ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 6883/2022

01 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. DE V.

από Φιλιππίνες

                                                         Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω,

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Τρεμούρη (κα) για Α. Ιωάννου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

[Αργυρού (κα) – Διερμηνέας, για διερμηνεία από φιλιππινεζικά στην ελληνική και αντίστροφα]

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 23.09.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓ0ΝΟΤΑ

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τις Φιλιππίνες από τις οποίες αναχώρησε στις 11.10.2021 και αφίχθηκε αυθημερόν μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Λάρνακας στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας. Αίτηση ασύλου καταχώρισε στις 16.06.2022 και στις 06.09.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε αυθημερόν Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε στις 23.09.2022 από τον ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτή στις 19.10.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 30.09.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί την ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ


Η Αιτήτρια, η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση της  αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[1], την ένσταση της εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης, επειδή δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της λόγω ενδοοικογενειακής βίας. Τόσο κατά το στάδιο των αγορεύσεων όσο και κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, η Αιτήτρια προέβη σε περαιτέρω ισχυρισμούς αναφορικά με την αίτησή της για διεθνή προστασία, στο περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθώ στη συνέχεια.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της  επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα, και σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, κατόπιν ορθής ενάσκησης της διακριτικής εξουσίας και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, υποστηρίζοντας ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καταλήγοντας ότι αυτή εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από την Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού και ειδικότερα την υποχρέωση του αιτητή να καταγράψει κατά συνοπτικόν τρόπον όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, καθώς είναι ο αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2]. Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη ή πλημμελής[3] και, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου, γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί.

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχοντας λοιπόν εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια, στην αίτησή της για διεθνή προστασία, κατέγραψε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της καθώς είναι μόνη μητέρα δύο παιδιών, τα οποία κανείς δεν στηρίζει οικονομικά και ότι είναι η μόνη που μπορεί να τα υποστηρίξει. Προσθέτει ότι δεν έχει εργασία στις Φιλιππίνες και ότι ήλθε στην Κύπρο προκειμένου να διαμείνει και να υποστηρίξει τα παιδιά της, στέλνοντας τους χρήματα, καταλήγοντας πως θέλει να εργαστεί για να μπορέσει να βοηθήσει τα παιδιά της να ολοκληρώσουν το σχολείο (βλ. ερυθρό 4 του δ.φ.)

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό της από αυτή, για να εργαστεί. Ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της, ενώ σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας λόγω της ηλικίας της και ότι μόνο αυτή υποστηρίζει οικονομικά τα παιδιά της, προσθέτοντας πως αν η ίδια επιστρέψει, τότε αυτά θα σταματήσουν τις σπουδές τους, καθώς φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία. Αναφορικά με τα μελλοντικά της σχέδια, η Αιτήτρια ανέφερε πως επιθυμία της είναι να τελειώσουν τα παιδιά της το σχολείο και τις σπουδές τους, ενώ επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο «until I am able to work».

 

Αξιολογώντας τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια, η λειτουργός ασύλου έκρινε τους ισχυρισμούς της ως αξιόπιστους. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο λειτουργός ασύλου έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης η αρμόδια λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και μέσω της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι χρειάζεται διεθνή προστασία καθώς έχει υποστεί κακοποίηση από τον πατέρα των δύο της παιδιών. Όταν έφυγε από τις Φιλιππίνες της έκαψε όλα τα σημαντικά έγγραφα της και για τον λόγο αυτό φοβάται για την ζωή της. Προσθέτει ότι «εκτός του ότι ήταν κακοποιητικός, δεν έδωσε ούτε 1 σεντ για την στήριξη των παιδιών μου. Ως μητέρα θα κάνω τα πάντα για να επιβιώσω και να θέσω την ευημερία των παιδιών μου ως προτεραιότητα για να ζήσουν φυσιολογικά χωρίς να φοβούνται τίποτα.» 

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων το Δικαστήριο ρώτησε πρωτίστως την Αιτήτρια για ποιον λόγο δεν ανέφερε στην Υπηρεσία Ασύλου τα όσα εκθέτει τώρα στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας, με την Αιτήτρια να απαντά μονολεκτικά πως δεν τα είπε γιατί είναι προσωπικά δεδομένα. Το Δικαστήριο προσπάθησε να της εξηγήσει ότι η εξέταση της αίτησης ασύλου βασίζεται αποκλειστικά στα προσωπικά δεδομένα και στοιχεία ενός αιτούντος και στην βάση των ισχυρισμών που αυτός εκθέτει και πως αυτό της επεξηγήθηκε, ως προκύπτει από το πρακτικό συνέντευξης, και από την λειτουργό ασύλου. Ωστόσο η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει περαιτέρω την παράλειψή της αυτή. Ακολούθως το Δικαστήριο προσπάθησε να διερευνήσει τους ισχυρισμούς της υποβάλλοντας της σχετικά ερωτήματα, με την Αιτήτρια να δηλώνει ότι ο σύζυγός της, την κτυπούσε επειδή αυτός δεν δούλευε και ότι η κακοποιητική αυτή του συμπεριφορά άρχισε προτού ο υιός της κλείσει το ένα έτος της ηλικίας του. Ερωτηθείσα γιατί δεν εγκατέλειψε τον σύζυγό της από τότε, λαμβάνοντας υπόψη ότι το μικρότερο παιδί της ήταν κατά τον χρόνο αναχώρησης από την χώρα καταγωγής της σε ηλικία περίπου έντεκα (11) ετών και συνεπώς για όλα αυτά τα χρόνια υπέφερε, κατά τα λεγόμενα της, την κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου της, η ίδια δήλωσε ότι δεν είχε χρήματα για να φύγει. Ερωτηθείσα γιατί δεν απευθύνθηκε προς την Αστυνομία για να καταγγείλει τον σύζυγό της, δήλωσε πως δεν πήγε καθώς οι γονείς της, την συμβούλεψαν να χωρίσει, κάτι που τελικώς έπραξε. Ωστόσο, παρά τον χωρισμό τους, ο πρώην σύζυγός της συνέχισε να την απειλεί γιατί ήθελε τα παιδιά της, τα οποία ως τελικώς δήλωσε η Αιτήτρια τα πήρε αυτός και διαμένουν τώρα με τους γονείς του. Η Αιτήτρια δεν ήταν ξεκάθαρη στα όσα δήλωσε στο Δικαστήριο, αφού οι ισχυρισμοί της παρίσταντο ασαφείς και προδήλως αντιφατικοί μεταξύ τους. Σε κάποιο σημείο δήλωσε ότι με την σύζυγό της χώρισαν από τον καιρό που ο μικρότερος υιός της ήταν ενός χρονών, δηλαδή από τότε που κατ’ ισχυρισμόν άρχισε και η κακοποιητική του συμπεριφορά. Ερωτηθείσα τότε πως την κτυπούσε αφού χώρισαν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την κτυπούσε γιατί για ένα χρόνο μετά τον χωρισμό τους εξακολουθούσε να μένει μαζί του, με τους γονείς του και τα παιδιά τους. Ερωτηθείσα κατά πόσο αυτό σταμάτησε να συμβαίνει όταν έφυγε από το σπίτι, η Αιτήτρια δήλωσε πως όχι καθώς όταν πήγαινε να πάρει τα παιδιά, εκείνος ήθελε την Αιτήτρια να επιστρέψει κοντά του γι’ αυτό την κτυπούσε. Το Δικαστήριο ρώτησε περαιτέρω την Αιτήτρια γιατί θεωρεί ότι κινδυνεύει μετά από τόσα χρόνια με την ίδια να απαντά πως όταν πάει να πάρει τα παιδιά της θα την κτυπήσει. Η Αστυνομία δεν μπορεί κατά τα λεγόμενά της να την προστατέψει γιατί δεν θα δώσουν σημασία, προσθέτοντας ακατανόητα και χωρίς συνοχή ότι δεν είναι εύκολο να βρει εργασία και δεν θα έχει χρόνο και χρήματα για να πάει στην Αστυνομία.

 

Έχοντας καταγράψει τα πιο πάνω και μετά από συνολική εκτίμηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, εντοπίζω σοβαρές αντιφάσεις και ασάφειες στα όσα η ίδια αφηγήθηκε ενώπιόν μου σε συνάρτηση και με τα όσα δήλωσε κατά την συνέντευξη ασύλου. Συγκεκριμένα η Αιτήτρια υπήρξε ασαφής σε πολλά σημεία όσον αφορά την χρονική σειρά των γεγονότων ιδιαιτέρως αναφορικά με την έναρξη της κακοποιητικής συμπεριφοράς του συζύγου  της και τον χωρισμό τους. Δεν υπήρξε σαφής ως προς το πότε ακριβώς άρχισε αυτή η συμπεριφορά ενώ ως προς τον χωρισμό τους, αρχικά δήλωσε ότι χώρισαν όταν ο μικρότερος υιός της ήταν ενός ετών ενώ αργότερα ανέφερε ότι συνέχισαν να ζουν μαζί για ένα χρόνο μετά τον χωρισμό τους. Σε σχέση με την απόφαση της να μην καταγγείλει το περιστατικό στην Αστυνομία, η Αιτήτρια αρχικά αναφέρθηκε σε οικονομικές δυσκολίες και σε συμβουλή των γονέων της να χωρίσει από τον σύζυγό της, ενώ αργότερα δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της, η Αστυνομία δεν θα την προστατέψει γιατί δεν θα δώσει σημασία, ενώ δεν θα έχει χρόνο και χρήματα για να μπορέσει να τον καταγγείλει. Πέραν τούτου, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ικανοποιητικά και με επαρκείς λεπτομέρειες τις προσπάθειες της να προστατεύσει τα παιδιά της και τον εαυτό της από την κακοποιητική αυτή συμπεριφορά του συζύγου  της, ενώ εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι τα παιδιά της, ως δήλωσε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, συνεχίζουν να διαμένουν με τον πατέρα τους με την ίδια να μην αναφέρει τίποτα σε σχέση με το αν προσπάθησε να πάρει τα παιδιά της προκειμένου να τα προστατέψει από την συμπεριφορά του συζύγου  της. Προσθέτω περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός πως τα παιδιά της διαμένουν με τον πατέρα τους και τους γονείς του ίδιου, υπονοώντας ότι αυτοί έχουν την φροντίδα και άρα και οικονομική τους στήριξη, παρίσταται αντιφατικός με τις δηλώσεις  της ότι αυτός δεν «έδινε ούτε ένα σεντ για τα παιδιά της». Επισημαίνω ότι εντοπίζεται περαιτέρω αντίφαση και σε σχέση με το που διαμένουν σήμερα τα παιδιά της, αφού κατά το στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το ένα της παιδί διαμένει με την θεία του και το άλλο με την γιαγιά του, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία προέβαλε ότι τα παιδιά της διαμένουν με τον πατέρα τους και τους γονείς του. Περαιτέρω, αντιφάσεις εντοπίζονται και στην αναφορά της Αιτήτριας κατά την συνέντευξή της ότι προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της διέμενε στην πόλη Laguba μαζί με την αδελφή της, την οικογένειά της αδελφής της και τα παιδιά της (της Αιτήτριας), ωστόσο κατά την ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι, μετά τον χωρισμό τους, τα παιδιά της διέμεναν με τον πατέρα τους και τους γονείς του. Δεν μπορώ περαιτέρω να παραγνωρίσω το γεγονός ότι, ενώ κατ’ ισχυρισμόν η κακοποιητική συμπεριφορά του συζύγου  της τοποθετείται χρονικά περίπου στο έτος 2000-2001 (προτού το μικρότερο παιδί της γίνει ενός ετών), ωστόσο η Αιτήτρια διέφυγε από την χώρα καταγωγής της περί τα τέλη του 2021 (11-10-2021). Το πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε πλήττει έτι περαιτέρω την αξιοπιστία της Αιτήτριας ως προς τον επικαλούμενο κίνδυνο από τον πρώην σύζυγό της. Πρόσθετα επισημαίνω και την παράλειψη της Αιτήτριας να αναφέρει, τα όσα έθεσε εν τέλει ενώπιόν του Δικαστηρίου, κατά το στάδιο της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, χωρίς να είναι σε θέση, παρά την ευκαιρία που της δόθηκε, να δώσει μία ευλογοφανή εξήγηση για την παράλειψή της αυτή.

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου ο αιτητής φέρει το βάρος να τεκμηριώσει την αίτηση του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεση του. Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω η Αιτήτρια δεν είχε προβάλει κανέναν τεκμηριωμένο ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που την ώθησε να αναζητεί διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί βάσιμο φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Από το άρθρο 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης, συνάγεται ότι ο αιτητής ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης για έναν από τους λόγους που προβλέπει η Σύμβαση. Τα ίδια προβλέπει και το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθιστώντας ξεκάθαρο πως για να αναγνωριστεί ένα πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση[4].

 

Εξετάζοντας συγκεκριμένα το περιεχόμενο των δηλώσεων της Αιτήτριας κατά τη συνέντευξη της, δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ των ισχυρισμών της και των προνοιών του άρθρου 3 αλλά ούτε και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, για την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Παρότι, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας κατά το παρελθόν από τον πρώην σύζυγό της και παρά το γεγονός ότι ο ισχυρισμός της αυτός δεν μπορεί να κριθεί ως εσωτερικά αξιόπιστος για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, εντούτοις επισημαίνω πρόσθετα ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει κάποιον μελλοντικό κίνδυνο δίωξης σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα. Επίσης, η Αιτήτρια δήλωσε ρητώς ότι η εργασία και η διασφάλιση επαρκούς εισοδήματος προς όφελος των παιδιών της αποτέλεσαν βασική αιτία της εξόδου της από τις Φιλιππίνες, αλλά και βασικό κίνητρο για την παραμονή της στη Δημοκρατία. Είναι σαφές ότι οι οικονομικοί λόγοι της μετακίνησης δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Όλως επικουρικώς των ανωτέρω ως προς τη διαθέσιμη προστασία στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας παρατηρείται ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα προστασίας στις αρχές της χώρας καταγωγής της. Επισημαίνεται ότι η διεθνής προστασία είναι δευτερογενής της χώρας καταγωγής[5]

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 11.10.2021, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 16.06.2022, ήτοι οκτώ (8) και πλέον μήνες μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος της χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[6]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν πληροί τις

προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Φιλιππίνες), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η ίδια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια  και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται επί της ουσίας αυτής ορθή.

 

Για όλους τους ως άνω αναφερόμενους λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[2] Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530

[3] Υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.2012.

[4] Βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

[5] EASO, 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf   (ημερομηνία τελευταία πρόσβασης 17.11.2022)

[6] Βλ. Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008, Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.2.2011


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο