ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ.Αρ.:6324/22

03 Ιουλίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.C. εκ Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό, ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού

Αιτητή

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Μάρκου (κος), για Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Δικηγόρος για τον Αιτητή

Π. Βρυωνίδου (κα) για Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 30/08/22 η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και/ή με την οποία εξέδωσαν απόφαση επιστροφής ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ο Αιτητής ως πρόσφυγας και/ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, εισήλθε παράνομα από μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 07/06/22. Την 16/06/22 ακολούθησε διαδικασία ελέγχου και αξιολόγησης ευαλωτότητας του Αιτητή, όπου κρίθηκε ότι αποτελεί ευάλωτο πρόσωπο, με ειδικές ανάγκες υποδοχής ως ασυνόδευτος ανήλικος. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ορίστηκε ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος και συνδρομητής του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησής του και συμμετείχε στη συνέντευξή, μέσω λειτουργού, που πραγματοποιήθηκε στις 19/08/22 από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 30/08/22 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός την ενέκρινε αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης στις 30/08/22, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι Καθ' ων η αίτηση ήγειραν δυο προδικαστικές ενστάσεις (Ένσταση ημερομηνίας 07/11/22), οι οποίες αποσύρθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

Ο δικηγόρος για τον Αιτητή παραπέμπει στον πυρήνα του αιτήματος ασύλου του και υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, καθότι δεν ακολουθήθηκε διαδικασία η οποία να διασφαλίζει τα δικαιώματα του Αιτητή ως ασυνόδευτου ανηλίκου, ότι η διεξαγωγή της συνέντευξης πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο ακατάλληλο και/ή ότι δεν εφαρμόστηκαν οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προνοούνται για τους ασυνόδευτους ανήλικους. Είναι ο ισχυρισμός του ότι δεν έγινε επαρκής έρευνα από την λειτουργό για τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ότι στο διοικητικό φάκελο περιέχονται στοιχεία και έγγραφα που δεν αφορούν τον Αιτητή (στοιχεία άλλων αιτητών ασύλου), ότι περιέχονται έγγραφα που αφορούν τη Δημοκρατία του Κογκό και όχι της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (χώρας καταγωγής του Αιτητή) και/ή όλα αυτά τα στοιχεία δεικνύουν πλάνη της αρμόδιας αρχής κατά την λήψη απόφασης. 

 

Είναι επίσης θέση του ότι ο Αιτητής δεν έτυχε άμεσης εκπροσώπησης από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας κατά παράβαση του Άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), δεν ενημερώθηκε για τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης του, προσθέτοντας ότι ενυπάρχει σύγκρουση συμφερόντων στο πρόσωπο του εκπροσώπου/κηδεμόνα - καθώς ενεργεί τόσο ως κηδεμόνας αυτού όσο και ως εκπροσώπου της αρμόδιας κρατικής αρχής και ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή καθότι οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να προβούν σε προκαταρκτική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανηλίκου πριν τη συνέντευξη για το αίτημα ασύλου.

 

Υποδεικνύει, ακόμα, πως δεν διενεργήθηκε ιατρική και ψυχολογική εξέταση ως οι πρόνοιες του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αγνοώντας τις ειδικές ανάγκες του Αιτητή και τις αυξημένες διαδικαστικές εγγυήσεις ως ασυνόδευτου ανηλίκου, ενώ προσδιορίζεται σε έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο του Αιτητή ότι αποτελεί πρόσωπο που έχει βιώσει έμφυλη βία. Επιπλέον, η λειτουργός που πραγματοποίησε τη συνέντευξη δεν είναι δεόντως καταρτισμένη και εκπαιδευμένη σε σχέση με ανήλικους αιτητές και ούτε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ώστε να προχωρήσει σε εισήγηση και σύνταξη έκθεσης. Ειδικότερα, δεν προκύπτει να είναι λειτουργός ορισμένου χρόνου (ούτως ώστε ο κος. Αγρότης να νομιμοποιείται από τη σχετική εξουσιοδότηση να εγκρίνει απόφαση επί της έκθεσης/εισήγησης της), ότι τα στοιχεία και/ή έγγραφα που αφορούν την κατάρτιση της και/ή το καθεστώς εργασίας της απουσιάζουν από τον φάκελο της διοίκησης. Ούτε ο διερμηνέας που παραχωρήθηκε κατά την συνέντευξη ήτο ικανός για να διασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του Αιτητή και της εξεταστή-λειτουργού.

 

Αναφορικά με την ουσία του αιτήματος ασύλου του Αιτητή αναφέρεται ότι αποτελεί ασυνόδευτο ανήλικο και ότι τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τους Καθ’ ων η αίτηση είναι ελάχιστα με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μη δύναται να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας. Με σχετικές παραπομπές επί των σημείων της συνέντευξης του Αιτητή αναφέρει ότι δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις που να δικαιολογούν την απορριπτική απόφαση η οποία στηρίχθηκε σε λανθασμένα και ανύπαρκτα ευρήματα. Ούτε έγινε εξατομικευμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη αξιολόγηση των περιστάσεων του Αιτητή. Γίνονται, επίσης, παραπομπές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό υποστηρίζοντας ότι δεν έγινε έρευνα κατά πόσο είναι εφικτή η επιστροφή του Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως διατείνεται, είναι αναιτιολόγητη, αποστερήθηκε στον Αιτητή το δικαίωμα προκαταρκτικής συνέντευξης και υπάρχει κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και μετά από αξιολόγηση όλων των σχετικών γεγονότων και στοιχείων της υπόθεσης, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει λόγους δίωξης ή σοβαρής βλάβης και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη γεγονότα. Ο δε ισχυρισμός ότι η λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη δεν είχε όλα τα προσόντα και γνώσεις που προνοούνται στο νόμο είναι αβάσιμος και δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου - προσκομίζοντας ταυτόχρονα και τον προσωπικό φάκελο της λειτουργού-εξετάστριας. Τονίζουν ότι διενεργήθηκαν όλες οι σχετικές διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν ανήλικους και/ή με τρόπο που να διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του Αιτητή ως ανήλικου. Υποδεικνύουν, επίσης, ότι δεν  απαιτείται η παρουσία δικηγόρου ή νομικού συμβούλου κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε ασυνόδευτο ανήλικο αιτούντα άσυλο.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς, διαπιστώνω ότι αρκετοί ισχυρισμοί που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή επεκτείνονται σε επανάληψη κανόνων δικαίου, διατάξεων νόμων, νομολογίας και αποσπασμάτων από εγχειρίδια βέλτιστων πρακτικών για την αξιολόγηση αιτημάτων διεθνούς προστασίας χωρίς να γίνεται ειδική υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022, (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί γενικοί ισχυρισμοί χωρίς ειδική αιτιολόγηση και εξειδίκευση διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται σε σχέση με την μη τήρηση διαδικαστικών εγγυήσεων που προνοούνται από τον Νόμο δεν εξειδικεύονται ούτε αιτιολογούνται επαρκώς από τον συνήγορο του Αιτητή και δεν γίνεται επαρκής υπαγωγή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και πως αυτές οι τυχόν ισχυριζόμενες παραλείψεις επίδρασαν δυσμενώς την ουσία του αιτήματος του Αιτητή. 

 

Σε κάθε περίπτωση το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) ως τροποποιήθηκε και ισχύει ορίζει όλα τα σχετικά διαδικαστικά διαβήματα που θα πρέπει να τηρούνται αναφορικά με τους ασυνόδευτους ανήλικους. Το σχετικό άρθρο περιέχει ρητά τις υποχρεώσεις του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ήτοι να ενεργεί ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο, ενώ όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο (οσάκις είναι αναγκαίο) και νοουμένου ότι ο Αιτητής είναι ανήλικος τότε θα πρέπει σε περίπτωση δικαστικής διαδικασίας να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση του σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.  Όπως παρατηρώ, κατά την διάρκεια της εξέτασης αίτησης ασύλου του Αιτητή, είχε τη συνδρομή του εκπροσώπου του στις διαδικασίες εξέτασης ασύλου του. Ο Διευθυντής του Τμήματος  Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργούσε ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου από την υποβολή της αίτησης του, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του στις διαδικασίες που προβλέπονται στον Νόμο και ως εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού παρίστατο στην προσωπική συνέντευξη του. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ με την απόρριψη του αιτήματος του και συνεπεία της ολοκληρωμένης ενημέρωσης του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας υπάρχει και νομική εκπροσώπηση του στην παρούσα προσφυγή. Ειδικότερα από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (στο εξής Δ.Φ.) του Αιτητή προκύπτουν τα εξής:

 

(α) με την υποβολή του αιτήματος ασύλου του Αιτητή ημερομηνίας 07/06/22 και/ή με την διαπίστωση ότι πρόκειται για ανήλικο πρόσωπο συμπληρώθηκε το ειδικό έντυπο «Referral Document for special needs for applicants of international protection» στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) η οποία κατέδειξε μόνο ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο αλλά δεν προέκυψαν άλλες ειδικές ανάγκες υποδοχής του Αιτητή δηλαδή πρόσωπο που έχει υποστεί βασανιστήρια ή άλλης μορφής ψυχολογικής ή φυσικής βίας (ερυθρό 8-7 Δ.Φ.). Ακολούθως, συμπληρώθηκε το ειδικό έντυπο «Βεβαίωση Αναγνώρισης/Διαπίστωσης Ευάλωτων προσώπων αιτητών διεθνούς προστασίας με ειδικές ανάγκες υποδοχής» στη βάση του Άρθρου 9 ΚΔ (6) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) η οποία κατέδειξε ότι πρόκειται για ασυνόδευτο ανήλικο, με αυτοκτονικό ιδεασμό και πιθανόν θύμα έμφυλης βίας ή άλλης μορφής ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας (ερυθρό 15-12 Δ.Φ.). Επί αυτού του σημείου και σε αντίθεση με τα όσα υποστηρίζει ο δικηγόρος του Αιτητή στο μέρος που αφορά προσδιορισμό της κατάστασης του εκτός των ισχυρισμών του που έτυχαν εξέτασης στο στάδιο της συνέντευξης αναφέρθηκε ότι «He did not mention any mental health problems, nor any suicidal thoughts in the present». Ακολούθως σημειώνεται «He mentioned suicidal thought in 2020 because of the ill-treatment he received from his stepmother. He feels safe in Cyprus and wants to study», σημείο επίσης που αποτελεί πυρήνα του αιτήματος του. Δεν προκύπτει από το σχετικό έγγραφο να έχρηζε παραπομπής σε ψυχολόγο ως η θέση του δικηγόρου του Αιτητή.

 

(β) από το πρακτικό συνέντευξης προκύπτει ότι κατά την διάρκεια ολόκληρης της διαδικασίας παρίστατο εκπρόσωπος/κηδεμόνας αυτού - λειτουργός Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ έγινε ολοκληρωμένη και ενδελεχής ενημέρωση του για όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του (ερυθρό 34 -32 Δ.Φ.)

 

(γ)  κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του ενώ ακολουθήθηκε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση, του παραχωρήθηκε διερμηνέας στην μητρική του γλώσσα, ήτοι Lingala. Υπάρχει δε υπογραφή του Αιτητή, εκπροσώπου/κηδεμόνα του και του διερμηνέα στο τέλος του εντύπου συνέντευξης με βάση τις οποίες επιβεβαιώνονται ότι οι πληροφορίες και απαντήσεις του Αιτητή που καταγράφηκαν στη συνέντευξη του αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου της (ερυθρό 27 Δ.Φ.)  

 

(δ) σε κανένα σημείο από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση που θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Ούτε προκύπτει, από τα ερωτήματα που τέθηκαν στον Αιτητή και από τις απαντήσεις που έδωσε, ο εξεταστής-λειτουργός της υπόθεσης να μην έλαβε υπόψη τις ατομικές συνθήκες του αιτούντος που πιθανόν να επηρέαζαν σοβαρά τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και παρουσιάζει τα γεγονότα που αφορούν την αίτησή του λόγω μνήμης, ηλικίας ή μορφωτικού του επίπεδου.

 

Ούτε με την Γραπτή Αγόρευση παρουσιάζονται στοιχεία που να τεκμηριώνουν ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του Νόμου. Από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή προκύπτει ενημέρωση του σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη του, η Υπηρεσία Ασύλου επέτρεψε στον εκπρόσωπο ή/και νομικό σύμβουλο να παρίσταται στην προσωπική συνέντευξη του ασυνόδευτου ανήλικου. Στην παρούσα υπόθεση δεν παρουσιάζονται ειδικοί λόγοι για τους οποίους επιβαλλόταν ο εκπρόσωπος/κηδεμόνας του Αιτητή να επέμβει κατά την συνέντευξη και/ή να συνδράμει στο να αποσαφηνιστούν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες που τυχόν είχαν παραλειφθεί από τον Αιτητή στις απαντήσεις του. Ούτε έχω εντοπίσει οποιοδήποτε διαδικαστικό σφάλμα ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την προφορική συνέντευξη του Αιτητή, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου του να παραβιάστηκε το δικαίωμά του να προβάλλει επαρκώς τους ισχυρισμούς του.

 

Αναφορικά με τις θέσεις του συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη στα πλαίσια εξέτασης της αίτησής του για διεθνή προστασία καθώς και της ιδιότητας της ως λειτουργού ορισμένου χρόνου, προκείμενου να εφαρμόζεται η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 09/06/22 απορρίπτονται ως απαράδεκτες. Σύμφωνα με τον διοικητικό φάκελο, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2, με αριθμό 15. 17.003 του Υπουργείου Εσωτερικών, και ο οποίος αποτελεί αντίγραφο προσωπικού φακέλου της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη και συνέταξε την έκθεση/εισήγηση, προκύπτει ότι εργοδοτείται στην Υπηρεσία Ασύλου ως λειτουργός ορισμένου χρόνου από τον 6ο/2020 σε θέματα ασύλου. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό περί μη κατάρτισης του λειτουργού που προέβη στη συνέντευξη ανήλικου, κρίνω ότι  δεν ανατράπηκε από τον δικηγόρο του Αιτητή το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερ.12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον συνήγορο του Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά του Αιτητή. Εξάλλου, οι θέσεις του συνηγόρου του Αιτητή σε σχέση με τα προσόντα της λειτουργού καταρρίπτονται στο σύνολο τους από τα στοιχεία, έγγραφα και πιστοποιητικά του προσωπικού φακέλου της λειτουργού με αριθμό 15. 17.003 του Υπουργείου Εσωτερικών, που προσκομίστηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση και εμπεριέχει αριθμό αντίγραφων πιστοποιητικών κατάρτισης της, μεταξύ άλλων εκπαίδευση σε διεξαγωγή συνέντευξης ευάλωτων ατόμων και παιδιών που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο σχετικός με την διαδικασία συνέντευξης ισχυρισμός περί μη καταλληλόλητας του διερμηνέα καθότι ούτε εδώ - όπως και στον ισχυρισμό για παράτυπη διαδικασία - ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία επί αυτού του λόγου ακύρωσης που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Αιτητή και δη των πρακτικών της συνέντευξης. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του  παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα στην μητρική του γλώσσα (LINGALA). Μετά το πέρας της συνέντευξης η αρμόδια λειτουργός, ο διερμηνέας και ο ίδιος ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I the undersigned, confirm that all information in the transcript is true and accurate. I have fully understood in Lingala, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any of my statements nor to question any of the information submitted in the interview» βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Ο διερμηνέας επίσης υπέγραψε το ακόλουθο περιεχόμενο: «I, the undersigned, certify that I have accurately and truthfully interpreted from Lingala to English language, all information and statements mentioned during the personal interview», πιστοποιώντας ότι έκανε ακριβή και ορθή μετάφραση της συνέντευξης από τη Lingala στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 27 Δ.Φ.). Εάν ο Αιτητής δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585) είτε μέσω του κηδεμόνα του που υπογράφει στο τέλος του Εντύπου. Ούτε ο ισχυρισμός περί μη ικανοποιητικής διάρκειας της συνέντευξης ευσταθεί και απορρίπτεται. Δεν προνοείται από τον Νόμο και/ή την νενομισμένη διαδικασία να υπάρχει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια για την διενέργεια της συνέντευξης. Το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διενεργήθηκε η συνέντευξη κρίνω ότι ήταν ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (Βλέπε σχετικά Υποθ. Αρ. 1694/11, Noel De Silva ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω 1. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, 2. Υπουργείου Εσωτερικών και Μετανάστευσης Επαρχιακό Γραφείο Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, 3. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.07/02/2014).

 

Ούτε τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός του δικηγόρου του Αιτητή από τα στοιχεία της παρούσας υπόθεσης ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων/αρμοδιοτήτων του λειτουργού ευημερίας λόγω της ταυτόχρονης ιδιότητας του ως κηδεμόνας, εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανήλικου Αιτητή και αρμόδια αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου ως κρατική αρχή. Το Δικαστήριο – όπως τέθηκε ο σχετικός ισχυρισμός – δεν μπορεί να αποφασίζει επί ακαδημαϊκών ερωτημάτων αλλά επί συγκεκριμένων νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων που επέδρασαν ουσιαστικά στην κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και εν τέλει στο νομικό καθεστώς του Αιτητή. Με βάση δε τα όσα ορίζονται στην σχετική νομοθεσία και τα όσα καταγράφονται ανωτέρω ούτε μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι διαφορετικές ταυτόχρονα ιδιότητες/αρμοδιότητες των λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας είναι ασυμβίβαστές μεταξύ τους, ούτε φαίνεται (στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης) να οδήγησαν στην ανεπαρκή εκπροσώπησή του Αιτητή και/ή δυσμενούς επηρεασμού των δικαιωμάτων του κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του.

 

Αναφορικά, τώρα, με τον ισχυρισμό του Αιτητή μέσω του δικηγόρου του για  παραβίαση του Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) θα πρέπει να επισημανθεί ότι το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση ενδιαφερόμενου-αιτούντα αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έκρινε σκόπιμο ο Αιτητής να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση σε ιατρό ή ψυχολόγο ούτε αυτό εμπόδισε τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης. Άλλωστε έγινε σχετική αξιολόγηση ευαλωτότητας του Αιτητή, όπως σημειώνεται ανωτέρω, εντούτοις, ως καταγράφεται ο Aιτητής δεν ανέφερε κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ούτε τρέχουσες σκέψεις αυτοκτονίας.  Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες των Άρθρων 9ΚΕ και 10 του περί Προσφύγων Νόμο 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας έχουν αρμοδιότητα και ευθύνη αναφορικά με ανήλικους αιτητές και ως κηδεμόνας του ανηλίκου λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του παρόντος Νόμου και Κανονισμών, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ανηλίκου. Σύμφωνα με το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, παρέπεμψαν τον Αιτητή σε ψυχολόγο και ο κηδεμόνας επιβεβαίωσε ότι ο Αιτητής είναι σε θέση να προχωρήσει με τη διεξαγωγή της συνέντευξης (ερυθρό 33 Δ.Φ.). Σημειώνεται ότι σε κανένα από τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή αναφέρθηκε ότι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την διαδικασία αλλά ούτε φαίνεται να επηρεάστηκε με οιοδήποτε τρόπο (όπως θα αναλυθεί κατωτέρω) η ικανότητα του να αναπτύξει τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα του. Επομένως, οι ισχυρισμοί επί αυτού του σημείου απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του Δ.Φ. του Αιτητή σε συνδυασμό με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα του και σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η ουσιαστική εξέταση των λόγων που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και τα όσα καταγράφονται στα πρακτικά της συνέντευξης του συναρτώνται άμεσα και με τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του κατά πόσο δηλαδή η περίπτωση του αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα του μείζονος συμφέροντος του ως ασυνόδευτου ανήλικου προτού απορριφθεί η αίτηση του. Επιπλέον, εξετάζεται κατά πόσο στα πλαίσια της αξιολόγησης της αίτησης του συνεκτιμήθηκαν παράγοντες όπως η βιολογική και αναπτυξιακή ηλικία του παιδιού, το φύλο, τυχόν ευάλωτη θέση του, η οικογενειακή του κατάσταση, η εκπαίδευση και η κατάσταση της σωματικής και διανοητικής του υγείας[1].

 

Ο Αιτητής στην αίτησή του για διεθνή προστασία καταγράφει ότι εγκατέλειψε με νόμιμο τρόπο τη χώρα καταγωγής του στις 19/02/22 και κατέληξε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω Τουρκίας. Ως προς τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας του δήλωσε ότι η μητριά του τον κακοποιούσε.(ερυθρό 1, 26 Δ.Φ.).

 

Κατά τη συνέντευξη καταγράφηκε ότι κατάγεται από την πόλη Κινσάσα, η οποία ήταν και ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του πριν αναχωρήσει από τη χώρα. Ο Αιτητής έχει δυο αδέλφια, οι γονείς του είναι διαζευγμένοι, αρχικά διέμενε με τον πατέρα του και όταν αυτός έφυγε για εργασία διέμενε με την μητριά του (ερυθρό 30 Δ.Φ.) ενώ, σύμφωνα με τα λεγόμενα του η μητέρα του ζει στην πόλη Κινσάσα. Έχει δε ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής του και εγκατέλειψε τη χώρα του, όπως αναφέρει, εξαιτίας της κακομεταχείρισης που υπέστη από τη μητριά του, η οποία τον χτυπούσε και τον απειλούσε ότι θα τον σκοτώσει (ερυθρό 28/Χ1,Χ3 Δ.Φ.). Ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά ή περί τον Δεκέμβριο του 2021 αποφάσισε να φύγει από την οικία που διέμενε με την μητριά του, όταν πήρε ένα ξύλο για να το χτυπήσει.  Ως προς το ταξίδι του, δήλωσε ότι εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα καταγωγής του μαζί με τον θείο του, καταφθάνοντας μέσω Τουρκίας στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και εν συνεχεία στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές (ερυθρό 22 Δ.Φ.). Ερωτηθείς τι θα του συμβεί εάν επιστρέψει στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνωρίζει (ερυθρό 28/Χ2 Δ.Φ.).

 

Η λειτουργός στην έκθεση/εισήγησή της προέβη αρχικά στη διαπίστωση ότι ο Αιτητής συνιστά ανήλικο πρόσωπο, καμία δε αμφιβολία επί τούτου δεν προέκυψε στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησής του (ερυθρό 64 Δ.Φ.). Περαιτέρω, σχηματίστηκαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή ο οποίος έγινε αποδεκτός (ερυθρό 64-63 Δ.Φ.), ο δε δεύτερος ως προς την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του λόγω της κακομεταχείρισης από τη νέα σύζυγο του πατέρα του, ο οποίος απορρίφθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ειδικότερα, ως καταγράφεται στην έκθεση/εισήγηση της λειτουργού διαπιστώθηκε ότι δεν έδωσε ικανοποιητικές πληροφορίες και τα επιχειρήματα του δεν χαρακτηρίστηκαν από ευλογοφάνεια. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν αποφάσισε ο ίδιος να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του αλλά ο θείος του (ερυθρό 28, Χ1 Δ.Φ.), ερωτηθείς να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικές με τις απειλές από τη μητριά του ανέφερε ότι δεν ήταν ευαίσθητη γυναίκα, είχε δυνατό χαρακτήρα, τον χτυπούσε και τον απείλησε ότι  θα τον σκοτώσει  (ερυθρό 28, Χ3 Δ.Φ.). Σε ερώτηση τι θα του συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα του, ανέφερε ότι δεν γνωρίζει (ερυθρό 28,Χ2 Δ.Φ.).

 

Η θέση του συνηγόρου του Αιτητή ότι κατά την αξιολόγηση, ο λειτουργός δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή ως ανήλικου είναι αβάσιμη. Στο ερυθρό 64 Δ.Φ. καταγράφεται ρητά ότι συνιστά ανήλικο πρόσωπο δεκαεπτά ετών και η έκθεση/εισήγηση γίνεται με γνώμονα το δεδομένο της ανηλικότητας και ορίου ηλικίας του Αιτητή. Πέραν τούτου, σημαντικά στοιχεία της υπό εξέταση περίπτωσης είναι το γεγονός ότι (α) κατά το στάδιο της συνέντευξης ο Αιτητής παρόλο που κατά τον χρόνο της συνέντευξης ήτο ανήλικος έχει ήδη λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με υποστηρικτικό/ οικογενειακό πλαίσιο στη χώρα καταγωγής του (β) λήφθηκαν δεόντως υπόψη από τον λειτουργό η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο του Αιτητή, (γ) δεν τεκμηριώθηκε ότι ανήκει σε οποιαδήποτε ομάδα και/ή οργάνωση στην χώρα καταγωγής του που να κινδυνεύει με δίωξη από τις αρχές της χώρα του ή άλλες οργανώσεις/ομάδες που ελέγχουν τμήμα ή έδαφος της χώρας του, και (δ) οι ερωτήσεις ήτο απλές, κατανοητές με τρόπο που ο Αιτητής να τις αντιλαμβάνεται πλήρως. Από πουθενά δεν συνάγεται ότι ο εκπρόσωπος και κηδεμόνας του Αιτητή θα έπρεπε να διακόψει τη συνέντευξη και να παρέμβει στη διαδικασία, ενώ έδωσε πλήρεις και ικανοποιητικές απαντήσεις σε σχέση με τα στοιχεία ταυτοποίησης/χώρα/περιοχή διαμονής του με αποτέλεσμα να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αιτήματος του, απέτυχε να τεκμηριώσει τους λόγους που επικαλείται ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας αυτού.

 

Μετά από συνολική αξιολόγηση του αφηγήματος του Αιτητή, των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή δηλώσεων[2] διαπιστώνω ότι η αξιοπιστία του επί της ουσίας του αιτήματος του, δεν τεκμηριώνεται. Οι συνθήκες δίωξης του, οι περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος του και η μη τεκμηρίωση βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου του, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[3], ανεξαρτήτως της ανηλικότητας του, επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα της λειτουργού. (Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ως εκ των ανωτέρω κρίνεται ορθή η εισήγηση της λειτουργού και συνακόλουθα η απόφαση του αρμόδιου λειτουργού ότι ο Αιτητής δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί η ιδιότητα πρόσφυγα καθότι δεν έχει τεκμηριώσει ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του. Τα γεγονότα της περίπτωσης του Αιτητή σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Επίσης, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία και/ή γεγονότα και/ή έγγραφα ενώπιον του Δικαστηρίου τα οποία να υποδεικνύουν ότι αντιμετωπίζει οποιαδήποτε άλλα προβλήματα. Ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και για να ενισχυθεί το αίτημα του Αιτητή και/ή ούτε ανατράπηκε το τεκμήριο αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του (Βλέπε Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018) το οποίο μέσω της συνέντευξης κρίθηκε ως μη τεκμηριωμένο, αλλά αρκέστηκε στα όσα καταγράφηκαν κατά την συνέντευξη. Η περίπτωση του Αιτητή αφορά πρόσωπο που εγκατέλειψε την χώρα του για άλλους λόγους από αυτούς που θα μπορούσε να τύχει διεθνούς προστασίας (Βλέπε § 62[4] του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων) και αυτό προκύπτει και σε ερώτηση από τον λειτουργό για το τι θα του συμβεί εάν επιστρέψει στη χώρα του – όπου απάντησε ότι δεν γνωρίζει (ερυθρό 28/Χ2 Δ.Φ.). Οι δε ισχυρισμοί/γεγονότα που καταγράφονται από τον Αιτητή μέσω της Γραπτής Αγόρευσης και δεν εντοπίζονται  στα πρακτικά της συνέντευξης του και/ή μέσω του Δ.Φ. δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 , Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας[5]. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 62 Δ.Φ.). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[6]που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project)  τα περιστατικά βίας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Κινσάσα για το χρονικό διάστημα από 03/05/23 έως 03/05/24 έχουν καταγραφεί συνολικά μόνο 54 περιστατικά χρήσης βίας που έχουν μετρήσει συνολικά 70 θύματα. Πιο συγκεκριμένα, από τα 54 περιστατικά τα 8 είναι μάχες (με 20 θύματα), τα 22 είναι περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 49 θύματα) και τα 24 είναι εξεγέρσεις (με 1 θύμα).[7] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Κινσάσα καταγράφεται σε 14.565.700 κατοίκους σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα απογραφής που έλαβε χώραν το έτος 2020[8],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του Άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων του για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[9].

 

Ούτε το γεγονός ότι υπάρχουν έγγραφα που δεν αφορούν την περίπτωση του Αιτητή στον σχετικό Δ.Φ. μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού προφανώς βάσει του περιεχομένου της έκθεσης εισήγησης δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της. Οι δε ισχυρισμοί που αφορούν κατ΄ ισχυρισμό απόφαση επιστροφής προφανώς δεν μπορούν να τύχουν αξιολόγησης από το Δικαστήριο αφού απόφαση επιστροφής δεν υπάρχει, ούτε έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα απομάκρυνσης εναντίον του Αιτητή. Ούτε με βάση την πιο πάνω ανάλυση έχει τεκμηριωθεί δίωξη του Αιτητή λόγω φύλου, φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε η ζωή ή η ελευθερία του θα τεθεί σε κίνδυνο ή θα υποβληθεί σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής. Εξάλλου, ο Αιτητής έχει πλέον ενηλικιωθεί και τυχόν διαδικασίες που θα ακολουθηθούν από τις αρμόδιες αρχές δεν θα αφορούν πλέον ανήλικο πρόσωπο.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω απορρίπτονται και οι συναφείς ισχυρισμοί του συνηγόρου του Αιτητή ότι του αποστερήθηκε το δικαίωμα προκαταρκτικής συνέντευξης ανηλικότητας (εφόσον κρίθηκε ανήλικος κατά την διερευνητική διαδικασία αιτήματος ασύλου του) ούτε προκύπτει κατάχρηση εξουσίας, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης. Δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας και/ή δεν έχει τεκμηριωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα λόγω της ιδιαιτερότητας της περίπτωσης (ήτοι πρόκειται για ανήλικο πρόσωπο κατά τον χρόνο υποβολής αίτησης ασύλου).

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                                                                    Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλέπε σχετικά - Opinion, C-646/21, K, L v. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, 21/06/23, επίσης UN High Commissioner for Refugees (UNHCR), The Office of the United Nations High Commissioner for Refugees Statement on Membership of Particular Social Group and the Best Interests of the Child in Asylum Procedures Issued in the context of the preliminary ruling reference to the Court of Justice of the European Union in the case of K., L. v. Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (C-646/21), 21 June 2023, paras. 5.2.5-5.2.6, available at: https://www.refworld.org/docid/6492f5f54.html

[2] Βλέπε Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353.

[4]«μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας»

[5]Άρθρο 15 της Οδηγίας 95/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000)

[6] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[7] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Democratic Republic of Congo, Kinshasa, 03/05/23 - 03/05/24

[8] City Population, https://citypopulation.de/en/drcongo/cities/  

[9] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 - 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο