ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

ΥπoθΑρ.:1575/2023 

 

 31 Ιουλίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

Ν.Κ.

Αιτητής 

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

Γ. Βασιλόπουλος (κος) για τον Αιτητή 

Π. Βρυωνίδου (κα) για Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 19/04/2023, παράρτημα Α στην αίτηση ακυρώσεως, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νεπάλ και κάτοχος διαβατηρίου με ημερομηνία έκδοσης την 23/07/2018 και ημερομηνία λήξης την 22/07/2028, αφιχθείς νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία την 02/02/2019 με φοιτητική άδεια.

 

Την 08/07/2021 συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας αναφερόμενος σε οικονομικά θέματα τα οποία τον ώθησαν στην εγκατάλειψη της χώρας του.

 

Την 12/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσία Ασύλου, παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Την 11/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή και ακολούθως την 13/04/2023 συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών, να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 44 επί του διοικητικού φακέλου), κατόπιν εξέτασης της εισηγητικής έκθεσης αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση περιέχεται σε επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/04/2023, η οποία μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε από τον Αιτητή στις 25/04/2023 δια χειρός θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο.

 

Εμπρόθεσμα ο Αιτητής καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως ο Αιτητής προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματος του για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου του, προωθούνται εν τέλει ορισμένοι από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή ισχυρίζεται, μέσω της γραπτής του αγόρευσης ότι (α) η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και νόμιμης διαδικασίας και παραβιάστηκε το άρθρο 2 και 13 του περί Προσφύγων Νόμου, (β) οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα και δεν αιτιολόγησαν δεόντως την προσβαλλόμενη απόφαση, (γ) οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και (δ) δεν έχουν τηρηθεί οι διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, απορρίπτοντας όλους τους προβαλλόμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς, καλούν δε το Δικαστήριο, όπως απορρίψει ισχυρισμούς οι οποίοι περιέχονται μεν στην αίτηση ακύρωσης δεν προωθούνται δε με την γραπτή αγόρευση για τον Αιτητή.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου προφορικά κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς του προωθώντας μόνο τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο. Ειδικότερα, ο κ. Βασιλόπουλος ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω νόσφισης εξουσίας εφόσον ο λειτουργός που έλαβε την επίδικη απόφαση, όντας Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας βρισκόταν μεν σε απόσπαση στην Υπηρεσία Ασύλου δυνάμει του άρθρου 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990) διατηρούσε δε τη οργανική θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας και ως εκ τούτου κατά τον ισχυρισμό του, δεν μπορούσε το συγκεκριμένο πρόσωπο να υπαχθεί ως «πρόσωπο που υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε απάντηση του ισχυρισμού αυτού, η συνήγορος για τους Καθ’ ων η αίτηση προφορικά ισχυρίστηκε ότι ο υπογράφων την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή λειτουργός, είναι αρμόδιος λειτουργός κατέχον σχετική εξουσιοδότηση από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί μέρος των εξουσιών ή να εκτελεί μέρος των καθηκόντων του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, παραπέμποντας στο ερυθρό 44 του διοικητικού φακέλου. Επιπλέον η κ. Βρυωνίδου, ισχυρίστηκε με παραπομπή στο άρθρο 47(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου ότι «υπάλληλος που αποσπάται εξακολουθεί να κατέχει οργανικά τη θέση από την οποία αποσπάται, υπάγεται όμως στον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο του προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο αποσπάται.

 

Διερχόμενη του διοικητικού φακέλου, εντοπίζω το ερυθρό 44 το οποίο αποτελεί την σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών προς το συγκεκριμένο λειτουργό να ασκεί τις εξουσίες του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου που αφορούν μεταξύ άλλων την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας βάση του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στο άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 όπου δίδεται ο ορισμός του Προϊσταμένου, αναφέρεται ότι «Προϊστάμενος σημαίνει αρμόδιος λειτουργός ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου». (Η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στο άρθρο 17(4) του περί των Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Ν.158(Ι)/1999 προνοείται ότι «Όταν ο νόμος αναθέτει την άσκηση μιας εξουσίας σε ένα όργανο, το όργανο αυτό δεν μπορεί να μεταβιβάσει ολικά ή μερικά την εξουσία του αυτή σε άλλο όργανο, χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει.

 

Ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000, όχι μόνο δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, αλλά αντιθέτως την επιτρέπει (βλ. Α.Ε. αρ. 2115, μεταξύ Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/10/1997 (1997) 3 Α.Α.Δ 385). 

 

Από το διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών εξουσιοδότησε (ερυθρό 44) ρητά τον συγκεκριμένο λειτουργό, Ανώτερο Λειτουργό Πολεοδομίας «για να ασκεί μέρος των εξουσιών ή να εκτελεί μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας……..».

 

Κρίνω ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση είναι καθόλα επιτρεπτή και νόμιμη, άλλωστε ο συνήγορος του Αιτητή δεν αμφισβητεί την εν λόγω εξουσιοδότηση, παρά μόνο το κατά πόσο με την απόσπαση του ο εν λόγω λειτουργός «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Όμοιος ισχυρισμός εξετάστηκε στην υπόθεση 1427/23[1] ενώπιον του αδελφού Δικαστή Α. Χριστοφόρου το σκεπτικό του οποίου με βρίσκει σύμφωνη και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας. Αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ενόψει των ως άνω το μόνο που απομένει είναι να αποφασιστεί κατά πόσο η απόσπαση του εγκρίνοντος λειτουργού στους καθ' ων η αίτηση είναι τέτοια που να θεωρείται κατά τον χρόνο της απόσπασης του ότι «υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου» κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

Θα συμφωνήσω επί τούτου με τα όσα αναφέρουν οι καθ' ων η αίτηση. Τούτο γιατί κατά τον χρόνο της απόσπασης του ο λειτουργός που εξέλαβε την επίδικη απόφαση δεν μπορεί παρά να υπηρετούσε στους καθ' ων η αίτηση, ανεξαρτήτως του αν διατηρούσε την προηγούμενη οργανική του θέση ως Ανώτερος Λειτουργός Πολεοδομίας. Μια απλή γραμματική ερμηνεία του αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σε συνδυασμό με το αρ.47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990), καθιστά σαφές ότι ο αποσπασθείς υπάλληλος υπηρετεί αναμφίβολα στην Υπηρεσία όπου αποσπάται, αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της απόσπασης.

 

Η δε αναφορά στο αρ.47 (3) ότι σε περιπτώσεις που η απόσπαση γίνεται για λόγο άλλο από τον στο αρ.47 (1) (α) δεν «λoγίζεται ώς υπηρεσία στη θέση αυτή» γίνεται καθαρά «για όλους τους σκoπoύς τoυ Νόμoυ αυτoύ», ως αμέσως πιο κάτω αναφέρεται στο ίδιο εδάφιο. Είναι εκ τούτου προφανές ότι αυτό που ήθελε να ρυθμίσει ο νομοθέτης με την επίδικη ρύθμιση στην οποία κάνει αναφορά η συνήγορος του αιτητή, είναι για τους σκοπούς υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας σε θέση απόσπασης και όχι για να αποτρέψει ένα αποσπασθέντα υπάλληλο να λειτουργεί ως μέρος της υπηρεσίας όπου αποσπάται, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση. Αυτή λοιπόν η ρύθμιση, ως στο ίδιο εδάφιο διευκρινίζεται, θα πρέπει να διαβάζεται στα πλαίσια του νόμου αυτού και μόνον για τους σκοπούς αυτού.

 

Αντίθετη προσέγγιση θα οδηγούσε σε αντινομικά αποτελέσματα αφού κάθε αποσπασθείς υπάλληλος δεν θα λογιζόταν κατ' ουσία ως υπηρετών στο τμήμα ή υπηρεσία όπου και αποσπάσθηκε, με συνέπεια να πράττει αναρμοδίως τα όποια καθήκοντα επωμίζεται κατά τον χρόνο της απόσπασης του σ' αυτή την υπηρεσία. Άλλωστε, ως και οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν, ο υπάλληλος αυτός, για όσο χρόνο βρίσκεται σε απόσπαση, παρά το ότι «εξακoλoυθεί vα κατέχει oργαvικά τη θέση από τηv oπoία απoσπάται, υπάγεται [.] στov ιεραρχικό διoικητικό έλεγχo τoυ Πρoϊστάμεvoυ τoυ Τμήματoς στo oπoίo απoσπάται.» [αρ.47 (2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (1/1990)].

 

Οι ισχυρισμοί λοιπόν περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου απορρίπτονται».

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, ο ισχυρισμός του Αιτητή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο.

 

Ενόψει της μη προώθησης οποιουδήποτε άλλου λόγους ακύρωσης από πλευράς του Αιτητή, και έχοντας μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επί της ουσίας της αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ορθή, εφόσον ο Αιτητής είχε προβεί σε δήλωση πως ωθήθηκε προς εγκατάλειψη της χώρας του λόγο οικονομικών ζητημάτων και δεν προσκόμισε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που να στοιχειοθετούσαν βάσιμο λόγο για τα οποία θα μπορούσε να της πιστωθεί από την Υπηρεσία Ασύλου το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισαν εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, κρίνοντας τον Αιτητή ως οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα.

 

Σε κάθε περίπτωση δεν παραγνωρίζω και λαμβάνω υπόψη μου ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ202/22 αλλά και πρόσφατα με την ΚΔΠ 191/24, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κρίνω υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματος του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.  Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου.  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.  

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα υπερ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ

 



[1] Ρ.Κ. ν Κυπριακής Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 23/05/2024


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο