ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 937/2024 (Κ))

                                                                                   (i-Justice)       

 

                              30 Ιουλίου 2024

                             [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                   A.  M. O.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                       και

         ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

                 1.Υπουργού Εσωτερικών

 2.Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου  Πληθυσμού                  και Μετανάστευσης

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Π. Μπενέτης με Μ. Αμπελόμος, για Αλταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για τον αιτητή.

Ν. Νικολάου με Μ. Βασιλείου (κα), Δικηγόρος, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 6.6.2024 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.  

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας, ο οποίος εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές από άγνωστο μέρος και σε άγνωστο χρόνο.

 

Στις 5.4.2023 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο, όμως, απορρίφθηκε στις 24.7.2023 από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ.3166/23 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 30.1.2024.

 

Στις 5.6.2024, ο αιτητής συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής και στις 6.6.2024 η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 30.1.2024, ημερομηνία κατά την οποία απορρίφθηκε η Προσφυγή του κατά της νομιμότητας της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ακολούθως την 1.7.2024-και μετά την παρέλευση είκοσι ημερών από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων- ο αιτητής υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, η οποία, ως δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ο ίδιος ο συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου στις 23.7.2024.

 

Στις 4.7.2024 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση Προσφυγή και στις 12.7.2024 με απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ανεστάλη η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης του αιτητή μέχρι την εκδίκαση της παρούσας Προσφυγής.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας, οι πλείστοι εκ των προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή που αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση και βάλλουν κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων, εδράζονται στην κύρια και κεντρική θέση του αιτητή ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης- η εξέταση της οποίας εκκρεμούσε κατά την εκδίκαση της παρούσας Προσφυγής- είχε ως αποτέλεσμα ο αιτητής να διατηρεί το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και/ή τουλάχιστον, ως αναφέρεται, δικαίωμα νόμιμης παραμονής και ελεύθερης διακίνησης στη Δημοκρατία. Είναι επί της πιο πάνω θέσης, που ο αιτητής εγείρει τους ακόλουθους ισχυρισμούς: α)τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν παράνομα και με λανθασμένη νομική βάση και με πλημμελή αιτιολογία και «οι καθ΄ων η αίτηση ενηργήσαν υπό πλάνη εφόσον εκκρεμεί η μεταγενέστερη αίτηση του εν λόγω αιτητή και δεν έχει καν κριθεί ακόμα αν είναι παραδεκτή ή απαράδεκτη», β) οι αξιωματικοί της Αστυνομίας παρέλειψαν να διενεργήσουν έλεγχο και να διαπιστώσουν ότι ο αιτητής βρίσκεται νόμιμα στη Δημοκρατία εξαιτίας του επανανοίγματος του φακέλου του, γ) αφ΄ης στιγμής ο αιτητής συνεχίζει και παραμένει αιτητής ασύλου ενόψει της εκκρεμούσης μεταγενέστερης αίτησης, τα επίδικα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης, «τις πρόνοιες τόσο του Νόμου, όσο και του Ν. 6 (Ι)/2000» καθώς και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, τη Διεθνή Σύμβαση του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Οδηγία 2013/33 και Οδηγία 2008/115/ΕΚ, δ) εξαιτίας του γεγονότος ότι ο αιτητής είναι αιτητής διεθνούς προστασίας δεν υπόκειται σε διαδικασίες απέλασης και ως εκ τούτου η συνέχιση της κράτηση του παύει να δικαιολογείται ε) οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα «δεν έχουν επαρκώς αιτιολογήσει την συνέχιση της κράτησης του αιτητή από την στιγμή που ενημερώθηκαν ότι ο αιτητής προχώρησε σε καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης η οποία ακόμη εκκρεμεί», ζ)τα προσβαλλόμενα διατάγματα λήφθηκαν κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και με κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και χωρίς να διενεργηθεί δέουσα έρευνα αφού αγνοήθηκε παντελώς το γεγονός ότι ο αιτητής παραμένει αιτητής ασύλου.

 

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, αντιτείνει με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, ότι καθόλα ορθά οι καθ΄ων η αίτηση προέβηκαν στην έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καθότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης. Με παραπομπή σε νομολογία, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση διατείνεται ότι η απλή και μόνο καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης στη βάση κατ’ ισχυρισμό νέων γεγονότων που προέκυψαν, δεν προσδίδει οποιοδήποτε καθεστώς νόμιμης παραμονής στον αιτητή και δεν τον καθιστά αιτητή διεθνούς προστασίας. Τονίζει δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση και πάλι με παραπομπή σε νομολογία, ότι το γεγονός ότι ο αιτητής σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης των διαταγμάτων, προχώρησε στην υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, ουδόλως μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

Όλοι οι ανωτέρω εγειρόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή, οι όποιοι στηρίζονται στη θεώρηση ότι ενόψει της υποβληθείσας εκ μέρους του μεταγενέστερης αίτησης, διατηρούσε, πλέον, νομίμως δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία κρίνονται σωρευτικώς ανεδαφικοί και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Καθοριστική είναι η διαπίστωση, την οποία ο αιτητής εμφανώς παραβλέπει και την οποία ορθώς υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή υποβλήθηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων.

 

Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο,  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Limon ν. Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.126/21, ημερομηνίας 20/4/22), σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στο να κρίνει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων σύμφωνα με τα δεδομένα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης και όχι στη βάση μεταγενέστερων, των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, γεγονότων, όπως εν προκειμένω είναι η μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Συνεπώς και δεδομένου ότι τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν στις 6.6.24, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής, με έναυσμα τη μεταγενέστερη αίτηση του ημερομηνίας 1.7.24, δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης καθότι για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων, παραμένουν παντελώς αδιάφορα, ως εκτός του καθεστώτος ουσιώδους χρόνου.

 

Αίολοι βεβαίως παρέμειναν και οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι ο ίδιος προσπαθούσε, σχεδόν καθημερινά από την ημέρα που απορρίφθηκε η Προσφυγή, του να υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, μεταβαίνοντας στην Υπηρεσία Ασύλου, αλλά αυτό «δεν κατέστη δυνατόν λόγω της ολιγωρίας των καθ΄ων η αίτηση» «καθώς η απάντηση που λάμβανε ήταν ότι ο φάκελος του βρίσκεται ακόμη στο Δικαστήριο και δεν είναι δυνατόν να υποβάλει την εν λόγω αίτηση».

 

Πέραν του ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί ουδόλως θα μπορούσαν να ανατρέψουν το καταλυτικό για τις αιτιάσεις του αιτητή γεγονός υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης του σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων και επομένως να επηρεάσουν τη νομιμότητα των πιο πάνω διαπιστώσεων και τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω αόριστες αναφορές του αιτητή περί συνεχούς προσπάθειας υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως μετά τη δικαστική απορριπτική απόφαση, ουδόλως υποστηρίζονται από τα ενώπιον μου στοιχεία και ουδόλως μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία. Επί τούτου, υπενθυμίζεται, η πάγια νομολογημένη αρχή, ότι δεν είναι επιτρεπτή η  προσκόμιση μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε αυτές δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα  (Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22)  Φυρίλλα v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/17, ημερομηνίας 1/11/23).

 

Εν πάση περιπτώσει και εάν ακόμα το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει μεταγενέστερα της επίδικης διοικητικής πράξης γεγονότα και επομένως και τους ισχυρισμούς του αιτητή, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω, ότι σύμφωνα και με τα λεχθέντα στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα φακέλου ουδόλως μπορεί να καταστήσει τον εκάστοτε αιτητή, άνευ ετέρου ως αιτητή διεθνούς προστασίας, ώστε αφ’ εαυτού και μόνου του γεγονότος να του παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής και να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων. Ως δε έχει κατά δεσμευτικό τρόπο νομολογηθεί  στην Madber (ανωτέρω) η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη.

 

Επί της ουσίας, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο ότι η αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε στις 24.7.2023 από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στις 30.1.2024.Επομένως -και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- διαπιστώνω ότι ο αιτητής νομίμως κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1)  του Κεφ. 105, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και την οποία ο αιτητής ουδόλως αμφισβήτησε. Συνεπακόλουθα καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 6.6.24 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ως απαγορευμένος μετανάστης, ένεκα της απόρριψης της Προσφυγής του από το Δ.Δ.Δ.Π στις 30.1.2024 ως άλλωστε καταγράφεται και ρητώς στο σώμα της επίδικης απόφασης. Είναι δε για όλους τους πιο πάνω λόγους που δεν ενβρίσκουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση ούτε τα αποφασισθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ, στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑924/19, και C‑925/19, PPU, FMS κ.ά., ημερομηνίας 14.5.20, τα δεδομένα της οποίας σαφώς διαφοροποιούνται από τα όσα καταδείχθηκαν ανωτέρω και στην οποία αποσπασματικά παραπέμπει η πλευρά του αιτητή, παραβλέποντας το καίριο και καταλυτικό γεγονός ότι στην υπό κρίση περίπτωση η δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου περιορίζεται και εξαντλείται στο κατά πόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων ήτοι στις 6.6.2024 υπήρχαν ή όχι δεδομένα που καθιστούσαν νόμιμη την απέλαση και κράτηση του αιτητή.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός ότι ο αιτητής έχει λευκό ποινικό μητρώο καθώς και ότι κατά το άρθρο 12(5) του Συντάγματος η κράτηση προσώπου που διενεργείται, είτε για χάρη του ανακριτικού έργου είτε προς εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη αποτελεί ύστατο μέτρο.

 

Καθίσταται πρόδηλο ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται δεν συσχετίζονται με την παρούσα διοικητική διαδικασία έκδοσης διαταγμάτων απέλασης και κράτησης απαγορευμένου μετανάστη και τις νομοθετικές διατάξεις που τη διέπουν αλλά με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου σε ποινική διαδικασία (Μ.Ν v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 249/23, ημερομηνίας 4/5/2023). Εν προκειμένω ο αιτητής κρίθηκε ότι διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία στη βάση της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1)  του Κεφ. 105 και τούτο ήταν αρκετό για σκοπούς έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Έπεται ότι η εισήγηση του αιτητή ότι θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση των διαταγμάτων, το λευκό ποινικό μητρώο του αιτητή, ουδόλως ευσταθεί. Εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω -και για σκοπούς πληρότητας- ότι σύμφωνα με το άρθρο 6(1Α) του Κεφ. 105 για να διαπιστωθεί εάν υπήκοος τρίτης χώρας είναι απαγορευμένος μετανάστης, η Αστυνομία δύναται να τον συλλάβει και να τον κρατήσει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες. Κατά τη λήξη της περιόδου των 24 ωρών «ο υπήκοος τρίτης χώρας αφήνεται ελεύθερος, εκτός εάν εκδοθούν εναντίον του διατάγματα  κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14[…]», ως είναι και η περίπτωση του αιτητή, σύμφωνα με τα όσα αναδύονται από το διοικητικό φάκελο. Άλλωστε είναι ο ίδιος ο αιτητής που ως επιβεβαιώνεται από το ερυθρό 19 του Τεκμήριου 1, στο οποίο περιλαμβάνεται και η κατάθεση του επί καθήκοντι αστυνομικού,  κατά τη σύλληψη του για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία δήλωσε «I know I am illegal».

 

Ούτε βεβαίως  ευσταθεί η έτερη ατεκμηρίωτη αναφορά του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση και δη οι αξιωματικοί της Αστυνομίας παρέλειψαν να εξετάσουν «ηπιότερα μετρά» αντί της κράτησης.

 

Εν πρώτοις επισημαίνω ότι τα όσα ισχυρίζεται αναφορικά με τον ρόλο και την αρμοδιότητα της ΥΑΜ παραβλέπουν ότι αντικείμενο του δικαστικού ελέγχου είναι το επίδικο διάταγμα κράτησης, το οποίο εκδίδεται επί τη βάση όλων των στοιχείων που έχει ενώπιον του το καθ΄ υλην αρμόδιο όργανο, συμπεριλαμβανομένου και της επιστολής της ΥΑΜ.

 

Περαιτέρω παραβλέπει ο αιτητής ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Κατά πάγια δε νομολογία η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (Προσφυγή Αρ. 5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013) El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016)  Bibilashvili και Δημοκρατίας  (Υπόθ. Αρ. 1954/2022 (Κ), ημερομηνίας 20/12/22). Πόσο δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση όπου όπως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ Λευκωσίας ημερομηνίας 6.6.24 ο αιτητής κατά τον επίδικο χρόνο σύλληψης του δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να επιστρέψει στη χώρα του.

 

Έπεται ότι τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, επειδή ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και ήταν απρόθυμος στον επαναπατρισμό του, καταδεικνύουν ότι η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση αρ. 1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή ή «ηπιότερα» από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασής του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022).

 

Τέλος ούτε η απλή αναφορά του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει τα άρθρα 15 και 22 του Συντάγματος, δύναται να τύχει δικαστικής εξεταστής αφού ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται καν στα νομικά σημεία της Προσφυγής κατά παράβαση των απαιτήσεων που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου και η πάγια νομολογία (Nestoras Hotels Ltd  και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνιας 20/3/24) (Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344 Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56). Πρόσθετα και σε ότι αφορά την απλή και μόνο λεκτική αναφορά του αιτητή ότι δια της προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζεται το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επισημαίνεται ότι ο αιτητής ουδέν εξειδίκευσε προς υποστήριξη της θέσης του, την οποία προέβαλε με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη, ανάπτυξη ή άλλη τεκμηρίωση, με αποτέλεσμα η αναφορά του αυτή, να παρέμεινε ανεπίδεκτη δικαστικού ελέγχου (Καρατασουσίδης ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 836/2016, ημερ. 25.9.2020) A.S και Δημοκρατίας, Υπόθεσηαρ.601/22(Κ), ημερομηνίας 13/12/22

 

Καταληκτικά επισημαίνω ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς και νόμιμης αιτιολογίας και ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας έτσι ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την αναγκαιότητα παρέμβασης του (Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

                                                      Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο