ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:T3123/2023

 16 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.A.Z.

από την Πακιστάν

                                                                 Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Κ. Κουπαρή (κα) για Χρ. Π. Χριστοδουλίδης

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία[1].

Αιτητής παρών.

[Ε. Ευαγγέλου(κος)- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική  στην ελληνική και αντίστροφα.

Sarah Dawoodi – Διερμηνέας, για διερμηνεία από τα urdu στην αγγλική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 06.12.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις, 16Δ (3) (δ) και 16Δ (4) (β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και του συνηγόρου του.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν το οποίο εγκατέλειψε στις 15.02.2017 και την επομένη, εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία κάνοντας χρήση του διαβατηρίου του με φοιτητική θεώρηση εισόδου (visa). Στις 06.02.2023, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια της οποίας προσήλθε στις 24.02.2023 σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του, η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε αυθημερόν. Εναντίον της απόφασης αυτής ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. Τ1631/23 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στις 24.10.2023, χωρίς να επιδικαστούν έξοδα. Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 06.12.2023 στην καταχώριση της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησης η οποία αφού εξετάστηκε από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε σχετικό Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Αυθημερόν, η εξουσιοδοτημένη να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποίαν ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του, ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής προώθησε την θέση ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, καθώς οι ισχυρισμοί που προέβαλε με την μεταγενέστερη αίτησή του, προέκυψαν μετά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του και δεν διερευνήθηκαν.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β). Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (- έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου), σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[6].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο, προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι διατρέχει κίνδυνο για τη ζωή του λόγω της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης στο Πακιστάν. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι υποστήριζε τον προηγούμενο πρωθυπουργό, και ως ενεργός ψηφοφόρος και υποστηρικτής του, βρίσκεται σε κίνδυνο από την τωρινή κυβέρνηση (ερυθρό 68 του δ.φ.). Περαιτέρω, υπό το πεδίο 8 του εντύπου της αίτησης, ο Αιτητής δήλωσε ότι προσκομίζει έγγραφο το οποίο αναφέρεται ως “F.I.R.” ημερομηνίας 28.03.2022, παρότι, ως σημειώνει, ο ίδιος βρισκόταν στην Δημοκρατία κατά την εν λόγω ημερομηνία και όχι στη χώρα καταγωγής του. Υπό το πεδίο αρ. 10 του εντύπου της αίτησης, ο Αιτητής απαντώντας στο πότε και πώς περιήλθε στην κατοχή του το συγκεκριμένο έγγραφο, δήλωσε ότι του το έστειλε η οικογένειά του από το Πακιστάν στις 20.04.2023. Ως προς το γιατί δεν προσκόμισε το εν λόγω έγγραφο κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, δήλωσε ότι δε βρισκόταν στην κατοχή του.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (ερυθρά 77-74 δ.φ.) ότι ο Αιτητής, εξ υπαιτιότητας του, δεν προσκόμισε το έγγραφο που καταχώρισε με την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής του, το οποίο φέρει ημερομηνία 28.03.2022 και άρα ήταν προγενέστερο της εξέτασης της αρχικής αίτησης ασύλου του. Περαιτέρω, καταλήγουν ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Πακιστάν, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου καθώς και τους ισχυρισμούς του Αιτητή, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην αιτιολογία, έρευνα και κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση.

 

Αναφορικά με το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής με την μεταγενέστερη αίτησή του, επισημαίνεται ότι αυτό φέρει ημερομηνία 28.03.2022, ενώ ως ο ίδιος δήλωσε στο έντυπο υποβολής της μεταγενέστερης αίτησης, αυτό περιήλθε στην κατοχή του στις 20.04.2023. Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής καταχώρισε στις 23.05.2023 προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής αίτησης ασύλου του, ήτοι σε χρονικό σημείο που έπεται των γεγονότων που τώρα επικαλείται, χωρίς ωστόσο να αναφερθεί σε αυτά κατά την δικαστική εκείνη διαδικασία. Πρόσθετα, ο Αιτητής, παρά το γεγονός ότι ρωτήθηκε, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει ικανοποιητικά γιατί, από την στιγμή που γνώριζε ήδη από τον Ιανουάριο του 2023- ως ο ίδιος δήλωσε κατά την ενώπιόν μου διαδικασία- για την ύπαρξη του εγγράφου αυτού (εντάλματος έρευνας) ωστόσο δεν αναφέρθηκε στα γεγονότα αυτά κατά την συνέντευξή του που έλαβε χώρα στις 24.02.2023.

 

Φρονώ συνεπώς ότι τα όσα ο Αιτητής επικαλείται, αφορούν σε γεγονότα προγενέστερα της δευτεροβάθμιας εξέτασης της αρχικής αίτησής του, τα οποία ο ίδιος όφειλε να καταθέσει ενώπιόν του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της πρώτης προσφυγής του. Παρατηρώ ωστόσο ότι ο Αιτητής ούτε κατά το στάδιο υποβολής μεταγενέστερης του αίτησης, ούτε ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου τεκμηρίωσε κατά τρόπο ευλογοφανή και επαρκή τον λόγο που αυτά τα στοιχεία υποβλήθηκαν για πρώτη φορά στην παρούσα διαδικασία. Η εξήγηση που έδωσε ο Αιτητής, ότι ντρεπόταν να αναφέρει ότι είναι μέλος του κόμματος PDI γιατί αυτό θα ήταν ζημιογόνο για την φήμη του και θα έκανε μεγαλύτερο κακό στην οικογένειά του και ότι τελικώς αποφάσισε να αναφερθεί σε αυτό γιατί μετά την συζήτηση που είχε με την δικηγόρο του αντιλήφθηκε ότι θα έπρεπε να τα πει αυτά στο Δικαστήριο, δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς και δεν κρίνεται πειστική από το Δικαστήριο. 

 

Επισημαίνω, ότι στο πλαίσιο της αρχικής του αίτησης και συνέντευξης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να σπουδάσει και να εργαστεί ενώ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει λόγω οικογενειακών δυσκολιών, οι οποίες ως εξήγησε είναι οικονομικής φύσεως. Καμία αναφορά δεν έκανε σε πολιτικά προβλήματα, είχε προβλήματα με την κυβέρνηση του κράτους ενώ, ως τότε ισχυρίστηκε, οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν την είσοδό του σε περίπτωση επιστροφής του.

 

Περαιτέρω, επισημαίνω ότι οι ισχυρισμοί που κατέγραψε ο Αιτητής στο πεδίο 7 του εντύπου υποβολής μεταγενέστερης, περί του κινδύνου της ζωής του λόγω της πολιτικής κατάστασης στο Πακιστάν, είναι ταυτόσημοι με όσα υπέβαλε και στο εισαγωγικό έγγραφο της προσφυγής του επί της αρχικής του αίτησης (βλ. ερυθρό 61 δ.φ.).  Υπενθυμίζεται ότι ο Αιτητής απέσυρε την εν λόγω προσφυγή στις 24.10.2023 και προχώρησε στην υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης λίγο καιρό αργότερα.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(β)(ii), δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο αν ο εκάστοτε αιτητής είχε πραγματική ευκαιρία να προβάλει τα νέα στοιχεία κατά την εξέταση της αίτησής του σε δεύτερο βαθμό (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

« [ο Προϊστάμενος] (…) εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον (…)

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείται η μία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[7] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

 

Πέραν τούτου οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί πολιτικής δίωξης από την παρούσα κυβέρνηση είναι γενικοί και αόριστοι, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες επί τούτων δυνάμενες να τύχουν αξιολόγησης. Επισημαίνεται η αναφορά που εντοπίζεται επί του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης (ερυθρό 68, σημ. 7, ΔΦ) την οποία συμπλήρωσε ο Αιτητής, σύμφωνα με την οποία: «Explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protectionAlso include the reasons you do not wish to return to your country of origin/residence».

 

Είναι εμφανές λοιπόν ότι, ο Αιτητής δεν κατέβαλε καμία απολύτως προσπάθεια για να υποστηρίξει επαρκώς το αίτημα του, προβάλλοντας εμπεριστατωμένα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του και προσκομίζοντας, αν ήταν δυνατόν, οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν ουσιώδες στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του Αιτητή σε συνέντευξη. Φρονώ συνεπώς ότι οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα ο ίδιος επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής του δεν αναφέρθηκαν από τον ίδιο σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας λόγω δικής του υπαιτιότητας, ενώ περαιτέρω τα όσα αόριστα έχουν λεχθεί περί πολιτικής του δίωξης λόγω του ότι υποστηρίζει το κόμμα που απήλθε από την εξουσία, δεν αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 31.05.2024 (Κ.Δ.Π. 191/2024) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο