ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. 1718/23

 

 

17 Ιουλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

K.M.N.

 

   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                           Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..

 

Όλγα Νικολάου για Αγγελική Λαζάρου, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Σώτια Πιτσιλλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 11/04/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 26/11/2021.  Στις 29/11/2021, ο Αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.  Στις 06/12/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Asylum Support Office – στο εξής: «EASO») και πλέον Οργανισμός Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Union Agency for AsylumEUAA) και του παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.

 

Στις 03/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 11/04/2023 και απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Στις 27/04/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή προς τον Αιτητή στην οποία επισυνάφθηκε η απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημά του και παραλήφθηκε από τον Αιτητή στις 02/05/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα που ο αιτητής κατανοεί. Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση στην ένσταση που καταχώρησε στο Δικαστήριο πρόβαλε προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εκπρόθεσμα, κατά παράβαση του άρθρου 146 (3) του Συντάγματος και του άρθρου 12 Α του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73 (Ι)/2018.  Μετά από αίτημα της κυρίας Πιτσιλλίδου και τη σύμφωνη γνώμη της συνηγόρου των καθ’ων η αίτηση άκουσα τους διαδίκους για το προδικαστικό ζήτημα που έθεσε η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, εφόσον είναι ζήτημα που εξετάζεται κατά προτεραιότητα.  Η κυρία Νικολάου που εκπροσωπεί τον αιτητή μετέφερε την ειλικρινή κατά την εισήγησή της δήλωσή του στο Δικαστήριο, πως ασθενούσε με κορονωϊό τη συγκεκριμένη περίοδο που όφειλε να καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και γι’αυτό το λόγο όπως εισηγείται καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εκπρόθεσμα.

 

Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση εισηγείται πως ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στις 2/5/2023 και είχε περιθώριο 30 ημερών για να υποβάλει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  Όπως υποστηρίζει, ο αιτητής θα έπρεπε να είχε καταχωρίσει προσφυγή μέχρι την 1/6/2023, εντούτοις καταχώρησε στις 6/6/23.  Επιπρόσθετα, αναφέρει πως δεν έχει αποδείξει ο αιτητής ότι βρισκόταν και τις 30 μέρες κλινήρης ώστε να μην μπορούσε να προχωρήσει με την καταχώρηση της προσφυγής και τονίζει, πως η προθεσμία των 30 ημερών είναι ανατρεπτική και ερμηνεύεται αυστηρά κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. 

 

Η κυρία Πιτσιλλίδου παρέπεμψε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες υποστηρίζουν πως αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση η προσφυγή να καταχωρείται εντός της καθοριζόμενης προθεσμίας, για να έχει τη δυνατότητα το Δικαστήριο να αναλαμβάνει δικαιοδοσία εξέτασης της προσφυγής.  Αναφέρει μάλιστα πως το ζήτημα του εκπροθέσμου είναι ένα ζήτημα που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως ζήτημα δημόσιας τάξης.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστηρίζει πως ο αιτητής θα μπορούσε να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου με μαρτυρία οποιοδήποτε δικαιολογητικό επιθυμούσε από τον ιατρό του, που να αποδεικνύει ότι η ασθένεια τον εμπόδισε να καταχωρήσει την προσφυγή του, πράγμα που δεν έπραξε.  Κατά συνέπεια, η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση υποστηρίζει πως η προδικαστική ένσταση πρέπει να γίνει αποδεκτή και η υπό εξέταση προσφυγή θα πρέπει να οδηγηθεί σε απόρριψη.

 

Η συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως ο αιτητής αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και δεν είχε τη δυνατότητα να εξεύρει νομική εκπροσώπηση και όταν αυτό κατέστη δυνατό, είχε νοσήσει με κορονωϊό.  Στην προσπάθεια του να επικοινωνήσει με το γραφείο των δικηγόρων του είχε καθυστερήσει στη διαδικασία αποστολής των εγγράφων του με αποτέλεσμα να καταστεί δυνατή η επικοινωνία την Παρασκευή της εβδομάδας κατά την οποία εξέπνεε η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής, με αποτέλεσμα η συνήγορός του, να καταχωρήσει την υπό εξέταση προσφυγή στις 6/6/23.  Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή δεν προσκόμισε μαρτυρία για τα γεγονότα που αφηγείται αλλά αρκέστηκε στην προφορική αυτή αγόρευση.  Βέβαια, μετά από αίτημα της συνηγόρου του αιτητή για καταχώρηση αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας, δόθηκαν αρκετές ημερομηνίες για τον σκοπό αυτό, αλλά τελικά η συνήγορος του αποφάσισε να μην υποβάλει αίτηση προς εξέταση.

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου μέσω των αγορεύσεων του συνηγόρου του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο.

 

Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης περί του εκπροθέσμου, εφόσον το εκπρόθεσμο ως ζήτημα δημοσίας τάξης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ανεξάρτητα από την προβολή προδικαστικών ενστάσεων, που προωθούν οι δικηγόροι ενώπιον του Δικαστηρίου (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133).  Σύμφωνα με το άρθρο 146.3 του Συντάγματος (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «H προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ’ ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος, εκτός εάν προβλέπεται διά νόμου, ρητά, διαφορετική προθεσμία άσκησης προσφυγής κατά απόφασης πράξης ή παράλειψης

 

Το άρθρο 12Α (1) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «κάθε  προσφυγή κατά απόφασης ή πράξης ή παράλειψης  του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ή της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ασκείται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της απόφασης ή της πράξης ή σε περίπτωση παράλειψης, από την ημέρα που αυτή περιήλθε σε γνώση του προσφεύγοντος

 

Επισημαίνεται πως η προθεσμία που τάσσεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και η μη καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως εντός της προθεσμίας των 30 ημερών που προνοείται από το Νόμο αποτελεί ζήτημα που συνδέεται με το παραδεκτό της προσφυγής.  Εάν η προσφυγή δεν καταχωρηθεί εντός της εκ του νόμου τασσόμενης προθεσμίας, τότε το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της εξέτασης εκπρόθεσμης προσφυγής (Τάκη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 4)

 

Με το ζήτημα αυτό είχα την ευχέρεια να ασχοληθώ στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν ΔΔΠ 198/2019, S.S. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 14/10/2020, στην οποία ανέφερα τα εξής:

 

«Το θέμα του εκπροθέσμου έχει εξεταστεί από αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Παραθέτω ενδεικτικά απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Πουργούρας ν. Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (1997) 4(Ε) ΑΑΔ 3259 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Όταν η πράξη δεν είναι από αυτές που απαιτείται δημοσίευσή τους, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που η πράξη περιήλθε εις γνώση του αιτητή. Η γνώση πρέπει να είναι πλήρης. Πλήρης θεωρείται η γνώση όταν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (βλέπε μεταξύ άλλων Papaioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 103).».

 

Ο αιτητής είχε πλήρη γνώση της απόφασης αλλά και των χρονικών περιθωρίων εντός των οποίων όφειλε να καταχωρήσει προσφυγή, όπως προκύπτει από το ερυθρό 73 του διοικητικού φακέλου όπου διαφαίνεται πως δόθηκε στον αιτητή δια χειρός η απόφαση μεταφρασμένη στη μητρική του γλώσσα. Πλήρης θεωρείται η γνώση που επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή ηθική ζημιά που υφίσταται από την πράξη (βλ. Δήμος Λεμεσού ν Νικολαΐδη (2005) 3 ΑΑΔ 591).  Επομένως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αιτητής είχε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από τη στιγμή που έλαβε την συγκεκριμένη επιστολή ενημέρωσης για απόρριψη του αιτήματός του.  Η προθεσμία των 75 ημερών καθορίζεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος, είναι ανατρεπτική και ερμηνεύεται αυστηρά. (Γανωμάτης Μάρκος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2008) 3 ΑΑΔ 133, Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260 και Ν. Χαραλάμπους: Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης 3η έκδ. σελ. 161).

 

Θα πρέπει να αναφερθεί, πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού περί του εκπροθέσμου το φέρει αυτός που το προβάλλει (βλ. Μαρκίδου V. Κ.Ο.Τ. (1992) 4 (ΣΤΑ.Α.Δ. 4472, 4482, Kritiotis v. Municipality of Paphos and others (1986) 3 C.L.R. 322).  Στην παρούσα περίπτωση  και υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας κρίνω ότι, η καθ' ης η αίτηση έχει αποσείσει το εν λόγω βάρος απόδειξης από τους ώμους της, αφού μέσα από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, ο οποίος έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 και συγκεκριμένα στο ερυθρό 73 του διοικητικού φακέλου, αποδεικνύεται με σαφήνεια και επάρκεια ότι, ο αιτητής ενημερώθηκε με τον δέοντα τρόπο και όφειλε να καταχωρήσει προσφυγή εμπρόθεσμα.

 

Συνεπώς, το βάρος, απόδειξης του ισχυρισμού ότι η προσφυγή ήταν εμπρόθεσμη, αφήνεται στον αιτητή (Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, HadjiGavriel v. Republic  (1986) 3(Α) C.L.R. 52), ο οποίος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν το εμπρόθεσμο της καταχώρησης της προσφυγής του. Στην προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνετο η απόρριψη του αιτήματός του από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αλλά και η προθεσμία εντός της οποίας μπορούσε να καταχωρηθεί προσφυγή.  Ο αιτητής δεν έχει παραθέσει οτιδήποτε ενώπιόν μου που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη καταχώρηση της προσφυγής.»

 

Όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, η υπό εξέταση προσφυγή έχει καταχωρηθεί μετά το πέρας της προθεσμίας των 30 ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης στον αιτητή, πράγμα που είναι αποδεκτό και από τη συνήγορο του αιτητή. Από την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου και την αιτιολογία αυτής, ως διαφαίνονται στα ερυθρά 56 με 65 του διοικητικού φακέλου προκύπτει ξεκάθαρα ότι το αίτημα που υπέβαλε ο αιτητής απορρίφθηκε και είχε πλήρη γνώση των λόγων για τους οποίους το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του και αναγράφεται ξεκάθαρα η προθεσμία καταχώρησης της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, στην επιστολή ενημέρωσης του αιτητή (ερυθρό 66, του διοικητικού φακέλου).

 

Στις 2/5/2023, ο διερμηνέας κοινοποίησε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στον αιτητή και επεξήγησε  την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στη μητρική γλώσσα του αιτητή (Γαλλικά). Ο αιτητής μάλιστα υπογράφει στο κάτω μέρος της απόφασης στο σημείο που αναφέρεται πως: “I have fully understood the content of this letter, as explained to me by a competent officer in a language which is my main language of understanding and communication, with the assistance of an interpreter” (ερυθρό 66 του διοικητικού φακέλου). Με τον τρόπο αυτό ο αιτητής επιβεβαιώνει πως κατανόησε το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καθώς επίσης και την προθεσμία καταχώρησης προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, σε περίπτωση που επιθυμούσε να αμφισβητήσει την απόφαση επί του αιτήματός του.

 

Ο αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη, αφού μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου του ουσιαστικά δεν αμφισβητεί την επίδοση της απορριπτικής απόφασης στον ίδιο στις 2/5/2023, ούτε την εκπρόθεσμη καταχώριση της προσφυγής και δεν έχει θέσει ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη καταχώρησή της.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του αιτητή περί του ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν αναζήτησε έγκαιρα νομική συμβουλή, επειδή νοσούσε με κορονωϊό, σημειώνεται ότι, πέραν του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι γενικός και αόριστος, ο αιτητής δεν έχει παραθέσει τους ισχυρισμούς αυτούς με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα, για να υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγησής τους από το Δικαστήριο.

 

Αποτελεί πάγια και διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.  Επιπρόσθετα, οι αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα.  Σύμφωνα, όμως, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).

 

Ούτως ή άλλως η συνήγορος του αιτητή είχε τη δυνατότητα να προβεί στο αναγκαίο δικονομικό διάβημα θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας, πράγμα που δεν έπραξε.  Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιον του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335). 

 

Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η προδικαστική ένσταση περί του εκπροθέσμου της προσφυγής γίνεται αποδεκτή.  Ενόψει της κατάληξής μου, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος ακυρώσεως, καθότι το θέμα καθίσταται πλέον ακαδημαϊκό.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και η προσφυγή απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη με έξοδα 1000€ υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                              Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο