ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 3324/2023

03 Ιουλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

    1. Ε. Κ. S., εκ Καμερούν,

    2. R. S., εκ Καμερούν (ανήλικος δια μέσω της κηδεμόνα του (E. K. S.)

Αιτητές

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Αιτήτρια 1:  Παρούσα

Τ. Μπετίτο (κος), για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τους Αιτητές

Ν. Κωνσταντίνου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 24/08/23, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια 1 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 06/03/19, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της στις 04/05/23 και σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 08/06/23. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης την 12/06/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι δικηγόροι για τους Αιτητές, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη  απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι0/2000) καθότι η προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας διεξάχθηκε από λειτουργό Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «EYYA») χωρίς να συνοδεύεται και/ή να υποστηρίζεται από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και χωρίς να είχε την απαιτούμενη κατάρτιση, συνεπώς, η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας. Ισχυρίζονται, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς έρευνας, λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα καθότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας καλύπτονται από ευλογοφάνεια και είναι σε συμφωνία με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης περιστατικών βίας στην χώρα καταγωγής της.  Περαιτέρω, η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της ορθής και νόμιμης διαδικασίας κατά παράβαση του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και/ή δεν τηρήθηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν ευάλωτα πρόσωπα αφού η Αιτήτρια αποτελεί πρόσωπο που υπέστη βασανηστήρια. Οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν, επίσης, να εξετάσουν κατά πόσο οι Αιτητές πληρούν τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία και τέλος ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι ελλιπής ή/και εσφαλμένη.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση, υποστηρίζουν με την Γραπτή τους Αγόρευση ότι η απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων  μετά από δέουσα έρευνα και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Διατείνονται ότι οι λειτουργοί της ΕΥΥΑ είναι δεόντως εξουσιοδοτημένοι και καταρτισμένοι μνα διεξάγουν συνεντεύξεις, ζήτημα το οποίο έχει αποφασιστεί σε σωρεία αποφάσεων του Δικαστηρίου.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Προτού το Δικαστήριο προβεί σε εξέταση λόγων ακύρωσης θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας 1 όπως αυτοί προβάλλονται μέσω της συνηγόρου της στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή Αγόρευση. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924). Σημειώνεται δε, ότι λόγοι ακύρωσης που καταγράφονται στην προσφυγή, αλλά δεν έχουν αναπτυχθεί μέσω της Γραπτής Αγόρευσης θεωρείται, με βάση την πάγια νομολογία, ότι έχουν εγκαταλειφθεί.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Καταρχάς, παράβαση του Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) δεν υφίσταται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση του αιτούντα αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας», ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας την περίπτωση της Αιτήτριας 1 δεν έκρινε σκόπιμο να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση, καθότι απέρριψε τους ισχυρισμούς δίωξης της ως εσωτερικά αναξιόπιστους. Άλλωστε από το ίδιο το αίτημα ασύλου της καμία αναφορά έγινε περί βιασμών και/ή βασανιστηρίων και έγινε σχετική αναφορά μόνο στα πλαίσια συνέντευξης -  αφήγημα όμως που απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστο. Ούτε έχει προσκομίσει η Αιτήτρια 1 οποιοδήποτε στοιχείο, μαρτυρία ή ιατρικό πιστοποιητικό στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής της για να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

     Ούτε παραβίαση των διαδικασιών τεκμηριώνεται. Το Άρθρο 13 (1Α) περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) προνοεί ότι «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.[…]». Υπάρχει σχετικό διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου στις 13/09/19 με την Κ.Δ.Π.297/2019 για συνδρομή εμπειρογνωμόνων από την ΕΥΥΑ, (ερυθρό 23-22 διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ») ο δε ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του λειτουργού της ΕΥΥΑ στις συνεντεύξεις θα πρέπει να συνοδεύεται με συμμετοχή λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα της πρόνοιας του Νόμου και/ή της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), συνεπώς απορρίπτεται. Έχει δε αποφασιστεί το εν λόγω ζήτημα σε σωρεία αποφάσεων του παρόντος Δικαστηρίου περί νόμιμης συμμετοχής και/ή διενέργειας συνεντεύξεων από τους εν λόγω λειτουργούς. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό περί μη κατάρτισης του λειτουργού που προέβη στη συνέντευξη, κρίνω ότι  δεν ανατράπηκε από την Αιτήτρια 1 το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο της Αιτήτριας 1 (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά της Αιτήτριας 1. Ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου.

 

     Αναφορικά με τον ισχυρισμό για παραβίαση του Άρθρου 13 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) διαπιστώνω από τα στοιχεία του φακέλου ότι η Αιτήτρια 1 ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό ΕΥΥΑ για τη διαδικασία της συνέντευξης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, το δικαίωμα πρόσβασης στην έκθεση, καθώς και για το δικαίωμα  προσφυγής του στο Δικαστήριο. Κατά την συνέντευξη, της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές της  περιστάσεις. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και της  παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτήν (Englishερυθρό 33 ΔΦ). Μετά το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός ΕΥΥΑ, ο διερμηνέας και η Αιτήτρια 1 υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις της. Εάν η Αιτήτρια δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η διαδικασία της συνέντευξης ήτο σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 13 & 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000).

 

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης, το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας 1 σε συνδυασμό με τους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με την αίτηση ασύλου της η Αιτήτρια 1 ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε το Καμερούν με αφορμή τα όσα συνέβησαν στις 28/12/18 στην Buea όταν ο πατέρας της δολοφονήθηκε και το σπίτι τους κάηκε λόγω της εργασίας του πατέρα της στην κυβέρνηση και η Αιτήτρια 1 διέτρεξε στην Νιγηρία [ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΟ]. Οι Ambazonians[1] την έψαχναν και την κυνηγούσαν γιατί είναι το μοναδικό τέκνο του πατέρα της. Με την βοήθεια της μητέρας της και ενός άλλου προσώπου ταξίδεψε στην Ευρώπη (ελεύθερη μετάφραση ερυθρό 1 ΔΦ). Κατά την συνέντευξη της δήλωσε ως τόπο καταγωγής/τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Ekona, στην Buea του Καμερούν. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε διαζευγμένη και μητέρα τριών παιδιών. Τα δύο της τέκνα,  ηλικίας 17 και 9 χρονών, διαμένουν μαζί με τον πατέρα τους στην Νιγηρία. Το τρίτο της τέκνο γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία και διαμένει μαζί της. Ο πατέρας της έχει αποβιώσει και η μητέρα της διαβιεί στην Buea. Η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι δεν έχει αποφοιτήσει από το σχολείο και εργαζόταν στην χώρα της ως  κομμώτρια. Κατά την ελεύθερη αφήγηση της, πρόβαλε, επίσης, ότι η μητριά της την κακομεταχειριζόταν. Επιπλέον, ως πρόσθετα δήλωσε, είχε υπήρξε θύμα βιασμού, κινδύνευε η ζωή της γι’ αυτό και εγκατέλειψε την χώρα της (ερυθρό 39/2Χ ΔΦ). Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι οι Ambazonias ήταν αυτοί που την κτύπησαν και την βίασαν. Ως προς την μεταχείριση την οποία ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε από την μητριά της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι αυτή (η μητριά) ήταν θυμωμένη μαζί της γιατί ο πατέρας της την φρόντιζε (ερυθρό 39/3Χ ΔΦ). Ανέφερε ότι δεχόταν την κακή συμπεριφορά της μητριάς της από το 2004, μετά το διαζύγιό της από τον πρώην σύζυγό της (ερυθρό 38/1Χ ΔΦ). Αναφορικά με το περιστατικό του βιασμού της, η Αιτήτρια1 δήλωσε ότι συνέβη μια φορά σε μια φάρμα. Ανέφερε ότι τρία πρόσωπα την πλησίασαν και ο ένας από αυτούς την βίασε, τοποθετώντας χρονικά το περιστατικό το 2017 χωρίς ωστόσο να θυμάται ακριβώς, προσθέτοντας ότι ήταν περί τον Νοέμβριο (ερυθρό 37/1Χ ΔΦ). Όταν διηγήθηκε το περιστατικό στον πατέρα της, αυτός εξοργίστηκε και έψαξε να βρει τους Ambazonians. Ακόμα, δήλωσε ότι ο πατέρας της κατήγγειλε το περιστατικό στις αρχές, αφού αυτός ήταν στρατιωτικός και εν τέλει οι Ambazonians τον σκότωσαν τον 12ο/2018 (ερυθρό 36/1Χ ΔΦ).

 

Ο λειτουργός αποδέχθηκε την ταυτότητα, τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ και την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας 1 (ερυθρά 68 & 67 ΔΦ), απέρριψε, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστο τον ισχυρισμό της για την κακομεταχείριση από την μητριά της και τον βιασμό της από τους Ambazonians. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται οι ανακρίβειες, η έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών, τα ανεπαρκή στοιχεία και οι γενικότητες στα λεγόμενα της Αιτήτριας 1. Ειδικότερα, προκύπτουν τα ακόλουθα:

- η Αιτήτρια 1 δεν ήταν σε θέση να παρέχει λεπτομέρειες αναφορικά με την ισχυριζόμενη κακομεταχείριση από την μητριά της, δηλώνοντας απλά ότι η ζήλια της μητριάς της ξεκίνησε όταν της δώρισε ο πατέρας της (στην Αιτήτρια 1) διαμέρισμα,  

- δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια το περιστατικού του βιασμού της από τους Ambazonians όπως επίσης δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει σημαντικά στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού της, όπως το πότε εξελίχθηκε το περιστατικό, αναφέροντας αρχικά ότι ήταν τον Νοέμβριο και σε κάποιο άλλο σημείο της συνέντευξης δήλωσε ότι ήταν τον Δεκέμβριο,

- δεν κατάφερε να επεξηγήσει γιατί δεν κατήγγειλε το περιστατικό στις αρχές, επιμένοντας ότι εικάζει ότι η μητριά της ήταν αυτοί που διοργάνωσε τον βιασμό της χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει γιατί το πιστεύει αυτό,

- χωρίς συνοχή δήλωσε ότι παρά το ότι η κακομεταχείριση από την μητριά της συνέβαινε από το 2004 και ο βιασμός της το 2018, αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα το 2019 ανέφερε ότι το έκανε γιατί το 2018 σκοτώθηκε ο πατέρας της και επειδή ο πατέρας της εργαζόταν στον στρατό η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο,

- ούτε ήταν σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες για την εργασία του πατέρα της, όπως επίσης δεν παρείχε λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με την ισχυριζόμενη δολοφονία του πατέρα της.

 

Ο λειτουργός κατέληξε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας 1 δεν ήταν συνεπείς, ήταν ανεπαρκώς λεπτομερείς και αντιφατικές και ως εκ τούτου δεν τεκμηριώθηκε ο ισχυρισμός της.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση του αφηγήματος της Αιτήτριας 1, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία της επί αυτού του σημείου του αιτήματος της, δεν τεκμηριώνεται. Οι συνθήκες δίωξης της, οι περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος της και η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. Οι δηλώσεις της εμφαίνοντα να είναι γενικές και αόριστες ενώ κατά την διαδικασία της συνέντευξης δεν κατέβαλε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, η Αιτήτρια 1 θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις της ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας 1 δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση της εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως προκύπτει και από την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού, παρόλο που δεν τεκμηριώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας 1, έγινε αξιολόγηση και για τους σκοπούς παροχής σε αυτήν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή της Αιτήτριας 1 υπάρχουν περιστατικά ασφαλείας, όχι όμως σε υψηλό επίπεδο, ώστε να προκύπτει δεδομένης της έντασης της σύγκρουσης στην περιοχή της Αιτήτριας 1 σε συνδυασμό με τις προσωπικές της περιστάσεις ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω μόνο της παρουσίας της σε περίπτωση επιστροφής της (ερυθρά 61 ΔΦ). Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου από τη βάση δεδομένων ACLED σε σχέση με τα περιστατικά που αφορούν την πόλη Buea προκύπτει ότι το διάστημα 27/05/23 έως τις 24/05/24 καταγράφηκαν μόνο 22 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 13 απώλειες. Εξ αυτών των 22 περιστατικών 2 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» χωρίς νθρώπινες απώλειες),  15 ως «βία κατά αμάχων» (με 12 ανθρώπινες απώλειες, 3 ως «αναταραχές» (με 1 ανθρώπινη απώλεια), 2 περιστατικά ως «διαμαρτυρίες» χωρίς ανθρώπινες απώλειες)[5]. Τα αναθεωρημένα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρόλο που στην περιοχή της Αιτήτριας 1 λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός – επομένως ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία της Αιτήτριας 1 στο έδαφος της περιοχής την εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία της Αιτήτριας 1 (πρόκειται για ενήλικη, νεαρή, ικανή προς εργασία, με οικογενειακό/υποστηρικτικό πλαίσιο να βρίσκεται στην χώρα καταγωγής) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή της στον τόπο διαμονής της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη. Συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί επί αυτού του σημείου απορρίπτονται επίσης ως ανεδαφικοί.

 

Σημειώνεται, ότι η όλη διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου ως προκύπτει από το φάκελο διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις πρόνοιες του Άρθρου 13, 13Α και 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και με βάση τα σχετικά καθοδηγητικά εγχειρίδια και διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις για να μπορεί η ενδιαφερόμενη να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες της, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει συνολικά με τις απαντήσεις της επαρκώς το αίτημα της. Επί αυτού του σημείου, επισημαίνεται ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[6], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[7]. Παρόλο που εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (συμπεριλαμβανομένων και των πηγών που παρέπεμψε ο δικηγόρος της Αιτήτριας 1) επιβεβαιώνουν περιστατικά βίας στην χώρα καταγωγής, εντούτοις η εσωτερική αξιοπιστία της όπως αναλύεται πιο πάνω, δεν τεκμηριώθηκε και ο έλεγχος εξωτερικής αξιοπιστίας μέσω έγκυρων πηγών πληροφόρησης έπεται (μεταξύ άλλων δεικτών αξιοπιστίας) της τεκμηρίωσης εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτούντα[8]. Δεν θα μπορούσε λόγω μόνο εξωτερικών πηγών σε σχέση με πληροφορίες της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας, λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής της αξιοπιστίας, να γίνει αποδεκτό το αίτημα της.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας 1 ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας 1, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας 1 και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το Καμερούν – Βλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, available at: https://euaa.europa.eu/

[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.

[4] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας.

[5]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/explorer/  (βλ. πλατφόρμα Explorer, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 27/05/23 – 24/05/24, ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon, ADMIN: Sud-Ouest, Location: Buea) Ημερομηνία Πρόσβασης: 18/05/24

[6] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[7] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[8] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023, ενότητα 4.5. Credibility indicators – σελ. 120-121


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο