ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                          Υπόθεση αρ. 361/2023

 

31 Ιουλίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                          Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                                           R.N.R.Y.

                                                                                                                                                                                                                                                   Αιτητής

Και

 

                     Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργείου Εσωτερικών

2.  Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                     Καθ' ων η αίτηση

 

 

Χ. Γιαγκουλλή (κα) και Τ. Μπετίτο (κος) για Δέσπω Χριστοδούλου  (κα), Δικηγόρος για Αιτητή

Α. Φιλίππου (κος) και Ρ. Προδρόμου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 28/05/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 05/01/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρη και/ή στερούμενη αιτιολογίας και/ή δέουσας έρευνας και/ή παντός εννόμου αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, o αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Αιγύπτου και στις 28/06/2021 εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας. Στις 16/09/2021 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, και στις 29/04/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 02/05/2022, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις  28/05/2022. Στις 05/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή απόρριψης του αιτήματος του αιτητή η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου στη μητρική γλώσσα του αιτητή.

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Η συνήγορος του αιτητή δεν καταχώρησε απαντητική αγόρευση. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι Α) Μη δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό και πλάνη περί τα πράγματα κατά την έκδοση της απόφασης. Β) Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα το δικαίωμα ακρόασης του αιτητή πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται δέουσας αιτιολογίας.

Οι καθ' ων η αίτηση κατ’ αρχάς υποβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης της προσφυγής δεν αιτιολογούνται ούτως ώστε να εξεταστούν από το δικαστήριο κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 και εν τέλει υποβάλλουν ότι τα νομικά σημεία που προβάλει ο αιτητής στην γραπτή αγόρευση του δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο καθότι δεν εξειδικεύονται ρητώς και αιτιολογημένα δια της προσφυγής και/ή δε δικογραφούνται. Επίσης, είναι η θέση των καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο, ήτοι δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία δικαιολογημένου φόβου δίωξης και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

Εν πρώτοις κρίνω ότι έχουν έρεισμα οι σχετικοί ισχυρισμοί των καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά την μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων ακύρωσης ως εμπεριέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής.

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 ( παραθέτω αυτολεξεί): « Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον».

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται.

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.

Σε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
υπόθεση
Ankit v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών, Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αρ. 29/21, ημερ. 04/10/21
, το Δικαστήριο προέβη σε μια ανασκόπηση της νομολογίας σε σχέση με τον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπου παραπέμπω στην εκεί αναφερθείσα νομολογία την οποία υιοθετώ.

Στη βάση της πιο πάνω αναφερόμενης νομοθεσίας και νομολογίας, είναι πρόδηλο ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τον Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και ενόψει τούτου, θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί του αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως (προσφυγής) και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις που επακολούθησαν.

Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω τον ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.

Στο πλαίσιο του έντυπου της αίτησής του για διεθνή προστασία ο αιτητής δήλωσε ότι ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης και τα εισοδήματά του (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 18 του διοικητικού φακέλου).   

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξης του, ο αιτητής ανάφερε ότι ο λόγος που ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία ήταν για να εργαστεί και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειάς του. Τέλος, ερωτώμενος για τις συνέπειες που ενδεχομένως θα έχει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ανέφερε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για τρία έτη ακόμη ώστε να κατορθώσει να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση και έπειτα θα επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικού περιεχομένου συνεπώς, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήρθε για να εργαστεί και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας του, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του.

 

Στην περίπτωση αυτή του αιτητή, παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης ότι τέθηκαν σε αυτόν αρκετές ερωτήσεις, και ο ίδιος δεν ανέφερε οτιδήποτε το οποίο θα υποδήλωνε μια γνήσια περίπτωση προσώπου που χρήζει διεθνούς προστασίας, προκειμένου και ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί σε περαιτέρω ερωτήσεις.

Ενόψει των όσων ως έχουν αναφερθεί, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, η συνήγορος του αιτητή προβάλλει ότι η απόφαση πάρθηκε υπο πλάνη περί τα πράγματα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται χωρίς να υποδεικνύεται η σύνδεσή του με την παρούσα υπόθεση. Δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο στην διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης δια της παρούσης πράξης στο οποίο να εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα σύμφωνα με το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο Ν. 158 (Ι)/1999 και συνεπεία της οποίας η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μπορεί να θεωρηθεί πάσχουσα συνεπεία τέτοιας πλάνης περί των γεγονότων.

Ο συνήγορος του αιτητή παραθέτει απλώς τις νομικές διατάξεις και παραπέμπει σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης με αποτέλεσμα ο εν λόγω λόγος να είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης ( βλ. σχετικά Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό του αιτητή ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ως γενικό και αόριστο. 

Θα προχωρήσω, με την εξέταση του ισχυρισμού περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Όπως έχει κατ’ επανάληψη έχει νομολογηθεί, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής, έτσι ώστε να μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος, μπορεί δε να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 648, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672 και SURENDAN SUNDARARAJ κ.α. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D596, Υποθ. Αρ. 1867/2012, ημερ. 11.9.2015).

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω παραβίαση του άρθρου 26 του Ν. 158 (ι)/1999. Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος  διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Επιπλέον, ως προς τους λόγους που προωθεί ο αιτητής περί παράβασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, παρατηρώ ότι προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και ατεκμηρίωτο με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ( βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Ένεκα τούτου, οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης απορρίπτονται ως μη δυνάμενοι να εξεταστούν λόγω της γενικότητας και αοριστίας τους.

 Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, θα προχωρήσω να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση του άρθρου 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018)  και ενόψει τούτου να κρίνω αν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπο του, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι οικονομικού περιεχομένου και ότι επιθυμεί να εργαστεί ώστε να στηρίξει την οικογένεια του, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο καθότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για τους λόγους που αναφέρονται στην πιο πάνω αναφερθείσα νομοθεσία. Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ « Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δεν να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Υπό το φως των απαντήσεων του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του και των γεγονότων και στοιχείων που είναι καταγεγραμμένα στο διοικητικό φάκελο της υπό αναφορά υπόθεσης, κρίνεται ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής, δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι οικονομικός μετανάστης καθότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας ωθούμενος από οικονομικά κίνητρα και επομένως δεν υπάγεται στην κατηγορία των δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς σε γεγονότα στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του αιτητή, οι εν λόγω δεν βρίσκουν έρεισμα υπό το φως των στοιχείων που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο του αιτητή και δεν συνάδουν επακριβώς με τα γεγονότα που προβάλλει ο αιτητής στην αίτηση του, ενώ επίσης δεν συνάδουν καθόλου με τα όσα ανέφερε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη του. Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται, εφόσον δεν έχουν προσκομισθεί με τον ορθό δικονομικό τρόπο για να μπορούσε το Δικαστήριο να τα λάβει υπόψη του, και κατ’ επέκταση το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη του μόνο το υλικό ως εμπεριέχεται στον διοικητικό φάκελο. Επομένως, οι όποιοι ισχυρισμοί του αιτητή σε γεγονότα στις γραπτές του αγορεύσεις δεν μπορούν να έχουν έρεισμα και καθίστανται απορριπτέοι.

Σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 191/24 ημερ. 31/05/2024 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Αίγυπτος. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

                                                                                   Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο