ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ3173/2023

 16 Ιουλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.K.,

από Ινδία

Αιτήτρια

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

                Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Α. Κιρακόζοβα (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) 

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία.[1]

Αιτήτρια παρούσα

[Ηλίας Φανούς -Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα

Sarah Dawoodi (κα)- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την punjabi στην αγγλική γλώσσα και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.12.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και της συνηγόρου της. .

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία την οποίαν εγκατέλειψε στις 22.06.2016 και εισήλθε αυθημερόν στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές με φοιτητική άδεια, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 11.09.2019.  Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε στις 26.09.2022 σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής της η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 04.10.2022. Εναντίον της απόφασης αυτής, η Αιτήτρια  καταχώρισε την προσφυγή με αριθμό 7225/22, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση ημερομηνίας 23.11.2023 με έξοδα €600 εναντίον της.  Ακολούθως, η Αιτήτρια προχώρησε στις 11.12.2023 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε, αυθημερόν, Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτη. Στις 11.12.2023, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, απόφαση την οποίαν η Αιτήτρια αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή της η Αιτήτρια, διά της συνηγόρου της επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) η Αιτήτρια επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του η Αιτήτρια προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, η Αιτήτρια προώθησε τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4].  Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β) του άρθρου 16Δ του  περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα ακόλουθα (-έμφαση και υπογράμμιση  του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Λόγω ακριβώς της περιορισμένης αυτής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με μεταγενέστερη αίτηση η οποία απορρίφθηκε από το στάδιο του παραδεκτού, χωρίς ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης αυτής, το Δικαστήριο αυτό δεν έχει εξουσία να εκδώσει απόφαση επί της βασιμότητας της αίτησης, κρίνοντας δηλαδή το κατά πόσον η Αιτήτρια δικαιούται διεθνούς προστασίας ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτησή του αιτητή. Ως εκ τούτου, το δεύτερο αιτητικό (υπό Β) της προσφυγής της Αιτήτριας με το οποίο επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και απορρίπτεται. 

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της συνηγόρου της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας επί της μεταγενέστερης αίτησής της και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή της, η Αιτήτρια κατέγραψε ότι ενημέρωσε τηλεφωνικά τον πατέρα της, ο οποίος διαμένει στη χώρα καταγωγής της, για τη λήξη της άδειας παραμονής της στη Δημοκρατία. Ο πατέρας της τότε, την πληροφόρησε ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο από την οικογένεια του πρώην συζύγου της, οι οποίοι πήγαν στο σπίτι της και την έψαχναν. Ως πληροφορήθηκε, την αναζητούν προκειμένου να της πάρουν το ανήλικο τέκνο της και ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε για το πρόβλημα αυτό επειδή είχε καιρό να μιλήσει με τον πατέρα της. Πρόσθεσε ότι ο πατέρας της έχει υποβάλει καταγγελία στην αστυνομία και θα της αποστείλει σχετικό έγγραφο.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 89-87 του δ.φ.) ότι δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία τόσο κατά την προηγούμενη αίτηση της όσο και κατά την υποβολή της προσφυγής της ενώπιόν του Δ.Δ.Δ.Π, ενώ φαίνεται ότι αυτά προϋπήρχαν. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Ινδία, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης .  Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώθηκε με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Προτού προχωρήσω σε αξιολόγηση της κρίσης των Καθ' ων η αίτηση κρίνω σκόπιμο όπως καταγράψω εν συντομία, τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματός της κατά την προγενέστερη εξέταση αυτού. Ειδικότερα, στα πλαίσια της προσωπικής της συνέντευξης ημερομηνίας 26.06.2022, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε την Ινδία για ένα καλύτερο μέλλον και λόγω ανεργίας. Δήλωσε περαιτέρω ότι το 2017 Δικαστήριο στη χώρα καταγωγής της εξέδωσε διάταγμα διαζυγίου κατόπιν κοινής αίτησης του ζευγαριού, ωστόσο το 2021 απέκτησε τέκνο με τον πρώην σύζυγο της. Επιπλέον, ανέφερε ότι έχει επικοινωνία με τον πατέρα του παιδιού της, ο οποίος τους επισκέπτεται τουλάχιστον δύο φορές τον μήνα και συνεισφέρει οικονομικά. Πρόσθεσε περαιτέρω, ότι η ίδια διατηρεί επικοινωνία με τον πατέρα και τον αδελφό της, οι οποίοι διαμένουν στο Καμερούν και γνωρίζουν για την ύπαρξη του τέκνου της. Ακολούθως, η Αιτήτρια στο πλαίσιο της προσφυγής υπ'αρ. 7225/22 που καταχώρισε στις 21.11.2022 εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, κατέγραψε ότι είναι ανύπαντρη μητέρα και δεν έχει κανένα στη χώρα καταγωγής της για να την φροντίσει. Ως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου στην προρρηθείσα προσφυγή, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε δια της γραπτής της αγόρευσης ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα της καθότι δεν είναι αποδεκτή από την οικογένεια της ενόψει του γεγονότος ότι απέκτησε τέκνο εκτός γάμου, ισχυρισμός που κρίθηκε από το Δικαστήριο[6] ότι αναιρείται από το ίδιο το περιεχόμενο της συνέντευξης της Αιτήτριας.

 

Η Αιτήτρια κατά την ενώπιόν μου ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι έχει επικοινωνία με τον πρώην σύζυγο της, ο οποίος της δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι συμβαίνει με την οικογένειά του. Περαιτέρω, η Αιτήτρια παραδέχθηκε ότι τα προβλήματα με την οικογένεια του πρώην συζύγου της άρχισαν το έτος 2023 και δεν τα ανέφερε κατά την προηγούμενη διαδικασία ενώπιόν του Δικαστηρίου διότι δεν ήξερε πως να εκφραστεί και με ποιο τρόπο να αναφερθεί σε αυτά. Ωστόσο, επισημαίνω ότι παρά τις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν από το παρόν Δικαστήριο και της ευκαιρίας που της δόθηκε να εκθέσει τα όσα δεν μπορούσε να εκφράσει κατά την προηγούμενη δικαστική διαδικασία, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις απειλές από την οικογένεια του πρώην συζύγου της, ενώ αντιφατικές είναι και οι δηλώσεις της ως προς το πότε εκδόθηκε το διαζύγιο με τον πρώην σύζυγο της. 

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω, παρατηρώ καταρχάς ότι ο ισχυρισμός που προέβαλε η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της περί απειλών από την οικογένεια του πρώην συζύγου της για το ανήλικο τέκνο της, συνιστά πράγματι ένα νέο στοιχείο, υπό την έννοια ότι η Αιτήτρια δεν έχει προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό σε προηγούμενο στάδιο της εξέτασης του αιτήματός της. Σύμφωνα με την XY (ανωτέρω), τα στοιχεία που προϋπήρχαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας αλλά δεν τέθηκαν στην προσοχή της αποφαινόμενης αρχής ή ενώπιόν του Δικαστηρίου κατά την προηγούμενη διαδικασία, συνιστούν νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την έννοια της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά αξιολογούνται ως νέα διότι δεν εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας, και η τελεσίδικη απόφαση επί της προηγούμενης αίτησης δεν βασίστηκε σε αυτά.

 

Επισημαίνω στο στάδιο τούτο, ότι εντοπίζω διαδικαστικό σφάλμα στην διερευνητική διαδικασία των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι θα έπρεπε πρωτίστως να αξιολογήσουν και να εκτιμήσουν σε πρώτο στάδιο κατά πόσο ο ισχυρισμός της Αιτήτριας συνιστά «νέο στοιχείο ή πόρισμα», προτού προβούν σε κρίση περί σημαντικής αύξησης των πιθανοτήτων χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας και περί υπαιτιότητας ως προς τη μη προβολή του νέου στοιχείο σε προγενέστερο στάδιο. Ωστόσο παρά την πλημμέλεια αυτή, θεωρώ ότι η νομιμότητα και η ορθότητα της  προσβαλλόμενης απόφασης διαφυλάσσεται, καθώς η κρίση περί της υπαιτιότητας εμπερικλείει με έναν τρόπο κρίση περί του αν ο προβαλλόμενος ισχυρισμός συνιστά «νέο στοιχείο».

 

Επισημαίνω ωστόσο, ότι ο προβαλλόμενος με τη μεταγενέστερη αίτηση λόγος είναι γενικός και αόριστος, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες επί τούτων δυνάμενες να τύχουν αξιολόγησης. Επισημαίνεται η αναφορά που εντοπίζεται επί του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης (βλ. ερυθρό 76, σημ. 7, του δ.φ.) την οποία συμπλήρωσε η Αιτήτρια, σύμφωνα με την οποία, επιβάλλεται υποχρέωση στο άτομο που συμπληρώνει την σχετική αίτηση όπως: «Explain in detail the reason(s) you wish to submit a subsequent application for international protectionAlso include the reasons you do not wish to return to your country of origin/residence».

 

Είναι εμφανές λοιπόν ότι η Αιτήτρια δεν κατέβαλε καμία απολύτως προσπάθεια για να υποστηρίξει επαρκώς το αίτημα της, προβάλλοντας εμπεριστατωμένα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της και προσκομίζοντας, αν ήταν δυνατόν, οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία.

 

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η συνοχή της αφήγησης ενός αιτητή αποτελεί ένα στοιχείο που κρίνεται στη βάση των συνολικών δηλώσεων του όπως αυτές έχουν εκτεθεί μέσω γραπτών κοινοποιήσεων ή συνεντεύξεων σε όλα τα στάδια της εξέτασης της αίτησής του[7].

 

Δεδομένης της παραδοχής της Αιτήτριας ότι τα προβλήματα με την οικογένεια του πρώην συζύγου της άρχισαν το έτος 2023 και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν προέβαλε επαρκή εξήγηση σε σχέση με τη μη προβολή τους σε πρωθύστερο σημείο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, καταλήγω σε συμφωνία με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση περί της ύπαρξης υπαιτιότητας εκ μέρους της Αιτήτριας.

 

Στο σημείο αυτό, θεωρώ χρήσιμο να παραπέμψω και στο άρθρο 16Δ (3) (β) (ii) σύμφωνα με το οποίο δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στο αν καταβλήθηκε προσπάθεια από τον εκάστοτε Αιτητή να προβάλει τα νέα στοιχεία που ενδεχομένως αποκτήσει μέσω προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Ειδικότερα, το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει τα ακόλουθα σχετικά:

 

« [ενν. Ο Προϊστάμενος] (.) εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον (…)

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

  

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου, καθώς και τους ισχυρισμούς τόσο της συνηγόρου της Αιτήτριας όσο και της ίδιας της Αιτήτριας, δεν διαπιστώνω περιθώρια για παρέμβαση του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι ως διαφαίνεται προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείται καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β) (ανωτέρω) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου και ο συναφής ισχυρισμός της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς της Αιτήτρας, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια δυνάμενο να αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού της ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης της Αιτήτριας σε συνέντευξη.

 

Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μεταγενέστερης αίτησής της Αιτήτριας, υπό το φως των συναφών διατάξεων που τυγχάνουν εφαρμογής, φρονώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης και έρευνας όλων των δεδομένων και στοιχείων που αυτοί είχαν ενώπιόν τους, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη και συνεπώς η απόφαση τους για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της Αιτήτριας ως απαράδεκτης είναι ορθή.

 

Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Προσθέτω καταληκτικά ότι λαμβάνω υπόψη μου το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) καθώς και το πιο πρόσφατο  ημερ. 31.05.2024 (ΚΠΔ 191/2024), δυνάμει των οποίων η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής χώρα καταγωγής, χωρίς εν προκειμένω η ίδια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5]Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Υπόθεση αρ. 7225/2022, R.K. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, 23.11.2023.

[7] EUAA, Δικαστική Ανάλυση- Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο