ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπoθ. Αρ.: 5358/21 

 

03 Ιουλίου 2024 

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ: 

A.A.M.H.

Αιτητής

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω 

Υπηρεσίας Ασύλου, Υπουργείο Εσωτερικών

Καθ' ων η Αίτηση 

-------------------

Φ. Ανδρέου (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Μ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου όπως αυτή περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 12/08/2021, σύμφωνα με την οποία το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτή άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Με δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, ο Αιτητής καλεί το Δικαστήριο όπως αναγνωρίσει αυτόν ως πρόσφυγα εναλλακτικά δε ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο “Α” στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι ενήλικος, γεννηθείς το 1992, υπήκοος Καμερούν, ο οποίος σύμφωνα με δική του δήλωση, στις 18/08/2019 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ταξίδεψε μέσω Τουρκίας μέχρι τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Στις 20/08/2019 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, υποβάλλοντας στις 03/09/2018 αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 29/01/2021 και 17/02/2021 πραγματοποιήθηκαν προφορικές συνεντεύξεις του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA και πρώην EASO), παρέχοντάς του δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 04/08/2021, ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος της Αιτητή. Στις 09/08/2021, συγκεκριμένος λειτουργός, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία περιέχεται μαζί με την αιτιολογία της στην επιστολή ημερομηνίας 12/08/2021, παραλήφθηκε δια χειρός από τον Αιτητή την ίδια ημέρα, θέτοντας την υπογραφή του μετά από πλήρη επεξήγηση του περιεχομένου της από διερμηνέα, σε γλώσσα απολύτως κατανοητή από τον ίδιο, ήτοι την Αγγλική.

 

Εμπρόθεσμα, ο Αιτητής καταχώρισε αυτοπροσώπως την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλώνοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι διώκεται για κοινωνικοπολιτικούς λόγους και κινδυνεύει η ζωή του.

 

Σε κατοπινό στάδιο της διαδικασίας, και εκκρεμούσης της προσφυγής εγκρίθηκε αίτημα του Αιτητή για νομική αρωγή και ακολούθησε διορισμός συνηγόρου και αίτηση τροποποίησης της προσφυγής, ώστε να περιλαμβάνονται σε αυτήν νομικοί ισχυρισμοί προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ως εκ τούτου τροποποιηθείσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23/06/2023.

 

Με την τροποποιημένη αίτηση ακυρώσεως του (προσφυγή), o συνήγορος του Αιτητή προωθεί πλήθος λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο αυτοί να εξειδικεύονται και να συναρτώνται με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Ωστόσο με την γραπτή του αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή εγείρει αορίστως δύο ισχυρισμούς. Προωθεί ο κ. Ανδρέου την θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη κατά παραβίαση της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν ή ανακαλούν το καθεστώς πρόσφυγα καθώς επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή πλημμελώς αιτιολογημένη, και ότι παρουσιάζει έλλειψη επαρκούς και/ή αναγκαίας αιτιολογίας και/ή στερείται νόμιμης και/ή ειδικής αιτιολογίας. Ως προς την ουσία της υπόθεσης, ο συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Καμερούν, αυτός θα κινδυνεύσει με σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ήτοι βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία από τις αρχές του Καμερούν, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου τους, υπεραμύνονται της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και εκδόθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Προσθέτουν επίσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και ως εκ τούτου ορθά απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία αφού δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που του αναλογεί, ζητώντας από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση του Αιτητή και να επικυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου οι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις εμμένοντας στους προωθούμενους ισχυρισμούς τους.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και εν πρώτης διαπιστώνω ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς του Αιτητή που περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως δεν φαίνεται να προωθούνται στη συνέχεια μέσω της αγόρευσης του και δεν εξειδικεύονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 . Παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΚΙΤ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως προς την εμβέλεια του κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην γραπτή τους αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή, ως εκ τούτου κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, έχοντας κατά νου και τους προωθούμενους από τον Αιτητή ισχυρισμούς προς ακύρωση ή τροποποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Κατά την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του προβλήματος στο Νότιο Καμερούν αλλά και της ομοφυλοφιλίας.

 

Στο πλαίσιο των συνεντεύξεων και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1992 στην πόλη Kumba του Νοτιοδυτικού Καμερούν, ωστόσο μέχρι το 2004 έζησε στo χωρίο EkombeBonji του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Στη συνέχεια ο Αιτητής εγκαταστάθηκε στην πόλη Kumba όπου έζησε ως φοιτητής μέχρι το 2013, χρόνο κατά τον οποίο εγκαταστάθηκε στην πόλη Limbe του Νοτιοδυτικού Καμερούν, όπου διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε το 2018, η δε μητέρα του διαμένει στην πόλη Ekombe-Bponji, ενώ προσέθεσε ότι δε διαθέτει αδέρφια. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Κληθείς να προσδιορίσει το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφοίτησε από το Κολλέγιο Καλών Τεχνών και Επιστήμης της πόλης Kumba, ενώ σε σχέση με την εργασιακή του εμπειρία δήλωσε ότι από το 2012 μέχρι το 2015 εργάστηκε στο τομέα των κατασκευών. Προσέθεσε επίσης ότι από το 2014 μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του εργάστηκε εθελοντικά στη ΜΚΟ ονόματι Global Forum for the Defence for Human Rights διερευνώντας παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν.

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, το 2012 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρική του οικία και να εγκατασταθεί στην πόλη Limbe όπου προσελήφθη από την κατασκευαστική εταιρεία στην οποία εργάστηκε. Το 2016 όμως ξέσπασε η κρίση στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, κατά τη διάρκεια της οποίας ο θείος του πατέρα του, Ayuck Tabe Julius, ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Νοτιοδυτικού Καμερούν με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να βρίσκεται στη φυλακή μέχρι και σήμερα. Ο πατέρας του ήταν και αυτός μέλος του κινήματος που ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Νοτιοδυτικού Καμερούν με αποτέλεσμα η κυβέρνηση του Καμερούν να επιθυμεί την εξόντωση ολόκληρης της οικογένειάς του. Επειδή όμως στην πατρική του οικία τα μέλη του ανωτέρω κινήματος εκτύπωναν και εξέδιδαν ταυτότητες και σημαίες της Αμπαζονίας, στις 10/08/2018, εισήλθαν εντός της οικίας δυνάμεις των ενόπλων σωμάτων του Καμερούν και συνέλαβαν τον πατέρα του, οδηγώντας τον στην πρωτεύουσα Yaoundé και συγκεκριμένα στις εγκαταστάσεις του Υπουργείου Άμυνας της χώρας. Στις 15/08/2018 ο Αιτητής δήλωσε ότι δέχτηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα κατά του διάρκεια του οποίου του ζητήθηκε από τον επίσης άγνωστο συνομιλητή του να μεταβεί στο αρχηγείο της χωροφυλακής στην πόλη Limbe. Όταν όμως ακολούθως ενημέρωσε τον διευθυντή της ΜΚΟ στην οποία εργαζόταν σχετικά με το τηλεφώνημα που δέχτηκε, o τελευταίος του συνέστησε να παραμείνει στην οικία του μέχρι να βρει εκείνος μια λύση. Επιστρέφοντας στην οικία του, το συγκεκριμένο πρόσωπο δήλωσε στον Αιτητή ότι βρήκε τρόπο να τον βοηθήσει και του εξέδωσε πλαστό διαβατήριο, δια του οποίου ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.

 

Ζητηθείς να αναφερθεί συγκεκριμένα στα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ίδιος, ο Αιτητής δήλωσε ότι το Φεβρουάριο του 2018 ταξίδεψε μέχρι το χωριό Kwa Kwa, το οποίο είχε δεχθεί επίθεση από το στρατό του Καμερούν έτσι ώστε να πραγματοποιήσει έρευνα. Κατά την επιστροφή του όμως, τον σταμάτησαν μέλη των αυτονομιστών Ambazonians προκειμένου να τον ελέγξουν μαζί με τα άλλα άτομα με τα οποία ταξίδευε. Επειδή όμως ο Αιτητής κατείχε ταυτότητα του Καμερούν και όχι ταυτότητα των Ambazonian, τα εν λόγω άτομα τον συνέλαβαν και τον ξυλοκόπησαν, αφήνοντας τον στη συνέχεια ελεύθερο αφού τον ανάγκασαν να τραγουδήσει πρώτα τον ύμνο των Ambazonias. Προσέθεσε ότι έλαβε χώρα και ένα δεύτερο παρόμοιο περιστατικό στις 08/04/2018, κατά τη διάρκεια του οποίου χρειάστηκε να μεταβεί στο χωριό Munyenge προκειμένου να καταγράψει την κατάσταση, πλην όμως κατά την επιστροφή του στην πόλη Limbe τον σταμάτησε ο στρατός του Καμερούν σε ένα σημείο ελέγχου και τον υπέβαλαν μαζί με άλλα τέσσερα άτομα σε ανάκριση. Όταν όμως οι στρατιώτες διαπίστωσαν ότι από την ταυτότητα του έλειπε το σημείο της κάρτας το οποίο εμφάνιζε τη σημαία του Καμερούν, το οποίο είχαν αφαιρέσει οι αυτονομιστές κατά το συμβάν του Φεβρουαρίου του 2018, τον ξυλοκόπησαν και τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα της πόλης Muyuka όπου κρατήθηκε για πέντε ημέρες, πριν εν τέλει αφεθεί ελεύθερος κατόπιν εντολής της κυβέρνησης του Καμερούν να μη συλλαμβάνονται και φυλακίζονται άτομα λόγω του ότι είχε κοπεί το σημείο που εμφάνιζε τη σημαία του Καμερούν από την ταυτότητά τους, από τους αυτονομιστές.

 

Επιπρόσθετα ο Αιτητής ανέφερε ότι βρισκόταν παρόν σε ένα περιστατικό κατά το οποίο η αστυνομία της πόλης Limbe εισέβαλε σε ένα μπαρ ομοφυλοφίλων στην πόλη Limbe, με αποτέλεσμα να συλληφθεί εκ νέου και να μεταφερθεί στο αστυνομικό τμήμα της πόλης λόγω του ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ποινικά στο Καμερούν. Στο αστυνομικό τμήμα όμως παρενέβη η μητέρα του, η οποία μέσω ενός δικηγόρου κατάφερε να τον αποφυλακίσει.

 

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί από τις αρχές επειδή ο πατέρας του είχε εκτυπώσει για τον ίδιο ταυτότητα του ανεξάρτητου κράτους της Αμπαζονίας.

 

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, θέτοντας στον Αιτητή διευκρινιστικές ερωτήσεις προσπαθώντας να ερευνήσει το σύνολο των ισχυρισμών που προέβαλε ο Αιτητής, ενώ στην εισηγητική του έκθεση, διέκρινε πέντε ισχυρισμούς ως ακολούθως:

 

1)   Τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, τον τόπο καταγωγής και αυτό της τελευταίας συνήθους διαμονής τους.

2)    Τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό.

3)   Τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της ομάδας SOCADEF και συνελήφθη από το στρατό του Καμερούν.

4)   Τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο χωριό Kwa Kwa συνελλήφθη από τους αυτονομιστές Ambazonians

5)   Τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στο χωριό Munyenge συνελήφθη από το στρατό του Καμερούν.

 

Αξιολογώντας τα λεγόμενα του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε δεκτές τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του, αφού αφενός μεν αυτές κρίθηκαν ως σαφείς και λεπτομερείς, αφετέρου δε επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του ισχυρισμού του Αιτητή γύρω από το σεξουαλικό του προσανατολισμό και σε συνάρτηση με την εσωτερική αξιοπιστία των συναφών απαντήσεων και δηλώσεών του εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH (διαφορετικότητα/στίγμα/ντροπή/βλάβη), ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν σαφείς, λεπτομερείς και αντικατοπτρίζουσες την εσωτερική διεργασία δια της οποίας ο Αιτητής θα αναμένετο να έχει διέλθει κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ειδικότερα, αν και ο Αιτητής παρέθεσε σαφείς απαντήσεις ως προς τον τρόπο και το χρόνο κατά τον οποίο άρχισε να αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητά του ως ομοφυλόφιλος, εντούτοις οι σχετικές του δηλώσεις και περιγραφές αφορούν αποκλειστικά την ερωτική πράξη, χωρίς όμως να είναι σε θέση να περιγράψει τα ευλόγως αναμενόμενα συναισθήματα που του αναπτύχθηκαν κατά τον υπό κρίση χρόνο. Παράλληλα, από τις δηλώσεις του δεν προέκυψε η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητάς του σε ένα εχθρικό για τους ομοφυλόφιλους, σύμφωνα και με τις δηλώσεις του, περιβάλλον. Οι δε περιγραφές του σχετικά με τον τρόπο που φέρεται να πλησίαζε άλλα αγόρια στη χώρα καταγωγής του ήταν ασαφείς, στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας αλλά και ευλογοφάνειας, αφού ο Αιτητής δήλωσε χωρίς συνοχή ότι δεν τους αποκάλυπτε τις προθέσεις του ωστόσο εκείνα καταλάβαιναν το σεξουαλικό του προσανατολισμό λόγω των πράξεών του. Ζητηθείς να αποσαφηνίσει τις εν λόγω πράξεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι πρότεινε στους συμφοιτητές του να έλθουν σε ερωτική επαφή «γιατί είναι ένα καλό πράγμα». Οι εν λόγω δηλώσεις ωστόσο κρίθηκαν αντιφατικές, καθώς ο Αιτητής προηγουμένως δήλωσε ότι απέφευγε να γνωστοποιήσει το σεξουαλικό του προσανατολισμό και τις προθέσεις του στην κοινωνία που ζούσε. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής επικαλέστηκε χωρίς συνοχή και σαφήνεια ότι μόλις τελείωσε τη σχολή του αντιλήφθηκε ότι η μέθοδος προσέγγισης που χρησιμοποιούσε δεν ήταν αποτελεσματική.

 

Σε σχέση με τις δηλώσεις του περί του ότι κατά τη διάρκεια των σχολικών του εξετάσεων σύναψε ερωτική σχέση με τον Ramond, τον οποίο συνέστησε στον πατέρα του την ημέρα της αποφοίτησής του, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως ασαφείς, καθώς, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει το συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτός περιέγραψε γενικόλογα τον τρόπο που γνωρίστηκαν. Όταν του ζητήθηκε όμως να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η σχέση του με το συγκεκριμένο άνδρα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες αφού δήλωσε ότι ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι επειδή ήταν ομοφυλόφιλος και αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην πόλη Limbe. Όταν του ζητήθηκε και πάλι να περιγράψει το χαρακτήρα του Ramond, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς συνοχή ότι ήταν θηλυπρεπής και είχε μεγάλα οπίσθια. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το χαρακτήρα του συντρόφου του αλλά ούτε και να εκφράσει τα συναισθήματα του προς αυτόν, πράγμα το οποίο θα αναμένετο να πράξει δεδομένου ότι το συγκεκριμένο άνδρα φέρεται να τον συνέστησε και στον πατέρα του.

 

Κληθείς να προσδιορίσει εάν σύναψε άλλες ερωτικές σχέσεις με άνδρες, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά, πλην όμως όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τι τον έλκυε στους άνδρες που προσέγγιζε, αποκρίθηκε ασαφώς ότι απλά έτσι ένιωθε χωρίς να είναι σε θέση να προβάλει κοινά συναισθηματικά στοιχεία που του δημιούργησαν έλξη προς τους άνδρες με τους οποίους δήλωσε ότι ήρθε σε ερωτική επαφή.

 

Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως αν και οι δηλώσεις του Αιτητή παρουσιάστηκαν ενίοτε επαρκείς και σαφείς, εντούτοις ο Αιτητής δεν ανέδειξε συναισθηματικά στοιχεία τα οποία συνδέονται με την εσωτερική διεργασία δια της οποίας ευλόγως αναμένεται να είχε διέλθει κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της διαφορετικότητάς του.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των στοιχείων της ντροπής και του στίγματος στη βάση του μοντέλου αξιολόγησης (DSSH), ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής αρχικά προέβαλε ότι οι διοίκηση του σχολείου του τον απειλούσε ότι θα ενημερώσει την αστυνομία επειδή παρενοχλούσε ερωτικά τους συμμαθητές του, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε και τους γονείς του. Ο Αιτητής ωστόσο δεν ήταν σε θέση να περιγράψει πως ένιωσε μετά το συγκεκριμένο περιστατικό αφού όταν αυτό του ζητήθηκε, εκείνος δήλωσε ασαφώς ότι ένιωσε άσχημα.

 

Σε σχέση με το περιστατικό κατά το οποίο ο πατέρας του φέρεται να τον εκδίωξε από την πατρική του οικία λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς ευλογοφάνεια ότι ο πατέρας του ναι μεν τον έδιωξε από το σπίτι, ωστόσο ο ίδιος συνέχισε να παρέμεινε εκεί για ένα μήνα και στη μετά  εγκαταστάθηκε στην πόλη Limbe. Κληθείς όμως να εξηγήσει το λόγο που παρέμεινε στην πατρική του οικία για ένα μήνα αν και ήδη τον είχε διώξει ο πατέρας του, επικαλέστηκε, χωρίς συνοχή ότι η μητέρα του δεν ήθελε να φύγει, ωστόσο ο πατέρας του σταμάτησε να του δίνει χρήματα.

 

Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη σχέση του με τον πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είχαν μια φυσιολογική σχέση, όταν όμως περιήλθε στη γνώση του του ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, ο πατέρας του δεν τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Παρόλα αυτά, σε μεταγενέστερο στάδιο ο Αιτητής δήλωσε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ο πατέρας του κάλεσε ολόκληρη την οικογένεια και τους ενημέρωσε ότι ο Αιτητής ήταν ομοφυλόφιλος.

 

Στη βάση των ανωτέρω αναλύσεων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα αναμενόταν ευλόγως από τον Αιτητή να είναι σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς την αντίδραση του πατέρα του όταν γνωστοποιήθηκε σε αυτόν ο σεξουαλικός προσανατολισμός του Αιτητή και να μη περιοριστεί στις δηλώσεις περί του ότι ο πατέρας του σταμάτησε να τον χρηματοδοτεί, δεδομένου μάλιστα ότι εξακολούθησε να διαμένει στην πατρική του οικία για ένα ακόμη μήνα. Αντιφατική και στερούμενη ευλογοφάνειας κρίθηκε άλλωστε και η δήλωσή του περί του ότι όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη Limbe επειδή τον έδιωξε ο πατέρας του από την πατρική του οικία, εφόσον οι γονείς του εξακολούθησαν να τον επισκέπτονται. Στη βάση των ανωτέρω στοιχείων, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα περιστατικά τα οποία εξιστόρησε ο Αιτητής στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και νοηματικής συνοχής και κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, ότι είχε στιγματιστεί στη χώρα καταγωγής του έτσι ώστε να του έχουν αναπτυχθεί συναισθήματα ντροπής.

 

Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση της εσωτερικής αξιοπιστίας αναλύοντας το στοιχείο της βλάβης, στη βάση πάντα του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά διερεύνησε το περιστατικό κατά το οποίο ο Αιτητή φέρεται να συνελήφθη σε ένα μπαρ ομοφυλοφίλων το Μάιο του 2018, οι δηλώσεις όμως του τελευταίου κρίθηκαν ως αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Ειδικότερα, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει την εξέλιξη του εν λόγω περιστατικού, εκείνος δήλωσε γενικόλογα ότι ήρθε η αστυνομία, έβαλε όλους τους θαμώνες σε ένα φορτηγάκι και τους οδήγησε στο αστυνομικό τμήμα από όπου αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν παρέμβασης της μητέρας του. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο συνελήφθη, ο Αιτητής αποκρίθηκε αόριστα ότι η αστυνομία είχε πληροφορίες ότι στο συγκεκριμένο χώρο σύχναζαν ομοφυλόφιλοι, ενώ υπέπεσε και σε αντιφάσεις ως προς την αριθμό των αστυνομικών που προέβησαν στις ανωτέρω συλλήψεις. Σε σχέση δε με την ακόλουθη 5ήμερη κράτησή του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς το κελί του, καθώς ζητηθείς να το πράξει εκείνος προέβαλε ανεπαρκώς ότι κοιμόταν στο πάτωμα και χρησιμοποιούσε ένα μπουκάλι για μαξιλάρι. Ερωτηθείς επίσης πόσα άτομα διέμεναν μαζί του στο εν λόγω κελί, ο Αιτητής απάντησε και πάλι χωρίς συνοχή ότι τα κελιά ήταν μικρά και βάζανε μέσα όσους κρατούμενους θέλανε, χωρίς ωστόσο να απαντά ουσιαστικά στο ερώτημα που του υποβλήθηκε. Σε σχέση δε με την αντιμετώπιση που δέχτηκε από την αστυνομία κατά την κράτησή του, οι δηλώσεις του Αιτητή αξιολογήθηκαν και πάλι ως αόριστες και επιφανειακές, αφού ο Αιτητής δήλωσε μόνο ότι δεν του έδιναν φαγητό και ότι δεν ήξερε πότε θα φάει, χωρίς να παραθέτει περαιτέρω στοιχεία. Ως προς τους λόγους για τους οποίους κρατήθηκε από την αστυνομία, ο Αιτητής αποκρίθηκε γενικόλογα ότι το νομικό σύστημα επιτρέπει στις αρχές να διατηρούν ένα άτομο υπό κράτηση μέχρι εκείνο να αποδείξει ότι είναι αθώο, χωρίς ουσιαστικά να εξηγεί το λόγο για τον οποίο κρατήθηκε ο ίδιος. Οι δηλώσεις, τέλος, ως προς τις συνθήκες αποφυλάκισής του κρίθηκαν ομοίως ως ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας αφού ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει πως αποφυλακίστηκε, επικαλούμενος αόριστα τη διαφθορά που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του και δηλώνοντας ασαφώς ότι η μητέρα του διαπραγματεύτηκε μυστικά «πίσω από κλειστές πόρτες».

 

Βάσει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει ότι υπέστη οιασδήποτε μορφής βλάβη στη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού.

 

Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο ότι ο Αιτητής δεν επέδειξε τα συναισθήματα που ευλόγως θα αναμενόταν να συνοδεύουν την αντίληψη της διαφορετικότητάς του, του στιγματισμού του, της ντροπής και της προκληθείσας βλάβης λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού στη χώρα καταγωγής του καθώς δεν έκρινε ότι τα εξιστορισθέντα περιστατικά αποτελούν βιωματικές εμπειρίες του Αιτητή. Ο ισχυρισμός λοιπόν κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανέκυψε ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ποινικά στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και αποτελεί αδίκημα το οποίο επιφέρει ποινή φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια και πρόστιμο μέχρι 200.000 φράγκα Καμερούν. Καταγράφηκαν επίσης βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, παράτυπες συλλήψεις και κρατήσεις ομοφυλόφιλων.

 

Αν και οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν εξωτερικά αξιόπιστες, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής του αξιοπιστίας, καθώς ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του σχετικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι των δηλώσεών του περί του ότι ο πατέρας του συνελήφθη επειδή ήταν μέλος της ομάδας SOCADEF, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του. Ειδικότερα, οι δηλώσεις του σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του κρίθηκαν ελλιπείς, ασαφείς και μη συνεκτικές. Ως προς την δραστηριότητα του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε επιφανειακά ότι ο τελευταίος εκτύπωνε κάρτες και σημαίες για τους Ambazonians, όταν όμως του ζητήθηκε να προβάλει περισσότερες πληροφορίες, δήλωσε ασαφώς ότι ο πατέρας του ήταν «βαθιά μέσα στην κατάσταση». Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τις εμπειρίες που ο ίδιος βίωσε λόγω της δραστηριότητας του πατέρα του, δήλωσε ασαφώς ότι αντιλήφθηκε «τρελά πράγματα», επικαλούμενος όμως ελλιπώς τη δημιουργία ταυτοτήτων των Ambazonians από τον πατέρα του. Ερωτηθείς αν ο πατέρας του ήταν μέλος κάποιας συγκεκριμένης ομάδας, ο Αιτητής απάντησε χωρίς συνοχή και σαφήνεια ότι είχαν ανακηρύξει την ανεξαρτησία της Αμπαζονίας. Δήλωσε επίσης ότι αυτό έλαβε χώρα το 2016 και ότι πριν από αυτό υπήρχαν πολλές ομάδες και ότι ο πατέρας του ήταν μέλος της ομάδας SOCADEF. Όταν όμως του ζητήθηκε και πάλι να προσδιορίσει το ρόλο του πατέρα του στα πλαίσια της ανωτέρω ομάδας, ο Αιτητής επικαλέστηκε και πάλι ελλιπώς ότι ο πατέρας του εκτύπωνε ταυτότητες και σημαίες της Αμπαζονίας. Προσέθεσε δε ότι δεν ήξερε ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του πατέρα του, ενώ επικαλέστηκε αόριστα τις συναντήσεις της εν λόγω ομάδας, χωρίς να είναι όμως σε θέση να προσδιορίσει πόσο συχνά λάμβαναν χώρα.

 

Δεδομένων των δηλώσεων του Αιτητή περί του ότι ο πατέρας του συνεργαζόταν με τους Ambazonians πριν τη γέννηση του, σε συνδυασμό ότι ο ίδιος διέμεινε μαζί του μέχρι την ενηλικίωσή του, θα αναμενόταν από τον Αιτητή, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, να παράσχει περισσότερες πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του.

 

Ο Αιτητής δήλωσε ωστόσο χωρίς ευλογοφάνεια ότι το 2016 ο πατέρας του του τηλεφώνησε και του ζήτησε να παραλάβει την ταυτότητα των Ambazonian που του είχε εκτυπώσει, την οποία ο Αιτητής δεν παρέλαβε με αποτέλεσμα ο πατέρας του να τον ξανακαλέσει δύο χρόνια μετά, ήτοι το 2018 αν και μέχρι τότε δεν διατηρούσαν επικοινωνία. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο επικοινώνησε ο πατέρας του δύο χρόνια αργότερα, ο Αιτητής δήλωσε υπεκφεύγοντας ότι δε μπορεί να γνωρίζει πως σκέφτεται ο πατέρας του. Ερωτηθείς άλλωστε για ποιο λόγο ο πατέρας του του εκτύπωσε τη συγκεκριμένη ταυτότητα, ο Αιτητής επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο πατέρας του ήθελε την ασφάλειά του, δήλωση όμως που έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες δηλώσεις σχετικά με το ότι ο πατέρας του δεν ενδιαφερόταν για την ασφάλειά του. Οι δε δηλώσεις σχετικά με τη σύλληψη του πατέρα του κρίθηκαν ως ασαφείς και στερούμενες συνοχής, αφού όταν κλήθηκε να περιγράψει πως διαδραματίστηκαν τα περιστατικά εκείνη την ημέρα, ο Αιτητής δήλωσε αόριστα ότι σύμφωνα με πληροφορίες που του μετέφερε η μητέρα του, μέλη των ενόπλων δυνάμεων εισήλθαν εντός της πατρικής του οικίας και συνέλλεξαν όλο τον εξοπλισμό και το υλικό που διέθετε εκεί ο πατέρας του. Στη συνέχεια ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του τον ενημέρωσε πως ο πατέρας του είχε μεταφέρθηκε στη φυλακή της Yaoundé, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τον τρόπο με το οποίο περιήλθε στη γνώση της μητέρας του η συγκεκριμένη πληροφορία. Ούτε άλλωστε ο Αιτητής ήταν σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια και περιγραφική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε το βασανισμό και τη δολοφονία του πατέρα του από τις αρχές. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε άλλωστε τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι δε δημοσιεύτηκε ο θάνατος του πατέρα του στα ΜΜΕ της περιοχής ως στερούμενες ευλογοφάνειας, καθώς θα αναμενόταν ευλόγως, λόγω του φερόμενου υψηλού πολιτικού προφίλ του πατέρα του, η είδηση του θανάτου του να έχει καλυφθεί τουλάχιστον από τα τοπικά ΜΜΕ. Σχετικά τέλος με το ανώνυμο τηλεφώνημα που φέρεται να δέχτηκε, κατά τη διάρκεια του οποίου του ζητήθηκε να μεταβεί στο αστυνομικό τμήμα της πόλης Limbe, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως στερούμενες ευλογοφάνειας και συνοχής καθώς όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο δέχτηκε την εν λόγω κλήση, ο Αιτητής δήλωσε ότι υποψιάζεται ότι οι αρχές έψαχναν όλα τα άτομα των οποίων είχαν βρει ταυτότητα των Ambazonians στην οικία του πατέρα του. Στη βάσει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δε θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας αντλήθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν τη δημιουργία της ομάδας SOCADEF. Η εν λόγω ομάδα αποτελεί ένοπλο τμήμα των δυνάμεων άμυνας του Νότιου Καμερούν και το οποίο αποτελείται από πάνω από 500 άτομα. Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι η συγκεκριμένη ομάδα εκδίδει ταυτότητες στα μέλη της, ωστόσο οι πηγές αναφέρουν ότι οι εν λόγω πληροφορίες εκδίδονται στην Ολλανδία και ακολουθείται συγκεκριμένη διαδικασία γύρω από την έκδοσή τους. Στη βάση των εν λόγω πληροφοριών, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή έρχονται σε αντίθεση με τις αντληθείσες πληροφορίες αφού από αυτές προκύπτει μια εντελώς διαφορετική διαδικασία έκδοσης ταυτοτήτων των μελών της εν λόγω ομάδας, σε σχέση με αυτή που περιέγραψε ο Αιτητής δηλώνοντας ότι ο πατέρας του εκτύπωνε τις συγκεκριμένες κάρτες επί της οικίας του.

 

Στη βάση των ευρημάτων της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

 

Ο τέταρτος και πέμπτος ισχυρισμός έγιναν αμφότεροι αποδεκτοί. Ειδικότερα, ο αρμόδιος έκανε δεκτό ότι ο Αιτητής παρενοχλήθηκε μια φορά πλησίον του χωριού Kwa Kwa από τους μαχητές Ambazonian και συνελήφθη μία φορά πλησίον του χωριού Munyenge από το στρατό του Καμερούν.

 

Συγκεκριμένα, στα πλαίσια των δηλώσεών του αναφορικά με τον τέταρτο ισχυρισμό, ο Αιτητής υποστήριξε ότι το Φεβρουάριο του 2018 είχε μεταβεί στο χωριό Kwa Kwa προκειμένου να συντάξει μια έκθεση αναφορικά με την επίθεση που έλαβε χώρα στο συγκεκριμένο χωριό και κατά την επιστροφή του τον σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου οι μαχητές Ambazonian οι οποίοι έκοψαν από την ταυτότητά του το κομμάτι που εμφάνιζε τη σημαία του Καμερούν. Στη συνέχεια τον ανάγκασαν να τραγουδήσει τον εθνικό ύμνο της Αμπαζονίας και εν τέλει τον άφησαν ελεύθερο. Οι εν προκειμένω δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν σαφείς, συνεκτικές και λεπτομερείς, και κατόπιν σχετικής έρευνας διαπιστώθηκε τόσο ότι έλαβε χώρα επίθεση στο συγκεκριμένο χωριό τον υπό κρίση χρόνο, όσο και ότι οι μαχητές Ambazonian δημιουργούσαν εμπόδια στη μετακίνηση των πολιτών κόβοντας από τις ταυτότητές τους το τμήμα που απεικόνιζε τη σημαία του Καμερούν, ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος.

 

Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο πέμπτος ισχυρισμός του Αιτητή, σύμφωνα με τον οποίο ο Αιτητής τον Απρίλιο του 2018 είχε μεταβεί στο χωριό Munyenge προκειμένου να συντάξει μια έκθεση για τα περιστατικά που έλαβαν χώρα και κατά την επιστροφή του συνελήφθη σε σημείο ελέγχου της αστυνομίας του Καμερούν επειδή έλειπε από την ταυτότητά του το κομμάτι που είχαν κόψει οι μαχητές Ambazonian. Ακολούθως ο Αιτητής προέβαλε ότι οδηγήθηκε, μαζί με τα υπόλοιπα άτομα που συνελήφθησαν, στη φυλακή Muyuka, όπου μετά από πέντε ημέρες αφέθηκε ελεύθερος κατόπιν σχετικού διατάγματος της κυβέρνησης. Καθώς οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν σαφείς, λεπτομερείς και διεπόμενες από συνοχή και συνέπεια, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό ως εσωτερικά αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας σε έρευνα στα πλαίσια της διερεύνησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε στοιχεία εκ των οποίων επιβεβαιώθηκε ότι τον υπό κρίση χρόνο, οι αρχές του Καμερούν υπέβαλαν στους πολίτες που ταξίδευαν στις Αγγλόφωνες περιοχές σε έλεγχο των πιστοποιητικών τους εγγράφων και προχώρησαν σε αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις πολιτών. Εφόσον διαπιστώθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν έρεισμα στις αντληθείσες πληροφορίες, σε συνάρτηση με την θεμελιωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, ο υπό εξέταση ισχυρισμός έχει επίσης δεκτός στο σύνολό του ως αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στον τόπο τελευταία συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Limbe η οποία βρίσκεται στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, στη βάση των ανωτέρω αποδεκτών ισχυρισμών, o αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο δίωξης αφού δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα απειληθεί και/ή θα κινδυνεύσει προσωπικά με οποιαδήποτε πράξη δίωξης, καθώς οι δύο αποδεκτοί ισχυρισμοί αποτελούν δύο μεμονωμένα περιστατικά, τα οποία έλαβαν χώρα στα πλαίσια του ελέγχου που προσπαθούν αν ασκήσουν τόσο οι ένοπλες αποσχιστικές ομάδες που δραστηριοποιούνται στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν αλλά και οι ένοπλες δυνάμεις υπό τις οδηγίες της κυβέρνησης του Καμερούν. Δεν ανέκυψε κάποιο στοιχείο όμως που να συνηγορεί υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe, ο Αιτητής θα διατρέξει κάποια προσωπική, άμεση και πραγματική απειλή από οιονδήποτε φορέα, κρατικό ή μη.

 

Σε σχέση όμως με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας ανευρέθη ότι οι Αγγλόφωνες περιφέρειες του του Καμερούν και δη η Νοτιοδυτική, επί της οποίας βρίσκεται η πόλη Limbe, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του, πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα στους Αγγλόφωνους αποσχιστές και τις δυνάμεις του κατεξοχήν Γαλλόφωνου κράτους του Καμερούν, με αποτέλεσμα χιλιάδες άμαχοι να έχουν χάσει τη ζωή τους και να έχουν υποστεί πλήθος παραβιάσεων βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe, θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω της επικρατούσας εκεί κατάστασης ασφαλείας.

 

Ακολούθως, κατά την νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν υπό τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή άλλως απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή  στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ), ο αρμόδιος λειτουργός κατόπιν έρευνας διαπίστωσε ότι ναι μεν στην πόλη Limbe επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης στα πλαίσια της Αγγλόφωνης κρίσης, προχωρώντας όμως σε περαιτέρω έρευνα, εντόπισε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα εκ των οποίων προέκυψε ότι τα περιστατικά ασφαλείας στη συγκεκριμένη περιοχή ανέρχονται σε τέτοιο βαθμό που δε μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως, συνεκτιμώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή και δη την απουσία οιασδήποτε ευαλωτότητας, ότι κατά την επιστροφή του στη συγκεκριμένη περιοχή ο Αιτητής θα κινδυνεύσει ως άμαχος, αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας εκεί. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ).  

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο λειτουργός κατέληξε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις εκ του νόμου προϋποθέσεις ώστε να του εκχωρηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή άλλως, καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και επί τούτου το αίτημά του απορρίφθηκε.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, «πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο, που λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγένειας του και δεν είναι σε θέση ή λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής». Είναι καθόλα κατανοητό, ότι για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση.

 

Περαιτέρω το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία.   Ο/Η αιτητής/τρια  έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του/της αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του/της ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω της ορθής δικονομική διαδικασίας, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του/της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης υφιστάμενο στη χώρα καταγωγής του/της. Ο/Η αιτητής/τρια οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του/της για διεθνή προστασία, το δε αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του/της αιτητή/τριας, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. 2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, αντίθετα στον ισχυρισμό του συνηγόρου του, τον οποίο απορρίπτω, προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα γεγονότα της υπόθεσης, τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του, καθώς και σε αντιστοίχιση των αποδεκτών ισχυρισμών με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επεξηγώντας τους λόγους απόρριψης και αποδοχής κάθε ισχυρισμού αλλά και τον λόγο για τον οποίο εν τέλει απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή.

 

Στο πλαίσιο ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και κυρίως το πρακτικό της διενεργηθείσας συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της εισηγητικής έκθεσης, κρίνω ορθή την κατάληξη της αξιολόγησης του αρμόδιου λειτουργού βάσει των δηλώσεων που ο Αιτητής προέβαλε κατά την συνέντευξή του, αρχικά ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του και στη συνέχεια ως προς τα δύο περιστατικά που αφορούν την παρενόχληση που δέχτηκε από τους μαχητές Ambazonian αλλά και την περιστασιακή σύλληψη του από την αστυνομία του Καμερούν (ισχυρισμοί 4 και 5). Δεν παραγνωρίζω άλλωστε την αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius) σύμφωνα με την όποια το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του Αιτητή και να ακυρώσει ένα ευνοϊκό για αυτήν μέρος της απόφασης[1].

 

Ως προς τους απορριφθέντες ισχυρισμούς και προχωρώντας στην ex nunc αξιολόγησή τους από το παρόν Δικαστήριο βάσει και της παρεχόμενης εκ του Νόμου δικαιοδοσίας, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμό και δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη στη χρήση του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή επικεντρώνονται γύρω από τη σεξουαλική επιθυμία που φέρεται να ανέπτυξε προς τους άνδρες, πλην όμως από αυτές εκλείπει οιοδήποτε συναισθηματικό στοιχείο και/ή ενδείξεις της εσωτερικής διεργασίας δια της οποίας ο Αιτητής αναμένεται να έχει διέλθει κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Παράλληλα, για τον ίδιο λόγο ο Αιτητής δεν επέδειξε στοιχεία συνειδητοποίησης της διαφορετικότητάς του αλλά ούτε και κατόρθωσε μέσω των δηλώσεων του να στοιχειοθετήσει στιγματισμό αφού δήλωσε αντιφατικά ότι στο σχολείο εξέφραζε ευθέως την επιθυμία του στους άνδρες, αν και προγενέστερα είχε δηλώσει ότι δεν εκφραζόταν ευθέως. Το δε περιστατικό κατά το οποίο φέρεται να απειλήθηκε από τη διοίκηση του σχολείου επειδή παρενοχλούσε τους συμμαθητές του αντίκεται στον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ούτε άλλωστε ο Αιτητής κατάφερε να στοιχειοθετήσει τη δήλωσή του περί του ότι ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι επειδή ήταν ομοφυλόφιλος, καθώς κλονίζοντας τον πυρήνα των δηλώσεών του δήλωσε ότι διέμεινε εκεί για ένα μήνα ακόμα και ότι οι γονείς του τον επισκέπτονταν στη συνέχεια στην πόλη Limbe όπου εγκαταστάθηκε. Σε σχέση δε με το περιστατικό κατά το οποίο δήλωσε ότι συνελήφθη ευρισκόμενος σε ένα μπαρ ομοφυλόφιλων, οι δηλώσεις του Αιτητή ήτο γενικόλογες και επιφανειακές, ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με ποιο τρόπο κατάφερε να τον αποφυλακίσει η μητέρα του, επικαλούμενος ασαφώς τη διαφθορά της αστυνομίας του Καμερούν. Δεδομένης λοιπόν και της απουσίας οιασδήποτε βλάβης απορρέουσας από το σεξουαλικό του προσανατολισμό, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις του μοντέλου αξιολόγησης DSSH (διαφορετικότητα, στιγματισμός, ντροπή, βλάβη) και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά αξιόπιστος.

 

Δεδομένου ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του εκάστοτε ατόμου δεν αποτελεί στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές και ότι οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ήδη τις δηλώσεις του Αιτητή ως εξωτερικά αξιόπιστες κατόπιν σχετικής έρευνας, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνησης των σχετικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.

 

Ο υπό εξέταση λοιπόν ισχυρισμός απορρίπτεται καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του κατά τρόπο που να μπορεί να γίνει αποδεκτό ότι πρόκειται για ομοφυλόφιλο άτομο.

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με την πολιτική ιδιότητα του πατέρα του ως μέλος της ομάδας SOCADEF, εξαιτίας της οποίας φέρεται να συνελήφθη από το στρατό, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει βασικές πτυχές του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ενδεικτικά, ο Αιτητής υποστηρίζει καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξής του ότι ο πατέρας του έφτιαχνε κάρτες/ταυτότητες και σημαίες για τους αυτονομιστές Ambazonian, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προβάλει άλλες πληροφορίες και/ή λεπτομέρειες ως προς το ρόλο του πατέρα του αν, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο πατέρας του αποτέλεσε ιδρυτικό στέλεχος της εν λόγω ομάδα προ της γεννήσεως του και διατήρησε τον εν λόγω τίτλο μέχρι ενηλικίωσης του Αιτητή. Σε σχέση με την περιγραφή του περιστατικού κατά το οποίο ο πατέρας του φέρεται να συνελήφθη εντός της οικίας του, παρατηρώ ότι οι πληροφορίες που ο Αιτητής προβάλει αποτελούν ελλιπή στοιχεία και/ή πληροφορίες που φέρεται ο ίδιος να έλαβε από τη μητέρα του. Ούτε όμως ο Αιτητής ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια και ακρίβεια πως περιήλθε στη γνώση του η πληροφορία σχετικά με το θάνατο του πατέρα του, αλλά ούτε και για ποιο λόγο ο θάνατος του πατέρα του δε γνωστοποιήθηκε από τα τοπικά ΜΜΕ, δεδομένου και του αξιώματος που φέρεται να κατείχε. Οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι ο πατέρας του του τηλεφώνησε το 2016 ζητώντας του να παραλάβει την ταυτότητα που είχε εκδώσει για εκείνον, ότι ο Αιτητής δεν το έπραξε και ότι ο πατέρας του του τηλεφώνησε μετά από δύο χρόνια, το 2018, για τον ίδιο λόγο, κρίνονται ως μη συνεκτικές και στερούμενες ευλογοφάνειας. Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Δεδομένου ότι εκ της έρευνας των Καθ’ ων η αίτηση επιβεβαιώθηκε τόσο η ύπαρξη της ομάδας SOCADEF ως το ένοπλο σώμα της Ένωσης των Νέων του Νότιου Καμερούν, όσο και η διαδικασία που ακολουθούσε αυτή σχετικά με την έκδοση ταυτοτήτων/μελών στη χώρα καταγής του Αιτητή τον υπό κρίση χρόνο, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν προκύπτουν λόγοι περαιτέρω επικαιροποιημένης έρευνας ως προς την αναζήτηση στοιχείων που θα μπορούσαν αν ενδυναμώσουν ή να αποδυναμώσουν την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή. Η απλή άλλωστε προσπάθεια αναζήτησης πληροφοριών στο διαδίκτυο σχετικά με την έκδοση της εν λόγω κάρτας, οδηγεί στην διαδικτυακή σελίδα https://www.ambacitizens.com/, δια της οποίας μπορεί σήμερα κάποιος να εκδώσει αντίστοιχη ταυτότητα.

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του σχετικά με την πολιτική δραστηριότητα του πατέρα του στα πλαίσια της συμμετοχής του στην ομάδα SOCADEF αλλά ούτε και αυτές περί σύλληψης και αφαίρεσης της ζωής του από τις αρχές του Καμερούν. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και δη στην πόλη Limbe, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τoυ, βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί, το Δικαστήριο διαπιστώνει τα ακόλουθα.

 

Στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών που αφορούν την παρενόχληση που δέχτηκε ο Αιτητής από τους μαχητές Ambazonian κατά την επιστροφή του από το χωριό Kwa Kwa το Φεβρουάριο του 2018 αλλά και την αυθαίρετη σύλληψή του στα πλαίσια του ελέγχου από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Καμερούν τον Απρίλιο του ιδίου έτους, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτές αποτελούν δύο μεμονωμένα περιστατικά, κατά τα οποία ωστόσο ο Αιτητής δε στοχοποιήθηκε προσωπικά, γεγονός που αποδεικνύεται ότι οι μεν Ambazonian του επέτρεψαν να αναχωρήσει, οι δε αρχές το Καμερούν τον αποφυλάκισαν χωρίς να προβούν σε κάποια ποινική εις βάρος του δίωξη. Κατά τα λοιπά, από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δε διακρίνω άλλες ενδείξεις εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη πόλη Limbe θα κινδυνέψει από οποιοδήποτε δρώντα, κρατικό ή μη, και δη επειδή ο πατέρας του φέρεται να του εξέδωσε κάρτα του κράτους της Αμπαζονίας το 2016, όπως ο ίδιος δήλωσε όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο πιστεύει ότι θα κινδυνέψει σήμερα σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν.

 

Συμπερασματικά, από το ιστορικό του Αιτητή όπως αυτό φαίνεται πιο πάνω, στη βάση των δεδομένων του διοικητικού φακέλου και από την ανωτέρω αξιολόγηση κινδύνου, προκύπτει ότι αυτός δεν στοιχειοθέτησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα. Τα όσα ανέφερε άλλωστε κατά τη διάρκεια του συνόλου της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται συμπληρωματική προστασία.

 

Επί τούτου, διαπιστώνω ότι ορθά κρίθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν.6(Ι)/2000 «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν.6(Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619).

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Limbe, o Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. O δε συνήγορός του, δια της γραπτής του αγόρευσης, υποστηρίζει μεν ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη , ήτοι βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία από τις αρχές της χώρας, σύμφωνα με τις πρόνοιες των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 19 του ανωτέρω Νόμου, όμως αφενός μεν ο εν λόγω ισχυρισμός προωθείται αόριστα και χωρίς να συναρτάται με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αφετέρου δε από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτουν ενδείξεις που να ενδυναμώνουν το συγκεκριμένο ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή.

 

Σε σχέση δε με το άρθρο 19(2)(γ) του ανωτέρω Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα και ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Limbe της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, ήτοι στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του.

 

Από έγκυρες πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται η συνεχιζόμενη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, ενώ παράλληλα, από τα δεδομένα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί (ως καταγράφονται στις εν λόγω πηγές), διακρίνεται πως στις εν λόγω περιοχές επικρατεί ένταση[2]. Σημειώνεται δε, ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές περιλαμβάνεται η Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (όπου ανήκει γεωγραφικά η τελευταία περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του, η πόλη Limbe).

 

Σύμφωνα με Έκθεση του OCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) η κατάσταση στη βορειοδυτική αλλά και στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν παραμένει τεταμένη, με συνεχιζόμενη βία και στοχευμένες επιθέσεις. Οι ένοπλες συγκρούσεις και η αυξημένη χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών (IED, Improvised Explosive Devices) συνέχισαν να οδηγούν στο θάνατο, τραυματισμό και εκτοπισμό αμάχων. Περισσότεροι από 15.130 άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τους τόπους καταγωγής τους λόγω της βίας και στοχευμένων επιθέσεων. Οι περισσότεροι από τους εκτοπισμένους παραμένουν σε εκκρεμή κατάσταση, με την πλειονότητα των εκτοπισμένων να επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής τους μόλις το επιτρέψει η κατάσταση ασφαλείας[3].

 

Ως προς τον αριθμό των εσωτερικά εκτοπισμένων προσώπων, εκτιμήσεις της UNOCHA (United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs) αναφέρουν ότι τουλάχιστον 598.000 πρόσωπα έχουν εκτοπιστεί εσωτερικά εξαιτίας της βίας στις αγγλόφωνες περιοχές, ενώ 79.600 έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, διαφεύγοντας στη Νιγηρία[4].  

 

Ως προς τα καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας στην Νοτιοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν (εντός της οποίας εντοπίζεται και η πόλη Limbe, τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή), σύμφωνα με τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 και 21/06/2024, καταγράφηκαν συνολικά 740 περιστατικά ασφαλείας στην εν λόγω περιφέρεια, εκ των οποίων προκλήθηκαν 680 ανθρώπινες απώλειες. Ειδικότερα, 243 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 374 θύματα), 450 ως περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των πολιτών (με 288 θύματα), 9 ως εκρήξεις ή εξ αποστάσεως βία (με 12 θύματα), 25 ως εξεγέρσεις (με 6 θύματα) και 13 ως διαδηλώσεις (κανένα θύμα)[5]. O δε πληθυσμός της Βορειοδυτικής Περιφέρειας του Καμερούν καταγράφεται στους 1.535.000 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη εκτίμηση που έγινε το 2015[6].

 

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ: «Το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τον γεωγραφικό χαρακτήρα της σύρραξης στο πλαίσιο γενικευμένης βίας στην υπόθεση Sufi και Elmi. Στην εθνική νομολογία σχετικά με το άρθρο 15 στοιχείο γ), το γερμανικό FAC και το γαλλικό εθνικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για θέματα ασύλου έκριναν ότι η εκτίμηση δεν απαιτεί ανάλυση της γενικής κατάστασης σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά στην οικεία περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής που πρόκειται να ακολουθηθεί από το σημείο επιστροφής στην περιοχή καταγωγής»[7].

 

Διερευνώντας λοιπόν την επικρατούσα κατάσταση στην πόλη Limbe, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και περιοχή που ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 21/06/2023 και 21/06/2024 συγκεκριμένα στην πόλη Limbe των 72.106 κατοίκων[8], καταγράφηκαν 6 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν το θάνατο 7 αμάχων. Εξ αυτών μόνο 2 κωδικοποιήθηκαν σαν περιστατικά αδιάκριτης βίας κατά των αμάχων και επέφεραν μόλις μία απώλεια[9].

 

Από τα ανωτέρω στοιχεία συνάγεται ότι παρόλο που στην περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Limbe, λαμβάνουν χώρα περιστατικά ασφαλείας και ειδικότερα περιστατικά χρήσης βίας εναντίον των αμάχων στα πλαίσια της εκεί εξελισσόμενης ένοπλης σύγκρουσης λόγω της Αγγλόφωνης κρίσης, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και η έντασή τους στην πόλη Limbe, δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στην περιοχή αυτή, θα τον εκθέσει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εφαρμόζοντας άλλωστε τη μέθοδο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ, παρατηρώ ότι τo προφίλ του Αιτητή δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ευαλωτότητας ή σημεία ευπάθειας που θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ως άμαχος, καθώς πρόκειται για ενήλικο άνδρα, ο οποίος είναι υγιής, αρτιμελής, διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εργασιακή εμπειρία, ενώ είναι ικανός προς εργασία.

 

Κατά συνέπεια, η διαπίστωση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα αλλά ούτε του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας κρίνονται εύλογα επιτρεπτές ενόψει όλων των στοιχείων που η διοίκηση είχε ενώπιον της.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω, υπό τις περιστάσεις, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει σε κανένα στάδιο της διαδικασίας τη βασιμότητα του αιτήματός του για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, ούτε για την παραχώρηση της συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, το οποίο συνεκτίμησε όλα τα πραγματικά στοιχεία και εξέδωσε τελική αιτιολογημένη απόφαση[10]. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε το μεμπτό, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

 

Με βάση όλα τα πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Α. AΓΡΟΤΗ, Δ. ΔΔΔΠ

 

 

 



[1] Π.Δ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδοση, σελ. 638-639

[2] Βλ. (ενδεικτικάακόλουθες πηγές: ACAPS, Country analysis: CAMEROON, 2023, https://www.acaps.org/en/countries/cameroon# ;

EUAA, COI QUERY RESPONSE - CAMEROON: Security situation in the Far North, Northwest and Southwest regions, 11 October 2023, (ημερ. πρόσβασης 17/06/2024)

[3] ΟCHA, Cameroon: North-West and South-West, January 2023 , SITREP_NWSW_January 2023_Final.pdf

[4] R2P Monitor, διαθέσιμο σε www.ecoi.net/en/document/2083197.html, (ημ πρόσβασης 25/06/2024)

[5] CLED – DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PROJECT, 

The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024,https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 21/06/2023 και 21/06/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence /Riots/Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle Africa - Cameroon-Sud-Ouest) [ημερ.πρόσβασης17/06/2024].

[6] https://knoema.com/atlas/Cameroon/South-West, [ημερ.πρόσβασης17/06/2024].

[7] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 30 - σημείο 1.8.2. Η περιοχή καταγωγής ως περιοχή προορισμού (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), (ημ πρόσβασης 25/06/2024)

[8] Bamenda, Cameroon Metro Area Population 1950-2024, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/global-metrics/cities/20361/bamenda/population#:~:text=The%20current%20metro%20area%20population,a%203.62%25%20increase%20from%202021., (ημερ. πρόσβασης 25/06/2024)

[9] CLED – DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PROJECT, 

The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024,https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 21/06/2023 και 21/06/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ Violence against civilians και ΠΕΡΙΟΧΗ – Middle Africa - Cameroon-Sud-Ouest- Point View- Limbe) [ημερ.πρόσβασης 25/06/2024].

 

[10] Ενδεικτικά παραπέμπω στις αποφάσεις . Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 1414 και Γενεθλίου ν. Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων (1990) 3 ΑΑΔ 4096


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο