ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπoθ.Αρ.: 364/23

 

                                                            03 Ιουλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. C. K., εκ Καμερούν

 

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών

 

Καθ’ ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής Παρών

Α. Κλαϊδη (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ν. Ιερωνυμίδης (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ε. Ηρακλέους (κα) για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 03/01/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να του αναγνωρίζεται προσφυγικό καθεστώς ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπήκοος Καμερούν, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 23/09/19, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 19/07/22 και ο λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ΕΥΥΑ») ετοίμασε έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 14/10/22. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 16/11/22, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με την Γραπτή Αγόρευση η συνήγορος για τον Αιτητή, προωθεί ως λόγους ακύρωσης την μη ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας. Ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν προβεί σε επαρκή έρευνα και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητή ή μη δεόντως αιτιολογημένη.  Εισηγείται, ότι ο Αιτητής απέσεισε το βάρος απόδειξης και απέδειξε ότι υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης βάσει του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου ζητώντας όπως έστω του αναγνωρισθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Συμπληρώνει ότι ενώ έγινε αποδεκτό μεγάλο μέρος του αφηγήματος του δεν θα έπρεπε να απορριφθεί ο ισχυρισμός του για ύπαρξη εντάλματος σύλληψης εναντίον του.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των Κανονισμών και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα, και κατόπιν ορθής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που τον βαραίνει και η προβολή ισχυρισμών και θέσεων από μόνη της χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση δεν αποσείει το βάρος απόδειξης ούτε έχει ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας. Τέλος προβάλλουν ότι οι ενέργειες των Καθ΄ ων η αίτηση αποδεικνύουν ότι έπραξαν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή που προβάλλονται μέσω της συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής διαπιστώνω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν αναπτύσσεται στην Γραπτή Αγόρευση, επομένως, θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, αρκετοί ισχυρισμοί που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση περιορίζονται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019,(3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v.Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva(2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Το Δικαστήριο, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω της καταγωγής του (Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν) το οποίο αποτελεί μέρος του αγγλόφωνου τμήματος του Καμερούν. Ο πατέρας του ήταν χωροφύλακας και δούλευε για την κυβέρνηση. Λόγω της ανοδικής κρίσης που επικρατεί στο αγγλόφωνο τμήμα και του πολέμου, το αγγλόφωνο τμήμα έχει περιθωριοποιηθεί, δημιουργήθηκαν αποσχιστικές ομάδες που επιδιώκουν τον διαχωρισμό από τις γαλλικές περιφέρειες και απαιτούν όπως όλοι οι αγγλόφωνοι που εργάζονται για την κυβέρνηση αποχωρήσουν. Αυτό οδήγησε στην απαγωγή και την δολοφονία του πατέρα του Αιτητή ο οποίος εργαζόταν για τον στρατό. Επιπλέον, ακολούθησαν και άλλες επιθέσεις κατά της οικογένειας του και εν τέλει αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα για την ασφάλειά του (ελεύθερη μετάφραση - ερυθρού 3 ΔΦ)

 

Κατά την συνέντευξη δήλωσε τόπο καταγωγής/τελευταίας συνήθους διαμονής το χωριό Kom (Liakom - απέχει 1 ώρα από την πόλη Bamenda) και έχει διαμείνει στην πόλη Yaoundé κατά την περίοδο των σπουδών του στο τμήμα φυσικής γεωγραφίας. Δήλωσε ότι στην χώρα του εργαζόταν ως γραφίστας στην οικογενειακή επιχείρηση μέχρι το 2019. Ανέφερε, επίσης, ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Kom, είναι άγαμος, η μητέρα του βρίσκεται στην Νιγηρία όπως και η αδερφή του, ο αδερφός του βρίσκεται στην Bamenda και ο πατέρας του έχει δολοφονηθεί.

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα του πρόβαλε κατά την ελεύθερη αφήγηση του ότι εκκρεμεί από τον 09ο/2019 εναντίον του ένταλμα σύλληψης από τις αρχές της χώρας του. Ο Αιτητής εργαζόταν ως γραφίστας στο μαγαζί του θείου του και κάποια μέρα οι αποσχιστές τους ζήτησαν να εκτυπώσουν φανελάκια για την 1η Οκτωβρίου, ημέρα εορτασμών για την ανεξαρτησία του αγγλόφωνου τμήματος του Καμερούν. Παρά την αρχική απροθυμία και άρνηση στο να αποδεχτούν αυτή την εργασία, την επόμενη μέρα τους επισκέφτηκαν ξανά και ο Αιτητής και οι συνάδελφοι του εξαναγκάστηκαν να το αποδεχτούν, αφού τους απείλησαν με όπλο. Ωστόσο παρά την αποδοχή, ο Αιτητής και οι συνάδελφοι του έθεσαν όρο να μην αποκαλυφθεί ότι αυτοί εκτύπωσαν τα φανελάκια. Μετά από περίπου 7 με 8 μέρες και κατά την διάρκεια που τα φανελάκια βρίσκονταν στο μαγαζί, η αστυνομία έκανε επιδρομή στην περιοχή και τα εντόπισε με αποτέλεσμα να κάψει το μαγαζί και άλλα υποστατικά της περιοχής. Ο Αιτητής διέφυγε και αργότερα έλαβε τηλεφώνημα ότι ήταν καταζητούμενος στο αστυνομικό τμήμα Belo, ωστόσο ποτέ δεν πήγε. Τότε, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τρία άτομα, τον Αιτητή, τον ξάδερφό του ονόματι Emmanuel και τον συνάδελφο του. Μετά από μια εβδομάδα και την έκδοση του εντάλματος, ο ξάδερφός του δολοφονήθηκε γι’ αυτό ο Αιτητής διέφυγε προς την Bafoussam και την Yaoundé όπου και εγκατέλειψε την χώρα. Ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του είτε θα δολοφονηθεί είτε θα φυλακιστεί, λόγω του εντάλματος το οποίο εκκρεμεί εναντίον του από τις αρχές. Επιπρόσθετα, δήλωσε ότι το 2017 είχε συλληφθεί από τους αποσχιστές λόγω του ότι είναι αγγλόφωνος όπως επίσης και λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του αλλά και λόγω της άρνησης του να εκτυπώσει τα φανελάκια που του ζήτησαν. Επιπλέον, τον συνέλαβαν και για να τον αφήσουν ελεύθερο ζήτησαν λύτρα, τα οποία πλήρωσε και αφέθηκε ελεύθερος. Ωστόσο, δήλωσε ότι οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την είσοδο του σε αυτή. Ο Αιτητής περιέγραψε πως κατά την έξοδο του από την χώρα και ενόσω βρισκόταν στο αεροδρόμιο, τον ανέκοψαν ενημερώνοντάς τον για το ένταλμα σύλληψης. Εντούτοις, ο υπεύθυνος δωροδοκήθηκε και τον άφησε εν τέλει να ταξιδέψει.

 

Ο λειτουργός με βάση την έκθεση/εισήγηση του διέκρινε πέντε κρίσιμους ισχυρισμούς, ήτοι (α) την ταυτότητα, το προφίλ και την χώρα καταγωγής του, (β) ότι συνελήφθη στο Ashing από τους αποσχιστές το 2017 λόγω της ιδιότητας του πατέρα του ως στρατιώτη της κυβέρνησης, (γ) ότι αναγκάστηκε να εκτυπώσει φανελάκια για τους Ambazonians το 2019, (δ) ότι ο χώρος εργασίας του κάηκε από τις κυβερνητικές αρχές στις 12/09/19 και (ε) ότι οι αρχές του Καμερούν εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης εναντίον του και των δύο συναδέλφων του και τους αναζητούσαν λόγω της σύνδεσής τους με τους Ambazonians (ερυθρό 91 ΔΦ). Ο λειτουργός αποδέχθηκε τους τέσσερις πρώτους από τους πέντε συνολικά κρίσιμους ισχυρισμούς (ερυθρά 91-84 ΔΦ), απέρριψε όμως τον εναπομείναντα ισχυρισμό λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας (ερυθρά 85-83 ΔΦ) ως περιγράφεται κατωτέρω.

 

Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι οι αρχές του Καμερούν εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης εναντίον του και των δύο συναδέλφων του λόγω της σύνδεσής τους με τους Ambazonians, απορρίφθηκε διότι οι σχετικές δηλώσεις του δεν ήταν συγκεκριμένες και λεπτομερείς. Ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής θα έπρεπε να γνωρίζει το περιεχόμενο του εντάλματος από την στιγμή που όπως ισχυρίστηκε έλαβε γνώση του μέσω φωτογραφίας που του στάλθηκε αφότου κατέφθασε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι με γενικότητα και χωρίς καμία επεξήγηση δήλωσε ότι κατηγορήθηκε γιατί βοηθούσε και είχε συμμετοχή στον αγώνα των αποσχιστών για την διαίρεση του Καμερούν λόγω της ανάμειξής του στην εκτύπωση των φανελών. Αναφορικά με την δολοφονία του εξάδελφού του από τις κυβερνητικές αρχές, επίσης, κρίθηκε ότι οι απαντήσεις του ήταν γενικές χωρίς να εισφέρει λεπτομέρειες και ακριβείς πληροφορίες. Τέλος, αναφορικά με την εξέλιξη της υπόθεσής του στο Καμερούν, κρίθηκε ότι με γενικότητα και χωρίς λεπτομέρειες δήλωσε ότι είναι βέβαιος ότι η υπόθεσή του οδηγήθηκε στο δικαστήριο λόγω του εντάλματος. Ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σχετικές με το πως οι κυβερνητικές αρχές αντιμετωπίζουν πολίτες τους οποίους θεωρούν ότι βοηθούν τους αποσχιστές, ωστόσο λόγω των ελλείπων πληροφοριών στα λεγόμενα του κρίθηκε ότι η εσωτερική αξιοπιστία του δεν στοιχειοθετήθηκε απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό. 

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή, ο λειτουργός κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

(α) ο Αιτητής δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα εκτός της μεμονωμένης σύλληψης από τους αποσχιστές το 2017 (λόγω επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του),

(β) εκτός της εκτύπωσης φανελών δεν υπήρξε περαιτέρω συνεργασία μαζί τους και δεν θα αντιμετωπίσει εύλογη πιθανότητα έκθεσής του σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του,

(γ) ούτε υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω εξαναγκασμού του στο παρελθόν για εκτύπωση των φανελών των αποσχιστών το 2019 σε συνάρτηση με τον απορριφθέντα κρίσιμο ισχυρισμό (την έκδοση εντάλματος σύλληψης από τις αρχές εναντίον του) (ερυθρά 83-81 ΔΦ). Προχωρώντας δε στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός έκρινε ότι από τις δηλώσεις του Αιτητή, το εν γένει προφίλ του και την εκτίμηση κινδύνου στην βάσει των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών, προκύπτει ότι δεν πληρούνται τα αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξής τους για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρά 81-80 Δ.Φ.)

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης, διαπιστώνει όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο Αιτητής περί του εντάλματος σύλληψης, καθότι αυτός με νόμιμο τρόπο εξήλθε από το αεροδρόμιο της χώρας καταγωγής του. Θα ήτο δε ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς διεθνούς προστασίας – από τους λοιπούς αποδεκτούς ισχυρισμούς του. Περαιτέρω τα λεγόμενα του αναφορικά με αυτό του τον ισχυρισμό ήταν γενικά και αόριστα χωρίς να δώσει επαρκείς εξηγήσεις. Μετά από την συνολική αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή εγγράφων και δηλώσεων του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του[1] διαπιστώνω ότι η γενική αξιοπιστία του δεν τεκμηριώνεται. Καθώς η αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να βασίζεται στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων,[2] οι βασικές δηλώσεις του δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, και παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό αμφιβολίες ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του και σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του, δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Επί αυτού του σημείου, επισημαίνεται ότι ναι μεν αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[3], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του ιδίου να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Επομένως, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας αρχής και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και/ή ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Από δε συμπληρωματική έρευνα που έχει προβεί το Δικαστήριο, προκύπτει από το πληροφοριακό σημείωμα Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020 ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα δεν υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι. Γενικά, οι Αγγλόφωνοι δεν υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη. Ενώ δε έγιναν αποδεκτοί κάποιοι εκ των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αξιολογήθηκε από τον λειτουργό και αναφέρονται ανωτέρω, δεν μπορούν αυτά τα περιστατικά που βίωσε να τεκμηριώσουν βάσιμο φόβο δίωξης, σύμφωνα με εγχειρίδιο[5]:

 

«Ο όρος «φόβος» αντικατοπτρίζει τη μελλοντοστραφή έμφαση των ορισμών της σύμβασης για τους πρόσφυγες και της ΟΕΑΑ. Η ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) επεκτείνει την προστασία όχι μόνο στα πρόσωπα που υπέστησαν πραγματικά δίωξη, αλλά και σε εκείνα που διατρέχουν κίνδυνο δίωξης[6]. Αντικατοπτρίζει επίσης την αποδοχή της ιδέας ότι η απειλή δίωξης αρκεί για να διαπιστωθεί ύπαρξη δίωξης. Επομένως, ένα πρόσωπο δεν χρειάζεται να περιμένει να υποστεί διώξεις για να υποβάλει αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, αλλά μπορεί να «φοβάται» μελλοντική δίωξη.

 

Το ΔΕΕ τόνισε τον μελλοντοστραφή χαρακτήρα του βάσιμου φόβου στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Y και Z, όπου αποφάνθηκε ότι:

 

[ο]σάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο γ) αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως[7].»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

 

Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα παραχώρησης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας προκύπτει από τη έκθεση/εισήγηση ότι ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει με τους ισχυρισμούς του (ως και η ανωτέρω ανάλυση) ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[8] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, Ν. 6(Ι)/2000. Αξιολογώντας δε την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι το χωριό Laikom Boyo Division της Βορειοδυτικής Περιφέρειας του Καμερούν ο λειτουργός έκρινε πως δεν διαπιστώνεται ότι η κατάσταση που επικρατεί έχει φθάσει το σημείο όπου άμαχοι στοχοποιούνται αδιάκριτα και, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται η απόδοση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρά 80-78 ΔΦ). Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός αξιολόγησε μέσω διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε συνάρτηση με την στάθμιση κατώτατου επιπέδου/όριο - lower threshold[9] και αφού ανέλυσε το τι αποτελεί αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύγκρουσης σε έδαφος μιας χώρας[10] και την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας[11] - που έχει προτείνει το ΔΕΕ στις αποφάσεις Elgafaji[12] και Diakité[13] - κατέληξε ότι δεν προκύπτει δεδομένης της έντασης της σύγκρουσης στην περιοχή του Αιτητή σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις ότι θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω μόνο της παρουσίας του σε περίπτωση επιστροφής του. Μετά δε από έρευνα του Δικαστηρίου ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) στο χωριό Kom, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, όπου βρίσκεται ολόκληρο το οικογενειακό δίκτυο του και όπου αναμένεται να επιστρέψει, σημειώθηκαν μόνο 2 με 2 ανθρώπινες απώλειες[14]. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι ο  πληθυσμός της Βορειοδυτικής Περιφέρειας καταγράφεται στους 1. 968,600 κατοίκους[15]. Επαληθεύεται, συνεπώς, το συμπέρασμα – ως και η τότε εισήγηση του λειτουργού - ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ένας άμαχος λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του Άρθρου 19  του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Λαμβάνοντας υπόψη τα αριθμητικά δεδομένα περιστατικών ασφαλείας της περιοχής συνήθους διαμονής του Αιτητή, προκύπτει ότι η κατάσταση ασφαλείας στις περιοχές αυτές δεν καθιστούν επικίνδυνη την επιστροφή του σε συνδυασμό με το προφίλ του και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλέπε Απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie)

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11, αρχή 4: «Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση την πλήρη εικόνα που διαμορφώνεται από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους».

[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Άρθρο 16 & 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

[5] EASO (2018), Δικαστική Ανάλυση «Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 95/2011/ΕΕ), διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf, σελ. 94-95

[6] Βλέπε απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 74 και 75· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 63 και 64. Βλέπε επίσης Εγχειρίδιο UNHCR, ό.π., υποσημείωση 107, σκέψη 45.

[7] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76. Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20, σκέψη 72.

[8] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[9] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 16-17 – σημείο 1.2.1. Εσωτερική ένοπλη σύρραξη

[10] Απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/2009 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie

[11] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[12] Απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/2009 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie,

[13] Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides, σκέψη 35

[14] ACLED, ‘Middle Africa,, Northwest, (Filters Used: Event Date: 13/05/2023-10/05/2024.

[15] https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο