ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2823/2023

26 Ιουλίου, 2024

[Ε.ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.A.,

από Μπαγκλαντές

                   Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Κιρακόζοβα (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) 

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1].

Αιτητής απών (υπό κράτηση)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 20.09.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και στις 04.07.2015 εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με φοιτητική  άδεια, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 08.09.2020. Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη στις 19.07.2021  με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 16.09.2021.  Στις 08.10.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 6699/21  εναντίον της ανωτέρω απόφασης (στο εξής αναφερόμενη και ως «η αρχική προσφυγή»), η οποία απορρίφθηκε στις 29.12.2022 με έξοδα €1000 εναντίον του. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 22.08.2023 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε, στις 20.09.2023, Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτη. Αυθημερόν, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποίαν ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή στην απουσία του Αιτητή, μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου προώθησε την θέση ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, ισχυριζόμενη ότι με την μεταγενέστερη αίτησή του προσκομίστηκαν νέα στοιχεία, ήτοι ότι είναι μέλος του κόμματος ΒΝΡ και πως σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης κινδυνεύει με σύλληψη, στοιχεία τα οποία κατά την εισήγησή τους δεν έχουν αξιολογηθεί από   τους Καθ' ων η αίτηση. 

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4].  Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3)(α) και (β) του άρθρου 16Δ του Περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα

(- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον:

 

(α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και 

 

(β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον η Αιτήτρια δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής του Αιτητή με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται. 

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του ιδίου επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι οι γονείς του τον ενημέρωσαν ότι αν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του το Μπαγκλαντές, θα αντιμετωπίσει πολιτικό πρόβλημα από το πολιτικό κόμμα BNP «Bangladesh Nationalist Party», (βλ. ερυθρό 70 και μετάφραση αυτού ερυθρό 74 του δ.φ.). Προσθέτει ότι ο πατέρας του, του τηλεφώνησε πριν από τρεις (3) περίπου εβδομάδες -υπονοώντας ότι έλαβε την σχετική ενημέρωση δια του τηλεφωνήματος αυτού.   

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 76-79 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.  Σημείωσαν περαιτέρω, ότι ο Αιτητής κατά την προηγούμενη διαδικασία ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου για εξέταση της αίτησής του, ισχυρίστηκε ότι εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με φοιτητική άδεια και με σκοπό να σπουδάσει και να εργαστεί. Επισημάνθηκε, περαιτέρω, (στην εισηγητική έκθεση) ότι παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δήλωσε στην μεταγενέστερη αίτησή του ότι ενημερώθηκε από τους γονείς του ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα του θα αντιμετωπίσει πρόβλημα από το κόμμα ΒΝΡ εντούτοις δεν επικαλέστηκε τους λόγους που δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία, και ως εκ τούτου λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Μπαγκλαντές, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.  Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώθηκε με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα ο Αιτητής ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός του κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Κατά την υποβληθείσα λοιπόν αρχική του αίτηση, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για να σπουδάσει. Στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης ημερομηνίας 19.07.2021 δήλωσε πως οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα του ήταν για να σπουδάσει και να εργαστεί. Επιπλέον δήλωσε ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε στο Μπαγκλαντές ήταν οικονομικής φύσεως. Επιθυμία του, όπως τέλος ανέφερε, ήταν να καταστήσει την παρουσία του στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμη και αυτός ήταν και ο λόγος που πέντε (5) χρόνια μετά την παραμονή του προέβη σε αίτημα για διεθνή προστασία.

 

Ακολούθως, στο πλαίσιο της προσφυγής του υπ’ αρ. 6699/21 την οποία καταχώρισε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, δεν προέβαλε κανέναν πρόσθετο ισχυρισμό, παρά μόνο ισχυρίστηκε ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση έπασχε λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω, επισημαίνω πρωτίστως ότι μελετώντας την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ο ίδιος με γενικότητα και αοριστία καταγράφει ότι «I have political problem in my country. Bangladesh Nationalist Party (BNP)».

 

Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η συνήγορός του ισχυρίστηκε ότι ο Αιτητής διώκεται καθότι είναι μέλος του BNP και τον Ιανουάριο του 2024, μετά δηλαδή την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, εξελέγει πρωθυπουργός η Sheikh Hasina, η οποία είναι με το κόμμα Awami League και ότι σύμφωνα με πηγές πληροφόρησης, ο Αιτητής κινδυνεύει ακόμα και με σύλληψη, γεγονός για το οποίο καμία έρευνα δε διεξήχθη, ως υποβάλλει, από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Παρατηρώ ότι πράγματι ο ισχυρισμός που προβάλει ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του, ως αυτός επεξηγήθηκε και από την συνήγορό του, συνιστά νέο στοιχείο, υπό την έννοια ότι ο Αιτητής δεν έχει προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό σε προηγούμενο στάδιο της εξέτασης του αιτήματός του. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς γενικός και αόριστος, ενώ ουδέν στοιχεία έχουν προσαχθεί ενώπιόν των Καθ’ ων η αίτηση ή έστω ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, που να υποδεικνύουν ότι ο Αιτητής είναι πράγματι μέλος του BNP. Τα μόνα στοιχεία που έχουν προσαχθεί ενώπιόν μου, είναι κάποια δημοσιεύματα για την πρόσφατη εκλογή της Sheikh Hasina, για τέταρτη ή και πέμπτη (δεν είναι ξεκάθαρο) μάλιστα θητεία -ως προκύπτει από τα όσα προσκόμισε η συνήγορος του Αιτητή δια μέσου ηλεκτρονικού της μηνύματος ημερ. 05.03.2024. Η επανεκλογή της συγκεκριμένης πολιτικού, η οποία ήταν προφανώς στην εξουσία και την περίοδο που ο Αιτητής ευρισκόταν στο Μπαγκλαντές, ουδόλως προσθέτει το οτιδήποτε στην υπόθεση του τελευταίου. Ο Αιτητής, όφειλε πρωτίστως να προσάξει στοιχεία ή να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες περί του ότι ο ίδιος είναι μέλος του BNP προτού διερευνηθούν σε δεύτερο στάδιο οι επιπτώσεις από την ιδιότητά του αυτή.

 

Πρόσθετα, ο Αιτητής δεν επεξηγεί για ποιον λόγο δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα του ως μέλος του BNP κατά την αρχικώς υποβληθείσα αίτησή του, αλλά και κατά το στάδιο της προσφυγής του εναντίον της πρώτης απορριπτικής απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι ερωτηθείς, κατά τη συνέντευξή του, κατά πόσον είναι μέλος οποιασδήποτε πολιτικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής, θρησκευτικής ή κοινωνικής ομάδας απάντησε αρνητικά. Δεν μου διαφεύγει ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο της αρχικής του προσφυγής, ο Αιτητής ισχυρίστηκε – γενικόλογα - ότι εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω βάσιμων φόβων δίωξης για πολιτικούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς και άλλους λόγους και απειλές που είχε εναντίον της ζωής του από φιλοκυβερνητικούς κύκλους, ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο ουδέποτε προωθήθηκε δια της γραπτής ή και προφορικής του αγόρευσης ενώπιόν του Δικαστηρίου, όπου περιορίστηκε στην θέση περί εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του για οικονομικούς λόγους. Όφειλε συνεπώς ο Αιτητής να επεξηγήσει τους λόγους παράλειψης αναφοράς στο ουσιώδες αυτό στοιχείο της υπόθεσής του. Επισημαίνεται ότι το ίδιο το έντυπο της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, περιέχει σαφείς επεξηγήσεις περί των υποχρεώσεων, του υποβάλλοντα την αίτηση, κατά την συμπλήρωση αυτής. Ενδεικτικά, στην σελ. 1 του εντύπου εντοπίζεται η αναφορά: «Please answer all questions and provide full and detailed information as requested». Στο σημείο 7 του εντύπου: «Please explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protection. Also include the reasons you do not wish to return to your country of origi/residence». Και ακολούθως στο σημείο 8: «If the reason for submitting a subsequent application is because you have new evidence/information, please provide in detail what the new evidence is».

 

Επιπλέον στο σημείο 10, επιζητείται η καταγραφή και συγκεκριμενοποίηση ως προς το πότε η μαρτυρία ή τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής περιήλθαν στην κατοχή του, με ποιον τρόπο καθώς και γιατί δεν προσκομίστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία στην Υπηρεσία Ασύλου, σημείο το οποίο παρέμεινε κενό. Όφειλε λοιπόν ο Αιτητής να είναι συγκεκριμένος στις καταγραφές του, παρέχοντας περαιτέρω λεπτομέρειες για τον φόβο του κινδύνου που αντιμετωπίζει. 

 

Πέραν των πιο πάνω, επισημαίνεται ότι η απόφαση του ΔΔΔΠ στην προσφυγή του αρ. 6699/21, εκδόθηκε στις 29.12.2022, ο δε Αιτητής υπέβαλε την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτηση του στις 22.08.2023 ενώ από το περιεχόμενο αυτής δεν προκύπτει να είχε ο ίδιος στο μεταξύ επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής του. Συνεπώς, δεν μπορεί να κριθεί ότι απέκτησε μεταγενέστερα την κατ’ ισχυρισμό ιδιότητα του μέλους του BNP, ιδιότητα η οποία θα έπρεπε συνεπώς να αποκαλυφθεί σε προγενέστερο στάδιο από τον Αιτητή. 

 

Ενόψει των προλεχθέντων, φρονώ πως η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση βασίζεται σε μια ενδελεχή εξέταση των ισχυρισμών και των στοιχείων που παρουσιάστηκαν, ενώ η εν τέλει απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνεται δικαιολογημένη λόγω έλλειψης νέων και αξιόπιστων στοιχείων που να τεκμηριώνουν μια πραγματική απειλή κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του. Για να μπορούσε η αίτησή του να θεωρηθεί παραδεκτή ο Αιτητής  θα έπρεπε να προσκομίσει ουσιαστικά νέα στοιχεία που να αλλάζουν την εκτίμηση κινδύνου και να δικαιολογούν την επανεξέταση της περίπτωσής του, κάτι που ο ίδιος δεν έπραξε. Περιορίστηκε απλώς σε γενικόλογη καταγραφή περί κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του, ο οποίος κίνδυνος και/ή το υπόβαθρο που θα δικαιολογούσε ενδεχομένως την επίκληση του, ουδέποτε προωθήθηκε κατά την διαδικασία εξέτασής της αρχικής του αίτησης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του  για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή  σε συνέντευξη για την κατ' ουσίαν εξέταση του αιτήματος του. Ορθώς συνεπώς οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο εξέτασης της αίτησής του, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής του, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο ίδιος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή να προσκομίσει στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εξ  όσων έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

 

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και  ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34

[5]Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο