ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 3948/2022

 

17 Ιουλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

G. S.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 

 …………………….

 

Χριστόφορος Ρούσου για Νικήτας Νικήτα, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Μέλανη Τρεμούρη για Θεοχάρια Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 3/3/2022, σύμφωνα με την οποία έκλεισε ο φάκελος του αιτητή και διακόπηκε η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, κατ’εφαρμογή του άρθρου 16 Β, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο αιτητής είναι υπήκοος της Σιέρρα Λεόνε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 29/06/2021.  Στις 7/7/2021 παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 23/2/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σχετική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την εισήγηση όπως διακοπεί η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας καθότι ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου για τη διεξαγωγή της συνέντευξής του. Στις 3/3/2022 αρμόδιος λειτουργός, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας, κατ’εφαρμογή του άρθρου 16 Β, εδάφια 1 (i) και 2 (α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με σχετική επιστολή.  Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και πως πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.  Ισχυρίζεται επιπλέον, πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και προϊόν ουσιώδους πλάνης.  Επιπρόσθετα αναφέρει πως η απόφαση λήφθηκε σε διαδικασία που πάσχει νομικά αφού δεν δόθηκε το δικαίωμα της ακρόασης στον αιτητή, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Επιπλέον, εισηγείται πως ακολουθήθηκαν οι ορθές και νόμιμες διαδικασίες και το αρμόδιο όργανο εξέδωσε πλήρως αιτιολογημένη απόφαση χωρίς να εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε ουσιώδης πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, εισηγείται συγκεκριμένα πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.  Συγκεκριμένα, αναφέρει πως δεν δίδεται καμία εξουσία στην κυρία Αικατερίνη Χριστοδούλου, που εξέδωσε και/ή υπέγραψε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία όπως ισχυρίζεται μάλιστα δεν έχει ημερομηνία. Επιπρόσθετα, αναφέρει πως οι εξουσιοδοτήσεις που δόθηκαν από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, σε λειτουργούς που εκτελούν καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφορούν άλλα πρόσωπα και όχι την κυρία Αικατερίνη Χριστοδούλου.  Συνεπώς, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από την κυρία Χριστοδούλου η οποία δεν είχε οποιανδήποτε εξουσία. 

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή για την κυρία Χριστοδούλου, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαπιστώνεται ότι η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, κυρία Χριστοδούλου, ετοίμασε την έκθεση – εισήγηση, την οποία, αρμοδίως υιοθέτησε ο κύριος Ανδρέας Αγρότης και όχι η κυρία Αικατερίνη Χριστοδούλου (ερυθρό 19, του διοικητικού φακέλου).  Επομένως, την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε ο κύριος Αγρότης, ο οποίος είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου.  Η επιστολή ημερομηνίας 4/5/2022 την οποία υπογράφει η κυρία Χριστοδούλου για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερυθρό 23, του διοικητικού φακέλου), δεν είναι η απόφαση του αρμόδιου οργάνου, αλλά η επιστολή ενημέρωσης του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, την οποία μάλιστα υπογράφει η κυρία Χριστοδούλου για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως με την υπογραφή του κύριου Αγρότη επί της έκθεσης/εισήγησης της αρμόδιας λειτουργού και με τη σφραγίδα ότι «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται» (βλ. ερυθρό 19, του διοικητικού φακέλου), φαίνεται ότι υιοθέτησε με αυτό τον τρόπο, την αιτιολογία της εισήγησης της αρμόδιας λειτουργού, κυρίας Χριστοδούλου, ως δικής του. Κατά συνέπεια, τεκμαίρεται ότι συμφώνησε προς όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του στη λεπτομερή εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, μετά από εξέτασή τους.  

 

Η σύμφωνος γνώμη του εξουσιοδοτημένου να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου κύριου Αγρότη, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε την γνώμη της λειτουργού τυπικά. Αντιθέτως, στην έγκριση της απόρριψης του αιτήματος ενσωματώνεται και η έκθεση/εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού (υπόθεση αριθμός 6447/13, Μενέλαος Χειμώνας v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 30/9/2015). Το γεγονός αυτό είναι επιτρεπτό από την νομολογία όπως επιβεβαιώθηκε και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας, στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 1360/15, Tuong v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/2/2019.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκεκριμένη έκθεση αποτελεί εισήγηση και όχι απόφαση της αρμόδιας λειτουργού, και δεδομένου του τεκμηρίου της κανονικότητας υπέρ των πράξεων της διοίκησης και εφόσον η χειρόγραφη υπογραφή, επί της εν λόγω έκθεσης και/ή εισήγησης προέρχεται από αρμόδιο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, όπως προκύπτει από την σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 24/2/2021 (ερυθρό 22, του διοικητικού φακέλου), καταλήγω ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Όπως ισχυρίζεται στην παράγραφο 3 της Γραπτής του αγόρευσης, οι καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να καλέσουν σε συνέντευξη τον αιτητή με αποτέλεσμα να απορρίψουν το αίτημά του αυθαίρετα.   Παρόλα αυτά ο αιτητής αναφέρει στην παράγραφο 9 των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως πως δεν παρευρέθηκε στην προγραμματισμένη συνέντευξη γιατί αντιμετώπιζε πρόβλημα με την υγεία του.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνθηκε, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτοντας όλους τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτητή και ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.  Η κυρία Παπανικολάου μέσω της γραπτής της αγόρευσης τονίζει πως ο αιτητής προβάλλει αντικρουόμενες θέσεις για τους λόγους που δεν παρουσιάστηκε στην προγραμματισμένη συνέντευξη και υποστηρίζει, πως εφόσον ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε στη συνέντευξη ορθά το αρμόδιο όργανο έκλεισε το φάκελο του αιτητή και διέκοψε την διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.

 

Έχω εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που τέθηκαν ενώπιον μου τόσο από τον συνήγορο του αιτητή, όσο και από το συνήγορο των καθ’ων η αίτηση.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως αφού ο αιτητής υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας, η αρμόδια λειτουργός κάλεσε τηλεφωνικώς τον αιτητή στις 25/1/2022, στον αριθμό τηλεφώνου που δήλωσε για να προσέλθει σε συνέντευξη προκειμένου να εξετάσει το αίτημά του.  Όπως προκύπτει από το ερυθρό 13 του διοικητικού φακέλου ο αριθμός τηλεφώνου που δήλωσε ο αιτητής προέκυψε πως δεν υπάρχει και κατά συνέπεια ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στο τηλεφώνημα της λειτουργού. 

 

Επιπλέον, στις 27/1/2022 η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε επιστολή στον αιτητή προκειμένου να παρευρεθεί στο Κέντρο Υποδοχής και Φιλοξενίας στην Κοφίνου για σκοπούς συνέντευξής του, η οποία είχε προγραμματιστεί στις 17/2/2022 και ώρα 10:00 αλλά ο αιτητής δεν παρευρέθηκε τη συγκεκριμένη ημερομηνία (ερυθρό 14, του διοικητικού φακέλου). Ο αριθμός τηλεφώνου και η διεύθυνση του αιτητή επιβεβαιώθηκαν από το ερυθρό 15, του διοικητικού φακέλου.  Έγινε έλεγχος στο σύστημα του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου και δεν εντοπίστηκε νέα δηλωθείσα διεύθυνση ή αναχώρηση του αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία.  Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων, εφόσον ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωσή του να παρευρεθεί στη συνέντευξη, η Υπηρεσία Ασύλου έκλεισε το φάκελο του και διέκοψε τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16Β (1) (i) και 2 (α), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, λόγω σιωπηρής απόσυρσης ή υπαναχώρησης από αυτήν.

 

Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το άρθρο 16Β (1) (i) και 2 (α), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο καθορίζεται η διαδικασία σιωπηρής απόσυρσης ή υπαναχώρησης από αυτήν, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Β.-(1) Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ο Προϊστάμενος κατά την κρίση του-

(i) Κλείνει το φάκελο του αιτητή και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στο φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται τα άρθρα 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18∙ ή

(ii) λαμβάνει απόφαση με την οποία απορρίπτει την αίτηση, σε περίπτωση που την θεωρεί αβάσιμη, αφού την εξετάσει επαρκώς επί της ουσίας της σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και με τα εδάφια (3), (4) και (5) του άρθρου 18.

(2) Ο Προϊστάμενος δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει αίτησή του ή υπαναχωρήσει από αυτήν, ιδίως όταν διαπιστώνει ότι ο αιτητής-

) Δεν ανταποκρίθηκε σε απαίτηση της Υπηρεσίας Ασύλου για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του σύμφωνα με το άρθρο 16 ή δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη η οποία προβλέπεται στα άρθρα 13Α και 18, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ότι αυτό οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του∙ ή¨»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στη κλήση της Υπηρεσίας Ασύλου, ούτε στην πρόσκλησή της μέσω επιστολής για να παρευρεθεί στη συνέντευξη.  Ο αιτητής όφειλε να ενημερώσει την Υπηρεσία Ασύλου για την τυχόν αλλαγή του τόπου διαμονής του ή την αλλαγή του αριθμού τηλεφώνου του.  Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως δεν τέθηκε τέτοιος ισχυρισμός και κατά συνέπεια ενόψει οποιαδήποτε άλλης μαρτυρίας από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται πως το αρμόδιο όργανο έπραξε τα δέοντα για να εξετάσει το αίτημα του αιτητή.  Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου έκλεισε το φάκελό του αιτητή και θεώρησε ότι ο αιτητής υπαναχώρησε ή απέσυρε σιωπηρά την αίτηση του όταν δεν παρουσιάστηκε στην συνέντευξη του.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Συνεπώς, οι καθ’ ων η αίτηση στη βάση των ενώπιον τους στοιχείων ορθά κατέληξαν στην προσβαλλόμενη απόφαση και έκλεισαν το φάκελο και διέκοψαν τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής.  Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Επιπρόσθετα, κρίνω ότι ο ισχυρισμός που προωθείται από το συνήγορο του αιτητή, περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται, εφόσον ο αιτητής για να στοιχειοθετήσει τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του, όφειλε να αποδείξει τον κατάδηλα ξένο σκοπό από το σκοπό του νόμου που επεδίωξε το αρμόδιο όργανο και την υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμόδιου οργάνου.

 

Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην απόφαση της υπόθεσης Τριλλίδου v. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου, (1993) 3 ΑΑΔ 284, ο λόγος ακυρώσεως περί κατάχρησης εξουσίας δεν εξετάζεται αφηρημένα και ακαδημαϊκά, αλλά με βάση συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και «απαιτείται παράβαση του σκοπού του γράμματος και του πνεύματος του νόμου».

 

Ο λόγος ακυρώσεως προβάλλεται από τον συνήγορο του αιτητή αόριστα, χωρίς να προσδιορίζεται ποιος είναι ο ξένος σκοπός από το γράμμα του Νόμου ο οποίος επιδιώκεται.  Ο αιτητής πρέπει να εξειδικεύει τον προβαλλόμενο νομικό ισχυρισμό αφού φέρει και το βάρος απόδειξής του.  Στην απόφαση της υπόθεσης Καλλιμάχου Χρυσταλλένη κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία (1994) 4ΑΑΔ, 314 αναφέρθηκε πως η κατάχρηση εξουσίας «Πρέπει να αποδεικνύεται είτε από την ίδια την πράξη είτε από τα στοιχεία του φακέλου και μάλιστα κατά τρόπο κατάδηλο».

 

Ενόψει των ανωτέρω, δεν διακρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με σκοπό κατάδηλα διαφορετικό από εκείνο που ο νομοθέτης θέλησε και ο συνήγορος του αιτητή δεν υπέδειξε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε παρατυπία.  Αντιθέτως, η απόφαση εκδόθηκε εντός των πλαισίων του νόμου και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται. 

 

Ο συνήγορος του αιτητή επιπρόσθετα ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει και στην αιτιολογία της, ενώ η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη κατά τρόπο που καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Σε συνάρτηση με τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, διατείνεται περαιτέρω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον οι καθ' ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους πραγματικά γεγονότα που προώθησε ο αιτητής τα οποία θα θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή του, σε περίπτωση επιστροφής του.  Η συνήγορος των καθ' ων η αίτηση αντιτείνει πως και αυτός ο νομικός ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο, εφόσον στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα, ούτε και περί τον Νόμο και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με την υπόθεση δεδομένα πριν την έκδοση αυτής.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από τον αιτητή και είναι γενικόλογος. Από τους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου δικηγόρου του, δεν προωθείται συγκεκριμένα οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε υπόψη της.

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στη λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει, διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011) σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).

 

Ο αιτητής δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα, ούτε ισχυρίζεται οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί πλάνη περί τον Νόμο. Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Ο αιτητής επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε διαδικασία που πάσχει νομικά, αφού δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και επειδή δεν του επιδόθηκε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου στη μητρική του γλώσσα.  Η κυρία Παπανικολάου στην Γραπτή της Αγόρευση εισηγείται πως ο συνήγορος του αιτητή δεν προωθεί τον προβαλλόμενο ισχυρισμό μέσω της αίτησης ακυρώσεώς του και ούτε τον εξειδικεύει μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Συνεπώς, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί εισηγείται πως θα πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 

Από την αίτηση ακυρώσεως του αιτητή αλλά και από την γραπτή του αγόρευση επιβεβαιώνονται τα όσα η συνήγορος του αιτητή αναφέρει.  Από τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, καθορίζεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου): «7.  Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361).  Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο προαναφερόμενος λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται με γενικό και αόριστο τρόπο στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων.  Ο συνήγορος του αιτητή δεν παρέθεσε με λεπτομέρεια, ακρίβεια και καθαρότητα τον προβαλλόμενο ισχυρισμό και ως εκ τούτου, απορρίπτεται ως απαράδεκτος.  Ούτως ή άλλως ο αιτητής είχε την ευχέρεια να προβεί στο κατάλληλο δικονομικό διάβημα για να τροποποιήσει τους νομικούς ισχυρισμούς της αίτησης ακυρώσεως, αλλά και για να τους εξειδικεύσει στην Γραπτή του Αγόρευση, πράγμα που βεβαίως δεν έπραξε.

 

Εκ του περισσού, θα πρέπει βεβαίως να αναφέρω πως η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αναφέρει πως ο αιτητής δήλωσε ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα και επισημαίνει πως η επιστολή ενημέρωσης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου έχει συνταχθεί και κοινοποιήθηκε στον αιτητή στην αγγλική γλώσσα (ερυθρό 23, του διοικητικού φακέλου), επομένως σε γλώσσα που ο αιτητής όπως ο ίδιος δήλωσε κατανοεί (ερυθρό 5, του διοικητικού φακέλου). Ενόψει των ανωτέρω, δεν διαφαίνεται να προκύπτει οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης στον αιτητή.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι που ο φάκελος του αιτητή έκλεισε και η διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του αποφασίστηκε να διακοπεί, αποκαλύπτει ότι η απόφαση της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.  Ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπήρχε οποιοδήποτε σφάλμα στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και αν τον ενδιέφερε η εξέταση του πυρήνα του αιτήματός του όφειλε να προβεί σε άλλα διαβήματα.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο