ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 2975/2022

 

25 Ιουλίου, 2024 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

E. F.

Αιτήτρια 

-και- 

 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου 

Καθ' ων η Αίτηση 

 

Ρ. Μάρκου (κα) για Ε. Μαλά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι Αιτήτριας

Μ. Παραδεισιώτη (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ:  Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/04/2022 σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής Καμερούν), η οποία σύμφωνα με δικής της δήλωση την 06/09/2018, εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής και μέσω Τουρκίας μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου από όπου στη συνέχεια διήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Την 9/11/2018 συμπλήρωσε και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας παραλαμβάνοντας αυθημερόν σχετική βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Την 18/02/2022 διενεργήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA. – πρώην EASO), παρέχοντας της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Την 02/03/2022 o αρμόδιος λειτουργός συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Ακολούθως, την 15/03/2022 συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 09/04/2022, μαζί με την αιτιολογία αυτής, παραλήφθηκε δια χειρός από την ίδια στις 15/04/2022 θέτοντας την υπογραφή της μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από την Αιτήτρια.

 

Εμπρόθεσμα, η Αιτήτρια καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η Αιτήτρια μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων της, γενικά προβάλλει ισχυρισμούς περί κατάχρηση εξουσίας, μη παροχής επαρκούς αιτιολογίας αλλά και έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση η οποία οδήγησε σε πλάνη περί τα πράγματα, καθότι η απόφαση στηρίχθηκε σε παρερμηνεία και μη ορθή αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλέστηκε η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξή της ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της δικής τους αγόρευσης, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της υπό εξέταση απόφασης. Αποτελεί θέση τους ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης η δε περίπτωση της Αιτήτριας, κατά τη θέση των συνηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση, εξετάστηκε ορθά και δίκαια. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, καλώντας το Δικαστήριο όπως απορρίψει όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην γραπτή της αγόρευση καθότι αυτοί θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και δεν συνάδουν με τις πρόνοιες των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Καταλήγοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το αναλογούν βάρος απόδειξης, με αποτέλεσμα οι Καθ’ ων η αίτηση να έχουν ορθώς απορρίψει το αίτημα της Αιτήτριας για διεθνή προστασία.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, οι συνήγοροι της Αιτήτριας προώθησαν ως μόνο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης τη θέση τους περί μη δέουσας έρευνα εκ μέρους των Καθ’ ων, ενώ οι Καθ’ ων περιορίστηκαν να υιοθετήσουν τους προβαλλόμενους στην γραπτή τους αγορεύσεις ισχυρισμούς.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και δεδομένου ότι το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου  11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018, κέκτηται εξουσίας όπως εξετάσει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας, θεωρώ χρήσιμο όπως καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που αυτή προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματος της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τον προωθούμενο από την Αιτήτρια νομικό ισχυρισμό.

 

Με την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια ανέφερε ως λόγο που την οδήγησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, τον πόλεμο που συντελείτε στη χώρα καταγωγής της.

 

Στα πλαίσια της συνέντευξής της με αρμόδιο λειτουργό της EUAA, ανέφερε ότι γεννήθηκε στις 22/5/1982 στην Kumba του Καμερούν και έζησε τα παιδικά της χρόνια στην πόλη Mamfe. Έπειτα, μετοίκησε με την πατρική της οικογένεια στην πόλη Nguti, όπου και διέμεινε μέχρι το 2002, ενώ στη συνέχεια μετέβη στη Kumba για σπουδές. Από το 2008 και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της διέμενε στη Douala. Χριστιανή, φυλετικής καταγωγής Bassossi, απόφοιτη λυκείου, εργάζονταν ως βρεφονηπιοκόμος από το 2010. Διαζευγμένη μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, το οποίο βρίσκεται στη Douala με τη μητέρα της Αιτήτριας, έχοντας επαφή και καλές σχέσεις με τον πατέρα του τέκνου. Δήλωσε επιπλέον ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2018, ενώ η μητέρα της και τα 7 αδέρφια της διαμένουν στη Douala, πλην ενός αδελφού που διαμένει στο Nguti. Ως προς την κατάσταση της υγείας της, ανέφερε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με τη μνήμη της, ιδίως σε σχέση με ημερομηνίες, χωρίς ωστόσο να έχει επισκεφτεί κάποιον γιατρό.

 

Αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στην αυθαίρετη στοχοποίηση της, παράνομη κράτηση και τον βασανισμό που υπέστη από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, λόγω της φερόμενης υποστηρικτικής της δράσης προς στους αποσχιστές, Ambazonians και της φερόμενης εμπλοκής της σε δολοφονία δυο στρατιωτικών από μέλη των αποσχιστών. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε πως περί τις αρχές Ιουλίου του 2018, κατά την διενέργεια ελέγχου από τις αρχές σε σημείο ελέγχου στο Konye, θεωρήθηκε ύποπτη για υποστηρικτική δράση υπέρ των Ambazonians, με αποτέλεσμα την ανάκριση, προσωρινή κράτηση στο αστυνομικό τμήμα και μετέπειτα την μεταφορά της στις φυλακές της Kumba.

 

Ειδικότερα, δήλωσε πως μεταξύ 1ης και 2ης Ιουλίου του 2018 μετέβη από την Douala όπου διέμενε, στην πατρική της οικεία στο Nguti, με σκοπό τη διακομιδή του πατέρα της, που αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, στο νοσοκομείο στη Kumba. Εκεί διέμεινε για περίπου μια βδομάδα. Έπειτα, και κατά τη μεταφορά του πατέρα της στο νοσοκομείο, σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε σε σημείο ελέγχου στο Konye, της ζητήθηκε να παραδώσει την ταυτότητα της, ενώ την ενημέρωσαν πως αναζητούν μία κοπέλα που προμηθεύει φαγητό και παρέχει πληροφορίες στους Ambazonias, και πως οι περιγραφές που διαθέτουν για την εν λόγω κοπέλα ταιριάζουν με το πρόσωπο της Αιτήτριας. Παρά τις όποιες εξηγήσεις της Αιτήτριας ότι δεν εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην υπόθεση, την οδήγησαν σε μια μικρή καλύβα, όπου αφού εξακρίβωσαν ότι η Αιτήτρια έρχεται από το Nguti, τόπο καταγωγής της κοπέλας που φέρεται να εμπλέκεται στη δολοφονία δυο στρατιωτικών, ζήτησαν από τον οδηγό που μετέφερε τον πατέρα της να τον επιστρέψει πίσω, της πήραν την ταυτότητα και το κινητό και την μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα του Konye.

 

Ερωτηθείσα σχετικά με το σημείο ελέγχου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι βρίσκεται επί κεντρικής οδού και πραγματοποιείται έλεγχος από αστυνομικές και στρατιωτικές αρχές σε όλα τα διερχόμενα αυτοκίνητα από τη Kumba και το Mamfe, πως πριν την κρίση με τους Ambazonians, πραγματοποιούνταν τυπικός έλεγχος στα διερχόμενα αυτοκίνητα από την αστυνομία και το ειδικό σώμα της αστυνομίας ‘Gendarmes’, ενώ με το ξέσπασμα της κρίση ενεπλάκη και ο στρατός, αναζητώντας όπλα και τυχόν άλλο βοηθητικό υλικό προς εφοδιασμό των Ambazonians. Επίσης, ερωτηθείσα σχετικά με την σχέση της κοπέλας που αναζητούνταν, με τους Ambazonians η Αιτήτρια δήλωσε πως η κοπέλα αυτή είχε δώσε πληροφορίες που οδήγησαν στη δολοφονία των στρατιωτικών ωστόσο δεν γνωρίζει πότε έλαβε χώρα το περιστατικό αυτό αφενός μεν γιατί δεν το γνώριζε, αφετέρου δε υπάρχουν πολλά παρόμοια συμβάντα την περίοδο εκείνη.

 

Στο αστυνομικό τμήμα κρατήθηκε για τρείς ημέρες, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει κάποιο δικό της πρόσωπο και έπειτα μεταφέρθηκε στη φυλακή στη Kumba, απ’ όπου δραπέτευσε την 6η ημέρα της κράτησής της. Ερωτηθείσα για τη φυλακή και τον χώρο κράτησης, δήλωσε ότι βρίσκεται κοντά στην πόλη της Kumba, και ότι πρώτη φορά πήγε εκεί, ότι ήταν ένα μεγάλο μέρος με πολλά δωμάτια, κυκλική, χωρίς κτισμένο έδαφος, με έναν εξωτερικό χώρο, όπου έβγαζαν μερικές φορές τους φυλακισθέντες, ενώ υπήρχε και ένα κελί με σίδερα όπου κρατούνταν κάποιοι άντρες. Επίσης, δήλωσε πως παρευρίσκονταν σώμα της αστυνομίας και του στρατού. Ως προς το κελί της δήλωσε ότι οι τοίχοι ήταν πολύ βρώμικοι και γραμμένοι με διάφορα πράγματα, η ατμόσφαιρα αποπνικτική, με μια σιδερένια πόρτα από την εσοχή της οποίας έμπαινε φως. Σε σχέση με τις συνθήκες κράτησής της, δήλωσε ότι κρατήθηκε σε ένα κελί, μαζί με άλλα οκτώ άτομα, ανακρίνονταν κάθε πρωί και υπέστη βασανιστήρια.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με την ανάκριση και τα βασανιστήρια που υπέστη η Αιτήτρια ανέφερε ότι την χτυπούσαν στα κόκκαλα με μικρές ράβδους, ρόπαλα, ζητώντας της να ομολογήσει τις αποδιδόμενες κατηγορίες. Τα περιστατικά αυτά, συνέβησαν τρείς φορές κατά την πενθήμερη κράτησή της. Όταν της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα βασανιστήρια, δήλωσε ότι συνήθως ήταν τρείς φύλακες που την εξανάγκαζαν να κάτσει σε μια ξύλινη καρέκλα, χτυπώντας την στα οπίσθια, ζητώντας της να ομολογήσει, σημαδεύοντας την παράλληλα με το όπλο. Σε σχέση με την ουσία της ανάκρισης, ανέφερε ότι την ρωτούσαν με πόσους ανθρώπους συνομιλεί, ποιος χορηγεί τους Ambazonians, κατηγορώντας την πως είναι το ίδιο πρόσωπο με τη κοπέλα που αναζητούν, δεχόμενη μάλιστα απειλές για τη ζωή της.

 

Κατά τη 4η ημέρα της κράτησής της, μετέφεραν την ίδια και δύο συγκρατούμενες της σε ένα άλλο γραφείο, όπου γνώρισε τον αξιωματικό που έμελλε να την βοηθήσει να δραπετεύσει. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι όταν πήγε στο γραφείο υπήρχε ένας αστυνομικός και προσπάθησε να του εξηγήσει ότι δεν έχει καμία εμπλοκή με την υπόθεση που κατηγορείται. Κατά τη μεταξύ τους συζήτηση ο αστυνομικός αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τη δασκάλα της κόρης του. Δεδομένου, ωστόσο, ότι η υπόθεση είναι πολύ σοβαρή, και η κυβέρνηση ανέθεσε τη διεκπεραίωσή της στο στρατό, της εξήγησε ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι, εντούτοις θα προσπαθήσει να τη βοηθήσει να δραπετεύσει. Ερωτηθείσα σχετικά με το προφίλ του αστυνομικού και τους λόγους που την βοήθησε, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τα στοιχεία του, δεν τον έχει ξαναδεί, αλλά ότι θυμάται την κόρη του, ενώ σε σχέση με την βοήθεια που της παρείχε, δήλωσε πως δεν γνωρίζει τους λόγους, αλλά υποθέτει πως το έκανε λόγω του ότι υπήρξε δασκάλα του παιδιού του.

 

Το βράδυ της 6ης ημέρα φυλάκισης, ένας φύλακας εμφανίστηκε στο κελί της και της είπε πως θα έρθει κάποιος να την παραλάβει, γιατί αλλιώς θα μεταφερθεί στις φυλακές της Yaoundé. Τον ακολούθησε μέχρι την έξοδο από την φυλακή και μετά κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο που την περίμενε, το οποίο την μετέφερε μέχρι τη πόλη Limbe, όπου βρήκε καταφύγιο σε σπίτι φιλικού της προσώπου. Ερωτηθείσα σχετικά με τις συνθήκες της απόδρασής της, δήλωσε ότι όλοι κοιμόντουσαν, πως η φυλακή ήταν περιφραγμένη και χρησιμοποίησε σκάλα για να διαφύγει, πως η φυλακή ήταν σε απομονωμένο μέρος, πως το αυτοκίνητο την περίμενε επί κεντρικής οδού και το αναγνώρισε από το σινιάλο που της έκανε με τα φώτα.

 

Κατά τη διαμονή της στη Limbe, επικοινώνησε με τον θείο της, ο οποίος τη συμβούλευσε να παραμείνει κρυμμένη μέχρι να μάθουν τι γίνεται με την υπόθεσή της. Τρεις ημέρες αργότερα ο θείος της επικοινώνησε μαζί της και την ενημέρωσε ότι κάποιος γνωστός του από την αστυνομία του τηλεφώνησε, ρωτώντας τον αν γνωρίζει κάποια με το όνομα της Αιτήτριας, καθώς είχε και ο ίδιος το ίδιο επίθετο, ενημερώνοντάς τον παράλληλα ότι εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις βάρος της. Ενόψει των ανωτέρω και με τη βοήθεια ενός φίλου του πρώην συντρόφου της μετέβη στη Νιγηρία, όπου μπορούσε να πάει χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, και από εκεί έφυγε μέσω φορτηγού πλοίου. Ερωτηθείσα αν κατά τη διαμονή της στη Limbe, την αναζήτησε κανείς στη πατρική της οικεία, απάντησε αρνητικά.

 

Ως προς τη πρόσβασή της στη δικαιοσύνη, η Αιτήτρια δήλωσε πως εξαιτίας του φόβου της δεν σκέφτηκε να διορίσει δικηγόρο, καθώς όσοι φυλακίζονται στη Yaoundé πεθαίνουν και δεδομένου ότι όσες φορές επιχείρησε να εξηγήσει ότι δεν έχει κάποια σχέση με την υπόθεση, κανείς δεν την άκουγε.

 

Σε σχέση με τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι με την επιστροφή της θα συλληφθεί λόγω της αποδιδόμενης κατηγορίας εις βάρος της και λόγω του ότι είναι δραπέτης, θα φυλακιστεί και θα τη σκοτώσουν. Ερωτηθείσα αν έχουν απαγγελθεί επίσημες κατηγορίες εις βάρος της, και τι θα συμβεί σε περίπτωση που προσλάβει δικηγόρο για την υπόθεσή της, η Αιτήτρια δήλωσε άγνοια για το πρώτο, ενώ για το δεύτερο δήλωσε ότι κανείς δικηγόρος δεν θα την αναλάβει, πεποίθηση που απέκτησε από τον θείο της που εργάζονταν για τη δικαιοσύνη. Περαιτέρω, δήλωσε πως όταν έφτασε στην Κύπρο, επικοινώνησε με τη μητέρα της, η οποία την ενημέρωσε ότι την αναζητούσαν κάποιοι στρατιωτικοί, λόγω του ότι δραπέτευσε από τη φυλακή, κάτι που αποδεικνύει την ενοχή της για τις εις βάρος της κατηγορίες και ότι την επόμενη φορά που θα την συλλάβουν δεν θα είναι τόσο τυχερή.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική του έκθεση σχημάτισε τρεις ουσιώδης ισχυρισμούς με βάση τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο δεύτερος τη σύλληψη, κράτηση και κακοποίηση της από της αρχές του Καμερούν τον Ιούλιο του 2018, με την κατηγορία της υποστήριξης των αποσχιστών και ο τρίτος σχετικά με την αναζήτησή της από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, λόγω της απόδρασής της από την φυλακή.

 

O πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός καθότι ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις της Αιτήτριας σαφείς και συγκεκριμένες. Πιο συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, κρίθηκαν αξιόπιστες παράλληλα δε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας, αφού σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, οι δηλώσεις της Αιτήτριας υπήρξαν σαφείς, συνεπείς και επαρκείς λεπτομερειών. Πιο συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με την επαφή της με της αρχές στο σημείο ελέγχου και την συνακόλουθη κράτησή της, υπήρξαν συνεπείς και σαφείς, ενώ η Αιτήτρια ήταν σε θέση να περιγράψει όλο το πλαίσιο και τις συνθήκες, κατά την κράτησή της. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της σε σχέση με την φυλάκισή της στη Kumba, υπήρξαν σαφείς καθώς παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες σε σχέση με τη μεταφορά της στη φυλακή, την ανάκρισή της και τον ξυλοδαρμό της από τις αρχές, την επαφή της με τον αξιωματικό που την βοήθησε να δραπετεύσει, ενώ υπήρξε αρκούντως σαφής, συνεπής και περιγραφική, σε σχέση με την απόδρασή της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ανευρέθησαν από τους Καθ’ ων η αίτηση πηγές που επιβεβαιώνουν την τεταμένη κατάσταση στο Αγγλόφωνο Καμερούν, λόγω της διαμάχης μεταξύ κρατικών αρχών και αποσχιστών. Περαιτέρω, επιβεβαιώθηκαν άνομες πρακτικές της αστυνομίας και των αρχών του κράτους εν γένει, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών, βασανισμών και βιαιοπραγιών στο Αγγλόφωνο Καμερούν. Τέλος, επιβεβαιώθηκαν αυθαίρετες πρακτικές κράτησης και βασανιστηρίων εντός των φυλακών.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης ως αναξιόπιστος. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, χαρακτηρίζονται από ασάφεια, αοριστία και ανεπάρκεια λεπτομερειών. Κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με το εκκρεμές εις βάρος της ένταλμα σύλληψης, κάτι που αφενός αναμένονταν από την ίδια, δεδομένης της σοβαρότητας της κατάστασης, και αφετέρου, δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς εξηγήσεις σχετικά με την άγνοια της. Παρομοίως και σε σχέση την αναζήτηση της από τις αρχές της χώρα καταγωγής της τη περίοδο που βρίσκονταν στην Κύπρο. Εξάλλου, κρίθηκε ως μη ευλογοφανής η μη αναζήτηση της από τις αρχές της χώρας καταγωγής της την περίοδο που κρύβονταν σε οικεία φίλης της, δεδομένου του ισχυρισμού περί εντάλματος συλλήψεως, αλλά και της απόδρασής της από τη φυλακή. Περαιτέρω, αξιολογήθηκε ότι η δήλωση της Αιτήτριας ότι δεν σκέφτηκε να διορίσει δικηγόρο για την υπόθεσή της, όπως επίσης και του γεγονότος ότι δεν αναζήτησε πληροφορίες για την πορεία της υπόθεσής της, εγείρει αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστίας της, λαμβάνοντας υπόψη το εκπαιδευτικό και εν γένει προφίλ της. Τέλος, αξιολογήθηκε η διαφοροποίηση του αιτήματός της κατά τη καταγραφή της αίτησης, όπου δεν έγινε αναφορά στο ένταλμα σύλληψης, όπως θα αναμένονταν εύλογα, ενώ οι απαντήσεις της σε σχέση με αυτή τη διαφοροποίηση κρίθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό ανεπαρκείς. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με τους δικονομικούς κανόνες σύλληψης, καθώς και πηγές που επιβεβαίωναν αυθαιρεσίες του κρατικού μηχανισμού, ιδίως όσον αφορά μέλη των αποσχιστών. Βάσει των ανωτέρω, κρίθηκε ότι παρά το γεγονός ότι οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν τον φόβο της Αιτήτριας, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου ο λειτουργός έκρινε ότι, επί τη βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών, δεν προέκυψαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνοτικής καταγωγής, πολιτικών της πεποιθήσεων και/ή συμμετοχής σε οποιοδήποτε κοινωνική ομάδα, υπό την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη ως προς το προφίλ της ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο με εκπαίδευση, δραστήριο με συνεχή επαγγελματική απασχόληση και οικονομική σταθερότητα, με τόπο συνήθους διαμονής τη Douala, όπου δεν έχει αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα δίωξης και ως προς τον φόβο δίωξης της από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, ότι αφενός μεν o ισχυρισμός περί εκκρεμούς εντάλματος σύλληψης εις βάρος της απορρίφθηκε, αφετέρου το προφίλ της ως πρόσωπο χωρίς πολιτική δράση.

 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο η Αιτήτρια να διατρέξει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας, ο λειτουργός ανέτρεξε σε αξιόπιστες πηγές εκ των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι στη Douala του Καμερούν δεν επικρατούν συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και συνεπώς δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει βλάβη ως άμαχη, εξαιτίας αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, το αίτημα της Αιτήτριας απορρίφθηκε και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στις 12/09/2023 με εντολή του Δικαστηρίου η υπόθεση επανανοίχθηκε για περαιτέρω διευκρινήσεις και διασαφηνίσεις όπου αμφότεροι οι διάδικοι κλήθηκαν να τοποθετηθούν επί των ακόλουθων ερωτήσεων: α) Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της και β) Πως δικαιολογείται η μη στοιχειοθέτηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας, ενόψει της αποδοχής του δεύτερου ισχυρισμού.   

 

Η δικηγόρος της Αιτήτριας με την συμπληρωματική γραπτή της αγόρευση εμμένει στις δηλώσεις της Αιτήτριας, όπως αυτές αναπτύχθηκαν κατά το στάδιο της συνέντευξής, και επικαλούμενη το άρθρο 18 του ΧΘΔΕΕ προβάλλει ότι πιθανή επιστροφή της Αιτήτριας στην χώρα καταγωγής της θα έχει σοβαρές συνέπειες για την σωματική της ακεραιότητα και υγεία καθότι συνελήφθη, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στο παρελθόν, για αδίκημα για το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της δεν έχει διαπράξει. Συνεπεία των ανωτέρω, η Αιτήτρια διέφυγε από την χώρα της δια θαλάσσης και ισχυρίζεται πως πλέον καταζητείται από τις αρχές της χώρας της για το πρόσθετο αδίκημα της απόδρασή της, ωστόσο χωρίς τεκμηρίωση. Η δικηγόρος της Αιτήτριας δεν προέβαλε οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνηση αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, καθώς επίσης δεν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά για το κατ’ ισχυρισμό εκκρεμές εις βάρος της ένταλμα σύλληψης. 

 

Από την μεριά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, με την δική τους απαντητική αγόρευση απάντησαν και στα δύο ερωτήματα του Δικαστηρίου ως εξής. Εκκινώντας από την απόρριψη του τρίτου ουσιώδη ισχυρισμού, κρίνουν αυτήν δικαιολογημένη για πλείονες λόγους. Αρχικά, επισημαίνουν ότι τα περί της δίωξής της Αιτήτριας με ένταλμα σύλληψης, δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην αίτηση διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω, οι αρχές δεν την αναζήτησαν στην πατρική της οικία αλλά ούτε επέδωσαν το σχετικό ένταλμα στους οικείους της, όπως επιτάσσουν οι κανόνες ποινικής δικονομίας του Καμερούν. Επίσης, παρότι η Αιτήτρια πληροφορήθηκε από τον θείο της για το ένταλμα, ο οποίος τύγχανε δικαστικός υπάλληλος στο Καμερούν, εντούτοις δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες για το εν λόγω ένταλμα, καίτοι ευλόγως αναμενόταν από αυτήν λόγω της πρόσβασης του θείου της σε πληροφορίες. Τέλος, εξίσου σημαντικό κρίνουν και το γεγονός ότι η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, διοικητικής και/ή δικαστικής, δεν προσκόμισε το σχετικό ένταλμα παρότι κατά τους ισχυρισμούς της αυτό εκκρεμεί σε βάρος της από το 2018.  Αναφορικά με το ερώτημα «ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα ιθαγένειας της», υποβάλλουν ότι ενόψει των ανωτέρω,  η Αιτήτρια δεν θα υποστεί οποιαδήποτε δίωξη ή σοβαρή βλάβη από τις αρχές της χώρας ιθαγένειας της σε περίπτωση επιστροφής της στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ήτοι στην Dοuala, στην οποία διαμένει η μητέρα της, το παιδί της και μερικά από τα αδέρφια της, καθότι η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε και/ή δεν απέδειξε ότι καταζητείτο ή/και ότι καταζητείται μέχρι και σήμερα, από τις αρχές της χώρας ιθαγένειας της. Ως μάλιστα ανέφερε στη συνέντευξη της, η ίδια δεν εμπλέκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην Αγγλοφωνική κρίση, δεν στηρίζει τον αγώνα των αποσχιστών και ως η ίδια ανέφερε η φυλάκιση της οφειλόταν στο γεγονός ότι οι αρχές του Καμερούν σύγχυσαν το προφίλ της με μίας άλλης κοπέλας η οποία στήριζε τους Ambazonians. 

 

Μελετώντας προσεκτικά το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και δη του διοικητικού φακέλου, θα προχωρήσω στην εξ’ υπαρχής αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, προκειμένου να καταλήξω σε συμπέρασμα αναφορικά με την αξιοπιστία τους.

 

Συνεπώς, οι ισχυρισμοί που θα αξιολογηθούν είναι 1) τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ο τόπος καταγωγής και αυτός της τελευταίας συνήθους διαμονής της, 2) η σύλληψη, κράτηση και η κακοποίηση που υπέστη τον Ιούλιο του 2018 από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, με την κατηγορία της υποστήριξης των αποσχιστών και 3) το εκκρεμές ένταλμα σύλληψης εις βάρος της Αιτήτριας, λόγω των κατηγοριών περί συμμετοχής και υποστήριξης των αποσχιστών και της απόδρασης της από την φυλακή.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης των Καθ’ ων η αίτηση βάσει των δηλώσεων που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την προφορική της συνέντευξη, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της.

 

Σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας και δη την αξιολόγηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, κατ’ αρχάς κρίνω ορθή την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με την κράτηση της από της αρχές, την μετέπειτα φυλάκισή της και κακοποίησή της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια υπήρξε αρκετά σαφής, συνεπής λογικά και χρονικά, ενώ στις δηλώσεις της υπήρχε εμφανές το βιωματικό στοιχείο, παραπέμποντας σε πρόσωπο που εξιστορείται ιδία βιώματα. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια υπήρξε αρκούντως σαφής σε σχέση με το ταξίδι της στη πατρική της οικεία, τους λόγους και το σημείο που πραγματοποιήθηκε ο έλεγχος από τις αρχές και τους λόγους που η ίδια στοχοποιήθηκε. Παρουσίασε με αρκετές λεπτομέρειες και έντονη βιωματικότητα τις συνθήκες στο σημείο ελέγχου και τον διάλογο μεταξύ της ίδιας και των αρχών, ενώ παρείχε και αρκετές λεπτομέρειες σε σχέση με το μέρος που την κράτησαν, τις ερωτήσεις που της έθεσαν και την μεταχείριση που έτυχε. Εξίσου λεπτομερείς, σαφείς και βιωματικές ήταν οι αφηγήσεις της σε σχέση με τη μεταφορά και κράτηση της στο αστυνομικό τμήμα, ούσα χρονικά και λογικά σαφής και συνεπής και αρκετά περιγραφική σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης της. Ως προς την φυλάκιση της Kumba, η Αιτήτρια παρέθεσε με επαρκείς λεπτομέρειες τις συνθήκες κράτησης της και το χρονικό διάστημα που παρέμεινε εκεί, μέχρι την απόδραση της. Υπήρξε αρκετά σαφής σε σχέση με τις κατηγορίες που τις πρόσαψαν, τις ερωτήσεις που της έθεσαν, και την κακοποίηση που υπέστη, περιγράφοντας με βιωματικό τρόπο τις μεθόδους βασανισμού που χρησιμοποιούσαν εις βάρος της και τις απειλές που δέχονταν. Αρκετά λεπτομερής και σαφής υπήρξε και σε σχέση με τον αξιωματικό που την βοήθησε να δραπετεύσει, παραθέτοντας τον μεταξύ τους διάλογο, την αιτία της γνωριμίας τους, η οποία είναι συνεπής σε σχέση με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, τους λόγους που προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει και τον τρόπο με τον οποίο την βοήθησε να διαφύγει, περιγράφοντας με βιωματικό τρόπο τον τρόπο απόδρασής της. 

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, σημειώνεται ότι δεν ανευρέθησαν πηγές που να επιβεβαιώνουν τη συγκεκριμένη δολοφονία στρατιωτικών που επικαλείται η Αιτήτρια. Κατά τα λοιπά κρίνω ορθή και πλήρης την έρευνα που διεξήχθη από τους Καθ’ ων η αίτηση από όπου προκύπτει τόσο η τεταμένη κατάσταση που επικρατεί στο Νοτιοδυτικό Καμερούν μεταξύ των αποσχιστών και των αρχών του κράτους, όσο και στις έκνομες ενέργειες και αυθαιρεσίες που τελούνται από τους τελευταίους, συμπεριλαμβανομένων των αυθαίρετων συλλήψεων και βασανισμών. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν θα προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα και ο ισχυρισμός γίνεται δεκτός βασιζόμενος στην εδραίωση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας. Δεν παραγνωρίζω άλλωστε την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση Αιτητή/τριας και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτόν μέρος της απόφασης[1].

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου και τελευταίου ισχυρισμού, ξεκινώντας με την εσωτερική αξιοπιστία αυτού, σημειώνεται κατ’ αρχάς ότι πράγματι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει αρκετές πληροφορίες σε σχέση με το ένταλμα σύλληψης. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια έλαβε γνώση του εντάλματος μέσω του θείου της, ο οποίος τύγχανε δικαστικός υπάλληλος και ενημερώθηκε αντίστοιχα από τις αστυνομικές αρχές, θα αναμενόταν από την Αιτήτρια να έχει παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο του εγγράφου και να είχε μεριμνήσει ώστε να αποκομίσει τις εν λόγω πληροφορίες από τον θείο της, ο οποίος λόγω της θέσης του είχε πρόσβαση σε περαιτέρω στοιχεία καθότι τα εντάλματα σύλληψης συντάσσονται και εκδίδονται από δικαστή ή τον πρόεδρο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως μαρτυρούν πηγές της χώρας καταγωγής[2]. Διαπιστώνω ότι  ελλείπουν πληροφορίες όπως μεταξύ άλλων πότε ακριβώς εκδόθηκε το ένταλμα, για ποια εγκλήματα ακριβώς του ποινικού κώδικα κατηγορείται, ποιες είναι οι ποινικές διατάξεις, με ποιες ποινές απειλείται, πληροφορίες τις οποίες ευλόγως αναμενόταν η Αιτήτρια να γνωρίζει. Επιπλέον, αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να προσκομίσει το εν λόγω έγγραφο έστω με την μορφή φωτογραφίας, δεδομένου ότι ο θείος της θα μπορούσε να έχει πρόσβαση στις εκτελεστικές αρχές. Το έγγραφο είχε εκδοθεί ήδη από το 2018, ήτοι τέσσερα χρόνια πριν την διεξαγωγής της συνέντευξης και έξι χρόνια πριν της παρούσας διαδικασίας, και δεν εξηγείται για ποιόν λόγο η Αιτήτρια δεν κατάφερε να έχει πρόσβαση σε αυτό, δεδομένου ότι βρισκόταν σε τακτική επικοινωνία με την οικογένειά της και κατάφερε να προσκομίσει άλλου είδους αποδεικτικά, όπως πιστοποιητικά γέννησης, σπουδών κ.λπ. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί, όπως ορθά παραθέτουν και οι Καθ’ ων η αίτηση, ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι κανείς από την οικογένειά της δεν έλαβε το εν λόγω ένταλμα έρχεται σε αντίφαση με το νομοθετικό πλαίσιο του Καμερούν. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Camerlex.com, την πιο μεγάλη βάση δικαστικών δεδομένων του Καμερούν, η οποία λειτουργεί σε εθελοντική βάση, τα εντάλματα σύλληψης εκδίδονται ως περιγράφουν τα άρθρα 18-19 του κώδικα Ποινικής Δικονομίας και επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι «Εάν το άτομο για το οποίο έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να βρεθεί μετά από προσεκτική έρευνα, αντίγραφο του εν λόγω εντάλματος κοινοποιείται στην τελευταία γνωστή κατοικία του ή στον αρχηγό του χωριού ή της περιφέρειας. Συντάσσεται έκθεση των διαδικασιών που εκτελέστηκαν και αποστέλλεται στον συντάκτη της εντολής. Ο αξιωματικός της δικαστικής αστυνομίας που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης έχει την έκθεσή του επικυρωμένη από το πρωτότυπο του εντάλματος υπογεγραμμένη είτε από τον προϊστάμενο της διοικητικής περιφέρειας, τον δήμαρχο είτε από τον προϊστάμενο του χωριού ή της περιφέρειας του τόπου κατοικίας ή τελευταία γνωστή κατοικία, και αφήνει ένα αντίγραφο για δημοσίευση»[3]. Ωστόσο, από τις δηλώσεις της Αιτήτριας δεν φαίνεται οι διωκτικές αρχές ούτε να κοινοποίησαν το εν λόγω έγγραφο στον τόπο κατοικίας της ούτε και να όχλησαν την οικογένειά της προς αναζήτηση της Αιτήτριας. Μέσα σε μια εξαετία από την έκδοση του εντάλματος, η Αιτήτρια δήλωσε πως μόνο μια φορά επισκέφτηκαν οι αρχές την πατρική της οικία στο χωριό Nguti, ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω του ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το περιστατικό. Σε κάθε περίπτωση, η μητέρα, η κόρη και τα περισσότερα αδέρφια της Αιτήτρια διαμένουν στο γαλλόφωνο τμήμα του Καμερούν, στην πόλη Douala, όπου, όπως επιβεβαιώνει η Αιτήτρια, ουδέποτε τους ενόχλησαν οι αρχές. Τέλος, δεν παραβλέπω το γεγονός, ότι ουδεμία αναφορά για ένταλμα σύλληψής δεν έγινε στην αίτηση της Αιτήτριας, όπου η τελευταία περιορίστηκε στο να αναφέρει κατά τρόπο ασαφή και γενικόλογο ότι εγκατέλειψε την χώρα της εξαιτίας του πολέμου. Υπό το φως των ανωτέρω, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία προς θεμελίωση του ισχυρισμού της Αιτήτριας ότι καταζητείται από τις αρχές της χώρας της με ένταλμα σύλληψης. Τις ανωτέρω ελλείψεις η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει, ούτε και κατόπιν επανανοίγματος της υπόθεσης, καθότι δεν τοποθετήθηκε επί των ζητημάτων που υπέδειξε το Δικαστήριο, δεν προσκόμισε κάποιο αποδεικτικό στοιχείο και δεν ανέτρεψε τα ευρήματα των Καθ’ ων η Αίτηση, καίτοι είχε την δικονομική δυνατότητα να το πράξει. 

 

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην πόλη Douala, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα.

 

Ως προς τον κίνδυνο που δύναται να απορρέει από τον ισχυρισμό ότι τον Ιούλιο του 2018, συλλήφθηκε, κρατήθηκε και κακοποιήθηκε από τις αρχές της χώρας της λόγω του ότι οι αρχές την μπέρδεψαν για κάποια υποστηρίκτρια των αποσχιστών, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση, παρατηρώ ότι δεν ακολούθησε οποιαδήποτε άλλη πράξη δίωξης, ώστε να αναμένεται ότι οι αρχές την καταδιώκουν σε συνδυασμό δε και με την απόρριψη του τρίτου ισχυρισμού, δεν εκκρεμεί σε βάρος της ένταλμα σύλληψης ούτε οι αρχές την αναζήτησαν στην οικία της τα τελευταία έξι χρόνια. Όλως επικουρικώς, ακόμα και αν εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης σε βάρος της, πηγές αναφέρουν ότι δεν υπάρχει κεντρικό μητρώο για εντάλματα σύλληψης στο Καμερούν. Οι άνθρωποι που βρίσκονται στο στόχαστρο των τοπικών αρχών μπορούν να δραπετεύσουν μετακομίζοντας στην πρωτεύουσα ή σε απομακρυσμένα μέρη του Καμερούν. Οι αρχές ασφαλείας μπορούν να αναζητήσουν άτομα σε εθνικό επίπεδο, αλλά αυτό συνήθως δεν συμβαίνει.[4]

 

Συνεκτιμώντας και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, όπως αυτά προκύπτουν από τον πρώτο αποδεκτό ισχυρισμό (γυναίκα, κάτοικος Douala, χριστιανή, ανήκουσα στη φυλή Bassossi), δεν προκύπτουν λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω πληροφορίες σε συνάρτηση όμως με το ότι η Αιτήτρια δεν είχε ουδεμία ανάμειξη ή πολιτική δραστηριότητα στη χώρα καταγωγής της κατά την εξέλιξη της αγγλόφωνης κρίσης, το Δικαστήριο κρίνει το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου της αβάσιμο και μη δικαιολογημένο. Η δε επίκληση της αυθαίρετης σύλληψής της το 2018, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το φόβο της, αφού δεν ανέκυψε κάποιο άλλο στοιχείο σύνδεσής της με του αυτονομιστές Αμπαζόνιανς καθώς και τη δραστηριότητά τους, γεγονός υπέρ του οποίο συνηγορεί ότι η οικογένειά της εξακολουθεί να διαμένει στο Καμερούν με ασφάλεια μέχρι και σήμερα, χωρίς να έχει υποπέσει στην αντίληψή τους οιαδήποτε ποινική δίωξη και/ή ενέργεια των αρχών εναντίον της Αιτήτριας.

 

Συμπερασματικά, από το ιστορικό της Αιτήτριας όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτή δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Εξετάζοντας πλήρως την υπόθεση ωστόσο, διαπιστώνω, αντίθετα στη θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας, ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Douala, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Douala, της περιφέρειας Littoral, ήτοι τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης παρατηρείται ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη με την Boko Haram στο Βορρά (περιοχή Far North)[5], ενώ στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές (Northwest και Southwest) αναφέρεται ότι αριθμός αγγλόφωνων αποσχιστικών ομάδων μάχεται έναντι της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των περιοχών. Ωστόσο, η βία δεν ισοδυναμεί με διεθνή ένοπλή σύρραξη.[6]

 

Ως προς την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Littoral (Littoral Region), στην οποία βρίσκεται η πόλη Douala, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED, τη χρονική περίοδο 05/07/2023 - 05/07/2024, καταγράφηκαν 19 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 5 απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Ειδικότερα, στην πόλη Douala, καταγράφηκαν 14 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 3 ανθρώπινες απώλειες. Τα 14 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 9 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 4 ανθρώπινες απώλειες, 2 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians), και 3 διαμαρτυρίες (protests).[7] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της πόλης Douala για το έτος 2023 (4,063,000 κάτοικοι)[8], καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ: «Το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τον γεωγραφικό χαρακτήρα της σύρραξης στο πλαίσιο γενικευμένης βίας στην υπόθεση Sufi και Elmi. Στην εθνική νομολογία σχετικά με το άρθρο 15 στοιχείο γ), το γερμανικό FAC και το γαλλικό εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για θέματα ασύλου έκριναν ότι η εκτίμηση δεν απαιτεί ανάλυση της γενικής κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά στην οικεία περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής που πρόκειται να ακολουθηθεί από το σημείο επιστροφής στην περιοχή καταγωγής»[9].

 

Διερευνώντας λοιπόν την επικρατούσα κατάσταση στην πόλη Douala, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05/07/2023 - 05/07/2024 συγκεκριμένα στην πόλη Douala των 4,063,000 κατοίκων, καταγράφηκαν μόλις 2 περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών, τα οποία δεν επέφεραν το θάνατο αμάχων[10].

 

Τα αναθεωρημένα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Αιτήτρια κατά την επιστροφή της στην πόλη Douala, δεν θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά συνέπεια, κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός της για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ



[1] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639

[2] Journal Officiel de la République du Cameroun portant Code de Procédure Pénale N°2005/007 27 Juillet 2005, https://www.ilo.org/dyn/natlex/docs/ELECTRONIC/71813/89563/F-236841017/CMR-71813.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/07/2024).

 

[3] Camerlex.com, Le mandat d’arret, 26 Décembre 2010, https://www.camerlex.com/le-mandat-d-arret-160/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/07/2024).

 

[4] AAFederal Foreign Office (Germany) (Author): Bericht über die asyl- und abschiebungsrelevante Lage in Kamerun (Stand: September 2022), 22 September 2022
https://media.frag-den-staat.de/files/foi/758362/2022-09-02-lagebericht-asyl-kamerun-ocr.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/07/2024).

[5] RULAC (Rule of Law in Armed Conflict), Ακαδημία Γενεύης,  https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/07/2024].

[6] Ibid

[7]ACLEDDISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORMThe Armed Conflict Location & Event Data Projectδιαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο 
https://acleddata.com/explorer/ (
βλπλατφόρμα Explorerμε χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: METRIC: Event Counts/Fatality Counts, EVENT CATEGORIES: Event Types (Battles/Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests) DATE RANGE: Past Year of ACLED Data, REGION: Africa, COUNTRY: Cameroon, ADMIN UNIT: Littoral, LOCATION: Douala) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/07/2024]

[8] CIA The World Factbook, Cameroon, https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/cameroon/#people-and-society [Ημερομηνία Πρόσβασης: 10/07/2024].

[9] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 30 - σημείο 1.8.2. Η περιοχή καταγωγής ως περιοχή προορισμού (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), (ημ πρόσβασης 10/07/2024).

[10] ΑCLED – DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PROJECT, 

The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 05/07/2023 και 05/07/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ Violence against civilians και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle Africa - Cameroon- Littoral  - Point View-Douala) [ημερ.πρόσβασης 10/07/2024].

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο