ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 678/2023

 

30 Ιουλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

D.J.S.

 

   Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

Αλεξάνδρα Κιρακόζοβα για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Ιωάννα Χαραλάμπους για Παυλίνα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/1/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως εξής:  Η αιτήτρτια είναι υπήκοος του Νεπάλ και στις 12/12/2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή  Δημοκρατία περιοχές. Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 12/1/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό στην Υπηρεσία Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Στις 16/1/2023 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την έκθεση/ εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας στις 19/1/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση και την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε ιδιοχείρως στην αιτήτρια, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής  απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας κατά την δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί η αιτήτρια περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της γιατί η πολιτική κατάσταση στην χώρα της δεν είναι πολύ καλή και λόγω της πολιτικής σκέψης της θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.  Δήλωσε πως αν επιστρέψει στο Νεπάλ θα στερηθεί την ανεξαρτησία της, θα υποστεί απάνθρωπη μεταχείριση και θα νιώθει ανασφαλής λόγω των ομάδων στην περιοχή Terai και των Ινδουιστών που διώκουν ανθρώπους.  Όπως ανέφερε, έχει βιώσει διώξεις στο παρελθόν και φοβάται το μέλλον της.  Επίσης ανέφερε πως υπάρχει μία προσωρινή κατάσταση στη χώρα της λόγω των Μαοϊκών και δεν μπορεί να επιστρέψει εξαιτίας αυτής, γιατί θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της. 

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια ανέφερε πως γεννήθηκε και έζησε μέχρι και την αναχώρησή της από τη χώρα της και συγκεκριμένα στο χωριό Tingla, του Νεπάλ.  Όπως ανέφερε, οι γονείς της, η αδελφή της, ο αδελφός της και η γιαγιά της ζουν στο χωριό Tingla όλοι μαζί.  Στη συνένετευξή της η αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα κατατγωγής της γιατί το 2016 αντιμετώιζε πολιτικά προβλήματα στη χώρα της.  Όπως ισχυρίστηκε λόγω των μοϊκών υπήρξε αρκετή βία στη χώρα, χτυπούσαν, απήγαγαν και σκότωναν ανθρώπους και έτσι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα της. 

 

Παρόλα αυτά η αιτήτρια δήλωσε πως τόσο η ίδια, όσο και η οικογένειά της ήταν ασφαλής και δεν της συνέβη οτιδήποτε όσο ζούσε στη χώρα καταγωγής της και διευκρίνισε πως αναφέρεται στη γενική κατάσταση που επικρατεί στο χωριό της.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως δεν απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές της χώρας της, ούτε σκέφτηκε να μετακομίσει σε άλλη περιοχή του Νεπάλ.  Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε στην αιτήτρια πως αναφέρθηκε σε περιστατικό βίας εκ μέρους των Μαοϊκών που συνέβη το 2016, ενώ η ίδια εγκατέλειψε στη χώρα της στις 10/1/2020, δηλαδή 4 χρόνια μετά τα περιστατικά και η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως δεν πήγαιναν τόσο συχνά οι Μαοϊκοί στο χωριό της αλλά πήγαιναν περίπου κάθε έξι μήνες ή ένα χρόνο.

 

Πρόσθετα ανέφερε πως ουδέποτε έχει παρενοχληθεί και/ή διωχθεί και/ή συλλήφθεί και/ή τεθεί υπό κράτηση στη χώρα καταγωγής της και δήλωσε πως οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν την επιστροφή της αλλά εξέφρασε την ανησυχία για την κατάσταση που θα επικρατεί.  Τέλος, η αιτήτρια ανέφερε πως επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί και να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένειά της.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σχημάτισε τρείς ουσιώδης ισχυρισμούς.  Ο πρώτος ο οποίος έγινε αποδεκτός αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας.  Ο δεύτερος, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης της αιτήτριας για την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε το 2016 και ο τρίτος ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός αφορά τους οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα της.

 

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτορυγός εξέτασε το μελλοντικό κίνδυνο με βάση τα ουσιώση πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν γίνει αποδεκτά, δηλαδή την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας, καθώς επίσης και τους οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.  Ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Τέλος, κατά τη νομική ανάλυση στην οποία προέβη ο λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προνοείται στα άρθρα 3 και 19 (1) και (2) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.  Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αφού εξέτασε την προαναφερόμενη έκθεση/ εισήγηση αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματός της.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή της κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αντιθέτως, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε κατά γενικό και αόριστο τρόπο, είναι η κακή πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα της, η οποία βέβαια όπως δήλωσε δεν την έχει επηρεάσει προσωπικά και τα οικονομικής φύσεως προβλήματα που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ούτε όμως θα μπορούσαν να την εντάξουν σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως η έννοια αυτή καθορίζεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης προχωρώ να εξετάσω κατ’ουσίαν το αίτημα της αιτήτριας λαμβάνοντας υπόψη βεβαίως όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από την συνήγορό της αλλά και από τη συνήγορο της Υπηρεσίας Ασύλου.  Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου και αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμό εφόσον προκύπτει πως ορθά έγινα αποδεκτός. 

 

Σε σχέση με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο οποίος δεν έγινε αποδεκτός και αφορά τον φόβο δίωξης της αιτήτριας λόγω της ισχυριζόμενης πολιτικής κατάσταση που επικρατούσε το 2016 στη χώρα καταγωγής της. θα πρέπει να αναφερθεί πως η αιτήτρια δήλώσε πως ουδέποτε της συνέβη οτιδήποτε προσωπικά της ίδιας ή της οικογένειάς της το οποίο να την έθεσε σε κίνδυνο.  Επιπρόσθετα, από το αφήγημα της αιτήτριας ο λειτουργός διαπίστωσε πως δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός της.  Η αιτήτρια αναφέρθηκε γενικά και αόριστα σε γεγονότα και παρατηρήθηκε από το λειτουργό πως δεν υπήρχε ευλογοφάνεια στα λεγόμενά της και δεν δήλωσε πως της συνέβη οτιδήποτε προσωπικά αλλά αρκέστηκε στο να αναφερθεί στη γενική κατάσταση που ισχυρίζεται ότι επικρατεί στη χώρα της.  Επιπρόσθετα είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως η αιτήτρια αναφέρθηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα της εξαιτίας ενός περιστατικού βίας που έγινε το 2016 αλλά παρέμεινε στη χώρα της τέσσερα χρόνια με ασφάλεια.

 

Αναφορικά με τον αόριστο κίνδυνο που ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι διατρέχει λόγω της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα της, όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ’ ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης».  Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και ορθά διαπίστωσε πως υπήρχε κάποια αστάθειας τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται η αιτήτρια, αλλά η κατάσταση αυτή δεν υπάρχει ποια και η χώρα της δεν βρίσκεται σε ανασφάλεια λόγω των μαοϊκών.  Ενόψει τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός δεν επιβεβαίωσε την εξωτερική αξιοπιστία της αιτήτριας.  Επιπλέον, κατέληξε πως η αιτήτρια δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε προσωπικό πρόβλημα και οποιαδήποτε προσωπική δίωξη ή οποιαδήποτε μορφή βίας σε σχέση με τα όσα ανέφερε και κατά συνέπεια, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός.  Θα πρέπει να αναφερθεί πως η χώρα καταγωγής της αιτήτριας σύμφωνα με την ΚΔΠ 191/24, την οποία εξέδωσε ο Υπουργός Εσωτερικών, είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, εφόσον διαπιστώθηκε πως γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Σε σχέση με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά τους οικονομικούς λόγους για τους οποίους ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές. Οι οικονομικοί λόγοι που επικαλείται η αιτήτρια και οι γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί που αναφέρει ως προς την πολιτική κατάσταση στη χώρα της, ως λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον της δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που την εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της.

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 191/2024, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής και/ή δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς  οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της άσκησης των νόμιμων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο