ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2013/2023

 

26 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.D.S.,

από Νιγηρία

                                Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών και Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Τζ. Μπετίτο (κος)

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1]

Αιτητής παρών

Διερμηνέας: Η. Φανούς (κος) για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 29.05.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και  του συνηγόρου αυτού.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία και στις 18.10.2023 την οποία εγκατέλειψε στις 17.10.2022 και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με φοιτητική θεώρηση εισόδου (visa), δια μέσου των οποίων διήλθε στις 05.05.2023 στις ελεγχόμενες περιοχές. Στις 15.05.2023 υπέβαλε αίτηση ασύλου και ακολούθως προσήλθε στις 23.05.2023 σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του και στις 29.05.2023 η αίτησή του απορρίφθηκε. Την απόφαση αυτή της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά του συνηγόρου του, επιζητά δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω, την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση. Ζητά περαιτέρω οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και/ή δίκαιη υπό τις περιστάσεις (υπό Γ αιτητικό).

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής προώθησε την θέση ότι δεν έγινε εξατομικευμένη έρευνα και δεν αξιολογήθηκαν οι ισχυρισμοί του Αιτητή ο οποίος κατά την θέση του, εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και δικαιούται κατά τούτο προσφυγικό καθεστώς καθότι υπάρχει πραγματικός φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία λόγω οικογενειακών προβλημάτων εξαιτίας ενός θανάτου.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση -δια του υπομνήματός τους- υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλοντας ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης

 

Εξετάζοντας  την  ουσίας  της  υπόθεσης  σε συνάρτηση  και  με  τους λόγους ακυρώσεως που προώθησε κατά την προφορική ακρόαση ο Αιτητής, ήτοι ότι δεν έγινε εξατομικευμένη έρευνα και δεν αξιολογήθηκαν οι ισχυρισμοί του, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Επισημαίνεται πρωτίστως ότι οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 12Δ(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, αποφάσισαν όπως η αίτησή του Αιτητή εξεταστεί με τη ταχύρρυθμη διαδικασία, εφόσον ο Αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις.  Ειδικότερα, το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου παρέχει τη δυνατότητα όταν η αίτηση υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του ίδιου άρθρου, να εξεταστεί, κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός αν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η χώρα αυτή δεν  είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (8) του ίδιου άρθρου διαλαμβάνει ότι:

 

«Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του».

 

Παρατηρώ ότι στην υπό κρίση περίπτωση, ο αρμόδιος λειτουργός ενημέρωσε τον Αιτητή ότι «σύμφωνα με υπουργική απόφαση [αριθ. 202/2022] που εκδόθηκε στις 27.05.2022, η χώρα καταγωγής σας χαρακτηρίζεται ως "ασφαλής χώρα καταγωγής", με βάση το γεγονός ότι γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες, ισχύει το κράτος δικαίου μέσω ενός δημοκρατικού συστήματος και οι υπήκοοί της δεν διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης» (βλ. ερυθρό 26 -X1 του δ.φ.). Ακολούθως του έδωσε την ευκαιρία να σχολιάσει αν επιθυμούσε, το γεγονός ότι με βάση την υπουργική απόφαση [αριθ. 202/2022] η χώρα του θεωρείται ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο με τον Αιτητή να απαντά: «Nigeria is safe but not in all areas» » (βλ. ερυθρό 26 -X2 του δ.φ.)

 

Φρονώ συνεπώς ότι η Υπηρεσία Ασύλου, συμμορφούμενη προς τις απαιτήσεις του εδαφίου 8 (ανωτέρω) παρείχε την ευκαιρία στον Αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

 

Δεδομένης της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς που προωθήθηκαν από τον Αιτητή, διαφαίνεται μέσα από τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω προβλημάτων που αντιμετώπιζε με συγγενείς της ευρύτερης οικογένειάς του («the extended family» ως συγκεκριμένα ανέφερε) οι οποίοι δεν τον συμπαθούσαν επειδή είναι «productive person».  Ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ο ίδιος βρισκόταν σε νεαρή ηλικία. Μια μέρα, ενόσω ο ίδιος βρισκόταν στην εργασία του, συνέβη ένα ατύχημα με συνάδελφό του και επειδή ο Αιτητής ήταν παρών προσπάθησε να βοηθήσει, ωστόσο κατηγορήθηκε από την οικογένεια του συναδέλφου του ότι αυτός ευθύνεται για το ατύχημα με το αποτέλεσμα να τον κυνηγήσουν παρά το γεγονός ότι δεν ήταν δικό του φταίξιμο. Λόγω της συναισθηματικής φόρτισης από τα προβλήματα του Αιτητή, η μητέρα του απεβίωσε ενώ ο ίδιος για λόγους ασφαλείας, εγκατέλειψε εν τέλει την χώρα καταγωγής του.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, γιατί ήταν πρόσωπο ικανό productive person») και γι’ αυτό τον λόγο μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του τον ζήλευαν. Επίσης, ανέφερε ότι συγγενείς του σκότωσαν τον πατέρα του για τον ίδιο λόγο. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατά την διάρκεια περιστασιακών εργασιών που εκτελούσε στην Abraka, μετά την αποδοχή του να βοηθήσει κάποιο συνάδελφό, συνέβη ένα ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του (του συναδέλφου του). Ακολούθως, ο Αιτητής επέστρεψε στην Warri στην μητέρα του και πρόσωπα τα οποία συνδέονταν με τον συνάδελφό του τον έψαχναν χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να τον εντοπίσουν, αφού πηγαινοερχόταν από την Abraka στο  Warri. Εν τέλει, ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα του για να συνεχίσει τις σπουδές του και να εργαστεί για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι αναχώρησε νόμιμα και χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από τη χώρα καταγωγής του, ούτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ενώ ως δήλωσε, ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί σε αυτήν καθώς και ότι οι αρχές της χώρας του, θα του επέτρεπαν την είσοδο σε αυτήν. 

 

Κατά τις διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, ο Αιτητής δήλωσε ότι λόγω ζήλειας εκ μέρους των συγγενών του επειδή είναι άτομο ικανό, επεξηγώντας ότι ως ικανό άτομο χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του για να κερδίζει χρήματα, του προκαλούσαν εφιάλτες κατά την διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Ο Αιτητής περαιτέρω ανέφερε ότι αντιμετώπιζε αυτά τα προβλήματα από τότε που ήταν μικρό παιδί, πριν από τον θάνατο του πατέρα του. Ως ο ίδιος ανέφερε τον πατέρα του τον σκότωσαν οι συγγενείς του επίσης λόγω ζήλειας, με αρνητικούς πνευματικούς τρόπους ήτοι, μάγια, ξόρκια και τελετές. Για να προστατευτεί ο Αιτητής, όπως ανέφερε, μετακινήθηκε μαζί με την οικογένειά του και προσευχόταν γιατί πιστεύει στον Θεό. Ωστόσο όπως επιπρόσθετα δήλωσε, δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία γιατί αυτή δεν μπορεί να κάνει κάτι. Ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό που του προκαλούσαν, ήταν συναισθηματική ενόχληση και πως σε περίπτωση που επιστρέψει στην Νιγηρία, θα τον βρουν και θα συνεχίσουν να τον ενοχλούν. Αναφορικά με το περιστατικό που συνέβη στην Abraka ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν κατηγορήθηκε από την αστυνομία και πως ο συνάδελφός του μετά τον σοβαρό τραυματισμό του κατέληξε την ίδια μέρα. Όπως περαιτέρω δήλωσε, δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με άτομα που συνδέονται με τον συνάδελφό του γιατί την ίδια μέρα ο Αιτητής μετακόμισε στο Warri, πόλη η οποία είναι μεγάλη (υπονοώντας ότι ήταν δύσκολο να εντοπιστεί).

 

Τέλος, ερωτηθείς ο Αιτητής γιατί δεν υπέβαλε νωρίτερα αίτηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι σκοπός του  ήταν να σπουδάσει (στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές) και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία όταν πλέον δεν είχε χρήματα και δυσκολευόταν οικονομικά. Ως προς το ποιες θα είναι οι συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν θα έχει σταθερή εργασία και πως κατά συνέπεια θα είναι αντιμέτωπος με  οικονομικές δυσκολίες.

 

Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, ο συνήγορος του Αιτητή υποστήριξε ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει φόβο δίωξης από μέλη της οικογένειάς του εξαιτίας ενός θανάτου, παραπέμποντας στα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξή του. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο Αιτητής δικαιούται διεθνούς προστασίας.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τέσσερεις ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ , τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο δεύτερος τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς του επειδή τον ζηλεύουν, ο τρίτος τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από την οικογένεια του συναδέλφου του, επειδή τον κατηγορούν για τον θάνατό του και ο τέταρτος αναφορικά με λόγους οικονομικού και ακαδημαϊκού περιεχομένου. Από αυτούς, ο πρώτος και τέταρτος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι ενώ οι άλλοι δύο απορρίφθηκαν.

 

Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, ο λειτουργός ασύλου έκρινε με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω κρίθηκε με παραπομπή και σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Delta, ότι σε περίπτωση επιστροφής του, δε θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης βίας, σύμφωνα με το εδάφιο (γ) του άρθρου 19.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Όπως διαφαίνεται από τα ερυθρά 22-20 του διοικητικού φακέλου (στο εξής αναφερόμενος και ως «δ.φ».), κατόπιν της ελεύθερης αφήγησης του Αιτητή για τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα του, ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να διερευνήσει  τόσο το ζήτημα με τα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από αυτούς, όσο και το  περιστατικό που συνέβη στην Abraka και το εργατικό ατύχημα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό και θάνατο του συναδέλφου του. Ωστόσο, παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει και να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες προς υποστήριξη των λεγομένων του, ενώ οι απαντήσεις του ήταν γενικές, αόριστες και ασαφείς. Ειδικότερα, συντάσσομαι με το εύρημα του αρμόδιου λειτουργού ότι ο Αιτητής υπήρξε ασαφής ως προς το τι σημαίνει «ικανός» επεξηγώντας με τρόπο απλό ότι επειδή χρησιμοποιεί τις δεξιότητές του για να κερδίζει χρήματα, μέλη της ευρύτερης οικογένειας του τον ζηλεύουν και του προκαλούν εφιάλτες (ερυθρό 22 - 8Χ, 9Χ, 10Χ, 11Χ, 12Χ δ.φ.). Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι ο Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξής του δήλωσε ότι αυτό που του έχει συμβεί αφορά μόνο πνευματικές απειλές υπό την μορφή εφιαλτών χωρίς να του έχει συμβεί κάποια σοβαρή σωματική βλάβη (ερυθρό 21-5Χ δ.φ.). Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του ως προς τον θάνατο του συναδέλφου του και την ευθύνη που του επιρρίπτουν, ομοίως οι απαντήσεις του Αιτητή υπήρξαν γενικές, αόριστες και ασαφείς. Ειδικότερα επισημαίνεται ότι σε σχετική ερώτηση του λειτουργού για το αν είχε οποιαδήποτε άμεση επαφή με πρόσωπα τα οποία συνδέονταν με τον συνάδελφό του, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν είχε, επειδή μεταφέρθηκε σε άλλη περιοχή (ερυθρό 21, 16Χ δ.φ.). Είναι κατά τούτο και δική μου κατάληξη ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του ενώ τα λεγόμενα του χαρακτηρίζονται από ασάφειες, αοριστίες, υπεκφυγές και έλλειψη ευλογοφάνειας. Επισημαίνω επιπλέον ότι ο Αιτητής σε σχετική ερώτηση του λειτουργού ως προς τις συνέπειες πιθανής επιστροφής του στην χώρα του, αναφέρθηκε στην δυσκολία εξεύρεσης σταθερής εργασίας, με συνέπεια τις οικονομικές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει (ερυθρό 20-8Χ δ.φ.) χωρίς να εκφράσει οποιονδήποτε άλλο φόβο δίωξης.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Παρατηρείται ωστόσο ότι εν προκειμένω ο Αιτητής δεν έχει προβάλει κανέναν ευλογοφανή ισχυρισμό αναφορικά με το λόγο που τον ώθησε να αναζητεί διεθνή προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία και ο οποίος να στοιχειοθετεί φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.  Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[3] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[4]. 

 

Υπό το φως των όσων έχουν ανωτέρω παρατεθεί, είναι η κατάληξη μου ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και συνεπώς ο Αιτητής δεν δύναται να αναγνωριστεί πρόσφυγας.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[5] ότι αυτοί είναι: 

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[6], αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki ElgafajiNoor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie[7]: 

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Delta State), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στις οποίες ανέτρεξα: ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 22.07.2023-19.07.2024 στην πολιτεία Delta καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 165 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 125 απώλειες. Πιο αναλυτικά, 45 εξ αυτών καταγράφηκαν ως βία κατά πολιτών (με 22 απώλειες), 49 ως μάχες (με 87 απώλειες), 18 ως εξεγέρσεις (με 14 απώλειες) και 53 ως διαμαρτυρίες (με 2 απώλειες)[8]O συνολικός πληθυσμός της πολιτείας  Delta  ανέρχεται σε 5.636.100 κατοίκους[9].

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα, δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Delta , ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να καταδεικνύουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα έχω αναφέρει, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πιο πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.




[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022

[3] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[4] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[5] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[6] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07ημερομηνίας 28.11.2011

[7] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[8] ACLED, Nigeria, Delta State, 22/07/2023-19/07/2024, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/explorer/, ημερ. πρόσβασης 27.07.2024

[9] https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο