ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 3754/2023

11 Ιουλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Β.Ε.Τ., από το Καμερούν και τώρα στη Λευκωσία

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Αιτητής:  Παρών

Γ. Βασιλόπουλος (κος) για Χ. Χριστοδουλίδη (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα) για Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 06/10/23, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 15/04/19, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του στις 18/09/23 και σχετική έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 20/09/23, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 21/09/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος για τον Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους αιτήματος ασύλου του δεύτερου, καθώς και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Γραπτή του Αγόρευση. Υποστηρίζει ότι το πρόσωπο που διενήργησε την συνέντευξη δεν ήταν κατάλληλο και/ή δεόντως καταρτισμένο και/ή ήτο αναρμόδιο κατά παράβαση του Άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και ότι δεν αφιερώθηκε ο κατάλληλος χρόνος για μελέτη της έκθεσης/εισήγησης από το αποφασίζον όργανο ήτοι τον Α. Αγρότη προτού τύχει έγκρισης και απόρριψης του αιτήματος ασύλου. Επίσης, η εξουσιοδότηση (ημερομηνίας 09/06/22) που δόθηκε από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών  προς το πρόσωπο του Α. Αγρότη δεν έχει ισχύ από την 01/03/23 που ανέλαβε νέος Υπουργός Εσωτερικών, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση που λήφθηκε στις 21/09/23 πάσχει λόγω αναρμοδιότητας – παραπέμποντας σχετικά σε αποφάσεις. Είναι επιπλέον θέση του ότι απουσιάζει η δέουσα έρευνα και αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης καθότι έγινε μία αυτοματοποιημένη διαδικασία χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, δεν διενεργήθηκαν κατάλληλες ερωτήσεις, οι ερωτήσεις ήταν καθοδηγητικές, η διάρκεια της συνέντευξης ήταν περιορισμένη με αποτέλεσμα να μη διερευνηθούν όλοι οι ισχυρισμοί του Αιτητή ο οποίος απάντησε με σαφήνεια όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω πλάνης περί τον Νόμο καθότι εκδόθηκε απόφαση επιστροφής, ενώ βάση της Οδηγίας 2023/32/ΕΕ[1] ο Αιτητής διατηρεί δικαίωμα παραμονής ως αιτητής ασύλου και/ή η εθνική νομοθεσία προνοεί την δυνατότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής στη βάση του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) και/ή οφείλει ο Προϊστάμενος να ενημερώσει τον Αιτητή για το δικαίωμα του να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ούτε εφαρμόστηκαν ορθά οι πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ.105) και/ή της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ[2].

Διατείνεται ότι παραβιάστηκε η διαδικασία διεξαγωγής της συνέντευξης και/ή δεν έγινε κατάλληλη διερμηνεία και/ή η διενέργεια της συνέντευξης έγινε μόνο από λειτουργό χωρίς τη συνδρομή διερμηνείας. Δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου το επίπεδο γνώσης της αγγλικής από την αρμόδια λειτουργό που διενέργησε την συνέντευξη. Τονίζει ότι παραβιάζονται οι σχετικές διατάξεις της σχετικής Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου, η δε πρόσβαση στη διερμηνεία έχει αναγνωριστεί από αποφάσεις ως αναγκαία διασφάλισης των δικαιωμάτων και/η διαδικαστικών εγγυήσεων του ενδιαφερόμενου. Ούτε έγινε εξέταση από την αρμόδια αρχή κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας ειδικά όπου οι ίδιοι στην έκθεση/εισήγηση τους καταγράφουν ότι αναμένεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο απειλής κατά της ζωής ή σωματικής του ακεραιότητας σε περίπτωση που επιστρέψει στην περιφέρεια North-West Region.        

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποδεικνύει ενδελεχώς εκτενείς αντιφάσεις του Αιτητή βάση των οποίων κρίθηκε αναξιόπιστος και υποστηρίζουν ότι οι λόγοι που επικαλείται ο συνήγορος του Αιτητή δεν αιτιολογούνται επαρκώς κατά παράβαση της νομολογίας και των διαδικαστικών κανονισμών και θα πρέπει να απορριφθούν. Δεν κατάφερε ο Αιτητής να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης, ούτε απέδειξε ότι μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Απορρίπτουν τους ισχυρισμούς για ακατάλληλο λειτουργό που διεξήγαγε την συνέντευξη, ότι ο Α. Αγρότης δεν είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένος, τους λόγους που αφορούν την διαδικασία συνέντευξης και/ή διερμηνείας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Προέχει εξέταση του λόγου ακύρωσης που αφορά την εξουσιοδότηση (ημερομηνίας 09/06/22) που δόθηκε από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς το πρόσωπο του κ. Α. Αγρότη, η οποία έχει παύσει κατά τον συνήγορο του Αιτητή να ισχύει από την 01/03/23 που ανέλαβε νέος Υπουργός Εσωτερικών και/ή η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη έγκυρης εξουσιοδότησης του αποφασίζοντος οργάνου αφού αυτή λήφθηκε στις 21/09/23 – στη βάση της εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22. Διαφωνώ με την εν λόγω εισήγηση του συνηγόρου του Αιτητή υιοθετώντας τα όσα λέχθηκαν στην Υπόθεση Αρ. 907/2015, ΞΑΝΘΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ημερομηνίας 21/8/2018, ήτοι:

 

«Έχω δε την άποψη ότι αυτή η εξουσιοδότηση και/ή μεταβίβαση αρμοδιότητας συνέχισε να ισχύει και κατά τον ουσιώδη χρόνο, όταν δηλαδή η Γενική Διευθύντρια, στις 31.3.2015 ενέκρινε το προαναφερθέν σχέδιο επιστολής και, κατ' επέκταση, τη σύνθεση της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής, εφόσον αυτή (η εξουσιοδότηση) ουδέποτε ανακλήθηκε. Μέχρι δε την ανάκλησή της, η συγκεκριμένη εξουσιοδότηση ισχύει, έστω και αν στο μεταξύ επήλθε αλλαγή στο πρόσωπο του προϊσταμένου της Υπηρεσίας και/ή του Τμήματος. Αυτού του είδους οι πράξεις, οι οποίες άπτονται άμεσα της φύσης και/ή της λειτουργίας των διοικητικών οργάνων της Διοίκησης, αντιμετωπίζονται διαχρονικά με γνώμονα την ομαλή λειτουργία της Διοίκησης και την αρχή της συνέχειας και συνέπειας που θα πρέπει να διέπει την εν λόγω λειτουργία, καθώς και την ασφάλεια δικαίου προς όφελος του διοικούμενου. Παραθέτω το ακόλουθο, άμεσα σχετικό και διαφωτιστικό, απόσπασμα από το Σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη Έκδοση, 1992, σελ. 441, όπου ακολουθείται αυτή ακριβώς η προσέγγιση (η έμφαση προστέθηκε):

 

«Η αρμοδιότητα μπορεί να ανακαλείται οποτεδήποτε από το όργανο που τη μεταβίβασε. Μέχρι την ανάκλησή της, η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει, έστω και αν το όργανο που την εξέδωσε παύσει να υπάρχει.».

 

Επισημαίνω ότι την ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολούθησε το Δικαστήριο τούτο και στην I. K. PRINT DIRECT LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 381/2014, ημερ. 31.10.2016, ενώ σχετική είναι και η απόφαση που με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση στην Ανδρέας Παναγή κ.α. ν. Συμβουλίου Εφέσεων, Υποθ. Αρ. 1226/2014, ημερ. 11.3.2014, στην οποία τονίστηκε ότι η εκάστοτε διοικητική ενέργεια «δεν απεκδύεται το θεσμικό της μανδύα, παραμένουσα μόνο στα πρόσωπα που αποφασίζουν» καθώς και ότι τα φυσικά πρόσωπα, «όταν λαμβάνουν αποφάσεις, το πράττουν ως εντεταλμένοι εκ του Νόμου ιθύνοντες και όχι ως απλά πρόσωπα, ασύνδετα, άσχετα και έξω από το κρινόμενο κατά περίπτωση αντικείμενο.».

 

Κατά συνέπεια, δεν διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό ως προς τη συγκρότηση της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν έχουν έρεισμα. Συνακόλουθα, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 21/09/23 λήφθηκε από τον κο Α. Αγρότη στη βάση ισχύουσας εξουσιοδότησης ημερομηνίας 09/06/22 που εντοπίζεται ως ερυθρό 38 του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»). Με βάση αυτήν δόθηκε εξουσιοδότηση από τον τέως Υπουργό Εσωτερικών προς τον κο Αγρότη όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Υπάρχει δηλαδή, ρητή διάταξη Νόμου που να επιτρέπει την μεταβίβαση της εξουσίας λήψης τέτοιων αποφάσεων σε οποιοδήποτε άλλο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας αυτής (Βλέπε σχετικό Άρθρο 17(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 1999 έως 2020 (Ν. 158 (Ι)/1999), βλέπε επίσης Α.Ε. αρ. 2115,Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, (1997) 3 Α.Α.Δ 385). Δεδομένου του ότι η απόφαση η οποία λήφθηκε ήτο από εξουσιοδοτημένο από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών πρόσωπο, δεδομένου του ότι επιτρέπεται η εκχώρηση αυτών των εξουσιών δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 2 του Ν.6(Ι)/2000 και λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση (που περιέχει ρητά τις εν λόγω αρμοδιότητες) δεν είχε ανακληθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο από το όργανο που τη μεταβίβασε - μέχρι την ανάκλησή της και/ή μέχρι την σύνταξη τυχόν νέας εξουσιοδότησης η μεταβίβαση αρμοδιότητας ισχύει. Εξάλλου, το όργανο που εξέδωσε την σχετική εξουσιοδότηση δηλαδή ο Υπουργός Εσωτερικών ήτο υπό την θεσμική του ιδιότητα ως Υπουργός - το ότι αναλήφθηκαν καθήκοντα από νέο Υπουργό Εσωτερικών η σχετική εξουσιοδότηση, ως ο ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή, δεν έπαυσε να υπάρχει και/ή να ισχύει. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από εξουσιοδοτημένο και εν τέλει αρμόδιο πρόσωπο και σχετικοί ισχυρισμοί επί αυτού του σημείου απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Ούτε η μη παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ΄ ων η αίτηση να εξασφάλιζαν διερμηνέα κατά την συνέντευξη μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι διατάξεις του Άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), καθορίζουν στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«Προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών και εξαρτώμενων προσώπων

13Α.-(1) Πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η οποία διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό.  Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία τέτοιας προσωπικής συνέντευξης σε κάθε ενήλικα που είναι εξαρτώμενο πρόσωπο από τον αιτητή, σε περίπτωση που ο αιτητής έχει καταθέσει αίτηση εξ ονόματος τέτοιου εξαρτώμενου προσώπου.

[...]

(4) Η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

[...]

(8) Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα.

(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

(α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτητή·

[...]

(γ) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη∙ η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια∙ οσάκις είναι εφικτό, παρέχεται διερμηνέας του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·

[...]»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Επίσης, οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας» προνοούν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.

[...]

(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.

(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-

(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙

(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙

(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙

(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της  γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

[...]»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Το δε Άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), προνοεί ότι:

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[…]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι ομιλεί τόσο την Γαλλική όσο και την Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 3 ΔΦ) προκύπτει δε ότι η επικοινωνία με τον Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ήτο στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 22, 23, 36, 35, 93 ΔΦ), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 36 – 23 ΔΦ) και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 36-23 ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview», βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 23 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης στο ερυθρό 35, 24 & 23 ΔΦ γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία και ενημέρωση του αναφορικά με το περιεχόμενο των δηλώσεων του κατά την συνέντευξη. Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «Ι have fully understood the content of this letter, as explained to me by a competent officer in a language which is my main language of understanding and communication, with the assistance of an interpreter. Language: [English] » (ερυθρό 93 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται (ως η ανωτέρω ανάλυση). Ούτε οι αποφάσεις που επικαλείται ο συνήγορος του Αιτητή βοηθά την περίπτωση του. Έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο της απόφασης επί της Υπόθ. Αρ. 1061/22, S.A.A. ν. Κυπριακή Δημοκρατία και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 11/09/23, με όλο το σεβασμό, θα διαφωνήσω με την προσέγγιση της Αδελφής Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, εξάλλου, τα δικαστήρια δεσμεύονται μόνο από αποφάσεις ιεραρχικά ανώτερων και όχι ομόβαθμων δικαστηρίων (D.K. Windsupply Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2017) 3 Α.Α.Δ. 542 - αρχή δεσμευτικού προηγούμενου).  

 

 

 

Απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του περί μη καταλληλόλητας και/ή μη επαρκούς γνώσης της αγγλικής γλώσσας και/ή μη κατάρτισης στα θέματα ασύλου του αρμοδίου λειτουργού που διενήργησε την συνέντευξή. Ούτε τεκμηριώνονται επαρκώς και/ή προβάλλονται ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι που ο διενεργών τη συνέντευξη δε διέθετε τα κατάλληλα προσόντα (Βλέπε Υπόθεση Αρ. 1239/2009, OM PRAKASH PANDEY ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, ημερομηνίας 05/11/2010 – όπως ορθά παραπέμπει και η πλευρά των Καθ΄ ων η αίτηση) ούτε θεωρώ ότι ανατρέπεται το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερομηνίας 12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Ως η ανωτέρω ανάλυση, καταδεικνύεται ότι η διαδικασία συνέντευξης διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα (που κατανοεί ο Αιτητής), του επεξηγήθηκε επαρκώς η διαδικασία συνέντευξης, επιβεβαίωσε ο ίδιος με την υπογραφή του τα όσα καταγράφονται επί του πρακτικού (αγγλικού κειμένου) αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο της συνέντευξης (ισχυρισμοί που καταπιάνονται με το ζήτημα ερωτήσεων και/ή διαδικασίας θα αναλυθούν κατωτέρω)

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ο Αιτητής, κατά την συνέντευξη του δήλωσε ότι γεννήθηκε στην πόλη Batibo-Bamenda και μεγάλωσε στην πόλη Bamenda, η οποία δηλώνεται και ως ο τελευταίος τόπος διαμονής του. Ως περαιτέρω ανέφερε, είναι Χριστιανός Προτεστάντης, έχει ολοκληρώσει 3 χρόνια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και έχει εργασιακή πείρα ως  οδηγός (ερυθρά 35-33 ΔΦ).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ανέφερε ότι εργαζόταν ως οδηγός που μετέφερε ρύζι, με δρομολόγιο BamendaEkok στα σύνορα με Νιγηρία. Με την έναρξη της αγγλόφωνης κρίσης το 2016 άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες, καθώς στο δρόμο δραστηριοποιούνταν διάφορες ομάδες Ambazonians[3]. Κατά καιρούς απαιτούσαν χρήματα, φαγητό, ενώ προέβαιναν σε καταστροφές οχημάτων. Μια μέρα ο στρατός πήρε το αυτοκίνητο του Αιτητή για να επιτεθεί σε Ambazonians, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο του να καταστραφεί. Στην προσπάθεια του να διεκδικήσει αποζημίωση για την καταστροφή του αυτοκινήτου του, συνελήφθη από τον στρατό∙ ενώ κατάφερε να ξεφύγει όταν μαζί με άλλα άτομα τους πήραν για εκτέλεση. Αναγκάστηκε να μετακομίσει στη μητέρα του γιατί αναζητείτο από την κυβέρνηση, και άρχισε να εργάζεται σε ένα πάρκο ως μεταφορέας αποσκευών. Εκεί γνώρισε ένα άντρα, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει να πάει Αμερική για να εργαστεί στο εργοστάσιο παπουτσιών του οποίου είναι ιδιοκτήτης. Του χρηματοδότησε το ταξίδι, το οποίο είχε προορισμό τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, όπου προσπάθησε να τον εξαναγκάσει σε σεξουαλική συνεύρεση. Κατάφερε να διαφύγει και να έρθει στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές.

 

Ο λειτουργός εντόπισε, και αξιολόγησε 3 συνολικά ισχυρισμούς του Αιτητή, ήτοι: (α) χώρα καταγωγής και τόπος συνήθους διαμονής την πόλη Bamenda, (β) την ισχυριζόμενη σύλληψη του από τον στρατό και την απόπειρα εκτέλεσης του, και (γ) την ισχυριζόμενη εξαπάτηση και κακομεταχείριση του, κατά τη διαμονή του στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου από το άτομο το οποίο οργάνωσε τη μεταφορά του. Ο λειτουργός αποδέχθηκε τα προσωπικά στοιχεία/προφίλ του Αιτητή, ενώ προσδιόρισε ως τελευταίο τόπο διαμονής του την πόλη Bamenda (ερυθρά 89-87 ΔΦ), απέρριψε, όμως, ως εσωτερικά αναξιόπιστους τους λοιπούς ισχυρισμούς του. Στην σχετική έκθεση/εισήγηση καταγράφονται οι ανακρίβειες, η έλλειψη πληροφοριών και λεπτομερειών, τα ανεπαρκή στοιχεία και οι γενικότητες στα λεγόμενα του Αιτητή. Ειδικότερα προκύπτουν τα ακόλουθα:

-           Ως προς την ισχυριζόμενη σύλληψη του από τον στρατό και την απόπειρα εκτέλεσης του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες. Οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από ασυνέπειες, αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας, συνοχής και επάρκειας πληροφοριών. Ανέφερε ο Αιτητής ότι ο στρατός τον συνέλαβε στην προσπάθεια του να ζητήσει αποζημίωση για το αυτοκίνητο του, ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε ως μη ευλογοφανής καθώς ακόμα και δεδομένων των συνθηκών που επικρατούν στο αγγλόφωνο Καμερούν, δεν θα αναμένετο ο στρατός να συλλάμβανε και να επιχειρούσε να εκτελέσει άτομο απλά και μόνο επειδή διεκδίκησε αποζημίωση για το όχημα του. Επιπρόσθετα, αρχικά ισχυρίστηκε ότι για 1 μήνα και 2 μέρες πριν τον ερχομό του στην Κύπρο μετακινήθηκε από την Bamenda στην Douala όπου και διέμεινε μέχρι την αναχώρηση του (ερυθρό 33/1χ, 2χ ΔΦ). Δεδομένου ότι ο Αιτητής έφυγε από τη χώρα του στις 10/04/19 (ερυθρό 33/5χ ΔΦ), συνάγεται ότι μετακινήθηκε από την Bamenda στην Douala τον Φεβρουάριο του 2018, ωστόσο, σε άλλο σημείο της συνέντευξης του ανέφερε ότι έζησε στην Bamenda έως τον Νοέμβριο του 2018 και μετά μετακινήθηκε στην Douala (ερυθρό 33/3χ ΔΦ). Στη συνέχεια, πρόβαλε νέα και διαφορετική ημερομηνία μετακίνησης του στην Douala, τον Δεκέμβριο του 2017 (ερυθρό 29/5χ ΔΦ), και κληθείς να σχολιάσει τις εν λόγω αντιφάσεις, ανέφερε ότι πήγε στην Douala για να σώσει τη ζωή του και δεν θυμάται ημερομηνίες (ερυθρό 29/6χ ΔΦ). Όσον αφορά τις 5 φωτογραφίες που προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, παρατηρείται ότι δεν δύναται να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς του με κάποιο τρόπο. Στις 3 φωτογραφίες που απεικονίζεται κατεστραμμένο όχημα, δεν υπάρχει δυνατότητα διασύνδεσης του συγκεκριμένου οχήματος με το αυτοκίνητο του Αιτητή και στις 2 φωτογραφίες που απεικονίζεται η τραυματισμένη πλάτη κάποιου προσώπου δεν μπορεί να συναχθεί ότι πρόκειται για τον ίδιο – ούτε δεν προέκυψαν πληροφορίες αναφορικά με τους τραυματισμούς.

-           Ως προς την ισχυριζόμενη εξαπάτηση και κακομεταχείριση του κατά τη διαμονή του στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου από το πρόσωπο που οργάνωσε το ταξίδι του, σημειώνεται στην έκθεση/εισήγηση πως καθώς ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δίωξης του από την κυβέρνηση έχει απορριφθεί, ελλείπει και η γενεσιουργός/σύνδεση της αιτίας της μετακίνησης του στην Douala, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε άλλος λόγος για τη συγκεκριμένη μετακίνηση. Κατά συνέπεια πλήττεται η συνολική εικόνα και ευλογοφάνεια των περιστατικών που έλαβαν χώρα στην Douala, γεγονότα τα οποία οδήγησαν στα όσα ισχυρίστηκε ότι συνέβησαν στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Ωστόσο, αξιολογώντας τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, ο λειτουργός παρατήρησε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες για τα εν λόγω γεγονότα, ενώ έχει υποπέσει σε αντιφάσεις. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι ένα πρωί, ενώ εργαζόταν στο πάρκο τον προσέγγισε ένα άτομο (ερυθρό 32/2χ ΔΦ), το οποίο ως υποστήριξε στη συνέχεια τον έφερε σε επαφή με ένα λευκό άντρα, ο οποίος διοργάνωσε το ταξίδι του με υποτιθέμενο προορισμό την Αμερική, ωστόσο, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν στο πάρκο μόνο βράδυ και ποτέ πρωί (ερυθρό 28/2χ και 3χ ΔΦ). Κληθείς να εξηγήσει την εν λόγω αντίφαση, ανέφερε ότι δεν θυμάται αν ήταν πρωί ή βράδυ (ερυθρό 28/5χ ΔΦ). Αντίφαση εντοπίστηκε και σε δηλώσεις του αναφορικά με την παραλαβή του από το αεροδρόμιο στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου καθότι αρχικά ισχυρίστηκε ότι τους παρέλαβε κάποιος άντρας (ερυθρό 31/1χ ΔΦ), ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι επιβιβάστηκαν σε ένα μαύρο λεωφορείο (ερυθρό 27/11χ ΔΦ).     

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων και εγγράφων[4] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί αυτού του σημείου του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[5], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, ενώ εντοπίζονται χρονικές ανακολουθίες. Επιπρόσθετα, από τις απαντήσεις του, κατά την διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης του Αιτητή σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Το αφήγημα του Αιτητή ενέχει στοιχεία αντιφάσεων, χρονικών ασαφειών, ασυνεπειών και σοβαρών ελλείψεων, ενώ παρουσιάζονται σωρεία πληροφοριών που δημιουργούν ισχυ­ρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των δηλώσεων του και ο ίδιος δεν έχει παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις των προβαλλόμενων ανακριβειών του[6]. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής θα αναμενόταν να είναι πιο συγκεκριμένος λόγω της ισχυριζόμενης προσωπικής του εμπειρίας, να παράσχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια τόσο στο Δικαστήριο όσο και στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός κατά την νομική ανάλυση και/ή κατά την υπαγωγή των προσωπικών του δεδομένων του Αιτητή (σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του δικηγόρου του) εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός εξέτασε σε συνάρτηση με τη περιοχή προηγούμενης διαμονής του Αιτητή ότι δεν θα επηρεαστεί προσωπικά κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ δηλαδή λόγω ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, (όπως στην προκειμένη περίπτωση) αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[8], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[9], σκέψεις 30 και 31), λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ, το αίτημα του Αιτητή που δεν τεκμηριώθηκε (και/ή κρίθηκε αναξιόπιστος) δεν εγείρονται στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι μπορεί να τύχει συμπληρωματικής προστασίας (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31). Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι υπάρχει εκτενέστατη αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής σε συνάρτηση με την περιοχή διαμονής του όπου γίνεται παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας και/ή εκτενής καταγραφή εξωτερικών πηγών πληροφόρησης σε σχέση με την περιοχή του. Παρόλο που ο λειτουργός σημειώνει ότι σύμφωνα με τα δεδομένα που αφορούν την κατάσταση που επικρατεί στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, διαπιστώνεται ότι οι εν λόγω περιοχές βρίσκονται υπό κατάσταση εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες και περιστατικά αδιακρίτως ασκούμενης βίας, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ως άτομο ενήλικο, υγιές, με εργασιακή πείρα, οικογένεια και χωρίς χαρακτηριστικά ευαλωτότητας, δεν υφίστανται εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνον στη συγκεκριμένη περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει (ερυθρό 78-74 ΔΦ).

 

Από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου από τη βάση δεδομένων ACLED σε σχέση με τα περιστατικά ασφαλείας τη χρονική περίοδο 09/07/23 – 09/07/24 στην πόλη Bamenda, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, προκύπτει ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν μόνο 74 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 57 απώλειες σε πληθυσμό περίπου 500.000. Εξ αυτών των 74 περιστατικών, 4 καταχωρήθηκαν ως «ταραχές» (με 1 ανθρώπινη απώλεια), 3 ως «διαμαρτυρίες» (χωρίς ανθρώπινες απώλειες), 22 ως «μάχες» (με 21 ανθρώπινες απώλειες), και 40 ως «περιστατικά βίας κατά πολιτών» (με 32 ανθρώπινες απώλειες)[10],[11].. Τα αναθεωρημένα στοιχεία, στη βάση της έρευνας του Δικαστηρίου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρόλο που στην περιοχή του Αιτητή (διαμονής αλλά και καταγωγής) λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών σε συνάρτηση με τον πληθυσμό της περιοχής είναι χαμηλός – επομένως ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Ούτε τα ατομικά χαρακτηριστικά και στοιχεία του Αιτητή (πρόκειται για ενήλικο, νεαρό, ικανό προς εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι με την επιστροφή του στον τόπο διαμονής του, την πόλη Bamenda του Καμερούν, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13, 13Α και 18 περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης καθότι διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του.

 

Ούτε διαπιστώνω από τα ενώπιον μου στοιχεία ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ούτε ο Αιτητής υποδεικνύει τότε (αλλά ούτε τώρα μέσω της προσφυγής του) τί δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή όχι κατά την έκδοση της απόφασης. Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε.Aρ.3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 05/06/2002, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η δε επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270)

 

Απορρίπτονται οι ισχυρισμοί σε σχέση με την απόφαση επιστροφής στο σύνολο τους. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προβάλλεται μέσω του δικογράφου της προσφυγής, η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε και μπορεί ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης να προβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Χωρίς το εν λόγω θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924).

 

Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

 

 

Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] TΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[2] TΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

 

[3] Η Ambazonia, εναλλακτικά η «Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Αμβαζονίας» ή «Κράτος της Αμβαζονίας» είναι μια πολιτική οντότητα που ανακηρύχθηκε από αγγλόφωνους αυτονομιστές που επιδιώκουν την ανεξαρτησία από το ΚαμερούνΒλέπε επίσης σχετικά United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 20, 45, June 2020, , επιπλέον, COI QUERY, EASO, 29/06/ 21, Forced recruitment by separatist groups, self-declared as Ambazonians, in the Anglophone regions, επίσης UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020,

 

[4] Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[5] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/09, σκέψη 11.

[6] Η απόφαση του ΕΔΔΑ, M.A. κατά Ελβετίας, προσφυγή αριθ. 52589/13, σκέψεις 62-67 παρέχει μια χρήσιμη αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το ΕΔΔΑ αξιολόγησε τη βαρύτητα που δόθηκε σε κλήτευση και απόφαση τις οποίες υπέβαλε ο αιτών, επιβεβαιώνοντας στη σκέψη 62 ότι το αληθές της ιστορίας του αιτούντος πρέπει επίσης να αξιολογείται στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων εγγράφων

[7] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[8]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie

[9]Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/14 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides

[10]ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 09/07/23 – 09/07/24, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: All event types και ΠΕΡΙΟΧΗ: Africa - Cameroon, ADMIN: Nord-Ouest, Location: Bamenda) https://acleddata.com/explorer/  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 09/07/24]

[11] Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά αμάχων» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο