ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 5703/2022

31 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.C.N.,

από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                       Αιτητή

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

                                       Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση: Χ. Δημητρίου (κα) για Α. Γεωργιάδη (κος), Δικηγόροι της Δημοκρατίας

[M. Σταύρου- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την γαλλική στην ελληνική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 01.07.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό την οποίαν εγκατέλειψε στις 21.05.2021 και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές δια μέσου των οποίων διήλθε στις ελεγχόμενες περιοχές, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις 22.05.2021. Στις 07.07.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 22.03.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO, στο εξής αναφερόμενος ως «EUAA»), ο οποίος υπέβαλε στις 25.05.2022 Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 01.07.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 11.08.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 08.08.2022. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[1], την ένστασή του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι άτομα από την κοινότητά του τον αναζητούν, ώστε να τον σκοτώσουν. Στο πλαίσιο της Γραπτής του Αγόρευσης επαναλαμβάνει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του λόγω του προβλήματος που αντιμετωπίζει εκεί, ότι έχει δεχθεί απειλές κατά της ζωής του και ότι αν επιστρέψει στην ΛΔΚ θα τον σκοτώσουν.

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε το χωριό του, γιατί κάποιοι άνθρωποι ήρθαν να δολοφονήσουν τους κινεζικής καταγωγής κατοίκους του χωριού του και ο ίδιος αντιστάθηκε στην δολοφονία τους. Στην ερώτηση γιατί θεωρεί ότι θα κινδυνεύσει σε μια ενδεχόμενη επιστροφή του στο Mbuende, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι κάτοικοι τον απείλησαν ότι αν επιστρέψει στο χωριό θα τον δολοφονήσουν, γιατί απέτρεψε τη δολοφονία των Κινέζων. Ερωτηθείς για το συγγενικό του δίκτυο, ο Αιτητής δήλωσε ότι μία αδερφή του διέμενε στο Mbuende, αλλά στο μεταξύ έχει χάσει τα ίχνη της. Ερωτηθείς ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε να ζήσει σε άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει γνώση άλλων περιοχών, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό του, ενώ σε πρόσθετη ερώτηση κατά πόσο διαθέτει κάποια διασύνδεση στην Kinshasa, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει καμία γνώση της εν λόγω περιοχής και ότι διέμεινε μόλις 7-8 μέρες πριν εγκαταλείψει τη ΛΔΚ.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή είναι ορθή, νόμιμη, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη, όμως, χαλάρωση δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι ο Αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2].

 

Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015[3] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου. Με την υποβληθείσα αίτησή του και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι υπήρξε θύμα στα πλαίσια της διαμάχης μεταξύ δύο σημαντικών αρχηγών της κοινότητας Tshuapa και συγκεκριμένα μεταξύ του [], ο οποίος ήταν ο εργοδότης του Αιτητή, και του υπουργού τοπικής διοίκησης, [].

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι ανύμφευτος και ότι εθνοτικά ανήκει στους Mungala (ερυθρό 38 & 37 δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο δήλωσε ότι έχει ολοκληρώσει 12ετή δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 38 δ.φ.). Ως προς το επαγγελματικό του υπόβαθρο, δήλωσε ότι η τελευταία εργασία του σχετιζόταν με την αποκομιδή σκουπιδιών από τα καταστήματα στο χωριό Mbuende (ερυθρό 25 δ.φ.). Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του έχουν πεθάνει και ότι έχει δύο αδερφές εκ των οποίων μία διαμένει στο χωριό Mokoto και μία στο χωριό Bantaka (ερυθρά 37 δ.φ.). Αναφορικά με τον τόπο καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Kinshasa, όπου διέμενε μέχρι το έτος 2008 (ερυθρό 37-36 δ.φ.). Ακολούθως, διέμεινε στο Lokelela για διάστημα ενός έτους, στο Mbandaka για διάστημα δύο ετών, στο Ligende για διάστημα ενός έτους, στο Djolu για διάστημα 2 ετών, και αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στην Kinshasa, μετέβη στο Mbuende όπου διέμεινε για διάστημα 3 ετών (ερυθρό 36 δ.φ.). Ερωτηθείς για το ταξίδι του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ταξίδεψε αεροπορικώς από τη ΛΔΚ στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί μετέβη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 37-36 και 35 δ.φ.).

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εργαζόταν σε ένα κατάστημα, το οποίο ανήκε σε έναν πολιτικό, ονόματι [] (στο εξής αναφερόμενος ως «ο εργοδότης του»). Ο συγκεκριμένος πολιτικός, ο οποίος ήταν μέλος του Κοινοβουλίου (“parliament”) στη ΛΔΚ είχε διαμάχη με έναν άλλο πολιτικό με καταγωγή από την ίδια περιοχή, τον [], o οποίος ήταν μέλος της Συγκλήτου (στο εξής αναφερόμενος ως «το μέλος της Συγκλήτου»). Η διαμάχη μεταξύ των δύο πολιτικών σχετίζεται με το γεγονός ότι και οι δύο προσπαθούσαν να διασφαλίσουν τη ψήφο των κατοίκων της περιοχής. Όταν ο εργοδότης του Αιτητή συλλήφθηκε στην Kinshasa, οι πολίτες θεώρησαν ότι για την σύλληψη ευθύνη είχε ο γερουσιαστής. Ακολούθως, υποστηρικτές του γερουσιαστή επιτέθηκαν στο μαγαζί στο οποίο εργαζόταν ο Αιτητής και το έκαψαν (βλ. και ερυθρό 33 δ.φ.). Στα πλαίσια των επεισοδίων που ακολούθησαν, πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ακολούθως, οι κάτοικοι άρχισαν να αναζητούν τους εργαζόμενους του μαγαζιού και ειδικότερα τον κινεζικής καταγωγής διαχειριστή του καταστήματος, [] (στο εξής αναφερόμενος ως «ο διαχειριστής»). Τόσο ο Αιτητής όσο και ο διαχειριστής τράπηκαν σε φυγή. Αρχικά, μετέβησαν στην περιοχή Bandaga και από εκεί κατέληξαν στην Kinshasa. Εκεί ο Αιτητής διέμεινε στην οικία του διαχειριστή. Από κοινού αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη ΛΔΚ, o διαχειριστής με προορισμό την Κίνα και ο Αιτητής με προορισμό την Κυπριακή Δημοκρατία, όπου ο διαχειριστής είχε έναν φίλο που θα μπορούσε να βοηθήσει τον Αιτητή (ερυθρά 35 & 34 δ.φ.).

 

Στα πλαίσια διευκρινιστικών ερωτήσεων, ο Αιτητής προσέθεσε ότι κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο κατάστημα, δέχθηκε επίθεση με ψαροτούφεκο, το οποίο έφερε δηλητήριο (ερυθρό 34 δ.φ.). Αναφορικά με τα επεισόδια, δήλωσε ότι έλαβαν χώρα 15 χιλιόμετρα έξω από το χωριό Mbuende στις 26.04.2021 (ερυθρό 34 δ.φ.). Περαιτέρω, ανέφερε ότι το κατάστημα ήταν μία μικρή υπεραγορά, ότι το όνομα του καταστήματος είναι [], ότι εργαζόταν εκεί για διάστημα ενάμιση έτους, και ότι απασχολούνταν σε αυτό 6 άτομα συνολικά (ερυθρά 34-33 δ.φ.). Στην ερώτηση αν γνώριζε προσωπικά τον εργοδότη του, ο Αιτητής απάντησε ότι τον γνώριζε στα πλαίσια της διαδικασίας καταβολής του μισθού του, αλλά όχι προσωπικά (ερυθρό 34 δ.φ.). Ερωτηθείς αν ένοιωσε ποτέ απειλή κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο κατάστημα, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά προσθέτοντας απλά ότι επρόκειτο για «σοβαρή απειλή», και ακολούθως περιέγραψε την επίθεση που έλαβε χώρα στο κατάστημα (ερυθρό 33 δ.φ.). Ερωτηθείς αν θα αντιμετώπιζε κίνδυνο σε περίπτωση που δεν εργαζόταν στο συγκεκριμένο κατάστημα, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά επεξηγώντας ότι κινδυνεύει γιατί έχει εργαστεί στο παρελθόν στο εν λόγω κατάστημα (ερυθρό 33 δ.φ.). Ερωτηθείς αν εξακολουθεί να έχει επαφές με τον διαχειριστή, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνωρίζει πώς μετέβη στην Κίνα, αλλά έχει χάσει την παλιά του τηλεφωνική συσκευή και ως εκ τούτου δεν διατηρεί επικοινωνία μαζί του (ερυθρό 33-32 δ.φ.). Ερωτηθείς αν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα στην Kinshasa πριν μεταβεί στο Mbuende, ο Αιτητής δήλωσε ότι η ζωή του ήταν δύσκολη, επειδή έχασε τους γονείς του και δεν διέθετε κάποιο σπίτι, ωστόσο δεν αντιμετώπιζε προβλήματα άλλης φύσης (ερυθρό 32 δ.φ.). Τέλος, όταν τέθηκε στον Αιτητή η ερώτηση αν θα μπορούσε να ζήσει με ασφάλεια σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ, όπως τα χωριά Mokoto ή Bantaka όπου διαμένουν οι αδερφές του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν θεωρεί πώς υπάρχει κάποιο ασφαλές μέρος γι’ αυτόν στη χώρα καταγωγής του και ότι θα κινδυνεύσει ακόμα και στην Kinshasa, καθώς οι κάτοικοι των χωριών μεταβαίνουν στην Kinshasa προκειμένου να επισκεφθούν τους πολιτικούς (ερυθρό 31 δ.φ.).

 

Στην Εισηγητική Έκθεση, ο λειτουργός κατέγραψε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, τον οποίον έκανε αποδεκτό και έναν δεύτερο αναφορικά με την απειλή κατά της ζωής του που ένοιωσε ο Αιτητής εξαιτίας του γεγονότος ότι το μαγαζί στο οποίο εργοδοτούνταν, δέχθηκε επίθεση από αντιπάλους του ιδιοκτήτη του καταστήματος, ο οποίος είναι πολιτικός. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Υπό το σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε εν συντομία την αφήγηση του Αιτητή δίνοντας έμφαση στη δήλωσή του ότι ο ίδιος δεν ήταν πολιτικά ενεργός ούτε εμπλεκόταν σε οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα τη στιγμή της επίθεσης. Περαιτέρω, κατέγραψε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τη δήλωσή του ότι είχε δεχθεί απειλές κατά το παρελθόν λόγω της εργασίας του στο εν λόγω κατάστημα και αρκέστηκε να αναφερθεί στην επίθεση κατά του καταστήματος που έλαβε χώρα στις 26.04.2021. Επισημαίνει τέλος, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει επαρκώς τη δήλωσή του ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο λόγω της προηγούμενης εργοδότησής του στο εν λόγω μαγαζί.

 

Υπό το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός κατέγραψε ότι δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι ο Αιτητής δέχθηκε προσωπική απειλή/ επίθεση στα πλαίσια της επίθεσης των αντιπάλων του εργοδότη του, ούτε ότι εγκατέλειψε πράγματι τη χώρα μετά την προαναφερθείσα επίθεση. Περαιτέρω, παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για παράνομη μεταφορά χρημάτων στο εξωτερικό. Η δεύτερη πηγή στην οποία παρέπεμψε ο λειτουργός αναφέρει ότι ο εργοδότης (πολιτικός) αφέθηκε ελεύθερος, αφού του δόθηκε χάρη από τον Πρόεδρο της χώρας (“presidential pardon”). Αξιολογώντας τις ανωτέρω πληροφορίες, ο λειτουργός κατέληξε ότι αυτές αντικρούουν τις δηλώσεις του Αιτητή δεδομένου ότι ο εργοδότης του Αιτητή και πολιτικός καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών τον Μάρτιο του 2021, και άρα δεν ήταν σε θέση να πάρει με το μέρος του τους εκλογείς της περιοχής. Περαιτέρω, αφού επεσήμανε για άλλη μια φορά τις ασυνέπειες και την έλλειψη πληροφοριών στις δηλώσεις του Αιτητή, κατέληξε ότι η αξιοπιστία του Αιτητή σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό δεν μπορεί να τεκμηριωθεί.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι από τις δηλώσεις του Αιτητή και τις εξωτερικές πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, δεν έχουν εντοπιστεί παράγοντες συνδεόμενοι με την ταυτότητά του, το υπόβαθρό του και την εν γένει κατάσταση στη χώρα, οι οποίες να υποδεικνύουν ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα να εκτεθεί σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στον τόπο καταγωγής του, ήτοι την Kinshasa. Ειδικά ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, ο/η λειτουργός επεσήμανε ότι δεν έχουν καταγραφεί σημαντικά περιστατικά ασφαλείας συνδεόμενα με ένοπλη σύρραξη στην περιοχή και ότι η κατάσταση στην Kinshasa χαρακτηρίζεται από ένα επαρκές επίπεδο σταθερότητας.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο/η λειτουργός σημείωσε αρχικά ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προφίλ του και την αξιολόγηση κινδύνου, διαφάνηκε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου για την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο προαναφερθέν άρθρο.

 

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Προχωρώντας στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 19(2)(γ), ο/η λειτουργός αφού παρέπεμψε σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τα περιστατικά ασφαλείας στην επαρχία της Kinshasa το πρώτο τρίμηνο του 2020, επεσήμανε ότι η κατάσταση που επικρατεί στην Kinshasa δεν συνιστά εσωτερική ή διεθνή ένοπλη σύρραξη και άρα δεν μπορεί να τεκμηριωθεί κίνδυνος για τη σωματική ακεραιότητα του Αιτητή υπό τους όρους του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας ή του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην ΛΔΚ.

 

Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, την ίδια την επίδικη απόφαση και τις δηλώσεις του Αιτητή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Τόσο στα πλαίσια της προσωπικής συνέντευξης όσο και στα πλαίσια της εισηγητικής έκθεσης, ο λειτουργός προέβη σε δέουσα έρευνα. Ειδικότερα, κατά το στάδιο της προσωπικής συνέντευξης ο λειτουργός έθεσε επαρκή αριθμό διευκρινιστικών ερωτήσεων προκειμένου να διερευνήσει τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή και να του δώσει την ευκαιρία να τεκμηριώσει επαρκώς τον ισχυρισμό του περί της ισχυριζόμενης δίωξής του εξαιτίας της εργοδότησής του στο κατάστημα του εργοδότη του πολιτικού. Ειδικότερα, τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή προκείμενου να διερευνηθούν οι περιστάσεις της επίθεσης, ενώ επίσης του δόθηκε η δυνατότητα να τεκμηριώσει την ισχυριζόμενη προσωπική του στοχοποίηση λόγω της εργοδότησής του στο κατάστημα του εργοδότη του, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να είναι σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες ικανές να στοιχειοθετήσουν την πεποίθησή του περί προσωπικής στοχοποίησης.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ουσιωδών ισχυρισμών και ειδικότερα του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, συμφωνώ με τις επισημάνσεις του λειτουργού στο σκέλος της εσωτερικής αξιοπιστίας. Διαπιστώνω ωστόσο, ότι ο λειτουργός αναφέρει λανθασμένα στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας ότι η καταδίκη του εργοδότη του, έλαβε χώρα τον Μάρτιο του 2021, όπως καταγράφεται και στη δεύτερη πηγή στην οποία παραπέμπει. Αν ανατρέξει ωστόσο, κάποιος στο σώμα της εξωτερικής πηγής[4] διαπιστώνει ότι στη συνέχεια της ίδιας δημοσίευσης αναφέρεται ως μήνας της καταδίκης ο Απρίλιος, πληροφορία που επαληθεύεται και από την πρώτη πηγή[5] στην οποία παραπέμπει ο λειτουργός. Ακολούθως, ο λειτουργός βασιζόμενος στην πληροφορία ότι η καταδίκη έλαβε χώρα το Μάρτιο του 2021, σε συνδυασμό με τη δήλωση του Αιτητή ότι η επίθεση στο κατάστημα του εργοδότη του έλαβε χώρα στις 26.04.2021, καταλήγει ότι από τη στιγμή που ο ένας εκ των δύο πολιτικών αντιπάλων ήταν στη φυλακή και άρα αναγκαστικά όχι πολιτικά ενεργός, δεν παρίσταται εύλογο ο πολιτικός του αντίπαλος να κινητοποίησε επίθεση σε βάρος του καταστήματός του, λόγω του υποκείμενου ανταγωνισμού περί της διασφάλισης της ψήφου των εκλογέων. Θεωρώ τη συγκεκριμένη επισήμανση λανθασμένη και για έναν ακόμα λόγο: από τις δηλώσεις του Αιτητή (ερυθρό 35 δ.φ.), είναι σαφές ότι ενώ η διαμάχη μεταξύ των δύο πολιτικών ανδρών συνδέεται ιστορικά με τον μεταξύ τους ανταγωνισμό για τη διασφάλιση των ψήφων, η κρίσιμη επίθεση συνδέθηκε ευθέως εκ μέρους του Αιτητή με τη σύλληψη του εργοδότη του πολιτικού και την κατηγορία εκ μέρους των υποστηρικτών του ότι αυτή οφείλεται σε ενέργειες του πολιτικού του αντιπάλου. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, δεν συντάσσομαι με το συγκεκριμένο σημείο της ανάλυσης των Καθ’ ων η αίτηση. Θεωρώ ωστόσο, ότι η συνολική αξιολόγηση του ισχυρισμού διασώζεται, καθώς το κρίσιμο σημείο του ισχυρισμού δεν είναι τόσο το αν έγινε ή όχι η επίθεση στο κατάστημα ιδιοκτησίας του εργοδότη του, όσο το στοιχείο της προσωπικής στοχοποίησης του Αιτητή λόγω της εργοδότησής του σε αυτό. Ακόμα και αν δεχθούμε ότι έλαβε πράγματι χώρα επίθεση στο κατάστημα, όπου παρείχε την εργασία του ο Αιτητής, η διακινδύνευσή του φαίνεται να ήταν συμπωματική και ευθέως συναρτώμενη με το γεγονός ότι τύχαινε να εργάζεται στο συγκεκριμένο μέρος. Με άλλα λόγια, δεν προέκυψε από τις δηλώσεις του Αιτητή καμία ένδειξη ότι η στοχοποίησή του είχε προσωποπαγή χαρακτήρα. Περαιτέρω, η δήλωσή του ότι θα κινδυνεύσει μελλοντικά λόγω της προηγούμενης εργοδότησής του συνιστά αόριστη επίκληση κινδύνου, χωρίς καμία προσπάθεια τεκμηρίωσης αυτής.

 

Περαιτέρω, δεν παροράται ότι ο Αιτητής κατά την ενώπιον μου διαδικασία προέβη σε δηλώσεις οι οποίες βρίσκονται σε αντίφαση με τις δηλώσεις τις οποίες προώθησε κατά την προσωπική του συνέντευξη. Αρχικά, σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του δήλωσε ότι ο κίνδυνος κατά της ζωής του συναρτάται με το γεγονός ότι απέτρεψε τη δολοφονία των Κινέζων κατοίκων του χωριού. Ακολούθως, δήλωσε ότι δεν έχει ζήσει ποτέ στην Kinshasa, ενώ στο διαβατήριο και την αρχική του αίτηση δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Kinshasa και κατά την προσωπική του συνέντευξη δήλωσε ότι διέμενε στην Kinshasa μέχρι το έτος 2008. Τέλος, δήλωσε ότι η αδερφή του διέμενε επίσης στο χωριό Mbuende, ενώ κατά την προσωπική του συνέντευξη δήλωσε ότι μία εκ των αδερφών του διαμένει στο χωριό Mokoto και η άλλη διαμένει στο χωριό Bantaka

 

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η συνοχή της αφήγησης ενός Αιτητή αποτελεί ένα στοιχείο που κρίνεται στη βάση των συνολικών δηλώσεών του όπως αυτές έχουν εκτεθεί μέσω γραπτών κοινοποιήσεων ή συνεντεύξεων σε όλα τα στάδια της εξέτασης της αίτησής του[6]. Το γεγονός λοιπόν, ότι ο Αιτητής προώθησε κατά τις Διευκρινίσεις ένα νέο αφήγημα σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του πλήττει ανεπανόρθωτα τη γενική αξιοπιστία. Πέραν τούτου, ο Αιτητής υπήρξε ιδιαίτερα ασαφής, μπερδεμένος και αόριστος κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, χωρίς να είναι σε θέση να επεξηγήσει με συνοχή τους ισχυρισμούς του.

 

Δεδομένου του συγκεκριμένου ευρήματος σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κατά τις Διευκρινίσεις παραμένουν ασαφείς σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του, δεν κρίνεται σκόπιμη νέα έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά  Bundesrepublic Deutschland[7] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[8], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji[9] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.  Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[10] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησης του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa. Από τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την προσωπική του συνέντευξη, προκύπτει ότι ο τελευταίος διέμενε εκεί από τη γέννησή του έως το έτος 2008. Ακολούθως, μετέβη σε διάφορα μέρη στη χώρα (Lokelela, Mbandaka, Ligende, Djolu, Lemba, Mbuende), όπου διέμενε για διάστημα 1, 2 ή 3 ετών. Είναι γεγονός ότι έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια από τότε που ο Αιτητής διέμενε μόνιμα στην Kinshasa. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Kinshasa είναι ο τόπος καταγωγής του Αιτητή, όπου ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η διαμονή του στα υπόλοιπα μέρη φαίνεται να είχε έναν προσωρινό χαρακτήρα, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω την πλήρωση ή μη πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 19 (2) (γ) με αναφορά στον συγκεκριμένο τόπο.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, παραθέτω τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα στην οποία προέβη το Δικαστήριο ως προς την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa:

 

·         Σύμφωνα με την έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa»[11].

 

·         Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[12].

 

·         Πρόσθετα, στην Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa[13]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 28.06.2023 έως 28.06.2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 43 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 36 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 14 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (18 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 5 ήταν περιστατικά μαχών (17 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[14]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανερχόταν, το 2023, σε 16.316.000 κατοίκους[15], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (36 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί ότι στον τόπο καταγωγής του Αιτητή δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Περαιτέρω λοιπόν, φρονώ ότι και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την μη ύπαρξη των προϋποθέσεων για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας είναι ορθή, αφού από τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής δεν προκύπτει να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι προϋποθέσεις ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[2] Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530

[3] Άρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018.

[4] Medafrica, Geraldine Boechat, DRC: Former minister Willy Bakonga released after 7 months in prison in Kinshasa, 29 Νοεμβρίου 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://medafricatimes.com/25049-drc-former-minister-willy-bakonga-released-after-7-months-in-prison-in-kinshasa.html

[5] Barron’s, AFP - Agence France Presse, DR Congo Ex-minister Gets Three Years For Money Laundering, 30 Απριλίου 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: DR Congo Ex-minister Gets Three Years For Money Laundering, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.barrons.com/articles/dr-congo-ex-minister-gets-three-years-for-money-laundering-01619789116

[6] EUAA, Δικαστική Ανάλυση- Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf

[7] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[8] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[9] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[10] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[11] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th

[12] International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021

[13] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[14] Αccled, Kinshasa, reference period 28.06.2023 -28.06.2024, διαθέσιμο σε https://dashboard.api.acleddata.com/#/dashboard

[15] https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο