ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                              Υπόθεση Αρ.: 4513/2022

26 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.S.H.E.,

από  Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου

                                     Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Γεωργίου (κος)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Καρσλιάδου (κα) για Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 06.10.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου (στο εξής αναφερόμενη και ως «Αίγυπτος»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 20.02.2020 και αφίχθηκε αυθημερόν μέσω του αεροδρομίου Λάρνακος στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, υποβάλλοντας στις 23.03.2021 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 11.08.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 05.10.2021 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε στις 06.10.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία φέρει ημερ. 28.06.2022 και την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά την ίδια ημερομηνία. Την εν λόγω απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της παρούσας προσφυγής.

  

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, τόσο δια του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής του, όσο και με την γραπτή του αγόρευση, επικαλείται πλείονες γενικούς και αορίστους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης χωρίς, ωστόσο, ουδείς εξ αυτών να εξειδικεύεται ειδικώς. Προωθεί περαιτέρω, ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ ως προς την ουσία του αιτήματος του για άσυλο, γίνεται αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ισχυριζόμενος δίωξη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και παραπέμποντας σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει τόσο ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1], όσο και ο Κανονισμός 8 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, κατά τον οποίο η γραπτή αγόρευση οφείλει να παρουσιάζει συνοπτικά τον «σκελετό» των επιχειρημάτων (περίγραμμα επιχειρημάτων) στη βάση μόνο των νομικών σημείων που προτείνονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Παρατηρώ επιπλέον συναφώς, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή, ως αυτοί προωθούνται στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, αναπτύσσονται ως ενιαίο κείμενο χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται, αντίθετα προς την επιταγή του Κανονισμού 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Κατά τον Κανονισμό 7, δομικά η αγόρευση πρέπει να χωρίζεται σε παραγράφους ευκρινώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε νομικό σημείο, που αναφέρονται εύληπτα και συνοπτικά.

 

Τούτων εχόντων των πραγμάτων, επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους[2].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD:2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση, η παράλειψη του Αιτητή να εξειδικεύσει τους ισχυρισμούς του με αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθημένων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω τα ζητήματα αναρμοδιότητας που εγείρονται, τα οποία ελέγχονται και αυτεπαγγέλτως και ακολούθως θα εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτή, σε συνάρτηση, εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο, και με τους, έστω γενικόλογους και χωρίς εξειδίκευση ισχυρισμούς που προωθούνται από τον Αιτητή.

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και ο οποίος εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από τον κ. Α.Α.[6], χωρίς αυτός να έχει εξουσία από τον Υπουργό Εσωτερικών για έκδοση της απόφασης αυτής.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις ως άνω αιτιάσεις του συνηγόρου του Αιτητή. Σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν και οι Καθ' ων η αίτηση, διαπιστώνω ότι η απόφαση δεν εκδόθηκε από τον Α.Α. ο οποίος συνέταξε την Έκθεση/Εισήγηση και απέστειλε και την επιστολή ενημέρωσης για την έκδοση της απόφασης προς τον Αιτητή, αλλά από τον λειτουργό Α.Γ[7]. Ειδικότερα, η υποβληθείσα στην υπό κρίση υπόθεση Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού Α.Α. της Υπηρεσίας Ασύλου (Βλ. συναφώς ερυθρά 30-27 του δ.φ.) ημερομηνίας 05.10.2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», ημερομηνία 06.10.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.Γ.».

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.Γ., υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο  το οποίο προβαίνει στην έγκριση καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει.[8]

 

Ο κύριος Α.Γ., είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ως προκύπτει από αντίγραφο της επιστολής του Υπουργού Εσωτερικών, η οποία έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένη στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής (βλ. ερυθρό 31 του δ.φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[9].

 

Επί της ουσίας της προσφυγής

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[10].

 

Προσέγγισα λοιπόν το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, από το οποίο διαφαίνεται ότι ο Αιτητής, στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήρθε στην Κύπρο για να εργαστεί (βλ. ερυθρό 20 του δ.φ.).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήλθε στη Δημοκρατία προκειμένου να εργαστεί και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του. Ερωτηθείς ως προς τις επιπτώσεις σε περίπτωση επιστροφής του δήλωσε, ότι επιθυμεί να παραμείνει όσο περισσότερο γίνεται για να εργαστεί διότι φροντίζει τα ανάπηρα αδέλφια του και στη συνέχεια θα επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρό 25-3χ του δ.φ.).

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εντόπισε ένα ουσιώδη ισχυρισμό, αναφορικά με τους λόγους οικονομικού περιερχομένου για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, τον οποίο και αποδέχθηκε ως αξιόπιστο.  

 

Εξετάζοντας τα ενώπιόν μου δεδομένα, επισημαίνω, καταρχάς, την παράλειψη των Καθ' ων η αίτηση να προσδιορίσουν και ακολούθως να αξιολογήσουν ως ουσιώδες πραγματικό περιστατικό την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Επισημαίνω ότι τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα[11] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης.

 

Ο δε εντοπισμός και η αξιολόγηση όλων των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών αποτελεί υποχρέωση των Καθ' ων η αίτηση, ως αυτή απορρέει:

 

 

 

Εξετάζοντας την ενώπιόν μου Έκθεση/Εισήγηση, παρατηρώ πως ο αρμόδιος λειτουργός αποδέχεται ως δεδομένες τις δηλώσεις του Αιτητή περί της χώρας καταγωγής του (Αίγυπτος) και την περιοχή συνήθους διαμονής του, ως αυτές προβλήθηκαν κατά την συνέντευξη του, χωρίς, ωστόσο, να έχει προβεί σε οιανδήποτε αξιολόγηση και διασταύρωση αυτών μέσω πηγών πληροφόρησης, ενώ παράλληλα καμία αναφορά δεν γίνεται από τον αρμόδιο λειτουργό στα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα/προφίλ του Αιτητή. Ειδικότερα, από την εισηγητική έκθεση προκύπτει πως ο αρμόδιος λειτουργός προσδιορίζει ως τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή την επαρχία Menia χωρίς, εντούτοις, να προκύπτει η συλλογιστική που οδήγησε στην κατάληξη αυτή, ενώ πιο συγκεκριμένα δεν προκύπτει η αξιολόγηση και εξέταση του ισχυρισμού αυτού επί τη βάσει των δηλώσεων του Αιτητή σε συνδυασμό με διαθέσιμα προσκομιζόμενα έγγραφα και πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής του. Επισημαίνω επί τούτου, πως ο τόπος διαμονής ενός αιτητή αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της αξιολόγησης της αίτησής του και κατ' επέκταση η αυτοτελής αξιολόγηση και η συνακόλουθη τεκμηριωμένη κατάληξη ως προς το στοιχείο αυτό, καθίσταται κρίσιμη και απαραίτητη. Ως εκ τούτου, κρίνεται αυθαίρετο το συμπέρασμα των Καθ' ων η αίτηση περί της μη παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή, χωρίς να έχουν προηγουμένως προβεί  σε διαπιστώσεις περί της χώρας καταγωγής και τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή παραλείποντας να εξετάσουν και να αξιολογήσουν αυτοτελώς τις σχετικές επί τούτων δηλώσεις του Αιτητή.

 

Καταλήγω, συνεπώς, ότι ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, έστω και στην γενικότητα με την οποία αυτός προβλήθηκε, είναι βάσιμος, η δε νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας ως προβλέπεται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Ωστόσο, η ως άνω κατάληξη μου δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

 

Στην βάση των πιο πάνω, έχοντας εντοπίσει, ως προανάφερα, παραλείψεις στην αξιολόγηση τoy λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, προχωρώ σε εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών του Αιτητή σχετικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής  δήλωσε με επαρκή και συνεκτικό τρόπο ότι γεννήθηκε στην επαρχία Al-Menia, δηλώνοντας ως τόπο συνήθους διαμονής του την επαρχία Menia (βλ. ερυθρά 22, 25-1χ,). Περαιτέρω δήλωσε, επίσης με συνεκτικό τρόπο και επάρκεια, ότι ολοκλήρωσε τη τεχνική σχολή, χωρίς να διευκρινίζεται η πόλη του σχολείου. Αναφορικά με την πατρική του οικογένειας δήλωσε ότι η μητέρα του και τα αδέλφια του διαμένουν στην Menia.

 

Πρόσθετα, ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των συγκεκριμένων αυτών δηλώσεων του Αιτητή, παρατηρείται πως ο ίδιος προσκόμισε διαβατήριο το οποίο επιβεβαιώνει την χώρα καταγωγής του, την Αίγυπτο, και καταγράφει ως τόπο γέννησης του την Menia. Επιπρόσθετα των ανωτέρω, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές, σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται η ύπαρξη της επαρχίας Al-Minyā, γνωστής και ως Al-Menia[12].

 

Ως εκ των ανωτέρω, γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με την περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του στην Αίγυπτο, ήτοι την επαρχία Al-Menia.

 

Προχωρώντας τώρα στην εξέταση του βασικού ισχυρισμού του Αιτητή, συντάσσομαι καταρχάς με την θέση της λειτουργού ως προς την αποδοχή του, ήτοι ότι ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, προωθώντας δηλαδή λόγους οικονομικού περιεχομένου, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος διαφοροποίησης μου. Ο Αιτητής κατά τη συνέντευξη του δήλωσε ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για τον οποίο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρό 25-3χ του δ.φ.)

 

Είναι ως εκ τούτου και η δική μου κατάληξη ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή κρίνεται ως εσωτερικά αξιόπιστος.  Κρίνω δε τούτο, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική φύση του αιτήματος του Αιτητή, το οποίο βασιζόταν εξ' ολοκλήρου στους ισχυρισμούς του και τις προσωπικές του διηγήσεις, αποτελώντας το μοναδικό στοιχείο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του και συνεπώς δεν δικαιολογείτο η οποιαδήποτε ανάλυση αυτού μέσω άλλων εξωτερικών πηγών πληροφόρησης.

 

Ως εκ τούτου, ευλόγως κρίθηκε ότι με βάση το προφίλ του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, καθώς και τις αναφορές του περί οικονομικών λόγων, δεν δικαιολογείτο η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Προστίθεται ότι, ως ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή  κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής, επικαλείται κατά τρόπο ατεκμηρίωτο και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση ότι στα πλαίσια της συνέντευξης δήλωσε ότι έχει υποστεί δίωξη από το στρατιωτικό καθεστώς της Αιγύπτου και ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν καταγράφηκε. Ισχυρίζεται επίσης, μέσω της γραπτής του αγόρευσης, ότι ο Αιτητής διώκεται λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, χωρίς εξειδίκευση και αναφορά σε γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης.

 

Πέραν του γεγονότος ότι πουθενά δεν εντοπίζεται να έχει ο Αιτητής επικαλεστεί τα πιο πάνω στο πλαίσιο της συνέντευξης του, εντούτοις παρατηρείται ότι ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επιχείρησε, μέσω του ορθού δικονομικού διαβήματος να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του αυτούς. Είναι γνωστή η επί του θέματος νομολογία, η οποία επιτάσσει πως, αν τα μέρη επιθυμούν να προσάγουν μαρτυρία προς στήριξη των ισχυρισμών τους, και η οποία δεν περιλαμβάνεται στους διοικητικούς φακέλους, οφείλουν να πράξουν εντός των δικονομικών πλαισίων που θέτουν οι περί της Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019), (βλ. καν.7), καθώς και η πλούσια περί τούτου νομολογία. Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 281, όπου διαλαμβάνεται ότι :

 

«Η αγόρευση, όπως ο όρος υποδηλώνει και οι θεσμοί ορίζουν,  είναι το μέσο προβολής της επιχειρηματολογίας του διαδίκου υπέρ των λόγων ακύρωσης.  Όπως έχει αποφασιστεί, η αγόρευση ούτε διευρύνει, ούτε επεκτείνει τα επίδικα θέματα και δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598·  Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου - (Υπόθεση αρ. 1061/94 - 30.6.1995).

 

Τα επίδικα θέματα, όπως τονίσαμε στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου (ανωτέρω), προσδιορίζονται στη δικογραφία και στοιχειοθετούνται από το διοικητικό φάκελο. (Βλ. επίσης Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 380/94 - 31.8.1995·  Κυριακίδης και Άλλος ν. Δημοκρατίας, Υπ. αρ. 212/95 και 259/95 - 31.1.1997.) Απαιτείται η άδεια του Δικαστηρίου για την προσαγωγή μαρτυρίας άλλης, από το διοικητικό φάκελο.»

  

Ως εκ των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[13] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[14].

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο του δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, ο  Αιτητής ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα του για οικονομικούς λόγους, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα.[15]

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Αίγυπτος), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται.

 

Ενόψει, ωστόσο, της κατάληξής μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του  Αιτητή  για διεθνή προστασία απορρίπτεται χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019: « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. συναφώς υπ. αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007.

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[6] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[7] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[8] Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 08.03.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία.

[9] Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[10]  Απόφαση αρ. 128/2008JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγωνημερ. 01.02.2010.

[11] Άρθρο 1 σημείο A περίπτωση 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για τους πρόσφυγες  και άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας για την αναγνώριση (αναδιατύπωση) ή του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία (άρθρο 2 στοιχείο στ) και άρθρο 15 της οδηγίας για την αναγνώριση(αναδιατύπωση).

[12]https://www.google.com/maps/place/%CE%91%CE%BB+%CE%9C%CE%AF%CE%BD%CF%85%CE%B1,+%CE%91%CE%AF%CE%B3%CF%85%CF%80%CF%84%CE%BF%CF%82/@28.1823068,29.2049862,8z/data=!4m6!3m5!1s0x1444c357043f1853:0xe64e2c0c449c8b68!8m2!3d28.284729!4d30.5279096!16zL20vMDJkNXI2?hl=el&entry=ttu , Britannica, Al-Minyā, https://www.britannica.com/place/Al-Minya-governorate-Egypt (ημερομηνίας πρόσβασης 24.07.2024)

[13] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[14] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[15] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή ΔημοκρατίαΥπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή ΔημοκρατίαΥπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012Irene Ferenko v. Κυπριακή ΔημοκρατίαΥπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο