ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Νομική Αρωγή αρ. 83/2024

31 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002,

Ν. 168(Ι)/2002 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΑΡ.1) ΤΟΥ 2003

 ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

                             1.    Μ.C.

                       2.    Α.C.

        από Τουρκία

                                               Αιτητές

 

Οι Αιτητές εμφανίζονται αυτοπροσώπως

Για τους Καθ' ων η αίτηση : Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

elek Erkan- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την ελληνική στην τουρκική και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

E. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Οι Αιτητές με την αίτησή τους ημερομηνίας 19.04.2024, αιτούνται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, έτσι ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα να διορίσουν δικηγόρο, προκειμένου να χειριστεί τις προσφυγές που έχουν ήδη καταχωρίσει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 12.10.2023, με την οποίαν απορρίπτεται η αίτησή τους για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ως προκύπτει από το γραπτό σημείωμα που κατατέθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο

που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα, καθώς και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση σκιαγραφούνται ως ακολούθως:

 

Οι Αιτητές κατάγονται από τη Τουρκία, την οποία εγκατέλειψαν περί τον Ιανουάριο του 2019 και εισήλθαν στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 17.01.2019.

 

Στα πλαίσια της εξέτασης των αιτήσεων τους, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις των Αιτητών 1 και 2 στις 27.03.2023, 03.04.2023 και 21.04.2023, από αρμόδιο λειτουργό της EUAA, ο οποίος στις 28.09.2023 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψη των υποβληθεισών αιτήσεων. Ακολούθως, στις 12.10.2023, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη των αιτήσεων ασύλου, απόφαση που κοινοποιήθηκε μέσω σχετικών επιστολών της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 22.03.2024 στους Αιτητές 1 και 2, οι οποίες παραλήφθηκαν στις 02.04.2024.

  

Εναντίον των αποφάσεων αυτών οι Αιτητές 1 και 2 καταχώρισαν τις προσφυγές υπ' αρ. 1396/2024 και 1397/2024 αντίστοιχα, για την προώθηση των οποίων, επιθυμούν να λάβουν δωρεάν νομική αρωγή, μέσω της υπό εξέταση αίτησης.

 

Στο έντυπο της αίτησής του για άσυλο ο Αιτητής 1 αναφέρθηκε στην κουρδική καταγωγή τους και ότι η παράδοση για τους Κούρδους είναι πολύ σημαντική. Ως καταγράφει, ο ίδιος και η σύζυγός του παντρεύτηκαν αφήνοντας πίσω τις οικογένειές τους, ενώ προσθέτει ότι ο πατέρας[1] της γυναίκας του (Αιτήτριας 2) δεν τους επέτρεπε να παντρευτούν, ότι του ζήτησε το χέρι της 2-3 φορές όμως αρνήθηκε και ότι την τελευταία φορά τους έδιωξε. Μία μέρα, κατόπιν τηλεφωνικής συνεννόησης του ιδίου και της Αιτήτριας 2, η Αιτήτρια 2 έφυγε μαζί του με τη θέληση της και πήγαν στο τούρκικο κράτος όπου και παντρεύτηκαν. Προσθέτει ότι η μητέρα της συζύγου του έχει πεθάνει και ότι έχει μητριά η οποία είναι πολύ κακό πρόσωπο. Ως καταγράφει, σύμφωνα με την κουρδική παράδοση, όταν μια γυναίκα φεύγει για να παντρευτεί κάποιον, την σκοτώνουν, προσθέτοντας ότι τους κυνηγούσαν. Ως εκ τούτου έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη όπου διέμειναν για 15μήνες, ωστόσο έμαθαν (η οικογένεια της συζύγου του) ότι ήταν εκεί οπότε έφυγαν για την Antep και από εκεί για την βόρεια Κύπρο και ακολούθως ήλθαν εδώ.  

 

Αντίστοιχα, στο έντυπο της αίτησής της για άσυλο, η Αιτήτρια 2 αναφέρθηκε επίσης στην κουρδική καταγωγή της, καταγράφοντας ότι για τους Κούρδους η παράδοση είναι πολύ σημαντική και ότι παντρεύτηκε με τον σύζυγο της  - Αιτητή 1 – παρά την άρνηση της οικογένειας της. Ως καταγράφει στο εν λόγω έντυπο, ο Αιτητής 1 ζήτησε σε γάμο την Αιτήτρια 2-3 φορές, αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε, καθοδηγούμενος από την μητριά της, η οποία δεν ήθελε την Αιτήτρια να είναι ευτυχισμένη. Προσθέτει ότι έπαθε κατάθλιψη και εγκατέλειψε οικειοθελώς την χώρα καταγωγής της μαζί με τον σύζυγό της καθώς αγαπιόντουσαν, και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου παρέμειναν για 15 μήνες. Όταν ο πατέρας της Αιτήτριας έμαθε ότι διέμεναν εκεί, τους κυνήγησε για να τους σκοτώσει, οπόταν διέφυγαν στην  πόλη Antep, από την οποία μετέβηκαν στην συνέχεια στην βόρεια Κύπρο και τελικώς βρήκαν καταφύγιο εδώ (στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές).

 

Κατά τις συνεντεύξεις του, ο Αιτητής 1, και αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ισχυρίστηκε ότι είναι υπήκοος Τουρκίας, κουρδικής καταγωγής, δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία, με τόπο καταγωγής το χωριό Yildiz και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισαν στη πόλη Urfa. Ως προς την πατρική του οικογένεια ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία με τους γονείς και τα αδέλφια του και ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε παντρεμένος με την Αιτήτρια 2, με την οποία δεν έχουν αποκτήσει τέκνα.  Ως προς το εκπαιδευτικό του επίπεδο δήλωσε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ ως προς την επαγγελματική του ιδιότητα δήλωσε πως είχε κουρείο. Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής επανέλαβε ότι τους αναζητά η οικογένεια της Αιτήτριας 2 καθότι παντρεύτηκαν χωρίς την συγκατάθεση του πατέρα της και έκτοτε φοβούνται ότι θα τους σκοτώσουν διότι παραβίασαν την τιμή της οικογένειας. Περαιτέρω, ο Αιτητής 1 ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του διότι δεν εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και κατά την είσοδο του στη χώρα θα πρέπει είτε να πληρώσει πρόστιμο είτε να κάνει την θητεία του. Ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι κατά τη παραμονή του στη χώρα καταγωγής του τρεις φορές πλήρωσε σχετικό πρόστιμο προκειμένου να αποφύγει την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Επιπλέον, δήλωσε ότι ήταν μέλος της νεολαίας του κόμματος HDP από την ηλικία των 17 ετών μέχρι που έφυγε από τη χώρα καταγωγής του και κατά την παραμονή του στη Κυπριακή Δημοκρατία δήλωσε ότι εντάχθηκε στο κουρδικό σύλλογο Θεόφιλος και συμμετείχε μαζί τους σε διαδηλώσεις κατά της τουρκικής κυβέρνησης.

 

Κατά την συνέντευξη της, η Αιτήτρια 2 και αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, ισχυρίστηκε ότι είναι υπήκοος Τουρκίας, κουρδικής καταγωγής, μουσουλμάνα ως προς το θρήσκευμα, με τόπο καταγωγής το χωριό Kaplan. Ισχυρίστηκε ότι τόπος τελευταίας διαμονής της ήταν η πόλη Υοzgad στη χώρα καταγωγής της. Σχετικά με την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε ότι είναι παντρεμένη με τον Αιτητή 1 και δεν έχουν τέκνα. Ως προς την πατρική της οικογένεια η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της απεβίωσε, ο πατέρας της νυμφεύτηκε νέα γυναίκα, έχει 6 αδέλφια, με τους οποίους δεν διατηρεί επικοινωνία. Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο δήλωσε ότι δεν ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς την επαγγελματική της ιδιότητα δήλωσε πως δεν εργάστηκε στη χώρα καταγωγής της. Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά την ελεύθερη αφήγησή της ότι ήθελε να παντρευτεί με τον Αιτητή 2, αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε και η Αιτήτρια 2 έφυγε από την οικία της προκειμένου να τον παντρευτεί. Δήλωσε ότι γνώρισε τον σύζυγο της σε ένα γάμο το 2016, όταν και άρχισαν να επικοινωνούν. Ο Αιτητής 1 επισκέφθηκε δυο φορές την οικία της προκειμένου να την ζητήσει σε γάμο, ωστόσο ο πατέρας της αρνήθηκε διότι ήθελε να την παντρέψει με άλλο άνδρα. Μετά την άρνηση του πατέρα της, η Αιτήτρια 2 εγκατέλειψε την οικία της και διέφυγε με τον Αιτητή 1, παντρεύτηκαν και μετοίκησαν στην Κωνσταντινούπολη. Ακολούθως έφυγαν από τη Κωνσταντινούπολη καθότι ενημερώθηκαν από την οικογένεια του Αιτητή 1 ότι η οικογένεια της Αιτήτριας 2 γνώριζε που βρίσκονταν. Η Αιτήτρια 2 ισχυρίστηκε ότι η οικογένεια της την αναζητούσε για να την σκοτώσει διότι ήταν ζήτημα τιμής. Ως προς την κουρδική καταγωγής της δήλωσε ότι ουδέποτε αντιμετώπισε πρόβλημα λόγω της εθνικότητας της.

 

Η προϋπόθεση της πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της προσφυγής

 

Οι Αιτητές έχουν καταχωρίσει προσφυγές κατά της δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 και συνεπώς η εξεταζόμενη περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 6Β(2)(α) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά στην πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής και ότι συνεπώς πληρείται η πρώτη προϋπόθεση παραχώρησης δωρεάν νομικής αρωγής ως αυτή θεσπίζεται με το εδάφιο (αα) του άρθρου 6Β(2) (ανωτέρω), κρίσιμη καθίσταται η εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης, θεσπιζόμενης διά του εδαφίου (ββ) της ίδιας διάταξης, την ύπαρξη δηλαδή, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, πραγματικής πιθανότητας επιτυχίας της σκοπούμενης προσφυγής.

 

Σύμφωνα με τη διαμορφωθείσα νομολογία, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας[2].

 

Οι πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας θα πρέπει να εξετάζονται και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου χωρίς να περιορίζεται αυθαίρετα η παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω όμως το Δικαστήριο, θα πρέπει να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιόν του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας[3].

 

Σημειώνεται δε, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση των προσφυγών που έχουν ήδη καταχωριστεί από τους Αιτητές, εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής.[4]

 

Σημειώνεται εξάλλου ότι, το Δικαστήριο προβαίνει στην αξιολόγηση της βασιμότητας της αίτησης παροχής νομικής αρωγής, στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του[5].

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ

 

Προς αξιολόγηση των ισχυρισμών των Αιτητών, ο λειτουργός της ΕUAA διέκρινε πέντε (5) ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, την καταγωγή και τον τόπο διαμονής των Αιτητών 1 και 2, ο δεύτερος αναφορικά με τον γάμο των Αιτητών 1 και 2, που έγινε χωρίς τη θέληση της οικογένειας της Αιτήτριας 2, παραβιάζοντας την τιμή της οικογένειας, ο τρίτος αναφορικά με την στρατιωτική θητεία του Αιτητή 1 , ο τέταρτος αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο Αιτητής 1  ήταν μέλος του κόμματος HDP στη Τουρκία  και ο πέμπτος αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο Αιτητής 1 είναι μέλος της κουρδικής ένωσης Θεόφιλος στη Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όλοι οι ισχυρισμοί κρίθηκαν αποδεκτοί, καθότι στοιχειοθετήθηκαν τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των Αιτητών 1 και 2. 

 

Ακολούθως,  ο αρμόδιος λειτουργός προέβη στην αξιολόγηση κινδύνου στην βάση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και κατόπιν εξατομικευμένης εξέτασης των αιτημάτων τους, του προσωπικού τους προφίλ, κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που οι Αιτητές επιστρέψουν στην χώρα καταγωγής τους, θα αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

  

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, βάσει των δηλώσεων των Αιτητών, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται  στο άρθρο 1 Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Αξιολογώντας περαιτέρω τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι Αιτητές δεν εμπίπτουν ούτε σε αυτό το καθεστώς, καταλήγοντας σε απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας των Αιτητών.

 

Στο έντυπο της αίτησής τους στην παρούσα διαδικασία οι Αιτητές αναφέρουν ότι δεν έχουν χρήματα και δια τούτο επιζητούν τον διορισμό δωρεάν δικηγόρου. Κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία οι Αιτητές δεν πρόσθεσαν οτιδήποτε περαιτέρω, παρά μόνο παρέπεμψαν στα όσα ανέφεραν κατά τις συνεντεύξεις τους.  

 

Σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε τόσο μέσω του Γραπτού της  Σημειώματος όσο και προφορικώς ότι δεν πληρούνται  οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στους Αιτητές.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου 

 

Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τις συνεντεύξεις των Αιτητών ενώπιόν των αρμόδιων λειτουργών, την εισηγητική έκθεση και την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καθώς και το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου.

 

Εν πρώτοις, έχοντας ανατρέξει στα πρακτικά των συνεντεύξεων, συμφωνώ  εκ πρώτης όψεως με τα ευρήματα του λειτουργού όσον αφορά τους ισχυρισμούς 1 - 5 στο βαθμό που διαφαίνεται ότι ο λειτουργός αξιολόγησε τους ισχυρισμούς με βάση τους δείκτες αξιοπιστίας, ενώ ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών, λήφθηκαν υπόψη αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, συνεκτιμώντας παράλληλα και τα προσκομισθέντα από τους Αιτητές 1 και 2 έγγραφα.

 

Ωστόσο, ως προς τον σχηματισμό του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού ως έχει διαμορφωθεί από τον αρμόδιο λειτουργό, δεν βρίσκει εκ πρώτης όψεως σύμφωνο το Δικαστήριο καθότι ο λειτουργός φαίνεται να συγχέει την έννοια του «φόβου δίωξης»  με τον «ουσιώδη ισχυρισμό». Επισημαίνεται ότι ουσιώδεις ισχυρισμούς αποτελούν τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται άμεσα με έναν ή περισσότερους λόγους δίωξης ως τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση της Γενεύης και το Πρωτόκολλο αυτής καθώς και με λόγους χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας[6]. Φρονώ, λοιπόν, ότι ορθότερος είναι ο σχηματισμός δύο ξεχωριστών ουσιωδών ισχυρισμών, ως ακολούθως: (1) γάμος των Αιτητών, χωρίς τη θέληση της οικογένειας της Αιτήτριας 2 και (2) απειλές για τη ζωή των Αιτητών από την οικογένεια της Αιτήτριας 2, λόγω προσβολής της οικογενειακής τιμής.

 

Παρατηρώ ότι η ανάλυση στην οποίαν προέβη ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζοντας τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό όπως αυτός σχηματίστηκε από τον ίδιο, περιλαμβάνει το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τη γνωριμία, τις προτάσεις γάμου, την οργάνωση της φυγής τους προκειμένου να παντρευτούν και τις πληροφορίες που έδωσαν οι Αιτητές για τους σκοτωμούς που αφορούν την οικογενειακή τιμή, χωρίς να αποτυπώνονται οι ισχυρισμοί των Αιτητών αναφορικά με τις απειλές εναντίον της ζωής τους από την οικογένεια της Αιτήτριας 2. Εντούτοις, παρατηρώ ότι η εν λόγω ανάλυση πραγματοποιείται στη εξέταση του κινδύνου αναφορικά με τον αποδεκτό δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό (ερυθρά 131, 130 – Παράρτημα 7 του Σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα), στο πλαίσιο της οποίας ο λειτουργός προέβη σε ανάλυση εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, καταλήγοντας ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να θεωρηθεί ότι οι Αιτητές θα υποστούν μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στη Τουρκία εξαιτίας της προσβολής της οικογενειακής τιμής. Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογεί έστω και στο πλαίσιο αυτό, τις δηλώσεις των Αιτητών περί φόβου για την ζωή της, λόγω των απειλών από την οικογένεια της Αιτήτριας 2, καταλήγοντας ότι αμφότεροι οι Αιτητές δεν ήταν σε θέση να παρέχουν επαρκείς λεπτομέρειες και οι δηλώσεις τους ήταν αόριστες, ευρήματα με τα οποία εκ πρώτης όψεως συμφωνώ.

 

Από τα ενώπιόν μου λοιπόν δεδομένα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για την υπαγωγή τους σε καθεστώς διεθνούς προστασίας εξετάστηκαν δεόντως, σε συνάρτηση και με τις εξωτερικές πηγές τις οποίες εντόπισαν και στις οποίες παραπέμπουν οι Καθ' ων η αίτηση και από τις οποίες δεν προκύπτουν, εκ πρώτης όψεως λόγοι δυνάμενοι να θεμελιώσουν δίωξης. Τέλος εξετάστηκε εκ πρώτης όψεως επαρκώς και η κατάσταση ασφαλείας στην Τουρκία και διαπιστώθηκε ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω κατάσταση αδιάκριτης βίας κατά αμάχων στο πλαίσιο διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης στον τόπο συνήθους διαμονής των Αιτητών.   

 

Εν κατακλείδι με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, εκ πρώτης όψεως φρονώ ότι τα συμπεράσματα του Προϊσταμένου περί μη υπαγωγής των Αιτητών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας είναι ορθά καθότι δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή τους σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς εκ πρώτης όψεως και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψουν στην Τουρκία, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη.

 

Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω -στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας- ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιόν μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας των Αιτητών να ανταπεξέλθουν στα έξοδα των προσφυγών που έχουν καταχωρήσει.  

 

Η παρούσα λοιπόν αίτηση, για τους λόγους που έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, απορρίπτεται.

 

Οι Αιτητές έχουν βεβαίως κάθε δικαίωμα εάν επιθυμούν να προωθήσουν τις προσφυγές που έχουν ήδη καταχωρίσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, με δικά τους έξοδα, παρά την απόρριψη της αίτησής τους για παραχώρηση σε αυτούς δωρεάν νομικής αρωγής.

 

Τα έξοδα του Διερμηνέα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, να καταβληθούν από τη Δημοκρατία. Ενόψει του γεγονότος ότι οι Αιτητές εμφανίζονται προσωπικά δεν εκδίδεται καμία άλλη διαταγή για έξοδα.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Στο μεταφρασμένο κείμενο καταγράφεται ως «my wifes husband», ωστόσο αυτό ενδεχομένως να είναι λάθος στην μετάφραση, αφού ως προκύπτει και από την συνέντευξη του Αιτητή 1, η αναφορά αφορά τον πατέρα της συζύγου του.

[2]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερ. 14.10.2010

[3] Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 10/2010, Αlali Abdulhamid, ημερ. 06.05.2010 και στην Αίτηση Νομικής Αρωγής αρ. 25/2010, Antonia Adahor, ημερ. 13.12.2010

[4] Αποφάσεις στις Yπoθ. αρ. 278/09, Durgo Man v. Δημοκρατίας, ημερ. 15.07.2009, και Yπoθ. αρ. 7/11 και 8/11, NaciraBaghour και Roud Gad, ημερ. 28.03.2011

[5]Απόφαση στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 31/2013, Singh Khushwant, ημερ. 23.12.2013

[6] EASO Practical Guide: Evidence Assessment(2015), σελ. 2, υπο- ενότητα "1.1. Identify the material facts", διαθέσιμο σε:  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο