ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ.Αρ.:7454/22

 

03 Ιουλίου, 2024

                       [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

                J. N. N.

        

Αιτητής

                -και-

 

                  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Χ. Μεσαρίτης (κος) για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Θ. Παπανικολάου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 22/11/22, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπήκοος Καμερούν υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 20/09/19, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 09/09/22 και ο λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ΕΥΥΑ») ετοίμασε έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 14/10/22. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 22/10/22, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι δικηγόροι του Αιτητή με την Γραπτή τους Αγόρευση προβάλλουν ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι προδήλως παράνομη και αντίθετη προς το Σύνταγμα και τον Περί Προσφύγων Νόμο, τις αρχές του Διοικητικού και Δημόσιου Δικαίου, αλλά και της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση επιστροφής του Αιτητή παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, σχετικά Άρθρα του Συντάγματος, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ήτοι δικαίωμα στη ζωή, ενέχει κινδύνους θανάτου και/ή να υποστεί βασανιστήρια και ότι έχει τεκμηριώσει με τους ισχυρισμούς του ότι είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας, παραπέμποντας ταυτόχρονα σε σχετική νομολογία. Ο Αιτητής, δεν είναι οικονομικός μετανάστης αλλά διώκεται λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Επίσης, αναφέρουν ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 10 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν. 158(I)/1999) στο οποίο προνοείται η άσκηση της αρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου εντός εύλογου χρόνου, καθότι οι Καθ΄ ων η αίτηση καθυστέρησαν να διεκπεραιώσουν την συνέντευξη σχεδόν τρία χρόνια μετά την υποβολή αίτησης ασύλου και/ή όφειλαν να τον ενημερώνουν για όλα τα στάδια εξέτασης ασύλου του. Προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή και δέουσα έρευνα σχετικά με τις προσωπικές συνθήκες και περιστάσεις του Αιτητή, δεν διενεργήθηκε εξατομικευμένη αξιολόγηση των περιστάσεων του, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής ή/και πραγματικής πλάνης και είναι αναιτιολόγητη. Ο Αιτητής, τονίζουν, δεν είναι οικονομικός μετανάστης αλλά διώκεται λόγω πολιτικών πεποιθήσεων. Τέλος, ισχυρίζονται ότι δεν αξιολογήθηκε επαρκώς από τους Καθ’ ων η αίτηση κατά πόσο ο Αιτητής είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας. Σημειώνεται δε ότι με την Γραπτή τους Αγόρευση οι συνήγοροι του Αιτητή επισύναψαν διάφορα έγγραφα.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των Κανονισμών και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα, και κατόπιν ορθής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποδεικνύουν ότι ο ισχυρισμός για καθυστέρηση της αξιολόγησης της αίτησης ασύλου του Αιτητή είναι αλυσιτελής καθότι απολάμβανε όλα τα δικαιώματα του μέχρι να εξεταστεί το αίτημα ασύλου του, η δε προθεσμία εξέτασης που ορίζεται στο νόμο είναι ενδεικτική.  Το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών επί των οποίων βασίζεται και/ή θεμελιώνεται το αίτημα ασύλου το φέρει πρωτίστως ο Αιτητής και η προβολή ισχυρισμών και θέσεων χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση δεν αποσείει το βάρος απόδειξης ούτε και ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας. Συνεπώς, εισηγούνται ότι ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου και εισηγούνται την απόρριψη της παρούσας προσφυγής.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή που προβάλλονται μέσω των συνηγόρων του στο δικόγραφο της προσφυγής του διαπιστώνω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν αναπτύσσεται στην Γραπτή Αγόρευση, επομένως, θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι αρκετοί ισχυρισμοί  που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση περιορίζονται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022,(3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτούντα μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v.Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva(2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636). Τα έγγραφα δε που επισυνάπτονται με την Γραπτή Αγόρευση και αφορούν τον Αιτητή, δεν έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο με τον δέοντα δικονομικό τρόπο και δεν μπορούν να αποτελέσουν ζήτημα προς αξιολόγηση (Βλέπε Κανονισμό 2, 3, 8 και 10 των περί τις Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), Κανονισμός 19 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591, Sunrise Industry Clothing Ltd., v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 999/91, ημερ. 24/9/92, Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 374/92, ημερ. 19/3/93, Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/18)

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Αναφορικά με την καθυστέρηση εξέτασης ασύλου του Αιτητή και/ή ότι η αρμόδια αρχή δεν άσκησε την αρμοδιότητα της μέσα σε εύλογο χρόνο, όπως στο ίδιο το άρθρο του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (158(I)/1999) αναφέρεται - ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Πράγματι διαπιστώνεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι η συνέντευξη του Αιτητή διενεργήθηκε με καθυστέρηση ήτοι περίπου τρία χρόνια μετά την υποβολή αίτησης ασύλου. Το  σχετικό Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει επί αυτού του σημείου, τα ακόλουθα:

 

«Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.

[…]

(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-

(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και

(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του,  πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.

[…]

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

[…]

(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά  τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(9) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 18Α και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 19, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να  αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) και

[…]

(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Καθορίζονται, συνεπώς, προθεσμίες για εξέταση αιτήσεων ασύλου, προθεσμίες όμως που δεν ορίζονται ως ανατρεπτικές, αλλά ενδεικτικές. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι οι προθεσμίες του 6μήνου, 9μηνού με ολόκληρο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της εξέτασης της αίτησης εντός 21 μηνών να είναι ανατρεπτικές, ότι δηλαδή συνεπάγεται σε ακυρότητα της όλης διοικητικής ενέργειας και διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Οπότε η παραβίαση της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο νομοθέτης αν ήθελε να είναι η προθεσμία ανατρεπτική, θα το όριζε ρητά.  Όμως λόγω της φύσης των υποθέσεων αυτών, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το χρόνο, χωρίς όμως να καθιστά προθεσμία ανατρεπτική, αυτό ενισχύεται και από την τελευταία παράγραφο του άρθρου που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.» (Βλέπε σχετικά Α.Ε. 67/08 Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd, ημερ.10/01/2011). Στην προκειμένη περίπτωση αν και υπάρχει υπέρβαση του χρόνου και/ή εάν ακόμα δεν ασκήθηκε η αρμοδιότητα εντός ευλόγου χρόνου, ως ο ισχυρισμός των συνηγόρων του Αιτητή, εντούτοις ο χρόνος αυτός ούτε είναι υπέρμετρος καθότι υπήρχαν ιδιαίτερες περιστάσεις (λόγω αυξημένου όγκου αιτήσεων ασύλου) ούτε φαίνεται να επίδρασε αυτή η καθυστέρηση στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999). Ούτε ο Αιτητής έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα συνταγματικά δικαιώματα του και/ή τα δικαιώματα του που απορρέουν από την σχετική νομοθεσία από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Υπόθ. Αρ. 1458/2009 Postolachi Konstantin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.25/02/2011). Πέραν τούτου στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο αιτών κατόπιν αιτήματός του στον Προϊστάμενο μπορεί να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του. Χωρίς να μεταφέρεται βέβαια το βάρος ενημέρωσης σχετικά με την πορεία της αίτησης στον Αιτητή είναι προφανές ότι ούτε ο ίδιος ενδιαφέρθηκε για την πορεία της αίτησης του. Ούτε η παράλειψη ενημέρωσης του για την πορεία της αίτησης δεν επιφέρει και/ή έχει υποδείξει να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα του καθότι έχει δικαίωμα παραμονής και παροχής σε αυτόν υλικές συνθήκες και δικαιώματα υποδοχής (νοουμένου ότι δεν έχει επαρκείς πόρους) μέχρι να εξετασθεί το αίτημα του. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), επίσης, Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:

 

« [...]

Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500).  Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:

 

 «... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης.  Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση.  Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».

 

Το Δικαστήριο, αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί σε εξέταση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (στο εξής «ΔΦ») του Αιτητή σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας/πλάνης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης,

 

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι έφυγε από τη χώρα του λόγω της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί. Όπως ισχυρίζεται, είναι πολιτικός και επιχειρηματίας και διώκεται για τις πολιτικές του αντιλήψεις από τους αποσχιστές αλλά και από την κυβέρνηση (ελεύθερη μετάφραση - ερυθρού 1 ΔΦ). Κατά την συνέντευξη του δήλωσε τόπο καταγωγής/τελευταίας συνήθους διαμονής την πόλη Bamenda, Bafut του Καμερούν και ότι έχει διαμείνει και σε άλλες περιοχές όπως στην Muyuka, χωριό το οποίο μεγάλωσε και στη συνέχεια μαζί με την οικογένειά του μετακόμισαν στην Kumba. Ανέφερε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Bafut, είναι αγγλόφωνος χριστιανικού θρησκεύματος, είναι διαζευγμένος και έχει ένα ανήλικο τέκνο από τον γάμο του και δύο ενήλικα τέκνα από προηγούμενη σύντροφό του με την οποία δεν ήταν επίσημα παντρεμένοι. Το ανήλικο τέκνο του βρίσκεται μαζί του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Ο Αιτητής είναι απόφοιτος πανεπιστημίου και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου.  

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του πρόβαλε κατά την ελεύθερη αφήγηση του στη συνέντευξη ότι εγκατέλειψε την χώρα του τον 9ο/17 λόγω της απειλής για την ζωή του από το καθεστώς της κυβέρνησης του Καμερούν. Ισχυρίστηκε ότι πριν το ξέσπασμα της κρίσης ήταν μέλος του κυβερνώντος κόμματος CPDM και ήταν πρόεδρος του υπό τμήματος Agyati 1 στον τόπο καταγωγής του, το Bafut. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν, δήλωσε ότι συμμεριζόταν τα αιτήματα όσων διαδήλωναν και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ήταν μέλος του συγκεκριμένου κόμματος καθώς αυτό δεν σεβόταν τους πολίτες της χώρας. Αποφάσισε να παραιτηθεί από το κόμμα και ξεκίνησε να υποστηρίζει το Cameroon Anglophone Civil Society Consortium. Ο ρόλος του ήταν να αναλαμβάνει την κινητοποίηση των ακτιβιστών υπέρ της ανεξαρτησίας, ενώ παράλληλα είχε και τον ρόλο του προσώπου αναφοράς και του υπεύθυνου περί της διάδοσης της ιστορίας της χώρας στους Καμερουνέζους. Ισχυρίστηκε ότι στοχοποιήθηκε προσωπικά από την κυβέρνηση, πως είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης σε βάρος του και ότι κινδυνεύει και από τους αυτονομιστές καθώς είχε υπάρξει επί σειρά ετών μέλος του κυβερνώντος κόμματος. Επιπλέον, πολλοί από τους αυτονομιστές τον θεωρούν ακόμα μέλος του CPDM. Ως προς το τί φοβάται σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του, δήλωσε ότι φοβάται πως θα συλληφθεί από τις αρχές της χώρας του λόγω της παραίτησής του από το κόμμα CPDM και εξαιτίας της παράλληλης στήριξής του στην κοινοπραξία (Consortium), ήτοι στον αγώνα και την ιδεολογία των αγγλόφωνων αυτονομιστών. Εκκρεμεί, δήλωσε, ένταλμα σύλληψης σε βάρος του, φοβάται πως θα φυλακιστεί με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο και ότι αν επιστρέψει στην χώρα του μπορεί να εξαφανιστεί, καθώς αυτό συνέβη σε αρκετούς αγγλόφωνους Καμερουνέζους.  

 

Προκειμένου να στηρίξει το αίτημά του για διεθνή προστασία ο Αιτητής προσκόμισε τα εξής έγγραφα: (α) διαβατήριο εκδοθέν από την Δημοκρατία του Καμερούν (ερυθρό 22 ΔΦ), (β) Διαβατήριο του ανήλικου τέκνου του εκδοθέν από την Δημοκρατία του Καμερούν (ερυθρό 21 ΔΦ), (γ) κατ΄ ισχυρισμό αντίγραφα εγγράφων και φωτογραφίες που αφορούν δραστηριότητες του κατά την διάρκεια που ήταν μέλος του κυβερνώντος κόμματος CPDM  (ερυθρά 13, 14, 16, 91-104 ΔΦ), (δ) κατ΄ ισχυρισμό αντίγραφα εγγράφων αναφορικά με την ανάμειξη και την υποστήριξη του στην κοινοπραξία υπερασπιζόμενος την ελευθερία του αγγλόφωνου τμήματος του Καμερούν (ερυθρά 76-83 ΔΦ),  (ε) αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του τέκνου του (ερυθρό 18 ΔΦ), (στ) κατ΄ ισχυρισμό αντίγραφο εντάλματος σύλληψης που συμπεριλαμβάνεται το όνομα του Αιτητή (ερυθρό 85 ΔΦ),                             (ζ) κατ΄ ισχυρισμό αντίγραφα φωτογραφιών που αφορούν ιδιοκτησία του Αιτητή 1, (η)  κατ΄ ισχυρισμό έκδοση της εφημερίδας «Bafut Today» ημερομηνίας 30/10/15 σελ. 5 (ερυθρό 103 ΔΦ).

 

Ο λειτουργός με βάση την έκθεση/εισήγηση του αποδέχθηκε την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, (ερυθρά 163-162 ΔΦ) απέρριψε όμως τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του λόγω έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας (ερυθρό 162- 157 ΔΦ) ως περιγράφεται κατωτέρω, ήτοι:

(i)        Απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι ήταν εξέχον μέλος του κυβερνώντος κόμματος CPDM σε τοπικό επίπεδο μέχρι το 2016, καθότι έκρινε πως τα λεγόμενα του σχετικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό δεν διακρίνονται από επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει με λεπτομέρεια τη δράση του εντός του κόμματος και τις δραστηριότητες τις οποίες συμμετείχε παρά το ότι είχε σημαντικό ρόλο σε τοπικό επίπεδο στο κόμμα. Επιπλέον, παρατηρήθηκε αρχικά την απροθυμία του Αιτητή να συνεργαστεί με την Υπηρεσία Ασύλου όταν του ζητήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες και παραδείγματα για ορισμένες ενέργειες όπως επίσης και την απουσία λεπτομερειών και συνοχής όταν τελικά το έπραξε, μετά που ο λειτουργός του υπέδειξε την υποχρέωσή του να συνεργαστεί με την Υπηρεσία, στοιχείο που κατά την κρίση του λειτουργού πλήττει σημαντικά την αξιοπιστία του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία ο λειτουργός αφού έλαβε υπόψη ανευρεθείσες πληροφορίες για το κόμμα CPDM, εντούτοις αξιολόγησε πως τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο Αιτητής δεν σχετίζονται άμεσα με τον πυρήνα του αιτήματός του και δεδομένης της πληγείσας εσωτερικής αξιοπιστίας ο ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός.

 

(ii)       Απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός του ως προς την απόφασή του Αιτητή  να υποστηρίξει τους αγγλόφωνους αυτονομιστές όταν ξεκίνησε η κρίση στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν. Κρίθηκε από τον λειτουργό ότι οι απαντήσεις του δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και συνεκτικές, δεν ήταν ακριβής ως προς τον τρόπο που περιέγραψε την αποχώρησή του από το κυβερνόν κόμμα όπως επίσης δεν ήταν ακριβής ως προς τις δραστηριότητές του στην κοινοπραξία (Consortium). Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι παρέμεινε κρυμμένος επειδή τον αναζητούσαν, κρίθηκε ότι οι απαντήσεις του ήταν γενικές. Ο δε τρόπος εξόδου του από την χώρα δημιούργησε αμφιβολίες ως προς την εσωτερική του αξιοπιστία καθότι όπως ο Αιτητής δήλωσε δεν αντιμετώπισε καθόλου προβλήματα κατά την έξοδό του από αυτή. Τέλος, οι ισχυρισμοί αναφορικά με τον θάνατο του πατέρα του και του αδερφού του, κρίθηκαν ως μη άμεσα σχετιζόμενοι με τον πυρήνα του αιτήματός του και αξιολογήθηκαν ως προσωπικά συμπεράσματα του Αιτητή. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία ο λειτουργός από έγκυρες εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαίωσε την κατάσταση που επικρατεί στο αγγλόφωνο τμήμα του Καμερούν αλλά και την ύπαρξη της κοινοπραξίας (Consortium). Σχετικά με τα έγγραφα που προσκομίστηκαν, όμως, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν σχετίζονται με τον πυρήνα του αιτήματος του καθότι δεν αναφέρουν πουθενά το όνομά του ούτε και τις δραστηριότητές του στην κοινοπραξία. Αναφορικά με το αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης, ο λειτουργός έκρινε ότι το περιεχόμενο του δεν είναι ξεκάθαρο και φαίνεται να είναι παραποιημένο («appears to have been made up»). Ως εκ τούτου και δεδομένης επίσης της πληγείσας εσωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός απέρριψε και τον εν λόγω ισχυρισμό.

 

Oι πιο πάνω διαπιστώσεις του λειτουργού όπως καταγράφονται εκτεταμένα στην έκθεση/εισήγηση, κρίνονται ορθές και ως εκ των ανωτέρω και μετά από την συνολική αξιολόγηση των όσων τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου υπό μορφή εγγράφων και δηλώσεων του Αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου του[1] διαπιστώνω ότι η γενική αξιοπιστία του δεν τεκμηριώνεται. Καθώς η αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να βασίζεται στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων,[2] οι βασικές δηλώσεις του δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς, και παρουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό αμφιβολίες ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σε συνάρτηση με την μορφή/τύπο/περιεχομένου των εγγράφων που προσκομίστηκαν (όπως αναλύεται ανωτέρω) παρουσιάζουν πληροφορίες/χαρακτηριστικά/λεπτομέρειες που δημιουργούν ισχυ­ρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών του[3]. Ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και/ή για να ενισχυθεί το αίτημα του Αιτητή. Καμία προσπάθεια έγινε μέσω μαρτυρίας για να ανατραπούν τα όσα προκύπτουν από την έκθεση/εισήγηση, ούτε ισχυρισμοί/γεγονότα που καταγράφονται μέσω Γραπτής Αγόρευσης και δεν εντοπίζονται  στα πρακτικά της συνέντευξης και/ή μέσω του ΔΦ μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλέπε Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, βλέπε επίσης Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 , Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106). Επομένως, από τα στοιχεία που τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου ο Αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, συνεπώς, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Από δε συμπληρωματική έρευνα που έχει προβεί το Δικαστήριο, προκύπτει από το πληροφοριακό σημείωμα Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020 ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα δεν υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι. Γενικά, οι Αγγλόφωνοι δεν υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη.

 

Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα παραχώρησης στον Αιτητή συμπληρωματικής προστασίας προκύπτει από τη έκθεση/εισήγηση ότι ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει με τους ισχυρισμούς του (ως και η ανωτέρω ανάλυση) ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[4] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Αξιολογώντας δε την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Bafut της περιφέρειας Mezam του Καμερούν ο λειτουργός έκρινε πως δεν διαπιστώνεται ότι η κατάσταση που επικρατεί έχει φθάσει το σημείο όπου άμαχοι στοχοποιούνται αδιάκριτα και, σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται η απόδοση σε αυτόν συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρό 155 ΔΦ). Μετά δε από έρευνα του Δικαστηρίου ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά την περίοδο 13/05/23 μέχρι 10/05/24 στην Bafut, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, σημειώθηκαν μόνο 27 περιστατικά ασφαλείας με 20 ανθρώπινες απώλειες. Εξ’ αυτών, τα 13 κατηγοριοποιήθηκαν ως «μάχες»  (“battles”) με 12 καταγεγραμμένες απώλειες, τα 9 ως «βία κατά αμάχων» (“violence against civilians”) με 3 καταγεγραμμένες απώλειες, τα 4 ως «εκρήξεις/ απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) με 5 καταγεγραμμένες απώλειες και τα 15 ως «διαμαρτυρίες» (“protests”) με καμία καταγεγραμμένη απώλεια[5]. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι ο  πληθυσμός της Βορειοδυτικής Περιφέρειας καταγράφεται στους 1. 968,600 κατοίκους[6]. Επαληθεύεται, συνεπώς, το συμπέρασμα – ως και η τότε εισήγηση του λειτουργού - ότι στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά ένας άμαχος λόγω εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Τα αναθεωρημένα στοιχεία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παρόλο που στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών και ο βαθμός αδιάκριτης βίας δεν φτάνει το βαθμό κατά τον οποίο να τεκμηριώνεται ότι και μόνη η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της περιοχής (βορειοδυτικό Καμερούν) τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης, κατά την έννοια της διάταξης του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Λαμβάνοντας υπόψη τα αριθμητικά δεδομένα περιστατικών ασφαλείας της περιοχής συνήθους διαμονής του Αιτητή, προκύπτει ότι η κατάσταση ασφαλείας στις περιοχές αυτές δεν καθιστούν επικίνδυνη την επιστροφή του σε συνδυασμό με το προφίλ του και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλέπε Απόφαση ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie)

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω ούτε η αρχή της μη επαναπροώθησης τεκμηριώνεται, αλλά ούτε παραβιάζονται τα σχετικά άρθρα της ΕΣΔΑ ως οι σχετικοί ισχυρισμοί των συνηγόρων του Αιτητή. Οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ενήλικος, νεαρός, υγιής, αρτιμελής άνδρας, ικανός προς εργασία), η μη τεκμηρίωση των ισχυρισμών του λόγω εσωτερικής αναξιοπιστίας και οι συνθήκες στην χώρα καταγωγής του (μετά και από αναθεωρημένο έλεγχο του Δικαστηρίου) καθιστούν ασφαλή την επιστροφή του στο Καμερούν.

 

Ούτε εντοπίζονται οποιεσδήποτε πλημμέλειες στην διαδικασία αξιολόγησης του αιτήματος του Αιτητή. Μετά από ενδελεχή έρευνα του φακέλου και δη των πρακτικών της συνέντευξης – όπως αναλύεται ανωτέρω – η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 & 13Α περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) και με βάση τα σχετικά καθοδηγητικά εγχειρίδια. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Έγιναν και διευκρινιστικές ερωτήσεις επί του αιτήματος του και ο χειριστής-λειτουργός δεν περιορίστηκε σε στερεότυπες ερωτήσεις κατά την διάρκεια της συνέντευξης και/ή ούτε προέβη σε εικασίες χωρίς αναλυτική περιγραφή των απαντήσεων του Αιτητή. Διενήργησε εκτενείς ερωτήσεις για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί τόσο στα βιώματα και τις εμπειρίες του όσο και με τα άλλα περιστατικά που τον οδήγησαν κατά τους ισχυρισμούς του να εγκαταλείψει την χώρα του.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα λόγω του ότι ο Αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο τα έξοδα του οποίου καταβάλλονται από το Ταμείο Νομικής Αρωγής. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν6(Ι)/2000)

[2] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11, αρχή 4: «Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση την πλήρη εικόνα που διαμορφώνεται από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους».

[3] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 24ης Ιουλίου 2009, IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, σκέψη 11, αρχή 4: «Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση την πλήρη εικόνα που διαμορφώνεται από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους».

[4] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[5] ACLED, ‘Middle Africa,, Northwest, (Filters Used: Event Date: 13/05/2023-10/05/2024, Event Type: Battles, Violence Against Civilians, Riots, Protests.

[6] https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο