ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2933/2023

   31  Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ.Α.,

Από Μπαγκλαντές

                                    Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1].

(Mahanadul Hasan - Διερμηνέας, για διερμηνεία από Bangla στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 22.09.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Μπαγκλαντές  (στο εξής αναφερόμενη ως «Μπαγκλαντές»), την οποίαν εγκατέλειψε τον Φεβρουάριο του 2020 και στις 23.02.2020 εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών (ερυθρό 16 δ.φ.) χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Αίτηση διεθνούς προστασίας υπέβαλε στις 25.02.2020, στα πλαίσια της οποίας προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του στις 03.09.2020, η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 09.03.2021. Στις 27.04.2021, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 2309/21 εναντίον της ανωτέρω απόφασης, η οποία απορρίφθηκε στις 09.12.2022. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 12.05.2022 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε στις 15.09.2023 Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης. Στις 22.09.2023 ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποίαν ο τελευταίος αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Ο Αιτητής, ο οποίος εμφανίζεται αυτοπροσώπως, στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεσή του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[3], ότι ήταν πρόεδρος σωματείου του κόμματος  BNP στην περιοχή του και ότι είχε δύο αστυνομικές υποθέσεις σε βάρος του. Εξ αυτών η μία έχει απορριφθεί, ενώ για την άλλη εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης. Προσθέτει ότι λόγω των επικείμενων εκλογών η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και ο ίδιος βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Επισημαίνω βεβαίως ότι ανάλογη χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού και ειδικότερα την υποχρέωση του Αιτητή να καταγράψει κατά συνοπτικό τρόπο όλα τα ουσιώδη γεγονότα, επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή του, καθώς είναι ο Αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντά του.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

Ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού από πλευράς του Αιτητή, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015[4] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της, την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[5], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[7].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[8].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι εκκρεμούν πολιτικές υποθέσεις σε βάρος του, σημειώνοντας ότι έχει ήδη υποβάλει τα σχετικά έγγραφα. Προσέθεσε ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα τον συλλάβει η αστυνομία ή ότι θα τον σκοτώσει το αντίπαλο πολιτικό κόμμα, και γι΄ αυτόν τον λόγο δεν είναι εφικτό για τον ίδιο να γυρίσει πίσω. Περαιτέρω, κατέγραψε ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα στη χώρα του, καθώς έλαβε δάνειο από την τράπεζα προκειμένου να μεταβεί στην Κύπρο. Τέλος, κατέγραψε ότι ο πατέρας του πέθανε το προηγούμενο έτος και δεν υπάρχει κάποιος κηδεμόνας να τον στηρίξει και γι’ αυτό η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 74-72-175 του δ.φ.) επισήμαναν τα ακόλουθα:

·           Σε σχέση με το σκέλος της αίτησης που αφορά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει λόγω της λήψης δανείου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν συνιστά νέο στοιχείο, καθώς ο ίδιος ισχυρισμός προβλήθηκε και κατά την αρχική αίτηση του Αιτητή, η οποία και απορρίφθηκε ως αβάσιμη (ερυθρό 73 δ.φ.).

 

·           Σε σχέση με το σκέλος της αίτησης που αφορά το θάνατο του πατέρα του, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν ότι δεν συνιστά νέο στοιχείο ικανό να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, καθώς ο ισχυρισμός αυτός καθ’ εαυτός δεν συνδέεται με τις προϋποθέσεις που τίθενται στον Περί Προσφύγων Νόμο του 2000 για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας.

 

·           Σε σχέση με το σκέλος της αίτησης που αφορά τις πολιτικές υποθέσεις σε βάρος του, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν ότι δεδομένου ότι αυτά τα στοιχεία προϋπήρχαν τη στιγμή της υποβολής της προηγούμενης αίτησης, καθώς και της υποβολής της προσφυγής εκ μέρους του Αιτητή στο ΔΔΔΠ, η μη προγενέστερη προβολή τους οφείλεται σε υπαιτιότητα του Αιτητή. Περαιτέρω, έκαναν παραπομπή στη δήλωση του Αιτητή στα πλαίσια της προσωπικής του συνέντευξης ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδό του από το Μπαγκλαντές.

 

Όπως έχω ήδη αναφέρει, στο εισαγωγικό δικόγραφο της ενώπιόν μου διαδικασίας ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ήταν πρόεδρος σωματείου του κόμματος  BNP στην περιοχή του και ότι είχαν ανοίξει δύο αστυνομικές υποθέσεις σε βάρος του. Εξ αυτών η μία έχει απορριφθεί, ενώ για την άλλη εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης. Προσέθεσε ότι λόγω των επικείμενων εκλογών η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και ο ίδιος βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, ο Αιτητής προσκόμισε τα εξής έγγραφα:

 

·         Αντίγραφο εγγράφου ημερομηνίας 18.01.2018 εκδοθέν από το παράρτημα Kaliganj Upazila του BNP, όπου ο Αιτητής αναφέρεται ως πρόεδρος μίας επιτροπής του Σωματείου Kushulia (Τ1).

 

·         Φωτογραφία χωρίς κάποια λεκτική αναφορά (Τ2).

 

·         Αντίγραφο ηλεκτρονικού άρθρου ημερομηνίας 30.10.2023 το οποίο φέρει τον τίτλο “Bangladesh: key opposition figure jailed after rally turns violent” (Τ3).

 

Ο Αιτητής επεξήγησε ενώπιόν του Δικαστηρίου ότι το πρώτο έγγραφο (Τ1) αποδεικνύει ότι ήταν πρόεδρος στο κόμμα BNP το έτος 2018 και ότι το είχε στην κατοχή του από το έτος 2018. Σε σχέση με τη φωτογραφία (Τ2) δήλωσε ότι απεικονίζει τον ίδιο μαζί με άλλα μέλη του κόμματος. Ως προς το άρθρο (Τ3), δήλωσε ότι επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση στο Μπαγκλαντές είναι ευάλωτη και ότι πολλά μέλη του κόμματος βρίσκονται στη φυλακή. Ερωτηθείς γιατί δεν προσκόμισε τα στοιχεία αυτά στην Υπηρεσία Ασύλου κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν γνώριζε (ενν. ότι έπρεπε να τα προσκομίσει). Ως προς το γεγονός ότι κατά την αρχική του αίτηση ισχυρίστηκε ότι η έξοδός του από τη χώρα καταγωγής του κινητοποιήθηκε από οικονομικούς λόγους, χωρίς και πάλι να αναφερθεί στους λόγους που τώρα προωθεί ενώπιόν του Δικαστηρίου, ο Αιτητής δήλωσε ότι του υποδείχτηκε η συγκεκριμένη δήλωση και προσέθεσε ότι ενώ πράγματι κατά την προσωπική του συνέντευξη προέβαλε τους οικονομικούς λόγους της μετακίνησής του, επιπρόσθετα εκκρεμεί και υπόθεση πολιτικής υφής σε βάρος του. Ως προς την ουσία του ισχυρισμού του, ερωτηθείς από το Δικαστήριο αν εξακολουθεί να είναι πρόεδρος του σωματείου, ο Αιτητής δήλωσε ότι πλέον δεν είναι πρόεδρος, αλλά εξακολουθεί να είναι μέλος του κόμματος BNP, ενώ ερωτηθείς αν η αστυνομία θα είναι σε θέση να τον προστατέψει σε περίπτωση επιστροφής του στο Μπαγκλαντές, ο Αιτητής δήλωσε ότι από τη στιγμή που κυβερνά το αντίπαλο κόμμα, η αστυνομία στηρίζει το εν λόγω κόμμα.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς που ο Αιτητής προώθησε σε κάθε στάδιο της παρούσας αλλά και των προγενέστερων διαδικασιών από την ημερομηνία καταχώρισης του αρχικού του αιτήματος και προβαίνω στις εξής επισημάνσεις:

 

Συντάσσομαι με την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι o ισχυρισμός του Αιτητή περί των οικονομικών προβλημάτων δεν συνιστά «νέο στοιχείο» δεδομένου ότι οι οικονομικοί λόγοι της μετακίνησης του Αιτητή προβλήθηκαν και αξιολογήθηκαν κατά την αρχική αίτηση του Αιτητή.

 

Συμφωνώ και συντάσσομαι επίσης και με την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του θανάτου του πατέρα του και της απουσίας κηδεμόνα στη ζωή του ικανού να τον στηρίξει, ισχυρισμός ο οποίος δε δύναται να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, εφόσον ουδόλως έχει συνδεθεί με έναν από τους λόγους δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επισημαίνω επιπρόσθετα, ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε στο θάνατο του πατέρα του και κατά την αρχική του συνέντευξη χωρίς να συναρτά τη συγκεκριμένη προσωπική περίσταση με κάποια ενδεχόμενη διακινδύνευσή του (ερυθρό 23 δ.φ.).

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση για τον τρίτο προωθούμενο ισχυρισμό περί των εκκρεμών υποθέσεων σε βάρος του, οι οποίες κατά δήλωση έχουν πολιτικό κίνητρο, συντάσσομαι με την κατάληξη αυτής, αλλά όχι με την αιτιολόγησή της. Ειδικότερα, οι Καθ΄ ων η αίτηση έκριναν ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά λόγω υπαιτιότητας του Αιτητή, καθώς ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί τους λόγους για τους οποίους δεν προέβη σε προβολή του εν λόγω ισχυρισμού σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του. Η εν λόγω αιτιολόγηση υποδεικνύει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δέχονται ότι ο ισχυρισμός συνιστά πράγματι «νέο στοιχείο» και ότι το απαράδεκτο της προβολής του συναρτάται με το δεύτερο στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης. Ωστόσο, κατόπιν επισκόπησης του συνόλου του διοικητικού φακέλου διαπιστώνω ότι ο ισχυρισμός περί των εκκρεμών υποθέσεων σε βάρος του Αιτητή λόγω της πολιτικής του δραστηριοποίησης στο κόμμα BNP, προβλήθηκε στα πλαίσια της προσφυγής υπ. αριθμ. 2309/21, την οποία ο Αιτητής προώθησε ενώπιον του ΔΔΔΠ. Η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε στις 09.12.2022, με την εκδοθείσα επί αυτής απόφαση να διαλαμβάνει όλων των ζητημάτων τα οποία προώθησε ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησής του.

 

Παραπέμπω συναφώς στο άρθρο 16Δ (3) (β) (ii), το οποίο διαλαμβάνει ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και δεδομένου ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής κατά την ενώπιόν μου διαδικασία συνδέονται με τον εν λόγω ισχυρισμό δεν κρίνω σκόπιμη την αναλυτικότερη εξέτασή τους. Επισημαίνω εξάλλου, ότι σε σχέση με τα έγγραφα αυτά, το πρώτο εξ αυτών (Τ1) το είχε στην κατοχή του ήδη από το 2018, ενώ το τρίτο (Τ3) φέρει ημερομηνία 30.10.2023, ήτοι προγενέστερη της απόφασης του Δικαστηρίου επί της αρχικής προσφυγής του (η οποία εκδόθηκε στις 23.11.2023) και παρά ταύτα δεν τα υπέβαλε ούτε ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά ούτε και ενώπιόν του Δικαστηρίου στην προγενέστερη προσφυγή του, χωρίς να επεξηγήσει τον λόγο που δεν έπραξε τούτο. Ούτε και θα μπορούσαν αυτά να αυξήσουν τις πιθανότητες απόδοσης στον Αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας λόγω των αντιφατικών και αναξιόπιστων θέσεων που ο ίδιος προώθησε ενώπιόν μου. Ιδιαίτερα, ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι σύμφωνα με το Τ1 ο ίδιος ήταν πρόεδρος του BNP το 2018, δεν ευσταθεί αφού αυτό που προκύπτει από το Τ1 -χωρίς να αξιολογώ την αυθεντικότητά του- είναι ότι ήταν πρόεδρος μίας επιτροπής ενός σωματείου που φαίνεται να σχετίζεται με το BNP και όχι πρόεδρος του ίδιου του BNP. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι ήταν κατ’ ισχυρισμόν πρόεδρος από το έτος 2018, ωστόσο ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του τον Φεβρουάριο του 2020 χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε πρόβλημα ούτε κατά την παραμονή του εκεί, αλλά ούτε και κατά την έξοδό του από την χώρα. Επιπλέον, ως ο ίδιος δήλωσε, σήμερα δεν είναι πρόεδρος αλλά μέλος του BNP, χωρίς να έχει θέσει οτιδήποτε ενώπιόν του Δικαστηρίου που να παραπέμπει σε κίνδυνο απλών μελών του BNP. Το δε άρθρο (Τ3) που προσκόμισε στο Δικαστήριο, αφορά την σύλληψη βασικού στελέχους του BNP.

 

Καταληκτικά, επισημαίνω ότι παρότι δεν συντάσσομαι πλήρως με την αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τον τρίτο προβαλλόμενο ισχυρισμό, καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα περί του απαραδέκτου της προβολής του. Υπό αυτό το πρίσμα, η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης διασώζεται.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, φρονώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Παρά την πλημμέλεια που σημείωσα ανωτέρω, η απόφασή τους κρίνεται τελικά ως ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας και ως τέτοια συνεχίζει να θεωρείται με βάση και το νέο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

[4] Άρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018.

[5] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[8] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο