ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  7093/2023

01 Ιουλίου 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D.A.T.A.,

 από Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου

                                                               Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος Καθ’ ων η αίτηση: Ι. Γεωργίου (κος) για Ν. Τζιρτζιπή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

(Sara Habib- Διερμηνέας, δια διερμηνεία από την αραβική στην ελληνική και αντίστροφα)  

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.12.2021 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί , επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου (στο εξής αναφερόμενη και ως «Αίγυπτος»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 28.12.2019 και αφίχθηκε αυθημερόν μέσω του αεροδρομίου Λάρνακος στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας, υποβάλλοντας στις 19.08.2021 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 28.12.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε αυθημερόν Έκθεση-Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, η ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε στις 30.12.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία φέρει ημερ. 20.10.2022 και την οποία ο Αιτητής παρέλαβε προσωπικά την ίδια ημερομηνία. Την εν λόγω απόφαση αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της παρούσας προσφυγής.

 

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[1], την ένσταση του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενος ότι ο πατέρας του, ο οποίος φρόντιζε όλη τους την οικογένεια, αρρώστησε με αποτέλεσμα το βάρος αυτό να μεταφερθεί στον ίδιο. Ωστόσο, ως καταγράφει τα χρήματα δεν ήταν αρκετά, ότι «οικονομικά ήμασταν σπασμένοι» και ότι λόγω αυτού καταχώρισε αίτηση ασύλου. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής καταγράφει ότι δεν ήλθε στην Δημοκρατία για εργασία, ωστόσο αντιλήφθηκε ότι ο μόνος τρόπος για να δραπετεύσει από την Αίγυπτο από φόβο για την ζωή του και να εισέλθει σε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν να εξασφαλίσει συμβόλαιο εργασίας. Καταγράφει περαιτέρω ότι η θεία του, η οποία είναι μία ηλικιωμένη γυναίκα, γυμνώθηκε από μουσουλμάνους στο χωριό που ζει ο ίδιος, ξυλοκοπήθηκε βάναυσα και βιντεοσκοπήθηκε με τηλέφωνα και αυτά τα βίντεο εντοπίζονται πλέον σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Μετά από αυτό, κατά τους ισχυρισμούς του, δεν μπορούσαν να παραμείνουν στο χωριό από φόβο μήπως αυτό συμβεί με μέλη της οικογένειάς τους. Προσθέτει ότι δεν αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό κατά την συνέντευξή του, καθώς φοβόταν ότι οι αιγυπτιακές αρχές μπορούν να το μάθουν και να του δημιουργήσουν πρόβλημα καθώς θεωρούν (οι αρχές) ότι αυτό βλάπτει το όνομα της χώρας. Τα όσα ανέφερε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων αναφέρονται κατωτέρω.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη. Υπενθυμίζουν τέλος πως η χώρα καταγωγής του Αιτητή συγκαταλέγεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα που ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης, και σύμφωνα με το ισχύον σήμερα.  

 

Αξιολόγηση ισχυρισμών και καταληκτικά συμπεράσματα

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι ο Αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του  όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2].

 

Συνεπώς ο Αιτητής δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή του αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου[3].

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Διαπιστώνεται ότι, με την υποβληθείσα αίτησή του, ο Αιτητής στο σημείο επεξήγησης του λόγου εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο ίδιος κατέγραψε μονολεκτικά: «Better living conditions» (βλ. ερυθρό 25 του δ.φ.).

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και ήλθε στη Δημοκρατία για να εργαστεί καθώς και να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση, ενώ πέρα από αυτό δεν υπάρχει άλλος λόγος για τον οποίον αποφάσισε να φύγει από την Αίγυπτο. Σύμφωνα με τα όσα προέβαλε, ουδέποτε συλλήφθηκε ή κρατήθηκε στη χώρα καταγωγής του, ενώ ερωτηθείς ως προς τις συνθήκες που πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι θέλει να παραμείνει και να εργαστεί, δεν θέλει να επιστρέψει προσθέτοντας ότι ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος και η μητέρα του άρρωστη και είναι ο μόνος που μπορεί να τους υποστηρίξει.

 

Εξετάζοντας τα πιο πάνω, ο λειτουργός ασύλου έκρινε τους ισχυρισμούς του Αιτητή ως αξιόπιστους. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που o Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε o Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Αναφορικά με τα όσα ο Αιτητής ισχυρίστηκε στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, δια της αιτήσεως και της γραπτής του αγορεύσεως, παρατηρώ ότι αυτά συνιστούν καινοφανείς ισχυρισμούς  τους οποίους ουδέποτε προέβαλε κατά την διοικητική διαδικασία. Ο ίδιος εξήγησε την παράλειψή του αυτή, δια της αγορεύσεως του, ισχυριζόμενος ότι φοβόταν πως οι αιγυπτιακές αρχές μπορούν να το μάθουν και να του δημιουργήσουν πρόβλημα καθώς θεωρούν (οι αρχές) ότι αυτό βλάπτει το όνομα της χώρας. Ερωτηθείς περαιτέρω για το ζήτημα αυτό, κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβήθηκε να αναφερθεί στα περιστατικά αυτά καθώς οι γονείς του είναι απλοί άνθρωποι και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου ως προς τι φοβάται ότι θα συνέβαινε στους γονείς του αν ο ίδιος αναφερόταν σε αυτά τα περιστατικά ο Αιτητής απάντησε αόριστα πως δεν γνωρίζει και πως δεν μπόρεσε να τα πει αυτά «γιατί ήμαστε απλοί άνθρωποι. Οι γονείς μου είναι μεγάλοι σε ηλικία και τα παιδιά της θείας μου έχουν φύγει από την χώρα». Ανάφερε στην συνέχεια ότι αυτό το πρόβλημα με τη θεία του επηρεάζει όλη την οικογένεια, ερωτηθείς ωστόσο ως προς το με ποιον τρόπο την επηρεάζει ο Αιτητής απάντησε μονολεκτικά «Δεν γνωρίζω». Περαιτέρω, ενώ δήλωσε ότι το πρόβλημα επηρεάζει όλη την οικογένεια, ωστόσο σε επισήμανση του Δικαστηρίου αν οι γονείς του, οι οποίοι κατά την αναφορά του εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής του, αντιμετώπισαν ή αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα αντιφατικά απάντησε πως όχι. Το Δικαστήριο ζήτησε από τον Αιτητή να είναι ειλικρινής, δίδοντας του την ευκαιρία να εξηγήσει τις αντιφάσεις στα λεγόμενά του, με τον ίδιο ωστόσο να μην είναι σε θέση να πράξει τούτο απαντώντας γενικόλογα, αόριστα και αντιφατικά. Προσπαθώντας το Δικαστήριο να διερευνήσει το πότε, κατ’ ισχυρισμόν, έλαβε χώρα το περιστατικό με την θεία του, ο Αιτητής ανέφερε αρχικώς πως δε θυμάται και ακολούθως πως αυτό έγινε πριν από επτά χρόνια. Ως ο ίδιος δήλωσε, όταν ξεκίνησε το πρόβλημα ο ίδιος εξακολουθούσε να διαμένει στη χώρα για πολλά χρόνια, χωρίς ωστόσο το διάστημα αυτό να επισυμβεί κάτι στον ίδιο προσωπικά. Ερωτηθείς καταληκτικά ως προς το τι πραγματικά φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στην Αίγυπτο, ο Αιτητής δήλωσε ότι το βασικό πρόβλημα είναι ότι θέλει να ζήσει εδώ (στην Δημοκρατία) καθώς έχει οικονομικά προβλήματα προσθέτοντας ότι παρά την επιθυμία του δεν μπορεί να δουλέψει καθώς ο εργοδότης του τον προσλαμβάνει τον ένα μήνα και τον επόμενο του λέει να πάει σπίτι του.

 

Έχοντας εκθέσει τα ως άνω, επισημαίνω ότι είναι κρίσιμο να αξιολογηθεί κατά την εξέταση αιτήσεως ασύλου η συνοχή, η αξιοπιστία και η επαρκής αιτιολόγηση των ισχυρισμών του. Ωστόσο, ανάλυση των δεδομένων που ο Αιτητής παρουσίασε ενώπιόν μου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι καινοφανείς ισχυρισμοί που ο Αιτητής  προώθησε στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, περιβάλλονται από αντιφάσεις και ασαφείς, γενικές και αόριστες απαντήσεις οι οποίες πλήττουν την αξιοπιστία του. Ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ως αληθές το περιστατικό με τη θεία του, ωστόσο αυτό δεν φαίνεται να είχε κάποια προσωπική επίπτωση στον ίδιο ή την οικογένειά του αφού παρά τον φόβο που εξέφρασε για την ασφάλεια των γονιών του και την δική του, ωστόσο ο ίδιος παραδέχθηκε ότι οι γονείς του δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στην Αίγυπτο, ενώ ούτε ο ίδιος αντιμετώπισε κάποιο προσωπικό πρόβλημα κατά την πολύχρονη παραμονή του στην Αίγυπτο μετά το κατ’ ισχυρισμόν περιστατικό με τη θεία του. Ωστόσο εξαιτίας των αντιφάσεων αλλά και του γεγονότος ότι τα όσα ο Αιτητής προέβαλε κατά τη δικαστική διαδικασία δεν είχαν ποτέ προβληθεί κατά την διοικητική διαδικασία, με τον ίδιο να επισημαίνει εκεί ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί και ότι ουδέν άλλο πρόβλημα αντιμετώπισε, φρονώ ότι ο ισχυρισμός για το περιστατικό με τη θεία του, κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, ενόψει του γεγονότος ότι τα όσα ανέφερε ο Αιτητής αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του, δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των όσων προβλήθηκαν μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Πέραν τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την εσωτερική αναξιοπιστία αλλά και την ασάφεια και αντιφατικότητα των δηλώσεων του Αιτητή, φρονώ πως δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές, αφού τα δεδομένα συνιστούν ικανοποιητικό λόγο για απόρριψη του ισχυρισμού ως αναξιόπιστου.    

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου ο Αιτητής φέρει το βάρος να τεκμηριώσει την αίτηση του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεση του. Προκύπτει εξάλλου και από το άρθρο 1 Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης, ότι είναι αυτός (ο Αιτητής), που οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του.  Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

 

Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω ο Αιτητής δεν έχει προβάλει κανέναν ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που τον ώθησε να αναζητεί διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, είναι ξεκάθαρο επί του θέματος, διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):  

 

«Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Καθίσταται συνεπώς σαφές, τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση[4] . 

 

Περαιτέρω, το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και έχει ως ακολούθως:

 

19.-(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

 

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης...».

 

Εξετάζοντας συγκεκριμένα το περιεχόμενο των δηλώσεων του Αιτητή, δεν διαπιστώνω οποιανδήποτε συσχέτιση μεταξύ των ισχυρισμών του και των προνοιών των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αντίθετα προκύπτει ότι το βασικό πρόβλημα του Αιτητή είναι τα οικονομικά του προβλήματα και η επιθυμία του να ζήσει και να εργαστεί στη Δημοκρατία. Ωστόσο η οικονομική δυσχέρεια, όσο σοβαρή και αν είναι, δεν αποτελεί από μόνη της λόγο για την παραχώρηση ασύλου ή προστασίας βάσει του διεθνούς δικαίου περί προσφύγων. Προκύπτει συνεπώς ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του όρου μετανάστη ως ο όρος αυτός παρατίθεται στην παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος Προσφύγων της UNHCR την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Τουναντίον, σύμφωνα και με τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, ως παρέπεμψα ανωτέρω, ο Αιτητής ως πρόσωπο που ωθείται να εγκαταλείψει οικειοθελώς τη χώρα του από αποκλειστικά οικονομικούς λόγους θεωρείται οικονομικός μετανάστης.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, φρονώ ότι και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την μη ύπαρξη των προϋποθέσεων για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας είναι ορθή, αφού από τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής  δεν προκύπτει να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Αίγυπτος), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ενόψει των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται επί της ουσίας αυτής ορθή.

 

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[2] OHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"ικονόμου HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"AHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"νδρέας ν. Δημοκρατίας HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"(1998) 3 ΑΑΔ 530

[3] Υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.2012

[4] Σχετικές οι παράγραφοι 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο