ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 274/2024

16 Ιουλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Μ., από το Καμερούν

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Αιτητής:  Παρών

Γ. Αϊβαζίδης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 12/01/24, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 23/12/21, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του στις 20/10/23, 29/11/23 και σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 06/12/23, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 11/12/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους για τους οποίους υποβλήθηκε αίτημα ασύλου ήτοι ότι κινδυνεύει ο Αιτητής από τον θείο του λόγω περιουσιακών ζητημάτων. Είναι η θέση του ότι ο Αιτητής απάντησε λεπτομερώς όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, ότι έχει προσκομίσει και αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του και ότι έχει εδραιωθεί η εσωτερική του αξιοπιστία. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας, ότι είναι πεπλανημένη, χωρίς δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και/ή πλημμελούς άσκησης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση, κατά την προφορική αγόρευση, υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και του διοικητικού φακέλου, τονίζοντας ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ο λόγος δίωξης που πρόβαλε ο Αιτητής δεν έγινε αποδεκτός λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας, ενώ η περιουσιακή διαφορά δεν εμπίπτει στο καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή όπως αυτοί προβάλλονται μέσω της συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Σύμφωνα με τα όσα ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτηση ασύλου του κινδυνεύει και/ή απειλείται από τους θείους του μετά τον θάνατο του πατέρα του (λόγω ασθένειας) και η μητέρα του αποφάσισε και/ή τον βοήθησε να διαφύγει (ερυθρά 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 11 του διοικητικού φακέλου, στο εξής «ΔΦ»).

 

Μετά από δύο συνεντεύξεις του Αιτητή ο λειτουργός εντόπισε και αξιολόγησε 2 συνολικά ισχυρισμούς του, ήτοι: (α) προσωπικά στοιχεία, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος συνήθους διαμονής, (β) απειλές από τον θείο του λόγω περιουσιακής διαφοράς και/ή διαφωνίας στο διαμοιρασμό της περιουσίας του πατέρα του μετά τον θάνατο του. Έγιναν δε αποδεκτά τα προσωπικά του στοιχεία/προφίλ του (ερυθρά 79-78 ΔΦ), απορρίφθηκε, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστος ο ισχυρισμός του που τον οδήγησε να εγκαταλείψει την χώρα του. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται οι ανακρίβειες, η έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών, τα ανεπαρκή στοιχεία και οι γενικότητες στα λεγόμενα του Αιτητή. Ειδικότερα προκύπτουν τα ακόλουθα:

-           οι δηλώσεις του θεωρήθηκαν γενικές και χωρίς λεπτομέρειες (ερυθρό 32-28 ΔΦ),

-           δεν μπορούσε να παράσχει πληροφορίες για την νομική διαδικασία διαμοιρασμού της περιουσίας και κληθείς να παραθέσει το χρονικό πλαίσιο διαμοιρασμού της περιουσίας απάντησε ότι έλαβε χώρα δύο χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του χωρίς να αναφέρει άλλες επαρκείς λεπτομέρειες, (ερυθρό 30 ΔΦ),

-           ήτο αόριστος και μη συγκεκριμένος αναφορικά με τον διαμοιρασμό της περιουσίας, την διαφωνία με τον θείο του και την ακίνητη ιδιοκτησία για την οποία υπήρχε διαφωνία ενώ όταν κλήθηκε να δώσει λεπτομέρειες των συζητήσεων μεταξύ της μητέρας του και του θείου του η απάντηση του ήταν ασυνεπής ήτοι ότι δεν καταλάβαινε την διάλεκτο Batanga – την οποία δήλωσε προηγουμένως ως μητρική του (ερυθρό 34, 30, 2 ΔΦ), ούτε η δικαιολογία που έδωσε ότι δεν γνωρίζει την γλώσσα θεωρήθηκε ευλογοφανής,

-           αόριστες κρίθηκαν οι δηλώσεις του αναφορικά με τις αντιδράσεις του θείου του, την θέση του τελευταίου στο στρατό και το είδος των απειλών που έλαβε (ερυθρό 30-29 ΔΦ).

 

Από την έκθεση/έισήγηση προκύπτει, επίσης, ότι έρευνα του λειτουργού ήτο ενδελεχής και επεκτάθηκε σε όλα τα έγγραφα/στοιχεία/μαρτυρία που προσκομίστηκε από τον Αιτητή (Βλέπε Nicolaou v. Minister of Interior a.ο. (1974) 3 C.L.R. 189Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 102/09, 14/03/13 και Logicom Public Ltd v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών κ.α.,  Α.Ε. Αρ. 153/2009, ημερ.14/01/14) και ικανοποιούνται τα κριτήρια επάρκειας και πληρότητας της με συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών στοιχείων, που παρέχουν και τη βάση για εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Ούτε δε έχουν επαρκώς σχολιαστεί από τον συνήγορο του Αιτητή και/ή έχει υποδείξει κατά πόσο η αξιολόγηση τους ήτο ανεπαρκής ή ελλιπής. Ο λειτουργός, εμφανώς διενήργησε  αξιολόγηση των στοιχείων που παρατίθενται λεπτομερώς στα ερυθρά 76-73 ΔΦ σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του Αιτητή και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο λήφθηκε δεόντως υπόψη (α) η συνάφειά τους με το αίτημα ασύλου, (β) η ύπαρξη του τύπου εγγράφων/αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων/στοιχείων, (δ)  εάν αποτελούν άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (ε) τον τύπο/τυποποιημένη μορφή ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς/αυθεντικότητας τους, (στ) τη φύση των εγγράφων/στοιχείων - πρωτότυπη μορφή ή αντίγραφο, και (ζ) τον συντάκτη τους[1].

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και αποδεικτικών στοιχείων[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του εμπεριέχει δηλώσεις που ελλείπουν βιωματικά στοιχεία και ευλογοφάνεια που να τεκμηριώνουν προσωπική εμπλοκή και δίωξη. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Το αφήγημα του Αιτητή ενέχει στοιχεία αντιφάσεων, χρονικών ασαφειών, ασυνεπειών και σοβαρών ελλείψεων. Παρουσιάζονται σωρεία πληροφοριών που δημιουργούν ισχυ­ρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των δηλώσεων του και ο ίδιος δεν έχει παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις των προβαλλόμενων ανακριβειών του[4]. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής θα αναμενόταν να είναι πιο συγκεκριμένος λόγω της ισχυριζόμενης προσωπικής του εμπειρίας, να παράσχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια τόσο στο Δικαστήριο όσο και στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως προκύπτει και από την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού, παρόλο που δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του, έγινε αξιολόγηση και για τους σκοπούς παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[5] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000)- αφού δε κρίθηκε αναξιόπιστος σε σχέση με τους ισχυρισμούς του (ερυθρά 73-70 ΔΦ). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων αλλά ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[6] επιβεβαιώνεται ότι παρόλο που στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός – επομένως ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής τον εκθέτει σε προσωπικό πραγματικό κίνδυνο βλάβης[7]. Ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή (πρόκειται για ενήλικο, νεαρό, ικανό προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Η δε διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Μετά το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του, η δε γλώσσα επικοινωνίας ήτο στην γαλλική. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του. Ούτε μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση του συνηγόρου του Αιτητή ότι υπήρχε μεροληπτική στάση του λειτουργού, καθότι δεν περιορίστηκε σε στερεότυπες ερωτήσεις κατά την διάρκεια της συνέντευξης και/ή ούτε προέβη σε εικασίες χωρίς αναλυτική περιγραφή των απαντήσεων του Αιτητή.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15

[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.

[4] Η απόφαση του ΕΔΔΑ, M.A. κατά Ελβετίας, προσφυγή αριθ. 52589/13, σκέψεις 62-67 παρέχει μια χρήσιμη αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το ΕΔΔΑ αξιολόγησε τη βαρύτητα που δόθηκε σε κλήτευση και απόφαση τις οποίες υπέβαλε ο αιτών, επιβεβαιώνοντας στη σκέψη 62 ότι το αληθές της ιστορίας του αιτούντος πρέπει επίσης να αξιολογείται στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων εγγράφων

[5] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.

[6] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[7] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 16-17 – σημείο 1.2.1. Εσωτερική ένοπλη σύρραξη, επίσης Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie,

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο