ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  6963/2022

 31 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ν.Τ.

από Νεπάλ

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

                                       

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ν. Ιερωνυμίδης για Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

[Sandhya Gauchan- Διερμηνέας, για διερμηνεία από Nepali στην αγγλική και αντίστροφα,

Η. Φανούς (κος) - Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα]

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 12.09.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί , επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου υπ' αρ. F22-03452 που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως ο «δ.φ.»):

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 25.11.2021 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Λάρνακος στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με άδεια εργασίας, υποβάλλοντας στις 08.03.2022 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 02.09.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε στις 03.09.2022 Έκθεση-Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε στις 12.09.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 12.10.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.09.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί την απόφαση αυτή.

 

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή της αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[1],  την ένστασή της εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενη ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της λόγω της φτώχειας και της ανεργίας, καθώς και ότι είναι η μόνη υπεύθυνη για να στηρίζει την οικογένειά της. Προσθέτει ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Δημοκρατία για μια καλύτερη ζωή.

 

Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της για διεθνή προστασία δεν είχε αντιληφθεί ότι πρέπει να αναπτύξει διεξοδικά τους ισχυρισμούς της, για αυτό το λόγο δεν ανέφερε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Πρόσθεσε πως κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής της, ο διερμηνέας ήταν άνδρας και η ίδια δεν ένιωθε άνετα να μιλήσει για το πρόβλημά της το οποίο αφορά ένα μέλος της οικογένειάς της. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια υποστήριξε πως η μητέρα της απεβίωσε  λόγω ασθένειας όταν η ίδια ήταν πολύ μικρή σε ηλικία και μετέπειτα, ο πατέρας της Αιτήτριας σύναψε γάμο με άλλη γυναίκα. Όταν ο πατέρας της αναγκάστηκε να μεταβεί σε άλλη χώρα ώστε να εργασθεί και να στηρίζει οικονομικά την οικογένεια, η μητριά της ξεκίνησε να την κακομεταχειρίζεται και ως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, θέλησε να την πωλήσει. Η Αιτήτρια διέφυγε σε άλλη πόλη της χώρας όπου παρέμενε κρυμμένη και εργαζόταν. Όταν ξεκίνησαν ξανά να την καταδιώκουν, ως αναφέρει, αιτήθηκε άδειας εργασίας στην Μαλαισία όπου και μετέβη. Όταν ο πατέρας της Αιτήτριας ανακάλυψε ότι είχε διαφύγει από την οικία τους, υπέστη σοκ και καρδιακό επεισόδιο το οποίο του επέφερε παράλυση. Ο πατέρας της Αιτήτριας επέστρεψε τότε στο Νεπάλ και όταν η Αιτήτρια πληροφορήθηκε την κατάσταση της υγείας του, επέστρεψε και εκείνη. Ωστόσο, η Αιτήτρια υποστηρίζει πως αυτό ήταν παγίδα της μητριάς της, η οποία ξεκίνησε να τη διώκει ξανά. Ως εκ τούτου, αιτήθηκε άδειας εργασίας στην Κύπρο όπου και μετέβη, καθώς υποστηρίζει ότι δέχεται απειλές κατά της ζωής της και θα τη σκοτώσουν σε περίπτωση επιστροφής της στο Νεπάλ.

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι τα προβλήματα με την μητριά της ξεκίνησαν όταν η ίδια ήταν περίπου επτά ετών και ο πατέρας της μετέβη στην Μαλαισία για σκοπούς εργασίας. Η κακομεταχείρισή της συνίστατο στο να μην της δίνει φαγητό και να μην της επιτρέπει να πάει στο σχολείο, παρότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατόρθωσε τελικώς να αποφοιτήσει. Όταν η ίδια ήταν σε ηλικία δεκαεπτά ετών, ο πατέρας της επέστρεψε στο Νεπάλ καθώς είχε ένα ατύχημα και δεν μπορούσε πλέον να εργασθεί. Τότε η μητριά της επέμενε να παντρευτεί η Αιτήτρια και, καθώς η ίδια αρνείτο, την έστειλε στην Ινδία ώστε να παντρευτεί εκεί έναν άνδρα. Ως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για γάμο, αλλά η μητριά της ήθελε να την πουλήσει. Η Αιτήτρια παρέμεινε στην Ινδία  δεκαέξι (16) περίπου ημέρες και επέστρεψε στο Νεπάλ όπου διέμεινε στην πρωτεύουσα Κατμαντού, μακριά από την οικογένειά της και εργαζόταν. Ερωτηθείσα αν της συνέβη οτιδήποτε κατά τα έτη που διέμενε εκεί, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά προσθέτοντας ότι την έψαχναν για πολλά χρόνια και την απείλησαν πως αν τη βρουν θα τη στείλουν πίσω στην Ινδία και θα την σκοτώσουν. Ερωτηθείσα με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να τη βρουν, αποκρίθηκε μέσω των φίλων της, οι οποίοι την ενημερώνουν για αυτές τις απειλές. Σε ερώτηση αν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως το έπραξε ωστόσο την συμβούλευσαν να επιστρέψει στην οικογένειά της.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση, δια της προφορικής τους αγόρευσης, υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

Αξιολόγηση ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από την Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι η Αιτήτρια που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής της όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντά της. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2].

 

Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου[3].

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Διαπιστώνεται ότι με την υποβληθείσα αίτησή της και ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι προέρχεται από μια μικρή και φτωχή οικογένεια και ως η μεγαλύτερη κόρη, είναι υπεύθυνη να την συντηρεί. Δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της ανεργίας και της έλλειψης επαγγελματικών ευκαιριών και εκπαιδευτικής κατάρτισης. Ωστόσο, μετά την άφιξή της στην Δημοκρατία, δεν κατάφερε να βρει μία καλή εργασία και επιθυμεί να παραμείνει για κάποιο διάστημα ώστε να εργαστεί καθώς πρέπει να στέλνει χρήματα στην οικογένειά της (ερυθρό 4 και μετάφραση ερυθρό 22 δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης που διενεργήθηκε από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια δήλωσε ως προς τα προσωπικά της στοιχεία ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην περιοχή Jhapa της πόλης Birtamod, όπου διέμενε με τους γονείς, την αδελφή και τον αδελφό της (ερυθρό 25- 1Χ,2Χ,3Χ δ.φ.). Κατά τα έτη 2017-2020 μετέβη στη Μαλαισία όπου εργαζόταν και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια για σκοπούς εργασίας στις 25.11.2021.

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να εργασθεί ώστε να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά της. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι αναγκάστηκε να διακόψει την φοίτησή της στο σχολείο στη χώρα καταγωγής της καθώς ο πατέρας της αντιμετώπισε πρόβλημα παράλυσης και η ίδια έπρεπε να εργασθεί ώστε να στηρίξει την θεραπεία του αλλά και να βοηθήσει οικονομικά τον αδερφό της ώστε να μεταβεί στο εξωτερικό και να έχει ένα καλύτερο μέλλον (ερυθρό 25 δ.φ.). Ερωτηθείσα ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα και δε θα είναι σε θέση να στηρίξει την οικογένειά της (ερυθρό 24 δ.φ.).

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της  οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, και έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και την ίδια την επίδικη απόφαση, δεν διαπιστώνω να υφίσταται οποιαδήποτε πλημμέλεια σε σχέση με αυτήν. Κρίνω δε ότι ορθώς οι Καθ΄ ων η αίτηση κατά την έκδοση της επίδικης απόφασής τους κατέληξαν ότι πρόκειται περί οικονομικής μετανάστριας. Είναι δε καλά γνωστή η διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και οικονομικού μετανάστη, όπου στην περίπτωση του τελευταίου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας καθώς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του είναι κατ' ουσίαν οικονομικά[4].

 

Αναφορικά με τους οψιγενείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και δη, δια μέσου της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας περί απειλών και κινδύνου που διατρέχει από την μητριά της, οι οποίοι δεν ταυτίζονται με όσα υποστήριξε κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής της, προβάλλονται για πρώτη φορά στο στάδιο της δικαστικής διαδικασίας είναι δε γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι.  Παρατηρώ εξάλλου ότι πρόκειται περί ισχυρισμών που διαφοροποιούν τον πυρήνα του αιτήματος της Αιτήτριας σε σχέση με τα όσα αυτή ανέφερε σε προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής της ενώ βρίσκονται ξεκάθαρα σε σύγκρουση με τα λεχθέντα αυτής κατά το στάδιο της συνέντευξής της αλλά και με όσα κατέγραψε στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας αίτησης, όπου δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της ανεργίας και της φτώχειας, με σκοπό να εργασθεί και να στηρίξει την οικογένειά της.

 

Παρατηρώ συναφώς ότι οι αναφορές της αυτές είναι εξαιρετικά αόριστες και υπολείπονται της απαραίτητης εξειδίκευσης με αποτέλεσμα να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη, ενώ, εντοπίζονται τέτοιες αντιφάσεις στις δηλώσεις της Αιτήτριας, τόσο ως προς τα άτομα που την απειλούν (αναφέρει την μητριά της και παράλληλα αναφέρεται σε πληθυντικό αριθμό ως «να με διώκουν ξανά» και «θα με σκοτώσουν»), όσο και ως προς τον κίνδυνο της βλάβης που ενδέχεται να επέλθει στην ίδια. Εν πάση περιπτώσει ο φόβος αυτός, αντικειμενικώς ορώμενος, δεν εγείρει κίνδυνο η Αιτήτρια να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Συμφωνώ επιπλέον επί τούτου, με τα όσα η αρμόδια λειτουργός επισήμανε στην έκθεσή της και ειδικότερα ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για λόγους οικονομικού περιεχομένου και μόνο.  

 

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί απειλών από την μητριά της, στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές που καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.  Σε κάθε περίπτωση, η παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας δε δύναται να υποκαταστήσει την κρατική προστασία και εν προκειμένω, η Αιτήτρια θα μπορούσε να αναζητήσει και να λάβει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της, ερωτηθείσα δε επί τούτου, δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και ευλογοφανείς εξηγήσεις.

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής ο  οποίος  διεκδικεί την αναγνώρισή του με το ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του.  Βεβαίως ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του  τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του  να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να δικαιολογούν την υπαγωγή του στο προστατευτικό πλαίσιο της διεθνούς προστασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποίαν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός της. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, προκύπτει από τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου ότι η Αιτήτρια, η οποία ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί, εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62 διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στην συνέντευξή της, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[5].

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[2] OHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"ικονόμου HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"AHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"νδρέας ν. Δημοκρατίας HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"(1998) 3 ΑΑΔ 530

[3] Υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.2012

[4] Βλ. Εγχειρίδιο Ύπατης Αρμοστείας για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος του Πρόσφυγα, παρ. 62.

[5] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερ. 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερ. 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο