ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 544/24

 

16 Ιουλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

     C.J.E. από Νιγηρία και τώρα Λεμεσός

Αιτητής

   -και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντού Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Π. Μπενέτης (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Εμανουηλίδου (κα) για Μ. Φιλίππου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 17/01/24 η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και/ή ζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να του αναγνωρίζεται προσφυγικό καθεστώς ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή παραβιάζεται το Άρθρο 2 & 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 26/10/22, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 06/11/23 και στις 08/11/23 ετοιμάστηκε έκθεση με εισήγηση για απόρριψη του αιτήματός του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 12/11/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος του Αιτητή υιοθέτησε τα όσα προβλήθηκαν κατά την συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου και διατείνεται ότι η έρευνα της αρμόδιας αρχής ήταν μη επαρκής και μη δέουσα και ελήφθη υπό πλάνη και υπό πλανημένα κριτήρια. Υποστήριξε ότι ο Αιτητής έτυχε δίωξης από μυστική ειδωλολατρική αίρεση μετά τον θάνατο του πατέρα του, μέλη της οποίας του ζήτησαν να ενταχθεί. Δεν έγιναν επαρκείς διευκρινιστικές ερωτήσεις από τον λειτουργό σε σχέση με το αίτημα του, ούτε έγινε επαρκής αξιολόγηση μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης αναφορικά με μυστικιστικές ομάδας που δραστηριοποιούνται στη Νιγηρία όπως λ.χ. στην Ogboni – ενώ ούτε ο λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή για το όνομα της ομάδας που επιδιώκει να τον εντάξει στους κόλπους της. Αφού παρέπεμψε σε διαφορές πηγές πληροφόρησης ισχυρίστηκε ότι έχει υποδειχθεί βάσιμος φόβος δίωξης και ότι δεν έχει γίνει επαρκής διερεύνηση στο μέρος που αφορά τον μελλοντικό κίνδυνο επιστροφής του Αιτητή. Σημειώνεται ότι η ελλιπής αναφορά στην Γραπτή Αγόρευση περί αναρμοδιότητας λειτουργού και/ή εξουσιοδοτημένου αποφασίζοντος οργάνου επί της αίτησης ασύλου και/ή απόφασης επιστροφής αποσύρθηκε ως ισχυρισμός ακύρωσης κατά την ακροαματική διαδικασία. Θα έπρεπε, τόνισε, τουλάχιστον να υπαχθεί στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας λόγω των προσωπικών του περιστάσεων σε συνάρτηση με την ανασφάλεια που επικρατεί στην χώρα του. Ούτε λήφθηκε υπόψη ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην Νιγηρία υπάρχει σοβαρός λόγος να παραβιαστεί το δικαίωμά του στη ζωή ή/και να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική τιμωρία ή και μεταχείριση κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, με αποτέλεσμα να δικαιούται προστασίας από την επαναπροώθηση.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών του Αιτητή υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος. Προβάλλουν ότι η απόφαση είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, είναι αιτιολογημένη και ότι ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23, ούτε ο Αιτητής έχει τεκμηριώσει ότι δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί σε αξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος ασύλου του Αιτητή σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του, των θέσεων των Καθ΄ ων η αίτηση και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ»).

 

Με βάση τη δήλωση του Αιτητή στο αίτημα ασύλου του ο πατέρας του δολοφονήθηκε από μέλη της κοινότητας του χωριού, διότι αρνήθηκε να γίνει «ιερέας» της τοπικής/παραδοσιακής θρησκείας. Μετά που δολοφονήθηκε από μέλη της κοινότητας κατά το 2021, ζητήθηκε αυτό και από τον ίδιο τον Αιτητή, αλλά επειδή ήταν χριστιανός το αρνήθηκε, του έδωσαν επτά μέρες να το σκεφθεί, αυτός κρυβόταν και εγκατέλειψε την χώρα για να ζητήσει προστασία (ελεύθερη μετάφραση ερυθρό 1 ΔΦ) – λόγος που περιέγραψε και κατά την ελεύθερη αφήγησή του.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού έγιναν αποδεκτά τα προσωπικά του στοιχεία και προφίλ του (ερυθρά 62-61 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως, ο ισχυρισμός του για τον φόβο του από τα μέλη της κοινότητας του για να αναλάβει ως αρχιερέας. Οι δηλώσεις του ειδικά ως προς το κομμάτι θανάτου του πατέρα του δεν ήτο συνεπείς. Ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής ήταν αντιφατικός ως προς την ημερομηνία θανάτου του πατέρα του καθότι αλλού δήλωσε ότι απεβίωσε το 2017 και αλλού το 2021. Δεν ήτο λεπτομερής και/ή συγκεκριμένος σε σχέση με το αφήγημα του αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε αρχιερέας κατά τον ουσιώδη χρόνο που το ζήτησαν από τον πατέρα του, ούτε ήταν ικανός να προσφέρει ιδιαίτερες λεπτομέρειες σε σχέση με τις συνθήκες θανάτου του πατέρα του. Οι δηλώσεις του κρίθηκαν πιο απίθανες όταν επικαλέστηκε θάνατο του πατέρα του λόγω πνευματικών επιθέσεων και απέτυχε να απαντήσει ενδελεχώς και/ή κρίθηκε ασυνεπής στις δηλώσεις του για το χρονικό πλαίσιο προσέγγισης του από μέλη της κοινότητας για να αναλάβει ως αρχιερέας και/ή το χρονικό διάστημα που επικαλείται ότι κρυβόταν για να είναι ασφαλής. Ούτε ήταν ικανοποιητικός, λεπτομερής και συνεπής στις απαντήσεις του συνολικά σε σχέση με το αφήγημα του (ερυθρά 61-60 ΔΦ).   

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αιτήματος του Αιτητή. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[1], επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα του εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, ενώ από τις απαντήσεις του, κατά την διαδικασία της συνέντευξης, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131) Γενικά δεν θα αναμενόταν από τον Αιτητή να γνωρίζει με λεπτομέρεια και/ή βεβαιότητα όλες τις ημερομηνίες που έλαβαν χώρα τα κατ’ ισχυρισμόν γεγονότα που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα του, αλλά οι ανεπαρκείς λεπτομέρειες, οι ελλιπείς πληροφορίες που παρουσιάστηκαν από αυτόν, και η άγνοιά του για ουσιώδη ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας του και το γεγονός ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε περίπτωση άρνησης θέσης δεν υπάρχουν συνέπειες προς αυτόν που αρνείται να αναλάβει την θέση πλήττουν ουσιωδώς τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολο τους.[2] Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι αδιευκρίνιστες, αόριστες και μη τεκμηριωμένες απειλές που προβάλει πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000).

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η υποχρέωση τεκμηρίωσης της αίτησης φαίνεται να περιλαμβάνει την υποχρέωση υποστήριξης των δηλώσεων με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις. H αξιολόγηση της αξιοπιστίας που διενεργείται από την αποφαινόμενη αρχή ή από δικαστικούς λειτουργούς αφορά τη διαδικασία έρευνας σχετικά με το αν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά μπορεί να γίνει δεκτό προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας.[3] Σημειώνεται δε ότι, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του.[4] Η αίτηση πρέπει να αξιολογείται συνολικά, με συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που αφορούν τον αιτούντα, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, του φύλου, του πολιτιστικού, εκπαιδευτικού και γλωσσικού υπόβαθρου, των αναπηριών, των προβλημάτων υγείας, των τραυματικών εμπειριών, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ντροπής ή του στίγματος, καθώς και όλων των άλλων συναφών αποδεικτικών στοιχείων.[5] Παρόλο που εξωτερικές πηγές πληροφόρησης (συμπεριλαμβανομένων και των πηγών που παρέπεμψε ο δικηγόρος του Αιτητή) επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μυστικιστικών οργανώσεων – ο ίδιος απέτυχε να ονοματίσει συγκεκριμένη ομάδα και περιορίστηκε γενικά ότι ήτο μέλη της κοινότητας του ενώ η εσωτερική αξιοπιστία του συνολικά όπως αναλύεται πιο πάνω, δεν τεκμηριώθηκε και ο έλεγχος εξωτερικής αξιοπιστίας μέσω έγκυρων πηγών πληροφόρησης έπεται (μεταξύ άλλων δεικτών αξιοπιστίας) της τεκμηρίωσης εσωτερικής αξιοπιστίας του αιτούντα[6]. Δεν θα μπορούσε λόγω μόνο εξωτερικών πηγών σε σχέση με τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας, να γίνει αποδεκτό το αίτημα του. Επομένως, οι σχετικοί ισχυρισμοί επί αυτού του σημείου απορρίπτονται.

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή (Aba, Abia State) δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται επί τούτου ότι ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του. Μετά δε από επικαιροποιημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή όπως προσδιορίζονται στη βάση δεδομένων του ACLED[8] επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού καθότι με βάση τις παρατεθείσες πληροφορίες σε συνδυασμό με τον συνολικό αριθμό της Πολιτείας, τα περιστατικά ασφαλείας δεν φτάνουν στο βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Παράλληλα, εξετάζοντας και το προφίλ του - πρόκειται για έναν υγιή, νέο, ενήλικα άντρα που μπορεί να βιοποριστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην – δεν προκύπτει να υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί οτιδήποτε κατά την επιστροφή του, ενώ παράλληλα δε διαθέτει κάποια ευαλωτότητα η οποία να του αύξανε το ρίσκο συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό. Συνεπώς, οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή για παραχώρηση σε αυτόν τουλάχιστον του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης από την Υπηρεσία Ασύλου απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Ούτε εντοπίζονται οποιεσδήποτε πλημμέλειες στην διαδικασία αξιολόγησης του αιτήματος του Αιτητή. Μετά από ενδελεχή έρευνα του φακέλου και δη των πρακτικών της συνέντευξης – όπως αναλύεται ανωτέρω – η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 & 13Α και 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και με βάση τα σχετικά καθοδηγητικά εγχειρίδια. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έγιναν και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί του αιτήματος του και ο χειριστής-λειτουργός δεν περιορίστηκε σε στερεότυπες ερωτήσεις κατά την διάρκεια της συνέντευξης και/ή ούτε προέβη σε εικασίες χωρίς αναλυτική περιγραφή των απαντήσεων του Αιτητή. Διενήργησε εκτενείς ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί τόσο στα βιώματα και τις εμπειρίες του όσο και με τα άλλα περιστατικά που τον οδήγησαν κατά τους ισχυρισμούς του να εγκαταλείψει την χώρα του.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                             

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009,

[2] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[3] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (2nd edition) 02/23, ενότητα 1.2.8. What is credibility assessment? σ.23

[4] Απόφαση ΕΔΔΑ της 23ης Αυγούστου 2016, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 59166/12, σκέψη 93

[5] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023, ενότητα 4.3.2. Objective and impartial assessment – σελ. 95

[6] EUAA, Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System – Judicial analysis (Second edition), February 2023, ενότητα 4.5. Credibility indicators – σελ. 120-121

[7] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[8] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο