ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπoθ. Αρ.: 1675/2022

 

29 Ιουλίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, ΔΔΔΔΠ.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

G.O.T.S.

Αιτήτρια 

 -και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

 

Χ. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 08/03/2022, σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οπουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής ΛΔΚ) και σύμφωνα με δική της δήλωση εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της το 2019 και μέσω Ουγκάντας, Μαρόκο και Τουρκίας μετέβη εντέλει στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια στις 30/09/2021 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 30/11/2021 συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας.

 

Στις 24/02/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 08/03/2022, η αρμόδια λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και αυθημερόν, συγκεκριμένος λειτουργός δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μαζί με την αιτιολογία αυτής, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 08/03/2022, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια την 14/03/2022 θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα πλήρως κατανοητή από την ίδια, ήτοι τη Γαλλική.

 

Εμπρόθεσμα η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η συνήγορος για την Αιτήτρια προωθεί μέσω της γραπτής της αγόρευσης διάφορους τη θέση της ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα, ότι τελεί υπό πλάνη και/ή λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια και ότι είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέτασης απόφασης. Επιχειρηματολογούν επίσης υπέρ των ευρημάτων αναξιοπιστίας της Αιτήτριας καθότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της. Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προβάλλουν τη θέση ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν στην δέουσα και απαραίτητη έρευνα προς έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι δεν υφίσταται η οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, ενώ η απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας περιόρισε τη θέση της στον ισχυρισμό της περί μη δέουσας έρευνας από πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση αποσύροντας τους λοιπούς ισχυρισμούς τους, αντίστοιχα οι Καθ’ ων η αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της γραπτής τους αγόρευσης.

 

Δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους εγειρόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτήματός της ανέφερε ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της τις απειλές κατά της ζωής της από έναν ισχυρό πολιτικό λόγω της άρνησής της να συμμετάσχει στην ομάδα κακοποιών του πολιτικού η οποία προξενεί τον πόλεμο στη ΛΔΚ για πάνω από είκοσι χρόνια.

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Kinshasa και πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της πέραν των δύο πρώτων χρόνων διέμενε στην πόλη Beni. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της βρίσκεται στην Angola, δε γνωρίζει για τον πατέρα της και πως δεν έχει αδέρφια. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Ως προς της μόρφωσή της δήλωσε ότι φοίτησε μέχρι και το Λύκειο το οποίο ωστόσο δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει λόγω του πολέμου. Ως προς το επάγγελμά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής της εργάστηκε σε εστιατόριο από το 2017 έως και το 2019 όταν και έφυγε από τη χώρα.  

 

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το 1999, όταν ήταν ενός έτους, μέλη του Alliance des Forces Démocratiques pour la Libération du Congo-Zaïre (AFDEL) σκότωσαν κάποια μέλη της οικογενείας της και την έβαλαν σε καυτό νερό διότι η οικογένειά της ήξερε κάποιες αλήθειες για το εν λόγω κόμμα τις οποίες η μητέρα της μοιράστηκε μαζί της. Από την επίθεση αυτή η Αιτήτρια είχε προβλήματα στα πόδια της με τρίτου βαθμού εγκαύματα όσο και ψυχολογικά, τα οποία όμως ξεπέρασε έκτοτε. Εν συνεχεία, μεταξύ των ετών 2017 με 2019 εργάστηκε σε ένα εστιατόριο ιδιοκτησίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, του τότε  πρωθυπουργού της χώρας κ. Matata Ponyo. Ενόσω εργαζόταν εκεί ένας φίλος και στενός συνεργάτης του κ. Ponyo επ’ ονόματι κ. Joseph της εκμυστηρεύτηκε ευαίσθητες πληροφορίες για την τότε κυβέρνηση της χώρας και για παράνομες πράξεις του κ. Ponyo. Όταν ο κ. Ponyo αντιλήφθηκε ότι η Αιτήτρια γνώριζε τις πληροφορίες αυτές την απείλησε ότι θα την σκοτώσει. Τότε η Αιτήτρια εγκατέλειψε την εργασία της και με τη βοήθεια του κ. Joseph, ο οποίος είχε διασυνδέσεις στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων, έφυγε από τη χώρα καταγωγής της με τελικό προορισμό την Τουρκία μέσω της Ουγκάντα και του Μαρόκο. Σε ερώτηση της λειτουργού για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις ευαίσθητες πληροφορίες που γνώριζε απήντησε πως ο κ. Ponyo ήταν ανάμεσα στα άτομα που δημιούργησε τον πόλεμο και προκάλεσαν τον θάνατο πολλών ανθρώπων στα ανατολικά της χώρας στις 23/03/2009. Ερωτηθείσα σχετικά με τις απειλές που έλαβε  η Αιτήτρια δεν απήντησε συγκεκριμένα, μόνον επανέλαβε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη ΛΔΚ διότι φοβάται ότι ο κ. Ponyo θα την σκοτώσει επειδή γνωρίζει κάποιες πράξεις του. Στο σημείο αυτό ανέφερε δε για πρώτη φορά ότι οι απειλές κατά του προσώπου της ξεκίνησαν έναν χρόνο πριν όταν ο κ. Ponyo της πρότεινε να συμμετάσχει στις δυνάμεις του στρατού της χώρας και εκείνη αρνήθηκε.

 

Η αρμόδια λειτουργός στην εισηγητική της έκθεση διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά στη χώρα καταγωγής και τον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας και ο δεύτερος αφορά τους λόγους για τους οποίους η Αιτήτρια φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και συνίσταται στις δηλώσεις της περί φόβου δίωξης από πολιτικό πρόσωπο, λόγω του ότι έλαβε γνώση επί παράνομων πράξεων του.  

 

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε μερικώς αποδεκτός, ήτοι έγινε δεκτό ότι η Αιτήτρια κατάγεται από τη ΛΔΚ ενώ δεν έγινε δεκτό ότι ήταν κάτοικος του Beni,  καθώς η πλειοψηφία των δηλώσεων της Αιτήτριας δεν επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Το δεύτερο μέρος του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού απορρίφθηκε καθώς, σύμφωνα με την αρμόδια λειτουργό, η πλειοψηφία των πληροφοριών που έδωσε η Αιτήτρια για το Beni και τα περίχωρα αυτού ήταν ανακριβείς. Συγκεκριμένα, η ΛΔΚ δεν συνορεύει, στο ύψος του Beni, με τη Ρουάντα αλλά με την Ουγκάντα, οι λίμνες Tanganika και Kivu δεν βρίσκονται πλησίον του Beni, το όρος Kilimanjaro δεν βρίσκεται εντός της ΛΔΚ, ο ποταμός Congo δεν διασχίζει το Beni και το Nord Kivu δεν είναι πόλη, όπως ισχυρίστηκε η Αιτήτρια, αλλά διοικητική επαρχία.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς σύμφωνα με την αρμόδια λειτουργό η Αιτήτρια προέβη σε γενικές και αόριστες δηλώσεις επί του θέματος. Συγκεκριμένα, όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε σχετικά με το ποιες είναι οι πληροφορίες σχετικά με τη δράση του πρώην πρωθυπουργού που έλαβε γνώση εκείνη, απήντησε γενικά και αόριστα. Στη συνέχεια, σε διευκρινιστικές ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού, η Αιτήτρια επανέλαβε τις αόριστες δηλώσεις της και υπέπεσε σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις οι οποίες κλονίζουν την αξιοπιστία του αφηγήματός της. Συγκεκριμένα, κατά την αίτηση της για διεθνή προστασία ανέφερε ως λόγο δίωξης την άρνησή της να ενταχθεί στην εγκληματική ομάδα ενός πολιτικού η οποία είναι υπεύθυνη για τον πόλεμο στη ΛΔΚ τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ τον ισχυρισμό αυτό τον επανέλαβε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μόνο κατόπιν αναφοράς της αρμόδιας λειτουργού επί του θέματος. Περαιτέρω, η Αιτήτρια έπεσε σε αντιφάσεις σχετικά με τη διάρκεια της απασχόλησής της στο εν λόγω εστιατόριο καθώς αρχικά είχε δηλώσει ότι εργαζόταν εκεί έως το 2019 ενώ αργότερα στη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν έως το 2018. Τέλος, σε ερώτηση σχετικά με το πως πληροφορήθηκε ο πρώην Πρωθυπουργός πως αυτή γνώριζε ευαίσθητες πληροφορίες για τον ίδιο αρχικά ανέφερε ότι μάλλον κάποιο άτομο του το ανέφερε ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ανέφερε ότι ο ίδιος άκουσε αυτήν και τον κ. Joseph να συνομιλούν επί του θέματος. 

 

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας προέκυψαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του κόμματος AFDL και του κ. Matata Ponyo Mapon ο οποίος κατείχε θέση πρωθυπουργού της χώρας από το 2012 έως το 2016. Παρ’ όλα αυτά, οι Καθ’ ων έκριναν ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι γνωστές τοις πάσι και δεν αποτελούν επαρκή στοιχεία ώστε να τεκμηριωθούν τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε η Αιτήτρια καθώς αυτά αποτελούν προσωπικά βιώματα.   

 

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου και στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι ότι η Αιτήτρια κατάγεται από τη ΛΔΚ, δεν προέκυψαν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει φόβο δίωξης ή άλλως κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της δεν κρίθηκε ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της Αιτήτριας διαφάνηκε ότι στο πρόσωπό της δε συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί την επιστροφή της σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Ως εκ τούτου, με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, συνήχθη ότι  κανένας φόβος για δίωξη δεν καθορίστηκε με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, την ιδιότητα του μέλους σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή την πολιτική γνώμη, όπως περιγράφεται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, το άρθρο 10 της Οδηγίας για την Αναγνώριση 2011/95/ΕΕ και το άρθρο 3, παράγραφος 1 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000.

 

Ακολούθως η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι δε συντρέχουν ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες των άρθρων 19 (1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της, δεν αναμένεται ευλόγως να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής, εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητάς της λόγω αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Στη βάση των ανωτέρω, το αρμόδιο, εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών, πρόσωπο να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου υιοθέτησε την Έκθεση/Εισήγηση και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο των περαιτέρω διευκρινήσεων μετά από επανάνοιγμα της υπόθεσης, και κατ’ ουσία εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας ώστε να προσδιοριστεί ο τόπος συνήθους διαμονής της πριν την άφιξή της στη Δημοκρατία, ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Kinshasa όπου και έζησε ενόσω φοιτούσε στο σχολείο, έζησε επίσης στην Angola για ένα χρόνο μεταξύ 2009 και 2010, στο Ruzizi για ένα χρόνο το 2015 και στο Beni για 5 περίπου χρόνια μεταξύ 2016 και 2021. Ερωτώμενη σχετικά με τις επαφές της στη ΛΔΚ απήντησε ότι δεν έχει καθόλου συγγενείς εκεί και πως από την ημέρα που έφυγε δεν έχει επικοινωνήσει με κανέναν στη χώρα, δεν την έχει αναζητήσει κανείς και δεν γνωρίζει κατά την ψάχνει κάποιος.

 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αναφορικά με τον τελευταίο τόπο διαμονής της η Αιτήτρια ανέφερε ότι είναι το Beni ενώ σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν θα μπορούσε, σε περίπτωση επιστροφής της στη ΛΔΚ, να διαμείνει με ασφάλεια στην Kinshasa αυτή απήντησε αρχικά πως δε γνωρίζει την πολιτική κατάσταση εκεί ωστόσο ανέφερε ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην Kinshasa.

 

Έχοντας κατά νου τις δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την κατ’ ουσία εξέταση της αίτησης της ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι των μερών δέχτηκαν από κοινού ότι τελευταίος τόπος διαμονής της Αιτήτριας ήταν το Beni, ωστόσο σε περίπτωση επιστροφής της θα μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια στην Kinshasa.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.  Ο/η Αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομικής διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/η Αιτητής /τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της Αιτητή/τριας οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, Α. Παπουτέ ν. Χρ. Κασάπη και Κυπριακής Δημοκρατίας, Συν. Αναθ. Έφεση 112/15 και 131/15 ημερομηνίας 13/07/2022).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Ως προς την αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (βλ. Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Στην απόφαση Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096, λέχθηκαν τα ακόλουθα: «Οι αποφάσεις των Διοικητικών Αρχών πρέπει να περιέχουν πλήρη επαρκή και σαφή αιτιολογία. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου. Η πλήρης αιτιολογία περιέχει ή δείχνει τη νομική βάση της διοικητικής απόφασης. Η αιτιολογία συνδέεται άμεσα με τη νομική έκδοση και νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Περαιτέρω είναι αναγκαία για να μπορεί με ευχέρεια να γίνεται ο δικαστικός έλεγχος».

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας με σκοπό να εξεταστεί ο ισχυρισμός της περί πάσχουσας έρευνας, το Δικαστήριο, αφού μελέτησε το σύνολο του διοικητικού φακέλου, αποδέχεται τον ισχυρισμό της Αιτήτριας σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία. Αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, το Δικαστήριο δεν αποδέχεται τον ισχυρισμό της ότι αυτό ήταν η πόλη Beni καθώς η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έδωσε πολλές λανθασμένες περιγραφές για την περιοχή και κατά την ακροαματική διαδικασία υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τις περιόδους που έζησε στην πόλη. Συγκεκριμένα, κατά τη συνέντευξη δήλωσε ότι πέρα από τα δυο πρώτα χρόνια έζησε όλη την υπόλοιπη ζωή της στο Beni όπου και φοίτησε κατά τις τάξεις του δημοτικού και του γυμνασίου. Κατά την ακροαματική διαδικασία όμως δήλωσε ότι σχολείο πήγε στην Kinshasa και έζησε στο Beni μεταξύ 2016 και 2021, παρόλο που κατά δήλωση της έφυγε από τη χώρα το 2019. Ως εκ τούτου κρίνω ότι τελευταίος τόπος διαμονής της Αιτήτριας αποτέλεσε η πόλη Kinshasa.

 

Ως προς την αξιολόγηση του δεύτερου ισχυρισμού το Δικαστήριο κρίνει ορθή τη διενεργηθείσα έρευνα και αξιολόγηση από τους Καθ’ ων η αίτηση. Οι περιγραφές της Αιτήτριας στερούντο συνοχής και σαφήνειας καθώς η τελευταία υπέπεσε σε σημαντικές αντιφάσεις κατά τη διάρκεια της εξιστόρησης των περιστατικών. Παράλληλα, το αφήγημά της Αιτήτριας κρίνεται ως ένα συνονθύλευμα μη ευλογοφανών δηλώσεων μέσω των οποίων η Αιτήτρια προσπαθεί να στοιχειοθετήσει ανεπιτυχώς την φερόμενη δίωξή της από τον πρώην πρωθυπουργό της ΛΔΚ.

 

Ειδικότερα, ο πυρήνας του ισχυρισμού αξιολογείται ως εμφανώς αποδυναμωμένος αφού η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνωρίζει ευαίσθητες πληροφορίες για παράνομη δράση πρώην πρωθυπουργού δίχως όμως να μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τις πληροφορίες αυτές, γεγονός που αναγκάζει το Δικαστήριο να κρίνει τον ισχυρισμό ως μη αληθοφανή. Ως προς τον αρχικό ισχυρισμό της Αιτήτριας κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, ήτοι ότι δέχτηκε απειλές από ισχυρό πολιτικό διότι αρνήθηκε να συμμετάσχει στην εγκληματική οργάνωσή του, ο ισχυρισμός ομοίως κρίνεται μη αληθοφανής καθώς αυτός αναφέρθηκε για πρώτη φορά από την Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μόνο κατόπιν ερωτήσεων της αρμόδιας λειτουργού επί του θέματος και μόνο προς το τέλος της συνεντεύξεως. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θεωρεί ορθή την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση, τονίζει δε ότι, πλην των λοιπών πλημμελειών, το αφήγημα της Αιτήτριας στερείται ευλογοφάνειας. Ως εκ τούτου, κρίνεται ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Δεδομένης της προσωπικής φύσεως του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν θα μπορούσαν να προκύψουν στοιχεία από εξωτερικές πηγές τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τις δηλώσεις της Αιτήτριας, πέραν και επιπλέον της έρευνας που έχει διεξαχθεί από τους Καθ΄ων η αίτηση.

 

Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά. 

 

Από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση των ισχυρισμών της, προκύπτει ότι η Αιτήτρια δε στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε επίσης από τους Καθ΄ ων η Αίτηση ότι δεν στοιχειοθετήθηκαν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν πιθανολογήθηκε ότι θα κινδυνεύσει να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση όμως με τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ) του ως άνω Νόμου και δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να προχωρήσουν σε διερεύνηση των συνθηκών που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, σε συνάρτηση με τις προσωπικές της περιστάσεις προς διερεύνησης των προϋποθέσεων υπαγωγής στο συγκεκριμένο άρθρο το Δικαστήριο προχώρησε αυτεπάγγελτα σε πλήρη έρευνα.

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψη προς αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Από τη συγκεκριμένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[1] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[2] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[3]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα τα οποία αντικατοπτρίζουν το ασφαλές της περιοχής. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 28/06/2023 και 28/06/2024 σημειώθηκαν 110 περιστατικά εκ των οποίων προέκυψαν 36 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, εξ αυτών καταγράφηκαν 3 μάχες (με 17 απώλειες ζωών), 14 περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 18 απώλειες), 24 ταραχές (με 1 απώλεια), 43 διαμαρτυρίες (χωρίς απώλειες) και κανένα περιστατικό εκρήξεων/απομακρυσμένης χρήσης βίας.

 

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι.[4]), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Βάση των πιο πάνω πληροφοριών, προκύπτει πως στην Kinshasa, τόπος καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δεν λαμβάνει χώρα εσωτερική ένοπλη σύρραξη υπό το σύνηθες νόημα στην καθημερινή γλώσσα, όπου οι τακτικές δυνάμεις ασφαλείας της χώρας καταγωγής συγκρούονται με ένοπλες δυνάμεις αυτονομιστών (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκέψη 19).

 

Τούτων λεχθέντων το Δικαστήριο κρίνει ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή κατά συνέπεια παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου.

 

Λαμβάνεται υπόψιν και το γεγονός ότι ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια κατόρθωσε να αντικρούσει τα ευρήματα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της από τους Καθ’ ων η Αίτηση, ούτε όμως προέβαλε οποιονδήποτε στοιχειοθετημένο ισχυρισμό σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα και δεδομένης της ελλιπούς έρευνας που διεξήχθη από τους Καθ’ων η αίτηση σε σχέση με τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστούν μειωμένα έξοδα στο ποσό των €500 υπερ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ



[1] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of Congo – Events of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo.

[2] Travel.State.Gov., U.S. Department of State – Bureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html

[3] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo

[4] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο