζυγος στην οικία, έπιασε τον σύζυγό της επ’ αυτοφώρω να βιάζει την Αιτήτρια. Λόγω αυτού η Αιτήτρια περιέγραψε ότι η γυναίκα αυτή θύμωσε, άρχισε να φωνάζει και ξεκίνησε να τσακώνεται με τον σύζυγό της λέγοντάς του ότι θα φύγει από το σπίτι είτε η ίδια είτε η Αιτήτρια. Περαιτέρω η Αιτήτρια προέβαλε ότι δέχτηκε δύο χτυπήματα από την εν λόγω γυναίκα (βλ. ερυθρά 33 του Δ.Φ.). Ύστερα από αυτό η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η σύζυγος έδωσε εντολή στον φύλακα της οικίας να ανοίξει την πόρτα και άφησε την Αιτήτρια να φύγει (βλ. ερυθρά 33 του Δ.Φ.).

 

Ανέφερε επιπλέον, έπειτα από σχετική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, ότι η ίδια ήθελε να εγκαταλείψει το σπίτι αλλά δεν ήξερε που να πάει (βλ. 33 του Δ.Φ.). Ζητήθηκε από την Αιτήτρια περαιτέρω να δηλώσει εάν είχε τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία στις αρχές της χώρας καταγωγής της, ωστόσο η Αιτήτρια προέβαλε ότι δεν έχει τη δύναμη ή την απαραίτητη σχέση με τις αρχές προκειμένου να προβεί σε μία τέτοια καταγγελία (βλ. ερυθρά 32 του Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείσα για το πώς είναι δυνατόν ο εργοδότης της να έμαθε ότι η Αιτήτρια διέμενε στο σπίτι της συγκεκριμένης γυναίκας, η οποία την φιλοξένησε έπειτα από το καταφύγιο που ζήτησε η Αιτήτρια στην εκκλησία, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι θεωρεί πως ο εργοδότης της έψαχνε να την βρει και ότι στην προσπάθειά του αυτή την αναζήτησε και στην εκκλησία, όπου κάποιος τον ενημέρωσε ότι η Αιτήτρια μιλούσε με την συγκεκριμένη γυναίκα (βλ. ερυθρά 32 του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια στην συνέχεια ανέφερε ότι, αφού έφυγε από την οικία της γυναίκας που την είχε φιλοξενήσει, διέμεινε για δύο ημέρες στην εκκλησία, και ότι δεν της συνέβη κάτι κατά την διαμονή της. Ερωτηθείσα ως προς το πώς κατάφερε να διαφύγει χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, απάντησε ότι την ενημέρωσαν για το ταξίδι της και ότι την μετέφεραν στο αεροδρόμιο την επόμενη ημέρα.

 

Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι εάν επιστρέψει στην Κινσάσα θα την σκοτώσουν.  Κληθείσα να αναφέρει εάν έχει πληροφορηθεί ή εάν της έχει συμβεί κάτι σε σχέση με τον εργοδότη της από τότε που εγκατέλειψε την Κινσάσα, απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρά 32 του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα πώς είναι δυνατό ο εργοδότης της να την βρει σε περίπτωση επιστροφής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι είναι γνωστός και ότι έχει δύναμη στην χώρα, ενώ ερωτηθείσα για ποιον λόγο έχει την πεποίθηση αυτή, η αιτήτρια δήλωσε ότι ακόμη και ο ιερέας της εκκλησίας της είπε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει διότι εάν γίνει αντιληπτή θα την σκοτώσουν.

 

Τέλος, ερωτηθείσα ως προς το εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ και συγκεκριμένα ως προς το εάν μπορεί να μετεγκατασταθεί στην Boma μαζί με την γυναίκα που την πρόσεχε έπειτα από την ασθένεια της μητέρας της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά δηλώνοντας ότι πλέον δεν βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί της και δεν ξέρει το που βρίσκεται. Ερωτηθείσα περαιτέρω ως προς το εάν θα μπορούσε να διαμείνει μαζί με τον γιο της συγκεκριμένης γυναίκας, η Αιτήτρια απάντησε εκ νέου αρνητικά δηλώνοντας ότι δεν τον γνωρίζει και δεν ξέρει τι είδους βίο διάγει (βλ. ερυθρά 32  του Δ.Φ.).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας τα όσο η αιτήτρια ανέφερε στην συνέντευξη της, κατηγοριοποίησε τους ισχυρισμούς της ως εξής:

1) Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής και

2) Ένας συνταγματάρχης, για τον οποίο η Αιτήτρια εργαζόταν ως οικιακή βοηθός, την κακοποιούσε σεξουαλικά συστηματικά επί ενάμιση χρόνο και την αναζητούσε αφότου η Αιτήτρια εγκατέλειψε το σπίτι, καθώς η Αιτήτρια γνώριζε για το εμπόριο οργάνων που πραγματοποιούσε.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε δεκτούς αμφότερους τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, τόσο επί τη βάσει της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής τους αξιοπιστίας. 

 

Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό περί των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός δέχτηκε πως η Αιτήτρια πρόκειται για ενήλικα, υπήκοο ΛΔΚ με τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής την Κινσάσα.

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυρισμό περί της σεξουαλικής κακοποίησης που δέχτηκε η Αιτήτρια από το αφεντικό της, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι η Αιτήτρια υπήρξε ακριβής και συγκεκριμένη σε σχέση με την τοποθεσία που βρισκόταν η οικία αλλά και αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο εξηύρε τη θέση εργασίας, καθώς και το χρονικό διάστημα που πέρασε εκεί αλλά και τα καθημερινά της εργασιακά καθήκοντα. Περαιτέρω ο λειτουργός τόνισε πως η Αιτήτρια υπήρξε σαφής αναφορικά με τους περιορισμούς ελευθερίας που είχε, ιδιαίτερα ως προς τη χρήση τηλεφώνου και την επικοινωνία της με τρίτα άτομα εκτός της οικίας όπου διέμενε και εργαζόταν.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των πληροφοριών που εισέφερε η Αιτήτρια σχετικά με την εξωτερική εμφάνιση ( physical appearance) των αφεντικών της, ο λειτουργός παρατήρησε πως τα λεγόμενα της Αιτήτριας υπήρξαν γενικόλογα και μη συγκεκριμένα λαμβάνοντας υπόψη το χρονικό διάστημα για το οποίο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως δούλευε στη συγκεκριμένη οικία. Ωστόσο παρατηρήθηκε επίσης πως η Αιτήτρια υπήρξε συγκεκριμένη κατά την αναφορά της στο πως προσφωνούσαν ο ένας τον άλλον, όπως επίσης πως ονομαζόταν ο εργοδότης της.

 

Όσον αφορά το ότι το αφεντικό της Αιτήτριας εμπλεκόταν σε παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως συγκεκριμένους και συνεκτικούς. Περαιτέρω ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια υπήρξε σαφής και συνεπής σχετικά με τις υποψίες της ότι ο λόγος που τα άτομα αυτά ερχόντουσαν στην οικία όπου διέμενε και εργαζόταν σχετιζόταν με παράνομο εμπόριο οργάνων τονίζοντας παράλληλα ότι η υποψία της επιβεβαιώθηκε και από τα λεγόμενα του φύλακα της οικίας.

 

Συνεχίζοντας με την αξιολόγηση των περί της σεξουαλικής κακοποίησης που η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι υφίστατο από το αφεντικό της, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε πως η Αιτήτρια ήταν συνεκτική, σαφής και ακριβής στα όσα περιέγραψε ενώπιον του λειτουργού και ειδικότερα ως προς το πότε ξεκίνησε η σεξουαλική της κακοποίηση, οι συνθήκες υπό τις οποίες συνέβαινε, οι απειλές που δεχόταν προκειμένου να μην αποκαλύψει την κακοποίηση που βίωνε, αλλά και η συχνότητα αυτής. Τονίστηκε δε ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να αναφερθεί και στα συναισθήματά που της προκαλούσε η σεξουαλική της εκμετάλλευση. Ομοίως, συνεκτική αξιολογήθηκε και η αφήγησή της σχετικά με τον τρόπο που έγινε αντιληπτή από τη σύζυγο η ύπαρξη σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ εκείνης και του αφεντικού της αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από την συγκεκριμένη οικία.

 

Ειδικότερα όσον αφορά τη φυγή της από την οικία και στα όσα επακολούθησαν μέχρι την έξοδό της από τη ΛΔΚ, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι υπήρχε χρονική συνοχή στους ισχυρισμούς της με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία ξεκάθαρη εικόνα αναφορικά με το ακριβές χρονικό διάστημα που μεσολάβησε έως ότου έφυγε από τη χώρα καταγωγής της αλλά και με το που διέμενε και για πόσο διάστημα κατά την ως άνω αναφερθείσα χρονική περίοδο.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα ανεπαρκή λεγόμενα της Αιτήτριας όσον αφορά την εξωτερική εμφάνιση των αφεντικών της δεν επαρκούν ούτως ώστε να κριθεί ο υπό εξέταση ισχυρισμός ως μη αξιόπιστος. Τόνισε δε πως η Αιτήτρια υπήρξε επαρκής, συνεκτική και συγκεκριμένη ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία του ισχυρισμού και ιδιαίτερα ως προς την σεξουαλική κακοποίηση που υφίστατο, την ανακάλυψη αυτής από τη σύζυγο του κακοποιητή της και τα όσα επακολούθησαν έως ότου την οριστική φυγή της από τη ΛΔΚ.

 

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός τόνισε ότι λόγω του ότι πρόκειται για ισχυρισμό που άπτεται της σφαίρας της ιδιωτικής ζωής της Αιτήτριας δεν είναι εφικτή η αναζήτηση πληροφοριών από εξωτερικές πηγές που να τον επιβεβαιώνουν. Ωστόσο προχώρησε σε παράθεση γενικών πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας οι οποίες αναφέρουν πως η σεξουαλική κακοποίηση γυναικών, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, είναι ευρέως διαδεδομένη στη ΛΔΚ. Περαιτέρω πληροφορίες που παρατέθηκαν από τον λειτουργό δε, αναφέρουν ότι σύμφωνα με αναφορά εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στη ΛΔΚ σχετικά με την προστασία των γυναικών, της ισότητας των φύλων και της εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών.

 

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που διατρέχει η αιτήτρια στη χώρα καταγωγής της βάσει των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι  υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ. του Κονγκό.

Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη αρχικά σε αξιολόγηση κινδύνου ως προς το προφίλ της Αιτήτριας, ήτοι του ότι η Αιτήτρια πρόκειται για μία άγαμη γυναίκα, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της το οποίο να αποτελείται είτε από κάποιον άντρα είτε από τη στενή της οικογένεια, ενώ παράλληλα πρόκειται για μία γυναίκα χωρίς υψηλή μόρφωση και σημαντική εργασιακή εμπειρία. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση των γυναικών στη ΛΔΚ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές μια ανύπαντρη γυναίκα που στερείται οικογένειας ή κοινωνικού δικτύου είναι ακόμη πιο ευάλωτη, ενώ παράλληλα λόγω των κυρίαρχων κοινωνικών προτύπων, οι χήρες, τα νοικοκυριά με γυναίκες επικεφαλής και οι σεξουαλικές και έμφυλες μειονότητες βρίσκονται συχνά σε θέση αυξημένης ευαλωτότητας συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό. Ο λειτουργός παρέθεσε επίσης και τα ευρήματα της Επιτροπής για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW), οι οποίες αναφέρουν ότι η έμφυλη και η σεξουαλική βία κυριαρχεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Οι πληροφορίες που παρατέθηκαν από τον λειτουργό αναφέρουν επίσης ότι τα κορίτσια και οι νεαρές γυναίκες που στερούνται οικογενειακού και υποστηρικτικού δικτύου εμπλέκονται συχνά σε σεξουαλική εργασία ή σε σεξουαλικές συναλλαγές για λόγους βιοπορισμού, σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στην Κινσάσα.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου της Αιτήτριας αναφορικά με πιθανό μελλοντικό της ρίσκο σε περίπτωση επιστροφής αναφορικά με τον εργοδότη της, ο αρμόδιος λειτουργός, κατέληξε ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί σε συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη. Ο λειτουργός επεσήμανε σχετικώς ότι ο εργοδότης της Αιτήτριας, δεν έχει πληροφορίες για την ίδια, για την οικογένειά της, αλλά ούτε και για το που βρίσκεται. Τονίζει επιπλέον, ότι είναι δύσκολο ο ανωτέρω να εξεύρει αυτές τις πληροφορίες, εφόσον δεν γνωρίζει τον τόπο γέννησης της αιτήτριας, το που βρίσκεται η οικογένειά της, αλλά και τον αριθμό τηλεφώνου της αιτήτριας. Τέλος, αναφέρει ότι έχουν επέλθει δύο χρόνια από τότε που η Αιτήτρια εγκατέλειψε την χώρα, ενώ η ίδια δεν έχει αντιμετωπίσει από τότε κάποιο πρόβλημα.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς, μιας και με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, δεν στοιχειοθετείται βάσιμος φόβος δίωξης λόγω εθνικότητας, φυλής, θρησκείας, συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικής γνώμης, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 2  της οδηγίας 2011/95/ΕΕ ( άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου). Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως με βάση την αξιολόγηση αξιοπιστίας αλλά και τη διεξαχθείσα αξιολόγηση κινδύνου αναφορικά με το προφίλ της Αιτήτριας, ο υποκειμενικός φόβος της Αιτήτριας περί του ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα χάσει τη ζωή της από το αφεντικό της δεν οδηγεί σε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο περί του θα στοχοποιηθεί είτε από τον ίδιο είτε από τρίτα άτομα που εργάζονται για λογαριασμό του.

Περαιτέρω, και όσον αφορά το εάν η Αιτήτρια εμπίπτει στις πρόνοιες της συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός κατάληξε ότι δεν δικαιολογείται αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας στο πρόσωπο της αιτήτριας, καθότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, δυνάμει του άρθρου 15(α) και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2) (α) του περί Προσφύγων Νόμου).

Ο λειτουργός κατέληξε ότι με βάσει τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έγιναν αποδεκτά, και την εκτίμηση κινδύνου, δεν υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην Κινσάσα, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, δυνάμει του άρθρου άρθρου 15 (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Ο λειτουργός έκρινε ότι παρόλο που υπάρχει κίνδυνος, η Αιτήτρια να υποστεί σεξουαλική βία που απορρέει από μια πατριαρχική κοινωνία  στην Λ.Δ. του Κονγκό, αλλά και από τα προσωπικά στοιχεία, τα οποία συνθέτουν το προφίλ της Αιτήτριας, δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος φορέας δίωξης που να επικρατεί. Τόνισε δε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ολόκληρη η ανδρική κοινωνία της Λ.Δ. του Κονγκό αποτελεί έναν μη κρατικό φορέα δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Επιπρόσθετα, η αρμόδια αρχή, στη βάση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Kinshasa, έκρινε ότι ούτε και οι προϋποθέσεις για χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας συντρέχουν δυνάμει του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου)  καθότι ως ο αρμόδιος λειτουργός ανάφερε σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στην Kinshasa, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για την ίδια ως άμαχη πολίτης να επηρεαστεί προσωπικά για λόγους αδιάκριτης βίας.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, διαπιστώνω ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν προβεί σε επαρκή έρευνα και φαίνεται να κατέληξαν σε συμπεράσματα τα οποία δεν είχαν εξεταστεί υπό το πρίσμα της εξατομικευμένης έρευνας που όφειλαν να διεξάγουν. Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός, κατά το στάδιο αξιολόγησης του ενδεχόμενου κινδύνου που θα αντιμετώπιζε η αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της, όταν ετοιμάστηκε η σχετική εισήγηση, δεν αξιολόγησε ουσιώδη γεγονότα, δεν διερεύνησε το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων ως όφειλε, ενώ επίσης διαφαίνεται η έλλειψη γνώσης ουσιωδών πραγματικών γεγονότων στην βάση εξωτερικών πηγών πληροφόρησης, που ενδεχομένως να επηρέαζε την όλη κρίση του αρμόδιου οργάνου περί του μελλοντοστραφούς κινδύνου της αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της.

Ειδικότερα, ως προς την αποδοχή των δύο ισχυρισμών, ενόψει του ότι έχουν κριθεί αξιόπιστοι από τους Καθ΄ ων η αίτηση, το παρόν Δικαστήριο θα εξετάσει μόνο το ενδεχόμενο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη η αιτήτρια σύμφωνα με το άρθρο 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, ενόψει των δύο ουσιωδών ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί από τους Καθ'ων η Αίτηση.

Ως έχει ειπωθεί στην απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου Μ. Παπαντωνίου, υπόθεση Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/05/2023, σε  περίπτωση που ένας ισχυρισμός έχει κριθεί αποδεκτός, το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του αιτούντος στη βάση της αρχής της απαγόρευσης της χειροτέρευσης της θέσης του διοικούμενου. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα το οποίο υιοθετώ στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης:

 

«…Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν κριθεί αξιόπιστοι από την διοίκηση και έχει γίνει αποδεκτός ο ουσιώδης ισχυρισμός της ότι είναι θύμα σεξουαλικής βίας χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της, τίθεται σε ισχύ η αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius), σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κατ' αρχήν το δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος, εφόσον το δικαίωμα προσφυγής χορηγείται από τον νόμο για την προστασία του.  Η απαγόρευση αυτή απορρέει από την ίδια την έννοια και τον σκοπό της προσφυγής και ισχύει ακόμα και όταν δεν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο (βλ. Π.Δ. Δαγτόγου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 638-639)  και το δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ευνοϊκό τμήμα της πράξεως που δεν προσβάλλεται με την προσφυγή.   Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα εξετάσει την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, στη βάση του ουσιώδους ισχυρισμού της που έγινε αποδεκτός από τους Καθ'ων η Αίτηση…»

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018).

 

Κατ’ αρχάς, κρίνω σκόπιμο, όπως παραθέσω το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο παρατίθεται ο ορισμός του πρόσφυγα, ως κατωτέρω ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ' αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5.

 

[...].»

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το εδάφιο 4 του άρθρου 18 του Περί Προσφύγων Νόμων «Το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άµεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.»

 

Ως προς τον φόβο δίωξης της Αιτήτριας, και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Αιτήτρια έχει πέσει κατ’ επανάληψη θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στην χώρα καταγωγής της, ισχυρισμός ο οποίος έχει γίνει αποδεκτός, τούτο συνιστά σοβαρή ένδειξη ότι διατρέχει άμεσο κίνδυνο να υποστεί εκ νέου σοβαρή βλάβη. Από την εξέταση του διοικητικού φακέλου καθώς και από το σύνολο των στοιχείων που έχω ενώπιον μου δεν δύναται να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συστηματική σεξουαλική κακοποίηση της Αιτήτριας από το αφεντικό της αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό το οποίο δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Εξάλλου, δεν μπορώ να παραβλέψω πως οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε αξιολόγηση κινδύνου με βάση το συνολικό προφίλ της Αιτήτριας (γυναίκα άγαμη, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς επαρκή μόρφωση και χωρίς εργασιακή εμπειρία) και συνήγαγαν ότι σε περίπτωση επιστροφής της υπάρχει εύλογη πιθανότητα να θεωρηθεί ότι λόγω των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που συγκεντρώνονται στο πρόσωπό της θα υποστεί συμπεριφορά που θα ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη καταλήγοντας, ωστόσο, παραδόξως στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια δε μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του προσφυγικού καθεστώτος ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο θα προβεί σε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ούτως ώστε να διαπιστωθεί η γενική κατάσταση που επικρατεί στη ΛΔΚ αναφορικά με τις γυναίκες με προφίλ όπως της Αιτήτριας, τυχόν μεταβολή των συνθηκών από τη στιγμή συγγραφής της έκθεσης – εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού αλλά και την ύπαρξη και την αποτελεσματικότητα κρατικής προστασίας για τις επιζήσασες σεξουαλικής κακοποίησης.

Σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, και συγκεκριμένα με βάση την πλέον πρόσφατη έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του έτος 2023 στη ΛΔΚ, που δημοσιεύτηκε εντός του 2024, σημειώνονται τα κάτωθι:

Ο νόμος για τη σεξουαλική βία ποινικοποιεί τον βιασμό, εντούτοις όμως ο νόμος συχνά δεν εφαρμόζεται. Περαιτέρω, ο νομικός ορισμός του βιασμού δεν περιλαμβάνει τον βιασμό από τον σύζυγο ή τον βιασμό από στενό σύντροφο. Διεθνείς οργανισμοί και τοπικές ΜΚΟ αναφέρουν ότι οι γυναίκες που επέζησαν από βιασμό αναγκάζονται μερικές φορές να πληρώσουν πρόστιμο για να επιστρέψουν στις οικογένειές τους και να αποκτήσουν πρόσβαση στα παιδιά τους. Οι γυναίκες που επέζησαν βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης συχνά στιγματίζονται ή απορρίπτονται από τις κοινότητές τους. Οι περισσότερες επιζήσασες βιασμού δεν ακολουθούν την επίσημη νομική οδό λόγω ανεπαρκών πόρων, έλλειψης εμπιστοσύνης στο δικαστικό σύστημα, οικογενειακής πίεσης και φόβου ότι ενδέχεται να υποβληθούν σε ταπείνωση, αντίποινα ή και τα δύο.[1]

Σύμφωνα με μια έκθεση για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα από την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας (DIS), οι κρατικοί μηχανισμοί προστασίας είναι «περιορισμένοι» και υπάρχει «έλλειψη υποδομών», συμπεριλαμβανομένων καταφυγίων ή κατοικιών έκτακτης ανάγκης για θύματα έμφυλης βίας.[2] Η ίδια πηγή ανέφερε επίσης ότι «οι γυναίκες συνήθως παραπέμπονται σε μέλη της οικογένειας για υποστήριξη».[3] Το Freedom House σημείωσε σε πρόσφατη αναφορά του ότι τα δικαστήρια έχουν επισήμως χορηγήσει αποζημιώσεις σε στόχους σεξουαλικής βίας και άλλων σοβαρών εγκλημάτων, αλλά αυτές σπάνια καταβάλλονται στην πράξη.[4]

Η αναφορά συνεχίζει κάνοντας λόγο πως ο νόμος επιτρέπει στις επιζήσασες σεξουαλικής βίας να παραιτηθούν από την εμφάνισή τους στο δικαστήριο και επιτρέπει τις κλειστές ακροάσεις για την προστασία του απορρήτου. Η ελάχιστη ποινή που προβλέπεται για την καταδίκη για βιασμό είναι μια ποινή φυλάκισης πέντε ετών, και τα δικαστήρια επιβάλουν μερικές φορές τέτοιες ποινές σε καταδίκες για βιασμό στις σπάνιες περιπτώσεις όταν αυτά τα εγκλήματα δικάζονταν. Ο νόμος απαγορεύει επίσης τους εξωδικαστικούς συμβιβασμούς (για παράδειγμα, ένα εθιμικό πρόστιμο που καταβάλλει ο δράστης στην οικογένεια της επιζήσασας), αλλά τέτοιες πρακτικές εξακολουθούν να υπάρχουν. Πραγματοποιήθηκαν ορισμένες διώξεις για βιασμό και άλλα είδη σεξουαλικής βίας, αλλά η κυβέρνηση γενικά δεν εφαρμόζει αποτελεσματικά τον νόμο.[5]

Στην έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών για το έτος 2022, η οποία δημοσιεύτηκε το 2023, αναφέρει ότι οι γυναίκες θύματα βιασμού αναφέρουν ότι στιγματίζονται κοινωνικά, καθώς θεωρούνται ακατάλληλες για γάμο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι σύζυγοι εγκαταλείπουν τις γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής επίθεσης, ενώ άλλες γυναίκες αναγκάζονται από τις οικογένειές τους να παντρευτούν τους βιαστές τους ή να δεχτούν χρήματα ή αντικείμενα από αυτούς, αντί να τους καταγγείλουν στις αρχές. Το 2017, τα Ηνωμένα Έθνη εξέφρασαν ανησυχίες για την «επιμονή των κοινωνικοπολιτισμικών παραδόσεων που συνηγορούν στην ενδοοικογενειακή βία και για την απουσία νομικού πλαισίου για την πρόληψη και τιμωρία τέτοιας βίας, συμπεριλαμβανομένου και του συζυγικού βιασμού». Ένας αριθμός διεθνών οργανισμών, διεθνών και τοπικών ΜΚΟ βρίσκονται στην ΛΔΚ παρέχοντας ανθρωπιστικές υπηρεσίες και προσφέροντας υποστήριξη στους επιζώντες της σεξουαλικής και της έμφυλης βίας, καθώς και της σεξουαλικής βία που σχετίζεται με συγκρούσεις.[6]

Αναφορά του Ταμείου Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία (UNFPA), σημειώνει ότι η έμφυλη βία (Gender Based Violence – GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη Λ.Δ.Κ..[7] Οι μορφές έμφυλης βίας που καταγράφονται στη Λ.Δ.Κ. περιλαμβάνουν το βιασμό, τη σεξουαλική δουλεία, την εμπορία ανθρώπων (trafficking), τον αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, την ενδοοικογενειακή βία και τη σεξουαλική εκμετάλλευση και κατάχρηση.[8] Όπως σημειώνεται στην ως άνω αναφορά, η κατάχρηση εξουσίας και οι έμφυλες ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα των γυναικών και κοριτσιών στη Λ.Δ.Κ. απέναντι σε αυτές τις μορφές έμφυλης βίας.[9] Η σεξουαλική βία είναι η μορφή έμφυλης βίας που αναφέρεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλά πολλές είναι οι επιζήσασες που φοβούνται να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τη σε βάρος τους βία εξαιτίας του στίγματος και του φόβου να υποστούν αντίποινα από τους θύτες.[10] Παρότι η κυβέρνηση της χώρας έχει δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι υπηρεσίες για την πρόληψη αλλά και για την αποκατάσταση των θυμάτων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και υποχρηματοδοτούμενες.[11]

Αναφορικά με τη θέση της γυναίκας στη Λ.Δ. του Κονγκό, σημειώνεται σε δημοσίευση της Παγκόσμιας Τράπεζας του Φεβρουαρίου 2021 ότι οι παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες θεωρούνται υποδεέστερες από τους άνδρες ή ότι έχουν στερεοτυπικούς ρόλους, διαιωνίζουν διαδεδομένες πρακτικές που περιλαμβάνουν βία ή εξαναγκασμό, όπως είναι η ενδοοικογενειακή βία και η κακοποίηση, ο αναγκαστικός γάμος, ο θάνατος με αφορμή την προίκα, οι επιθέσεις με οξέα και η γυναικεία περιτομή. Τέτοιου είδους προκαταλήψεις και πρακτικές μπορεί να δικαιολογήσουν τη βία που βασίζεται στο φύλο ως μορφή προστασίας ή ελέγχου των γυναικών. Ενώ η φύση και η συχνότητα των πρακτικών ποικίλλουν ανάλογα με την περιοχή και τον πολιτισμό, οι πιο διαδεδομένες και τεκμηριωμένες πρακτικές είναι ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων, ο παιδικός ή / και αναγκαστικός γάμος, η πολυγαμία, τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της λεγόμενης τιμής και σχετική με την προίκα βία.[12]

Επιπλέον, σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[…] η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατριαρχική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[13] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[14]»[15]. Η έκθεση αναφέρει ακόμη ότι «[ο] Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σημείωσε το 2017 ότι η βία κατά των γυναικών οφείλεται σε διακρίσεις απέναντι στις γυναίκες, παραδοσιακά έθιμα, αδύναμο νομικό και δικαστικό σύστημα και στην ατιμωρησία των δραστών, τα οποία συμβάλλουν σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο.[16]».[17]

Σύμφωνα δε με δημοσίευση του iMMAP - Information Management and Mine Action Programs τον Μάρτιο του 2021, τον τελευταίο χρόνο (2020) αναφέρθηκαν σε τακτική βάση πολλά περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, σεξουαλικής βίας, αναγκαστικών γάμων, παιδικής εργασίας ή ακόμη και κακοποίησης από τις δυνάμεις ασφαλείας ή τις ένοπλες ομάδες.[18]

Έκθεση της International Federation for Human Rights σημειώνει τόσο το 2019 όσο και το 2022 ότι «παρά την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων με στόχο την καθιέρωση της ισότητας των φύλων, οι ΜΚΟ που παρακολουθούν και αναφέρουν την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι σε ολόκληρη τη χώρα, οι γυναίκες και τα κορίτσια συνεχίζουν να υποφέρουν από πολλές πράξεις βίας και διακρίσεων λόγω του φύλου τους. Η πρόσβασή τους σε γη, οικονομικούς και φυσικούς πόρους, τεχνολογία, μέσα παραγωγής και χρηματικό κεφάλαιο είναι γενικά εξαιρετικά περιορισμένη. Παρά την ισότητα στα μάτια του νόμου, οι γυναίκες και τα κορίτσια συχνά στερούνται το σύνολο ή μέρος της κληρονομιάς τους λόγω της διαιώνισης ορισμένων εθίμων, ειδικά σε αγροτικά περιβάλλοντα».[19] Όπως τονίζεται από την Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών ( UN Committee on the Elimination of Discrimination Against Women - CEDAW), ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, οι διατάξεις του εθιμικού δικαίου που εισάγουν διακρίσεις εξακολουθούν να επιμένουν και να ανταγωνίζονται το επίσημο δίκαιο.[20]

 

Η ανωτέρω έκθεση της International Federation for Human Rights του 2019 σημειώνει ότι στη ΛΔΚ, οι γυναίκες ορίζονται συνήθως από την κοινότητά τους - καθώς και αυτοπροσδιορίζονται - ως μητέρες ή/και ως συγγενείς με άνδρες μέλη της οικογένειας και γενικά αναλαμβάνουν την ευθύνη για την οικογένεια και το νοικοκυριό. Σύμφωνα με το CEDAW, τα στερεότυπα που εισάγουν διακρίσεις ως προς το φύλο εξακολουθούν να επιμένουν και συμβάλλουν στη συνέχιση της βίας κατά των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας και άλλων επιβλαβών πρακτικών.[21] Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση της CEDAW του Μαρτίου του 2023 για τη ΛΔΚ, η έγγαμη γυναίκα παραμένει πάντα υπό την ανώτατη εξουσία του συζύγου της σύμφωνα με το άρθρο 488 του οικογενειακού κώδικα που κάνει λόγο για νομική ανικανότητα των έγγαμων γυναικών.[22]

 

Περαιτέρω, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση των μόνων γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στη ΛΔΚ. Αναφορικά με την πρόσβαση στην εργασία συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά δημοσιευμένη το 2019, παραπέμπει σε πηγές οι οποίες αναφέρουν ότι οι γυναίκες στην Κινσάσα στρέφονται προς το άτυπο εμπόριο[23] για να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Ένα άρθρο στη L' Avenir,[24] μιας καθημερινής εφημερίδας της Κινσάσα, σχετικά με τις ανάγκες των ανύπαντρων γυναικών στο νοικοκυριό, αναφέρει: [μετάφραση] «Αυτές οι γυναίκες χρησιμοποιούν διάφορες τακτικές για να επιβιώσουν. Μερικές ασχολούνται με μικρές επιχειρήσεις, όπως η πώληση ψωμιού, το πλέξιμο των μαλλιών, το ράψιμο και ακόμη και η πορνεία» και «αδράχνουν κάθε ευκαιρία που προκύπτει στο δρόμο τους, δηλαδή ως ‘nounou’ (υπηρέτρια ή οικονόμος) προκειμένου να φροντίσουν το σπίτι τους».[25] Πολλές γυναίκες από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό έχουν αναλάβει το ρόλο του κύριου παρόχου για τις οικογένειές τους. Εργάζονται συχνά σε χαμηλά αμειβόμενες και σωματικά απαιτητικές θέσεις εργασίας και πλήττονται δυσανάλογα από τη φτώχεια. Σύμφωνα με το UNDP (2017), η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι 61.2% σε σύγκριση με 69.1% για τους άνδρες.[26]

 

Αναφορικά με την πρόσβαση στην στέγαση στην Κινσάσα, παρατηρείται ότι η κοινωνική στέγαση δεν είναι διαθέσιμη σε γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[27] Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη ΛΔΚ, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στην Κινσάσα. Κατά συνέπεια, πολλές ανύπαντρες γυναίκες χωρίς δίκτυο υποστήριξης ανδρών στην Κινσάσα πρέπει να καταφύγουν σε συναλλακτική σεξουαλική επαφή προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο καταφύγιο με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή την άποψη συμμεριζόταν και η Afia Mama, ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός υπό την ηγεσία της νεολαίας με έδρα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό που εργάζεται για να ενδυναμώσει και να υποστηρίξει τα κορίτσια μέσω της εκπαίδευσης, της κατάρτισης δεξιοτήτων και της εξάλειψης της φτώχειας και των επιβλαβών παραδοσιακών πρακτικών.[28]  Η εν λόγω οργάνωση πρόσθεσε ότι οι επιλογές στέγασης για γυναίκες χωρίς ανδρική υποστήριξη που μετακομίζουν στην Κινσάσα από τις ανατολικές επαρχίες της ΛΔΚ είναι σε σπίτια δύο υπνοδωματίων που συνήθως φιλοξενούν 15 άτομα. Όσοι δεν έχουν μέλη της οικογένειας στην Κινσάσα θα βρουν συνήθως καταφύγια ή παράγκες κατασκευασμένες με ξύλο ή χαρτοκιβώτια. Οι ανύπαντρες γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική εμπορία ή εκμετάλλευση θα είναι επιρρεπείς στην πορνεία, όταν προσπαθούν να βρουν στέγη στην Κινσάσα ή αν απλά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο.[29] Άλλες εκθέσεις επιβεβαιώνουν ότι υπήρξαν διάφορα σκάνδαλα σχετικά με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, τα οποία περιλάμβαναν εξέχοντες πολιτικούς και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας που συμμετείχαν στην αντιμετώπιση του ιού Ebola. H δήλωση αυτή υποστηρίζεται από τους McLean και Modi, οι οποίοι ανέλυσαν περαιτέρω ότι οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς [υποστηρικτικό] δίκτυο στην Κινσάσα συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[30], [31]

Εκτός από τη σεξουαλική βία και τα αντίποινα για τις καταγγελίες, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη και τα ένδικα μέσα. Μετά τον βιασμό, οι γυναίκες απορρίπτονται συχνά από τις κοινότητές τους, ανεξάρτητα από το αν έχουν παιδιά ή όχι.[32] Επιπλέον, υπάρχει διαφθορά στην αστυνομία και δεν διερευνώνται  περιστατικά ενδοοικογενειακής κακοποίησης (ή άλλων μορφών σεξουαλικής βίας με βάση το φύλο), εν μέρει λόγω των βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων κατά των γυναικών και των ισχυρών κοινωνικών πατριαρχικών τάσεων. Παρά την προσπάθεια εξάλειψης των περιστατικών σεξουαλικής και ενδοοικογενειακής βίας, οι υποθέσεις οι οποίες φτάνουν εν τέλει ενώπιον της δικαιοσύνης είναι ανησυχητικά λίγες. Τα θύματα, πέρα των ανωτέρω λόγων, φοβούνται να απευθυνθούν στις αρχές προκειμένου να μη βιώσουν περαιτέρω σεξουαλική κακοποίηση. Μια έκθεση του Ιουνίου 2020 του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τη σεξουαλική βία που σχετίζεται με συγκρούσεις αναφέρει ότι, το 2019, η MONUSCO κατέγραψε 62 περιστατικά σεξουαλικής βίας που διαπράχθηκαν από την Εθνική Αστυνομία του Κονγκό (Police Nationale Congolaise)[33].

 

Στην ίδια έκθεση του Immigration and Refugee Board of Canada, αναφέρονται πηγές στις οποίες καταγράφεται η έλλειψη καταφυγίων, συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών αποκατάστασης για τους επιζώντες της έμφυλης βίας. Η έκθεση δείχνει ότι δεν υπάρχει «ευρεία» πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη στη Λ.Δ.Κ. λόγω της άνισης γεωγραφικής κατανομής των κέντρων υγειονομικής περίθαλψης και του κόστους της υγειονομικής περίθαλψης.  Σύμφωνα με την ίδια πηγή, λίγες γυναίκες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες που ενσωματώνουν ιατρική και ψυχολογική φροντίδα. Το Ίδρυμα Panzi παρέχει υποστήριξη σε επιζώντες σεξουαλικής βίας, αλλά το κάνει ελλείψει "περιεκτικού, χρηματοδοτούμενου κυβερνητικού προγράμματος" που παρέχει τέτοιες υπηρεσίες. Περαιτέρω και επιβεβαιωτικές πληροφορίες σχετικά με την κρατική υποστήριξη σε θύματα σεξουαλικής βίας δεν βρέθηκαν μεταξύ των πηγών που συμβουλεύτηκε η Διεύθυνση Έρευνας του Immigration and Refugee Board of Canada.[34]

Το 40.3% των γυναικών του Κονγκό έχουν δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε σύγκριση με το 69.1% των ανδρών.[35] Η γυναίκα χωρίς υποστήριξη κάποιου άνδρα δεν έχει δικαίωμα σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τη συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά που δημοσιεύτηκε το 2019. Όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η ίδια πηγή σημείωσε ότι η υγειονομική περίθαλψη είναι δωρεάν για ορισμένες ασθένειες όπως η φυματίωση, αλλά ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, μια [μετάφραση] «καλή ιατρική συμβουλή» σημαίνει ότι ‘πάντα δίνεις κάτι’ στους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.[36]

Καταληκτικά, σε συνέντευξη μέσω zoom με τον José Bazonzi, από το University of Kinshasa, UNIKIN με την Υπηρεσία Μετανάστευσης της Δανίας σημειώνεται σε έκθεση του Οκτωβρίου του 2022 ως προς την κατάσταση για τους ανθρώπους στην Κινσάσα χωρίς κοινωνικό δίκτυο, ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις... Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[37]

Εν προκειμένω γίνεται δεκτό ότι πληρείται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου, καθόσον η Αιτήτρια δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της.

 

Όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου, το Δικαστήριο θα προβεί σε αξιολόγηση της κατάστασης στην οποία η Αιτήτρια αναμένεται να εκτεθεί ατομικά κατά την επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της και υπενθυμίζοντας ότι έχει γίνει αποδεκτός τόσο ο ισχυρισμός περί του προσωπικού της προφίλ όσο και ο ισχυρισμός περί του ότι πρόκειται για γυναίκα η οποία έχει υποστεί επανειλημμένα σεξουαλική βία. Η αξιολόγηση κινδύνου διενεργείται πάντα σε συνάρτηση με τις πληροφορίες για την Λ.Δ. του Κονγκό, όπως αυτές παρατέθηκαν ανωτέρω.

 

Πρέπει βέβαια στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι, καθώς έχει γίνει αποδεκτό το ότι η Αιτήτρια υπέστη δίωξη κατά το παρελθόν, η οποία συνοψίζεται στην κατ’ επανάληψη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από το αφεντικό της, πως η παρελθούσα δίωξη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής, όμως, ότι η παρελθούσα δίωξη συνιστά σοβαρή ένδειξη βάσιμου μελλοντοστραφούς φόβου. Παρατίθεται σχετικώς και νομολογία του ΕΔΔΑ, από την απόφαση K and Others v. Sweden ημερομηνίας 23/08/2016 application no 59166/12, σύμφωνα με την οποία: «το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός παρελθούσας κακομεταχείρισης παρέχει ισχυρή ένδειξη μελλοντικού πραγματικού φόβου μεταχείρισης ενάντια στο άρθρο 3 [...].».

 

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια πρόκειται για μία γυναίκα άγαμη, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς επαρκή μόρφωση, χωρίς επαρκή εργασιακή εμπειρία, ενώ είναι και επιζήσασα έμφυλης βίας έχοντας υποστεί κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση από τον εργοδότη της. Όσον αφορά την οικογένειά της, η Αιτήτρια δεν βρίσκεται σε επαφή και δεν έχει πληροφορίες στη διάθεσή της για τη μητέρα της, ήτοι το μόνο εν ζωή μέλος της οικογένειας της. Παράλληλα, όσον αφορά τη γυναίκα που τη φιλοξένησε όταν η μητέρα της ασθένησε, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ομοίως δεν βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί της. Τονίζεται δε ότι η μόνη εργασιακή της εμπειρία ανευρέθηκε μέσω της προαναφερθείσας γυναίκας, και μέσω αυτής της εργασίας η Αιτήτρια βίωνε κατ’ εξακολούθηση σεξουαλική κακοποίηση από τον εργοδότη της, ενώ παράλληλα η συγκεκριμένη γυναίκα, ως ανάφερε η αιτήτρια, λάμβανε τα ποσά των μηνιαίων χρημάτων τα οποία η ίδια πληρωνόταν για την εργασία της.

 

Σύμφωνα με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, η κοινωνία της ΛΔΚ πρόκειται για μία κοινωνία βαθιά παραδοσιακή, πατριαρχική και ανδροκρατούμενη, η οποία επιφυλάσσει διακριτική μεταχείριση τόσο απέναντι στις γυναίκες εν συνόλω όσο και απέναντι στις μόνες γυναίκες χωρίς (ανδρικό) υποστηρικτικό δίκτυο. Οι μόνες γυναίκες χωρίς υποστήριξη από την οικογένεια και τον ευρύτερο κοινωνικό ιστό τους, όπως παρατέθηκε, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την εξεύρεση στέγης και εργασίας αλλά και ως προς την γενικότερη ένταξή τους στην κοινωνία καθώς συχνά βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό. Πολλές γυναίκες δε, παρατέθηκε ότι εξωθούνται στην παροχή σεξουαλικών υπηρεσιών προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην καθώς σε αντίθετη περίπτωση έρχονται αντιμέτωπες με την οικονομική ανέχεια και την αστεγία. Ταυτόχρονα τονίζεται ότι οι επιζήσασες σεξουαλικής κακοποίησης περιθωριοποιούνται και στιγματίζονται τόσο από τις οικογένειές τους όσο και από την κοινωνία, με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη να είναι ισχνή και συχνά αναποτελεσματική, στοιχείο που συνηγορεί στην περαιτέρω περιθωριοποίησή τους και στην όξυνση της ήδη υπάρχουσας ευαλωτότητάς τους.

 

Με βάση, συνεπώς, τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας αλλά και με βάση τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της όπως αυτές εκτέθηκαν ανωτέρω, μπορεί εύλογα να πιθανολογηθεί ότι ο φόβος της Αιτήτριας είναι βάσιμος και δικαιολογημένος. Λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία του ατομικού της προφίλ, αλλά και δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στον τρόπο με τον οποίο η ευρύτερη κοινωνία της ΛΔΚ αντιμετωπίζει τις μόνες γυναίκες, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ως προς το ότι η Αιτήτρια διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ.

 

Ως έχει ειπωθεί στην απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου Μ. Παπαντωνίου, υπόθεση Αρ. 7397/21, Ν. D. v. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 09/05/2023, σχετικό απόσπασμα της οποίας παραθέτω και το οποίο υιοθετώ στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης:

 

«Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών που παρατέθηκαν αναφορικά με τη θέση τόσο της γυναίκας στην κοινωνία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία τους, τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, καθώς και τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά της Αιτήτριας, κρίνεται ότι οι παραδοσιακές δομές και οι κυρίαρχες πατριαρχικές αντιλήψεις συντηρούν ένα ευρύ φάσμα διακρίσεων κατά των γυναικών, ενώ οι προσπάθειες του κράτους να τις προστατεύσει είναι περιορισμένες και αναποτελεσματικές. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι μια νεαρή γυναίκα, μόνη, χωρίς μόρφωση, η οποία μάλιστα δεν διαθέτει άλλο οικογενειακό ή υποστηρικτικό δίκτυο, ενισχύει τις πιθανότητες να αντιμετωπίσει τις συνέπειες κοινωνικής περιθωριοποίησης και του κοινωνικού στιγματισμού, της οικονομικής ανέχειας και της αδυναμίας να ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο σε μια χώρα μάλιστα που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα πολλαπλή κρίση σε πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό επίπεδο. Είναι ευλόγως πιθανολογούμενο ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πλήθος δυσμενών κοινωνικών και έμφυλων διακρίσεων ιδιαίτερα από τη στιγμή που δεν διαθέτει επαρκές και υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον. Συνεπώς, βάσει των ατομικών χαρακτηριστικών της Αιτήτριας και του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου της Λ.Δ.Κ. υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Κατόπιν των ανωτέρω, ο φόβος της θεωρείται βάσιμος και δικαιολογημένος.»

 

Περαιτέρω, παρόμοια προσέγγιση με την πιο πάνω αναφερθείσα απόφαση, ακολούθησε και η αδελφή μου δικαστής Κ. Κλεάνθους στην απόφαση Αρ. 1884/21, U.N. v. Δημοκρατίας, μέσω του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 31 Ιουλίου 2023, το σκεπτικό της οποίας εξίσου υιοθετώ, σχετικό με το πιο πάνω ζήτημα, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης.

 

Ακολούθως, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι πράξεις που εύλογα αναμένεται ότι θα υποστεί η Αιτήτρια με την επιστροφή της στην Λ. Δ. του Κονγκό, συνιστούν πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 3Γ(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα, με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, αναφέρονται τα κάτωθι σχετικά με τις πράξεις δίωξης:

«3Γ.-(1) Οι πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης πρέπει:

(α) να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ή

(β) να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με το αναφερόμενο στην παράγραφο (α).

(2) Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1):

(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας,

(β) νομικά, διοικητικά, αστυνομικά ή/και δικαστικά μέτρα, τα οποία εισάγουν διακρίσεις αφ’ ευατού ή εφαρμόζονται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις,

(γ) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής η οποία είναι δυσανάλογη ή μεροληπτική,

(δ) άρνηση ένδικων μέσων με αποτέλεσμα την επιβολή δυσανάλογης ή μεροληπτικής ποινής,

(ε) ποινική δίωξη ή επιβολή ποινής, για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας σε σύρραξη, εάν η εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας θα περιλάμβανε έγκλημα, αδίκημα ή πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 5,

(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.

(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.»

Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η δίωξη πρέπει α) να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ ή β) να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή, ούτως ώστε να θίγεται το άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α). Μεταξύ των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παρ. 2 της ΕΣΔΑ είναι: το δικαίωμα στη ζωή (αρ. 2), η απαγόρευση των βασανιστηρίων, η απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (αρ. 3). Επιπλέον, οι πράξεις σεξουαλικής βίας περιλήφθηκαν ρητώς στο άρθρο 9 παράγραφος 2 στοιχείο α΄ της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, και αποτελούν παράβαση του σαφώς παγιωμένου ανθρωπίνου δικαιώματος να μην υποβάλλεται κανείς σε σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία. Η συμπερίληψή τους αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι ο βιασμός αναγνωρίζεται πλέον ως μορφή έμφυλης βίας και ως προσβολή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δίωξη, εφόσον μπορεί να συνδεθεί με λόγο δίωξης.[38]

 

Εξάλλου, από το άρθρο 33 της Σύμβασης του 1951 μπορεί να συναχθεί ότι η απειλή κατά της ζωής ή της ελευθερίας για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα πρέπει να θεωρείται πάντοτε ως δίωξη. Άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί για τους ίδιους λόγους να συνιστούν δίωξη.

 

Στην περίπτωση της Αιτήτριας, η εκμετάλλευση και η συστηματική σεξουαλική κακοποίηση την οποία ήδη υπέστη, αλλά και οι πράξεις στις οποίες αναμένεται να εκτεθεί η ίδια σε περίπτωση επιστροφής της με βάση την αξιολόγηση κινδύνου που διενεργήθηκε ανωτέρω, συνιστούν προσβολή ουσιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως για παράδειγμα της ζωής, της ελευθερίας και της σωματικής ακεραιότητας, τα οποία καθιστούν εμφανώς αδύνατη τη συνέχιση της διαβίωσης της στη χώρα καταγωγής της και τα οποία συνιστούν πράξεις δίωξης και παραβίαση των προβλεπόμενων από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, «απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου:

«3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]:

[…]

(δ) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

 

(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

 

(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

 

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.

 

[…]

 

(2) Κατά την αξιολόγηση του βάσιμου του φόβου του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη, δεν ασκεί επιρροή το εάν ο αιτητής χαρακτηρίζεται πράγματι από το φυλετικό, θρησκευτικό, εθνικό, κοινωνικό ή πολιτικό στοιχείο, το οποίο προκαλεί τη δίωξη, υπό την προϋπόθεση ότι το χαρακτηριστικό αυτό του αποδίδεται από το δράστη της δίωξης

 

Σύμφωνα δε, με τον Πρακτικό οδηγό της EASO: Κατευθυντήριες γραμμές της EASO σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας - σελ. 23  «Οι πράξεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πράξεις δίωξης σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορούν μεταξύ άλλων να έχουν τη μορφή: [...] πράξεων που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά. Σε ορισμένες κοινωνίες, υπάρχουν νόμοι οι οποίοι εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών λόγω του φύλου τους και μόνο ή κοινωνικές πρακτικές οι οποίες εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Η ύπαρξη νομοθεσίας ή πρακτικής εισάγουσας δυσμενή διάκριση δεν αποδεικνύει αφ' εαυτής την ύπαρξη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, αλλά αποτελεί ένδειξη η οποία χρήζει περαιτέρω αξιολόγησης στο πλαίσιο της χώρας καταγωγής· πόσο κρίσιμη είναι η νομοθεσία για την αντίληψη του περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου περί διαφορετικής ταυτότητας, πώς εφαρμόζεται η νομοθεσία και πώς επηρεάζει διαφορετικά τις γυναίκες. Συχνά απαιτούνται και άλλα χαρακτηριστικά για να διαπιστωθεί ότι πληρούται το κριτήριο της «ιδιαίτερης ταυτότητας», όπως η περιοχή καταγωγής, η εθνοτική ομάδα ή/και η κοινωνική κατάσταση». Επιπλέον, στον πρακτικό οδηγό παρατίθεται κατάλογος συχνών παραδειγμάτων ιδιαίτερων ομάδων γυναικών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα σε συγκεκριμένη χώρα καταγωγής, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται τα θύματα βιασμού ή άλλων μορφών σεξουαλικής βίας.[39]

 

Στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους, αναφέρονται τα ακόλουθα όσον αφορά την ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και το φύλο:

«…μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα είναι μια ομάδα ατόμων που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό εκτός από τον κίνδυνο να διωχθούν, ή που θεωρούνται ως ομάδα από την κοινωνία. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι συχνά έμφυτο, αμετάβλητο, ή θεμελιώδες για την ταυτότητα, τη συνείδηση ή την άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων… Κατ' ακολουθία, το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης.»[40]

 

Στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑621/21, WS κατά Intervyuirasht organ na Darzhavna agentsia za bezhantsite pri Ministerskia savet, ημερ. 16/01/2024 επισημαίνονται στοιχεία σχετικά με το πότε οι γυναίκες μπορούν συνολικά να θεωρηθούν μέλη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας κατά την έννοια της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και πότε είναι δυνατόν να υπαχθούν στο καθεστώς του πρόσφυγα, όπως επίσης ότι δίωξη μπορεί να υποστεί αιτητής/τρια και από μη κρατικό φορέα/ όργανο της χώρα καταγωγής, ως αναλύεται κατωτέρω. Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 « […]

 

44      Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που εγείρει το αιτούν δικαστήριο ως προς το κατά πόσον η CEDAW και η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης είναι κρίσιμες για την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, διευκρινίζεται, αφενός, ότι η Ένωση δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη CEDAW, πλην όμως η σύμβαση έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Επομένως, η CEDAW συγκαταλέγεται στις συναφείς συμβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και οι οποίες πρέπει να τηρούνται κατά την ερμηνεία της οδηγίας 2011/95 και ιδίως του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αυτής.

45      Προσέτι, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/95, όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων που εμπίπτουν στην οδηγία αυτή, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από υποχρεώσεις που υπέχουν από πράξεις διεθνούς δικαίου στις οποίες είναι μέρη, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένα εκείνων που απαγορεύουν τις διακρίσεις, όπως είναι η CEDAW. Η επιτροπή για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών, στην οποία ανατέθηκε η εποπτεία της εφαρμογής της CEDAW, διευκρίνισε ότι η σύμβαση αυτή ενισχύει και συμπληρώνει το διεθνές καθεστώς νομικής προστασίας που εφαρμόζεται στις γυναίκες και στα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένου του πλαισίου σχετικά με τους πρόσφυγες.

46      Αφετέρου, όσον αφορά τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η οποία είναι δεσμευτική για την Ένωση από την 1η Οκτωβρίου 2023, υπογραμμίζεται ότι η σύμβαση αυτή καθορίζει ορισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 78, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο εξουσιοδοτεί τον νομοθέτη της Ένωσης να λαμβάνει μέτρα σχετικά με τη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, όπως είναι η οδηγία 2011/95 [πρβλ. γνωμοδότηση 1/19 (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης), της 6ης Οκτωβρίου 2021, EU:C:2021:832, σημεία 294, 302 και 303]. Συνακόλουθα, στο μέτρο που η σύμβαση αυτή συνδέεται κατά κάποιον τρόπο με το άσυλο και τη μη επαναπροώθηση συγκαταλέγεται, και αυτή, στις συναφείς συμβάσεις περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

47      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διατάξεις της οδηγίας 2011/95, και δη το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, αυτής, πρέπει να ερμηνεύονται τηρουμένης της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης, και τούτο ακόμη και αν ορισμένα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Δημοκρατία της Βουλγαρίας, δεν την έχουν κυρώσει.

48      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

49      Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

50      Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ' ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

[…]

52      Τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους.

53      Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως, παραδείγματος χάριν, ένα εξ αυτών που μνημονεύονται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού.

54      Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της.

55           Τέταρτον, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν πράξεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2011/95 μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί ότι μια «κοινωνική ομάδα» έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, διευκρινίζεται ότι η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας πρέπει να διαπιστώνεται ανεξαρτήτως των πράξεων δίωξης τις οποίες ενδέχεται να υποστούν τα μέλη της ομάδας αυτής στη χώρα καταγωγής, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας.

56       Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

       57       Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

[...]

      61      Προς τούτο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τα αιτήματα για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα που υποβάλλονται από γυναίκες θα πρέπει επίσης να συλλέγονται οι πληροφορίες που αφορούν τη χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος.

62      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.

[...]

 

69      Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί και το σημείο 21 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1 κατά το οποίο, «[σ]τις υποθέσεις όπου ο κίνδυνος δίωξης προέρχεται από μη κρατικά όργανα (δηλαδή από το σύζυγο, το σύντροφο ή άλλο μη κρατικό όργανο) για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στη [Σύμβαση της Γενεύης], η σχέση αιτίας και αποτελέσματος αποδεικνύεται ανεξάρτητα από το εάν η παράλειψη της κρατικής προστασίας στηρίζεται στη [Σύμβαση της Γενεύης]. Εναλλακτικά αποδεικνύεται η προαναφερόμενη σχέση αιτίας και αποτελέσματος όταν ο φόβος δίωξης από μη κρατικά όργανα δεν οφείλεται σε κάποιον από τους λόγους της [Σύμβασης της Γενεύης], αλλά στην αδυναμία ή στην έλλειψη βούλησης του κράτους να παράσχει προστασία για τους λόγους που αναφέρονται στη [Σύμβαση της Γενεύης]».

 

70      Με βάση τα ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο αιτών ισχυρίζεται ότι έχει φόβο ότι θα υποστεί δίωξη από μη κρατικούς υπευθύνους στη χώρα καταγωγής του, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας και των πράξεων δίωξης, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί τέτοιος συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών από τους υπευθύνους προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.

[....]».

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα παρέθεσε η Αιτήτρια και κρίθηκαν αξιόπιστα (ως αναλύθηκε ήδη πιο πάνω), καθώς και την ανωτέρω νομολογία, ως επίσης και τις παραπάνω πληροφορίες από έγκυρες εξωτερικές πηγές (και σε συσχετισμό των άρθρων 3Γ και 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ως ορίζει το εδάφιο (3) του άρθρου 3Γ του ιδίου Νόμου), κρίνεται πως η Αιτήτρια αποτελεί μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας. Η Αιτήτρια μοιράζεται ένα εγγενές χαρακτηριστικό το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, ήτοι το γυναικείο φύλο της, καθώς και ένα κοινό ιστορικό παρελθόν, ήτοι το ότι πρόκειται για γυναίκα μόνη, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο και μόρφωση που έχει υπάρξει θύμα έμφυλης βίας. Ταυτόχρονα, με βάση τις πληροφορίες που παρατέθηκαν ανωτέρω για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας συνάγεται με σαφήνεια ότι η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στη ΛΔΚ καθώς γίνεται αντιληπτή ως ξεχωριστή ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Το τελευταίο αυτό στοιχείο συνοψίζεται στα υψηλά ποσοστά έμφυλης βίας που υπάρχουν στη ΛΔΚ, στη δυσκολία επιβίωσης και βιοπορισμού για μία γυναίκα με τα άνω χαρακτηριστικά χωρίς να υπάρξει η θυματοποίησή της, καθώς και στην ανεπαρκή πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τις επιζήσασες έμφυλης βίας. Συνεπώς, η Αιτήτρια ανήκει  στην ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των μόνων γυναικών, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς μόρφωση και χωρίς μέσα επιβίωσης και βιοπορισμού και οι οποίες γυναίκες έχουν κατ’ εξακολούθηση υποστεί πρακτικές σεξουαλικής βίας.

Περαιτέρω, ως προς το φορέα δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο του Περί Προσφύγων Νόμου, στους φορείς δίωξης ή σοβαρής βλάβης συμπεριλαμβάνονται:

« (α) το κράτος,

 

(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,

(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β. »

Παρατηρείται ότι στην προκειμένη περίπτωση οι φορείς δίωξης είναι μη κρατικοί, ενώ το κράτος δεν καθίσταται πρόθυμο και ικανό να παράσχει την προβλεπόμενη προστασία σύμφωνα με το άρθρο 3Β του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως φορέας δίωξης, εν προκειμένω, είναι ο εργοδότης της Αιτήτριας, συνταγματάρχης, στην οικία του οποίου η Αιτήτρια εργαζόταν ως οικιακή βοηθός και ο οποίος αποτελεί ένα ισχυρό άτομο στην τοπική κοινωνία. Παρατηρείται επίσης ότι ο ανωτέρω είναι επίσης εμπλεκόμενος σε εμπορία οργάνων και, επομένως, κρίνεται εύλογα ότι καθώς είναι εμπλεκόμενος σε ένα οργανωμένο έγκλημα και με εμφανείς διασυνδέσεις με τις κρατικές αρχές θα είναι σε θέση να εντοπίσει εκ νέου την Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ.

 

Φορέας δίωξης, ωστόσο, είναι επιπλέον και η κοινωνία της Λ.Δ. του Κονγκό, η οποία σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, όπως αναλυτικά εκτέθηκαν ανωτέρω, αποτελεί μια ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει με διακρίσεις και περιθωριοποίηση τις μόνες γυναίκες, που θεωρείται ότι παρεκκλίνουν από τα παραδοσιακά έμφυλα πρότυπα λόγω της έλλειψης (ανδρικού) υποστηρικτικού δικτύου. Παράλληλα δε, η κοινωνία της ΛΔΚ περιθωριοποιεί και θέτει εκτός του κοινωνικού ιστού τις γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα έμφυλης βίας, συμβάλλοντας έτσι στην ευκολότερη και περαιτέρω θυματοποίησή τους.

 

Όσον αφορά την ύπαρξη φορέα προστασίας, θα παραπέμψω στις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως αυτές εκτέθηκαν σε προηγούμενο σημείο της απόφασης. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, συνεπώς, παρ’ όλο που ο βιασμός ποινικοποιείται στη ΛΔΚ, εντούτοις, οι σχετικές πρόνοιες του νόμου φαίνεται να εφαρμόζονται σπανίως ενώ οι επιζήσασες αντιμετωπίζουν εμπόδια αναφορικά με την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη. Το σύστημα καταγγελιών, προστασίας και απονομής δικαιοσύνης για περιστατικά έμφυλης βίας δε, φαίνεται να είναι δομημένο με τέτοιον τρόπο ούτως ώστε, εκτός από αναποτελεσματικό, εκθέτει τις επιζήσασες έμφυλης βίας σε περαιτέρω θυματοποίησή η οποία και τις αποθαρρύνει από το να προβούν σε σχετικές καταγγελίες. Ενδεικτικά επαναλαμβάνεται το ανεπαρκές και ισχνό νομοθετικό πλαίσιο, η πρακτική με την οποία οι γυναίκες που προβαίνουν σε καταγγελία αναγκάζονται πολλές φορές να καταβάλουν κάποιο πρόστιμο, η έλλειψη κατάλληλα οργανωμένων δομών φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών και η παραπομπή των κακοποιημένων γυναικών πίσω στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Συνεπώς, με βάση την ανωτέρω ανάλυση, συνάγεται ότι το κράτος είναι απρόθυμο να προστατεύσει αποτελεσματικά τις γυναίκες με προσωπικά χαρακτηριστικά όπως της Αιτήτριας, ήτοι τις πλέον ευάλωτες γυναίκες σε σχέση με τον μέσο γυναικείο πληθυσμό, οι οποίες και χρήζουν λόγω της κατάστασής τους περαιτέρω μέτρα προστασίας από τον κρατικό μηχανισμό.

 

Σε αυτό το σημείο θα παραπέμψω στην απόφαση της αδελφής μου Δικαστής και Προέδρου του του ΔΔΔΠ Μ. Παπαντωνίου,  NDv. Υπηρεσίας Ασύλου και με αριθμό απόφαση 7397/21, ημερ. 09/05/2023, την οποία υιοθετώ και κατά την οποία κρίνεται ότι: «Επιπρόσθετα, το κράτος δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό  επίπεδο διαβίωσης ιδιαίτερα στις γυναίκες με τα στοιχεία του προφίλ της αιτούσας και να τις προστατεύσει από κοινωνικές διακρίσεις και τον στιγματισμό που πηγάζει από βαθιά πατριαρχικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Η απουσία επαρκούς και αποτελεσματικού νομοθετικού συστήματος για τη στήριξη των γυναικών, και ειδικότερα των πλέον ευάλωτων, όπως η αιτούσα, ο κοινωνικός στιγματισμός και η απουσία αποτελεσματικού συστήματος ένταξης των νέων γυναικών, αποτελούν ένδειξη και για την απουσία επιθυμίας από πλευράς κράτους για την προστασία τους, θέτοντας έτσι τη ζωή και την ελευθερία τους σε κίνδυνο. Ένα σημαντικό μέρος των διακρίσεων κατά των γυναικών μάλιστα συντηρείται βάσει νόμου, σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατεθείσες πηγές. Η απουσία επαρκούς και αποτελεσματικού νομοθετικού συστήματος για τη στήριξη των γυναικών, και ειδικότερα των πλέον ευάλωτων, όπως η Αιτήτρια, ο κοινωνικός στιγματισμός και η απουσία αποτελεσματικού συστήματος ένταξης των νέων γυναικών, αποτελούν ένδειξη και για την απουσία επιθυμίας από πλευράς κράτους για την προστασία τους, θέτοντας έτσι τη ζωή και την ελευθερία τους σε κίνδυνο.»

 

Με βάση τα ανωτέρω, μπορεί να συναχθεί ότι οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε γυναίκες με το προφίλ της Αιτήτριας.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι, αφενός ο βασικός ισχυρισμός της Αιτήτριας, ότι δηλαδή έπεσε θύμα κατ’ επανάληψη πράξεων βιασμού, έγινε αποδεκτός, και ο οποίος αποτελεί τον λόγο δίωξης της (άρθρο 3 και 3Δ του περί Προσφύγων Νόμου) και αφετέρου, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που παρατέθηκαν ανωτέρω για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία τους, καθώς και τα ιδιαίτερα ατομικά χαρακτηριστικά της Αιτήτριας, ήτοι ότι είναι θύμα  επανειλημμένης σεξουαλικής βίας, κρίνεται ότι η αιτήτρια με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της θα υποστεί  σοβαρές συνέπειες που αποτελούν πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του Περί Προσφύγων Νόμου, και δεν αναμένεται να επανεκκινήσει την ζωή της και να ενταχθεί στην κοινωνία της Λ. Δ. του Κονγκό, ενόψει των συνθηκών έμφυλης βίας και κοινωνικής μεταχείρισης που επιφυλάσσονται στα επιζήσαντα θύματα σεξουαλικής βίας, και την έλλειψη δημοσίων καταφυγίων ή υπηρεσιών συμβουλευτικής και αποκατάστασης. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση και την σοβαρότητα των κινδύνων που η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της στην Λ.Δ. του Κονγκό, τα οποία δεν κρίνονται αφηρημένα, αλλά και ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων που βρίσκεται η Αιτήτρια ατομικά, ότι δηλαδή δεν έχει κάποιο οικογενειακό ή αντρικό υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της, αλλά και το γεγονός ότι ο εργοδότης της, της παρείχε όχι μόνο εργασία αλλά ταυτόχρονα και στέγη, συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι αποτελεί ένα ισχυρό άτομο με πολλές διασυνδέσεις, κρίνεται ότι οι ως άνω παραβιάσεις των δικαιωμάτων της, συνιστούν διωκτικές πράξεις σε βάρος της και σε περίπτωση επιστροφής της υπάρχει εύλογη πιθανότητα αυτή να επαναθυματοποιηθεί.

 

Όσον αφορά την δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας, σύμφωνα με το άρθρο 12Γ (1) του Περί Προσφύγων Νόμου:

«Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί

Σύμφωνα με την οδηγία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες για τη Διεθνή Προστασία Νο.4, η αξιολόγηση της εναλλακτικής δυνατότητας εγχώριας προστασίας έχει ως προϋπόθεση την εξεύρεση μιας περιοχής στην οποία δεν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος δίωξης, και που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι η Αιτήτρια να μπορεί να έχει εκεί μια φυσιολογική ζωή.[41] Η αξιολόγηση της δυνατότητας εφαρμογής της εγχώριας προστασίας απαιτεί την ανάλυση δύο στοιχείων, που συνίστανται στη διαπίστωση του εφικτού και του εύλογου χαρακτήρα της δυνατότητας μετεγκατάστασης. Θα  πρέπει να συνεκτιμηθούν αφενός οι γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο τμήμα της χώρας που προτείνεται για μετεγκατάσταση και αφετέρου οι ατομικές περιστάσεις του αιτούντα (βλ. άρθρο 8 Οδηγίας 2011/95/ΕΕ).[42] Επιπλέον, τα ψυχολογικά τραύματα από προηγούμενη δίωξη μπορεί να έχουν άμεση σχέση με την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα της δυνατότητας εγκατάστασης του αιτούντα άσυλο σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής.

 

Στην περίπτωση της Αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψιν πως ο εργοδότης της είναι ισχυρό πρόσωπο με πολλές διασυνδέσεις και ότι ήταν εμπλεκόμενος σε εμπορία οργάνων, και επομένως πιθανότητα να είναι εμπλεκόμενος σε ένα οργανωμένο έγκλημα στην Λ.Δ. του Κονγκό, αλλά και το γεγονός ότι η Αιτήτρια γνώριζε για τις δραστηριότητές του, αναμένεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Λ.Δ. του Κονγκό, να στοχοποιηθεί από τον ίδιο.

Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψιν τα ατομικά χαρακτηριστικά της Αιτήτριας, ήτοι ότι είναι γυναίκα μόνη, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα της, χωρίς περιουσιακά στοιχεία, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, καθίσταται ιδιαιτέρως δύσκολο να αποκτήσει κοινωνικούς και εργασιακούς δεσμούς στην χώρα. Ταυτόχρονα, καθώς η Αιτήτρια είναι θύμα βιασμού κατ’ επανάληψη, τούτο αποτελεί περίσταση που στιγματίζει τις γυναίκες όπως ήδη έχει προαναφερθεί. Συνεκτιμώντας δε τις αδικαιολόγητες σκληρές συνθήκες διαβίωσης, στις οποίες πιθανολογείται ότι θα εκτεθεί η Αιτήτρια προκειμένου να συντηρήσει τον εαυτό της, και οι οποίες δεν είναι τοπικά περιορισμένες στον τόπο συνήθους διαμονής της αλλά εκτείνονται σε ολόκληρη την επικράτεια της ΛΔΚ, καθώς και σε συνδυασμό με την ελλιπή κρατική προστασία, το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι καθίσταται εύλογη η πιθανότητα, η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της και κρίνει ότι καθίσταται αδύνατη η εσωτερική μετεγκατάστασή της σε άλλη περιοχή της Λ. Δ. του Κονγκό.

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι υφίσταται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας, λόγω της συμμετοχής της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και ενόψει του ότι δεν μπορεί να προστατευτεί στην χώρα καταγωγής της, χρήζει προστασίας στη βάση του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, κρίνεται πως στην παρούσα υπόθεση, η περίπτωση της Αιτήτριας πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και άρα η Αιτήτρια εμπίπτει στον ορισμό του πρόσφυγα, βάσει και του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων.

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) και αναγνωρίζεται η αιτήτρια ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, με € 1000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των Καθ'ων η Αίτηση.

 

 

 

 

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] US Department of State (2024), ‘2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Democratic Republic of the Congo - United States Department of State (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[2] Denmark, DIS (2022), Country of Origin Information Report on Socioeconomic conditions in Kinshasa’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: us.dk/media/10550/notat-drc-kinshasa.pdf, σελ.46 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[3] Denmark, DIS (2022), Country of Origin Information Report on Socioeconomic conditions in Kinshasa’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: us.dk/media/10550/notat-drc-kinshasa.pdf, σελ.46 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[4] Freedom House (2023), Freedom in the World 2022 – Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Democratic Republic of the Congo: Freedom in the World 2022 Country Report | Freedom House (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[5] US Department of State (2024), ‘2023 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Democratic Republic of the Congo - United States Department of State (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[6] US Department of State (2023), ‘2022 Country Reports on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Democratic Republic of the Congo - United States Department of State ( ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[7] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[8] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[9] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[10] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[11] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[12] World Bank: Compendium of International and National Legal Frameworks on Female Genital Mutilation, Φεβρουάριος 2021, https://www.ecoi.net/en/file/local/2046590/Compendium-of-International-and-National-Legal-Frameworks-on-Female-Genital-Mutilation-Fifth-Edition.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[13] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[14] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004, σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[15] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, Οκτώβριος 2022, σελ. 29, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[16] OECD, Social Institutions and Gender Index 2019, Country Profile: Democratic Republic of Congo, Δεκέμβριος 2018,

σσ. 3-4, https://gcbhr.org/backoffice/resources/KHub/oecd-development-center-social-institutions-and-gender-index-drc-facts-2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/09/2023); UNAIDS, Coalition working to end gender-based sexual violence in Democratic Republic of the Congo, 9 Μαρτίου 2021, https://www.unaids.org/en/resources/presscentre/featurestories/2021/march/20210309_end-gender-based-sexual-violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/09/2023); EASO, Sexual and gender-based violence (SBGV), including: conflict related sexual violence, sexual and domestic violence, trafficking, traditional harmful practices, 10 Ιουλίου 2019, https://www.ecoi.net/en/file/local/2012709/2019_06_DRC_COI_Query_SGBV_Q12.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[17] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, Οκτώβριος 2022, σελ. 30, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[18] iMMAP - Information Management and Mine Action Programs (Author),  published by ReliefWeb: RDC : iMMAP/DFS COVID-19 Situation Analysis (mars 2021) , March 2021, https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/2904_21%20RDC_COVID-19%20%20Situation%20Analysis%20Report%20-%20MARCH%202021.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[19] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13.  διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023); FIDH – International Federation for Human Rights: Democratic Republic of the Congo; Hopes and concerns three years after the submission of a Roadmap by our organisations: What progress has been made on the five priorities addressed to President Félix-Antoine Tshisekedi?, June 2022
https://www.scribd.com/document/577539206/Democratic-Republic-of-the-Congo-Hopes-and-concerns-three-years-after-the-submission-of-a-Roadmap-by-our-organisations (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[20] CEDAW, Concluding observations on the eighth periodic report of the Democratic Republic of the Congo, 22 July 2019, διαθέσιμο στο: https://tbinternet.ohchr.org/Treaties/CEDAW/Shared%20Documents/COD/INT_CEDAW_CSS_COD_35173_E.docx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[21] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf ; CEDAW, ‘Concluding observations on the eighth periodic report of the Democratic Republic of the Congo’, 22 July 2019, διαθέσιμο στο: https://tbinternet.ohchr.org/Treaties/CEDAW/Shared%20Documents/COD/INT_CEDAW_CSS_COD_35173_E.docx (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[22] Coalition for the Convention on the Elimination of All Kinds of Discrimination Against Women (Author), published by CEDAW – UN Committee on the Elimination of Discrimination Against Women: Alternative report on the implementation of the Convention on the Elimination of All kinds of Discrimination against Women, March 2013 https://www.ecoi.net/en/file/local/1099724/1930_1375096570_ccedef-drc55-forthesession-en.pdf σελ. 32 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[23] Switzerland, State Secretariat for Migration (SEM) Focus RD Congo : Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016 available at : https://www.sem.admin.ch/dam/data/sem/internationales/herkunftslaender/afrika/cod/COD-alleinst-frauen-f.pdf σελ. 17-18 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[24] L’Avenir, Suzy Kibira Omari “Se muer en association partagée pour pallier aux besoins du ménage : une solution pour les femmes sans époux.”, 23 March 2017 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[25] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[26] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024); UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[27] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[28] Girls Not Brides, ‘Afia Mama’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: AFIA MAMA - Girls Not Brides (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[29] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[30] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf σελ. 478 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[31] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[32] Kvinnatillkvinna, Equal Power Lasting Peace, The Democratic Republic of Congo. No peace for women, 2018, σελ. 9. 13-Equal-power-lasting-peace-DRC_ENG.pdf (kvinnatillkvinna.org),  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024) The Kvinna till Kvinna Foundation is a Swedish based foundation that is able to support women in conflict-affected areas through financial support from government agencies, institutions, foundations, organisations, companies and individual private donors.

 

[33] Immigration and Refugee Board of Canada, DRC: Domestic and Sexual Violence including treatment of survivors, legislation, state protection, and support services; 2019-March2021, https://www.justice.gov/eoir/page/file/1390466/download,(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[34] Amnesty International; Democratic Republic of the Congo 2022, https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[35] FIDH (2019), ‘Five priorities for a State that respects human rights’, σελ.13, διαθέσιμο στο: fidh_drc_five_priorities_for_a_state_that_respects_human_rights_march2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023); UNDP, ‘Human Development Indices and Indicators: 2021 Statistical Update, Briefing note for countries on the 2021 Statistical Update, Congo (Democratic Republic of the)΄, διαθέσιμο στο Gender Inequality Index | Human Development Reports (undp.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

[36] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 

[37] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

[38] Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), 2011, CETS αριθ. 210.

[39] Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) "Κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας" διαθέσιμο σε: EASO-Leitfaden zur Zugehörigkeit zu einer bestimmten sozialen Gruppe (europa.eu) (τελευταία πρόσβαση 02/07/2024)

 

[40] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), Guidelines on International Protection No. 1: Gender-Related Persecution Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, 7 May 2002, HCR/GIP/02/01, διαθέσιμο σεGuidelines on International Protection No. 1: Gender-Related Persecution Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or its 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees | Refworld (τελευταία πρόσβαση 02/07/2024)

 

[41] UNHCR, Guidelines on International Protection No. 4: "Internal Flight or Relocation Alternative" Within the Context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol Relating to the Status of Refugees, HCR/GIP/03/04, , http://www.unhcr.org/refworld/docid/3f2791a44.html(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

[42] UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), UNHCR Position on Returns to Iraq, 14 November 2016, available at: http://www.refworld.org/docid/58299e694.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/07/2024)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο